Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Οι ρίζες του καρναβαλιού στην αρχαία Ελλάδα. The origins of carnival in ancient Greece

Quickly, bring me a beaker of wine, so that I may wet my mind and say something clever.” – Aristophanes. The Anthesteria also known as The More Ancient Dionysia (Ta Arkhaiotera Dionysia) of Apollonius Sophistes.

Οι ρίζες των εθίμων του Καρναβαλιού εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στις Διονυσιακές εορτές όπως τα Ανθεστήρια, εορτές της Θράκης κτλ.

Ανθεστήρια: Αττική Διονυσιακή εορτή

Αττική ερυθρόμορφη οινοχόη που χρησιμοποιούνταν στα Ανθεστήρια. Παρουσιάζει ένα νεαρό να τραβά το άρμα ενός άλλου παιδιού, ίσως παρωδία της ιερογαμίας που τελούνταν κατά την εορτή. (430-390 π.Χ.). Attic red-figure oinochoe (wine jug) used for the Athenian festival of Anthesteria, in honour of Dionysos. Represents a young boy pulling another boy's chariot; maybe a parody of the hierogamy performed during the festival. Terracotta, ca. 430–390 BC.

Τα Ανθεστήρια ήταν ετήσια γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου και του Xθόνιου Eρμή:

Small terracotta wine vessels such as this one (ca. 410 BC) were given as gifts during the Anthesteria. This small "chous," a vessel for wine, would have been given as a gift to a young boy during the Athenian festival known as the Anthesteria, celebrating the new wine. Such vessels depict children at play, often imitating adults. Here, a chubby Eros runs, pulling a child's toy cart behind him. He wears a wreath, a spiked headdress, and a string of amulets across his chest. (Walters Art Museum)

Γίνονταν στην Aθήνα κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου) επί τρεις ημέρες. Tο όνομα της γιορτής πιθανολογείται από το ανθέω και το σχετίζουν με το έθιμο της δεύτερης μέρας των χοών να στεφανώνουν τα τρίχρονα αγόρια με λουλούδια.

Michelangelo, Bacchus, between 1496 and 1497, (casting in Pushkin museum).

Eπειδή τα Aνθεστήρια δεν ήταν γιορτή των λουλουδιών είχε υποστηριχθεί παλαιότερα η άποψη πως και το όνομα Aνθεστήρια της όλης γιορτής δε σχετίζεται με τα άνθη, αλλά με το ρήμα «αναθέσσασθαι» που σημαίνει την ανάκληση των ψυχών (όμως η συγκοπή της πρόθεσης ανά δεν είναι χαρακτήρας της ιωνικής διαλέκτου) και σχετίζουν την ετυμολογία με την τρίτη ημέρα της γιορτής που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών.

Συνοπτικά τα δρώμενα των τριών ημερών των Ανθεστηρίων ήταν τα εξής:

1η μέρα Πιθοίγια, The First Day: Pithoigia (Jar-opening)

Snapshot of the Naples Stamnos no. 2419 of the Dinos Painter, a pupil of the Kleophon Painter, from Arias & Hirmer pl. 206.  This shows all the details that occur repeatedly on Frickenhaus's Lenaeenvasen.  It has been reproduced repeatedly; down to 1962 alone, see ARV2, pp. 1151-2, no. 2.  You have the pillar image, with its ivy and bread. the stamnoi on a table with the ladles used for dipping out the wine into skyphoi (not kylixes, which are for indoor banquets), the thyrsoi, the tympana. the maenads (women cutting loose--and notice that while one of the Late Archaic vases is usually taken to illustrate this festival, it is this one that is as near as makes no difference to Euripides' Bacchae).  This is a festival that could get sticky and smelly with all that new wine, but despite the déshabille, there are hundreds of Greek vase-paintings better qualified to represent 'eroticism'.

* Άνοιγαν τους πίθους με το νέο κρασί
* Συνήθιζαν να φέρνουν το πρώτο κρασί στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου
* κάνανε σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού, προς τιμή του ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή

Snapshot from pl. 103 of Masterpieces of Greek Drawing and Painting, in its turn from De Witte and then Frickenhaus, Lenaeenvasen, Berlin, 1912, no. 13: ARV2, p. 1019, no. 82, where its new location and number, Warsaw 142465 (ex Czartoryski 42) are given.  The vase itself is a stamnos and, as usual, in the ritual represented, a stamnos is represented used in it.  The Phiale Painter is the youngest fine pupil of the Achilles Painter.  Whether the festival shown is the Lenaea or one of the parts of the Anthesteria it involves opening and ladling out of stamnoi, and whether by its ivy leaves or the baby Dionysos (here tended by women representing nynphs) or by the pillar image of Dionysos, it is a women's festival concerned with wine, and the thin (so probably wooden) column, as well as the literary sources, point to a country site.

* δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο
* την ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι, επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους.

2η μέρα Χόες, The Second Day: Khoes (Pitchers)

On the second or third day of the Anthesteria Festival, boys and girls participated in a swinging-ritual which is referred to in some of our sources. The ritual involved swinging over fumes from a vessel on the ground, but its purpose and meaning are unclear. It was connected in some way with Erigone, the daughter of Icarius, legendary Athenian inventor of the process of making wine. Icarius tested his discovery upon some shepherds, who became intoxicated and killed him in a drunken frenzy; when Erigone discovered his body, she hanged herself. Here, a mythologized version of the ritual is depicted, with a satyr pushing a nymph named Antheia ("Blossom") on a swing, and there is no vessel beneath the swing. The vessel does appear on other vases associated with the same ritual, such as one in which one girl is shown swinging another or another on which a father is represented pushing his son in a swing. Penelope Painter. Mid-fifth century BCE.

* γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη πάνω σε καράβι με τροχούς
* πάνω στο καράβι υπήρχαν μεταμφιεσμένοι σε ακόλουθους του Θεού Διονύσου. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι ήταν οι Σάτυροι και πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες δημιουργώντας κέφι και χαρά και κωμική διάθεση.
* Οι μεταμφιεσμένοι Σάτυροι φορούσαν προσωπείο – μάσκα. Οι μάσκες αυτές ήταν πήλινες και όμοιες μεταξύ τους.

Also, parents put their children on swings near open, half-buried pithoi (jugs) of wine, which are openings to the Underworld. Therefore they swing between the upper and lower worlds, like Êrigonê and Ariadne, who descended into death and ascended to the heavens. Sometimes they swing over smoking censors, and as they swing they are purified by the element Air. But beyond this, the swinging is fun, and a theme in this festival is joy for its own sake. Like wine, swinging elevates us to the heavens. By swinging, girls participate in the tragedy of Êrigonê, but through the Maenadic toss of the head (krata seisai), swinging may bring erotic pleasure, by which the young maids (and older women too!) share the ecstasy of Dionysos' Bride. Therefore we sometimes see Silenoi pushing them on their swings.

* Άλλοι Σάτυροι φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου.
* Οι Σάτυροι προσπαθούσαν να μοιάζουν με με τράγους, και χαρακτηριστικό των τράγων είναι η μεγάλη ροπή προς τα αφροδίσια.
* Οι Σάτυροι χοροπηδούσαν γύρω από το τροχοφόρο καράβι του Διονύσου χτυπώντας την γη με τα πόδια τους. (ίσως από εδώ βγήκε και η λέξη καρναβάλι αφού καρναβαλλίζω σημαίνει βαλλισμός των κάρνων δηλαδή πηδηχτός χορός των βοσκημάτων. Κατά Ησύχιο κρνος· φθερ. βσκημα, πρβατον). Το βόσκημα γενικά μπορεί να είναι τράγος, γίδα, πρόβατο.

This red-figure skyphos, many think, shows the Basilinna being led by a satyr to the shrine of Dionysus for the "hieros gamos," the "holy marriage." She is veiled like a bride, and he carries two torches, common items in marriage processions.

* γινόταν ο «ιερός γάμος» του θεού με τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, την βασσίλινα, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Aθήνας.

The new wine festival of Anthesteria (in the month called Anthesterion, roughly our February) was divided into three days: Pithoigia, Choes, and Chytrai. The second day, Choes, featured most of the ritual actions we know about: the procession of Dionysus (evidently, a masked actor) into the city from the sea, the marriage of the Basilinna to the "god" (either the king archon, or an effigy of the god), and the drinking of one's chous, the wine pitcher that gives this day its name. This Attic red-figure stamnos (c420 BCE), shows women as maenads pouring libations and beating a drum in front of a Dionysus mask on a post. This may give an indication of what the Basilinna actually got married to.

* Γίνονταν αγώνες οινοποσίας

Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων επικρατούσε εύθυμη ατμόσφαιρα. Στη γιορτή έπαιρναν μέρος και παιδιά. Στην εικόνα παρουσιάζονται παιδιά που διασκεδάζουν με ένα αυτοσχέδιο αμαξάκι. 5ος αι. π.Χ., Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

* Tο απόγευμα των Xοών συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή πειράγματα εναντίον διαβατών που συνηθίζονταν και στην εορτή των Ληναίων.

3η μέρα Χύτροι, The Third Day: Khutroi (Pots)

Last night (Chutroi, which brings Anthesteria to a close) while I was standing outside having a smoke and watching the honey-scented steam rise from the pot of panspermia we’d set out for the wandering dead and Hermes Chthonios, I heard a voice come out of the darkness: On that way was I borne along; for on it did the wise steeds carry me, drawing my car, and maidens showed the way. And the axle, glowing in the socket — for it was urged round by the whirling wheels at each end — gave forth a sound as of a pipe, when the daughters of the Sun, hasting to convey me into the light, threw back their veils from off their faces and left the abode of Night. I hailed him as sophos and olbios and asked the shade of Parmenides whence he had come.

* μαγείρευαν τα πολυσπόρια (πανσπερμία, κόλλυβα), που τα αφιέρωναν στο χθόνιο Eρμή, τον ψυχοπομπό. Η παράδοση που εξηγεί την πανσπερμία είναι πως όσοι σώθηκαν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, μαγείρεψαν «χύτραν πανσπερμίας».

The last day of the festival, Chytrai, feature the pots of beans and vegetable boiled for the dead. It also featured the practice of pushing virgins on swings to commemorate the death of Erigone--the virgin who hung herself after discovering the body of her father, Icarius...who was killed by local Attic farmers after he gave them the gift of wine. You guessed it, the Athenians were struck by a plague until they consulted the oracle at Delphi, who commanded them to put masks up in trees and have their maidens swing during the Anthesteria to atone for the murder of Icarius and the suicide of Erigone. This girl has the good fortune of being pushed by an obedient, and remarkably restrained, satyr.

* Την ημέρα των Χύτρων πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς.
* Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές.
* έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν.
* Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.
* Τα βλαβερά πνεύματα του κάτω κόσμου, που μαζί με τις ψυχές έμπαιναν στα σπίτια από το βράδυ των Xοών και έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τις έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη γνωστή φράση: «Θύραζε Κρες, οκ τ’ νθεστήρια», δηλαδή «φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τελείωσαν πια».

Υδροφορία, Αρχαϊκή Αγγειογραφία, Ζωγράφος του Αντιμένη. Στο σώμα του αγγείου εικονίζονται νέες που μεταφέρουν νερό. Στο αριστερό μέρος της σύνθεσης, βρίσκεται η κρήνη που στεγάζεται σ' ένα κτίριο με θριγκό κι ένα δωρικό κίονα. Η κρήνη έχει σχήμα λεοντοκεφαλής. Μια νέα μπροστά στην κρήνη περιμένει να γεμίσει με νερό η υδρία της που είναι αφημένη κάτω. Πίσω της βρίσκονται τρία ζεύγη κοριτσιών. Οι τρεις κατευθύνονται προς την κρήνη κι έχουν τις υδρίες πλαγιαστές στο κεφάλι τους, ενώ οι άλλες τρεις, που απομακρύνονται, τις κουβαλούν όρθιες στο κεφάλι τους. Η στάση των σωμάτων και των χεριών είναι παρόμοια και στα τρία ζεύγη. Στον ώμο του αγγείου μια πολυπρόσωπη σύνθεση με την αναχώρηση πολεμιστή. Στο κάτω μέρος του αγγείου λιοντάρια κι αγριόχοιροι. Υδρία ύψος 47,6 εκ., περίπου 530-510 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο Β336.

* Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα: Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις”.

Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.

Σημερινά έθιμα με αρχαία Διονυσιακή προέλευση

Leonardo da Vinci, “Bacchus,” 1510 – 1515, oil on walnut panel transferred to canvas.

Ιερός Γάμος

Στην Κληματιά, στο Χλωμό, στο Μαραθιά, στα Κρητικά, στους Γιαννάδες κι αλλού έχουν τον Ιερό Γάμο. Η τέλεση του καρναβαλίτικου γάμου όπως λεγόταν στα χωριά της Κέρκυρας ως το 1960, γινόταν στα περισσότερα χωριά της Κέρκυρας. Σιγά – σιγά σε κάποια έσβησε και παρέμεινε μόνο ως ανάμνηση ενώ σε κάποια άλλα ευτυχώς διατηρείται μέχρι σήμερα.

Συμβαίνει την Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής και ξεκινά από το πρωί όταν οι άνδρες του χωριού μαζεύονται σε κάποιο σπίτι και ντύνουν το γαμπρό. Σε άλλη γειτονιά οι γυναίκες στολίζουν τη νύφη. Το ότι η νύφη είναι κι αυτή άνδρας και μάλιστα μουστακαλής, μάλλον οφείλεται στην πατριαρχική κοινωνία που απαγόρευε στις γυναίκες να χουν θέση στα δρώμενα της κοινότητας. Στην τελετή του γάμου συμμετέχει κι ένας δαίμονας με τη μορφή σάτυρου που προσπαθεί να χαλάσει το γάμο. Σ’ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου οι χωριάτες αισχρολογούν ακατάπαυστα, πειράζοντας οι μεν τους δε.

Δίκη του Καδή – Λιτόχωρο

Στο Λιτόχωρο Πιερίας θα αναβιώσουν το βράδυ της Κυριακής έθιμα που έχουν σκοπό τον εξαγνισμό των κακών πνευμάτων και τον εξοβελισμό της κακοτυχίας. Αυτό επιτυγχάνει, σύμφωνα με το έθιμο, ο Χορός των βωμολόχων που περιδιαβάζει όλο το χωριό με πειράγματα για όλους τους περαστικούς. Ακολουθεί βέβαια ξέφρενο γλέντι.

Στην Πολυκάρπη της Πέλλας θα αναβιώσει η Δίκη του Καδή. Οι κάτοικοι θα συγκεντρωθούν στην πλατεία για να δικάσουν τον αντιπρόσωπο της κακοκεφιάς και της κακής τύχης. Τελικά τον καταδικάζουν και καίνε το ομοίωμά του ανάμεσα σε χορούς και τραγούδια

Οι “κουδουνάτοι” στην Νάξο

Η Νάξος θεωρείται η γενέτειρα του Θεού Διονύσου. Από το πρώτο κιόλας Σάββατο της Αποκριάς, ξεκινάει ο εορτασμός, με το σφάξιμο των χοίρων και άλλων εκδηλώσεων.

Το μεσημέρι της τελευταίας Κυριακής στην Απείρανθο, εμφανίζονται οι “κουδουνάτοι”. Αυτοί φορούν κάπα και κουκούλα, γυρνούν το χωριό κάνοντας θόρυβο και προκαλούν με άσεμνες εκφράσεις. Οι ίδιοι κρατούν “σόμπα”, ξύλο που παραλληλίζεται με τον διονυσιακό φαλλό. Μαζί τους μπλέκονται ο “Γέρος”, η “Γριά” και η “Αρκούδα”.

Στις αποκριάτικες εκδηλώσεις των “Κουδουνάτων” μπορεί κανείς να δει το “γάμο της νύφης”, το “θάνατο”, την “ανάσταση του νεκρού” και το “όργωμα”. Την Καθαρή Δευτέρα στις κοινότητες Ποταμιά, Καλόξιδο, Λειβάδια κλπ. οι κάτοικοι ντύνονται “Κορδελάτοι” ή “Λεβέντες” γιατί στο φέσι και στους ώμους έχουν κορδέλες. Οι Κορδελάτοι είναι φουστανελοφόροι και η δεύτερη ονομασία τους “Λεβέντες” αποδίδεται στους Πειρατές. Από κοντά τους ακολουθούν και οι ληστές, οι “Σπαραρατόροι”, που αρπάζουν τις κοπέλες για να τις βάλουν με το ζόρι στον χορό και το γλέντι, που κρατάει ως το πρωί.

Ο γέρος και η κορέλα στην Σκύρο

Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει το “γέρο” και την “κορέλα” να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μία ξεχωριστή εικόνα των ημερών. Ο “γέρος” φοράει μία χοντρή μαύρη κάπα, άσπρη υφαντή βράκα και έχει στη μέση του 2-3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Το πρόσωπο του καλύπτεται από προβιά μικρού κατσικιού και περπατώντας με χορευτικό ρυθμό, καταφέρνει να ηχούν μελωδικά τα κουδούνια που φοράει.

Η “κορέλα” η ντάμα του γέρου είναι ντυμένη με παραδοσιακά σκυριανά ρούχα με κυρίαρχο χρώμα το άσπρο σε πλήρη αντίθεση με το μαύρο χρώμα του “γέρου” έχοντας και αυτή καλυμμένο το πρόσωπό της. Χορεύει γύρω από τον γέρο καθώς αυτός βαδίζει ανοίγοντάς του δρόμο ή προσπαθώντας να τον βοηθήσει και να τον ξεκουράσει.

Οι ικανότεροι από τους γέρους μάλιστα, αφήνουν για λίγο τους δρόμους της αγοράς, όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος και ανεβαίνουν στο Κάστρο του νησιού. Εκεί θα κτυπήσουν τις καμπάνες στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.

Τότε η “κορέλα” την ώρα που ο “γέρος” θα σταματήσει να πάρει μίαν ανάσα, θα του τραγουδήσει σκυριανό τραγούδι, παινεύοντάς τον για τις αξίες και τις χαρές του. Το δίδυμο αυτής της σκυριανής αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο “φράγκος”. Αυτός ο μασκαράς, ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει τους σκυριανούς εκείνους που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια (φράγκικα).

Η προέλευση του εθίμου αυτού χάνεται στα χρόνια και πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν στοιχεία και ρίζες διονυσιακών τελετών και θεωρούν τις εκδηλώσεις αυτές κατάλοιπα τέτοιων εορτών.

Οι γεροντότεροι στο νησί αναφέρουν ότι ο “γέρος” και η “κορέλα”, έρχονται κάθε χρόνο να θυμίσουν στους σκυριανούς κάποια θεομηνία που κατέστρεψε όλα τα ζώα του νησιού και για το λόγο αυτό ο τσοπάνης ζώστηκε τα κουδούνια των ζώων και ήρθε στο χωριό να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους.

Μία άλλη εκδήλωση της σκυριανής αποκριάς είναι η “τράτα” που είναι αναπαράσταση ναυτικής ζωής, όπου ψαράδες στην πλειοψηφία τους, σατιρίζουν έμμετρα καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν τη κοινωνική ζωή στην Ελλάδα γενικότερα.

Με τα σατυρικά αυτά ποιήματα, αλλά και με την αμφίεσή τους, καταφέρνουν να προκαλούν την ευθυμία των θεατών της παράστασης αυτής που κορυφώνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

Την Καθαρή Δευτέρα σχεδόν όλοι οι Σκυριανοί με παραδοσιακές τοπικές στολές, κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού και χορεύουν και τραγουδούν σκυριανά τραγούδια.

Αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου στην Θήβα

Ένας γάμος βρίσκεται στο επίκεντρο των εορταστικών εκδηλώσεων της Αποκριάς, στη Θήβα. Δεν πρόκειται για έναν «γάμο για τα καρναβάλια», αλλά για αναπαράσταση ενός εθίμου που φθάνει στις ημέρες μας περίπου από το 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Το τελετουργικό, παρά το γεγονός ότι μεταφέρθηκε εδώ από τους Βλάχους των περιοχών Μακεδονίας – Ηπείρου – Θεσσαλίας, ενσωματώθηκε εύκολα στον κάμπο της Βοιωτίας.

Από τα Βουκόλια της Θήβας (αρχαία διονυσιακή γιορτή που κατέληγε σε γάμο) μέχρι τον Βλάχικο γάμο με το γαϊτανάκι, την πομπή, τον Πανούση-σάτυρο, τον χορό του πεθαμένου, η απόσταση δεν φαίνεται καθόλου μεγάλη. Οι ομοιότητες με τις ανοιξιάτικες διονυσιακές γιορτές της γονιμότητας και ανανέωσης είναι πολλές, οπότε το έθιμο έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από αυτήν που του αποδίδουμε σήμερα.

Στις μέρες μας 9 διευρυμένες «οικογένειες» της Θήβας, με 40-45 άτομα η κάθε μία, αναλαμβάνουν (με προκαθορισμένη σειρά ανά έτος) να πρωταγωνιστήσουν στον Βλάχικο γάμο. Από αυτές διαλέγεται ο γαμπρός. H νύφη δεν είναι πλέον άνδρας ντυμένος γυναίκα (όπως ήταν το έθιμο… και μάλιστα άνδρας με μουστάκι!). Ούτε καμία κοπέλα της Θήβας δέχεται να πάρει τη θέση της νύφης.

Οπότε διαλέγουν «μοντέλο». Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι σημαντική θέση στο τελετουργικό πέρα από τους Βλάχους και τους Λιάπηδες, έχουν οι Μακεδόνες με τις δικές τους στολές, ενώ το κατ’ εξοχήν μουσικό όργανο του Βλάχικου γάμου δεν είναι το κλαρίνο, αλλά η πίπιζα.

Οι… διαδικασίες αυτού του γάμου ολοκληρώνονται την Καθαρά Δευτέρα. Μία πολύχρωμη γαμήλια πομπή θα ξεκινήσει από την εκκλησία της «Αγιά Τριάδας» προς τον δρόμο του Επαμεινώνδα όπου είναι τα «κονάκια» των συμπεθέρων. Ο γαμπρός θα… ξυριστεί ενώ οι δύο συμπέθεροι θα έχουν έναν διασκεδαστικό διάλογο για το «ελάττωμα» της νύφης, όμως τελικά θα τα «συμφωνήσουν» και το γλέντι θα κορυφωθεί στον δρόμο του Επαμεινώνδα. Το απόγευμα δεν πρέπει να χάσετε τον «χορό του πεθαμένου». Πρόκειται για άλλο ένα παλαιό έθιμο που συμβολίζει τον θάνατο του χειμώνα και τη γέννηση της άνοιξης.

Οι θρύλοι για τα “στοιχειά” στην Άμφισσα

Οι θρύλοι για τα “στοιχειά”, είχαν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα “στοιχειά” αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό, που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της “Χάρμαινας”. Αυτό αγαπούσε και προστάτευε τους Ταμπάκηδες (βυρδοδέψες), που η δουλειά τους ανάγκαζε να βρίσκονται στην Βρύση νύχτα – μέρα. Πολλοί ορκίστηκαν, πως είδαν το στοιχειό να τριγυρίζει τη νύχτα σ’ όλη τη συνοικία, να καταλήγει στην πηγή του νερού και να χάνεται.

Ακόμη διηγούνται οι πιο παλαιοί πως το στοιχειό της Χάρμαινας έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της “Κολοκυθούς το Ρέμα” και γύριζε στους δρόμους μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο Θρύλος του “Στοιχειού”. Από την συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα και τα σκαλιά του Αϊ Νικόλα κατεβαίνει το “στοιχειό” και μαζί ακολουθούν εκατοντάδες μεταμφιεσμένοι. Στο ιστορικό μεγάλο καφενείο της πόλης γίνονται συζητήσεις σατυρικού περιεχομένου για τους Θρύλους και τα Στοιχειά.

Τυρναβίτικο Καρναβάλι – Μπουρανί (χορτόσουπα χωρίς λάδι)

Ένα από τα έθιμα που έκαναν τον Τύρναβο ξακουστό είναι το έθιμο του «Μπουρανί» την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας. Η χρησιμοποίηση σεξουαλικών και ερωτικών συμβόλων συνδυάζεται απόλυτα με τις παραδοσιακές λαϊκές εκδηλώσεις των Τυρναβιτών.

«Το μπουρανί» είναι στην κυριολεξία ένα λαϊκό πανηγύρι αλλά στην ουσία είναι η γιορτή του φαλλού και συμβολίζει την αναπαραγωγή και την ευτεκνία. Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές.

Η πρώτη αναφέρει ότι οι ρίζες του βρίσκονται στις πανάρχαιες εορτές των Ελλήνων: τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια και κυρίως οι αλωαί που ήταν γεωργική εορτή πανάρχαια λατρεία και προθρησκευτική.

Και η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορλωφικά. Η δεύτερη εκδοχή μάλλον είναι και η επικρατέστερη, καθώς τεκμηριώνεται από ιστορικά στοιχεία.

Καθώς λέγεται εκείνη την εποχή, έπεσε στον Τύρναβο επιδημία χολέρας και οι περισσότεροι κάτοικοι του βρήκαν θάνατο. Η πόλη ερημώθηκε και ο σουλτάνος της περιοχής, έφερε ένα τμήμα Αρβανιτών, για να κτίσει την καινούργια πόλη, δίπλα στην παλιά (η περιοχή αυτή ονομάζεται «Κόκκαλα» επειδή στην περιοχή θάφτηκαν όσοι βρήκαν τον θάνατο από την χολέρα). Οι Αρβανίτες αυτοί λοιπόν καθιέρωσαν το έθιμο που σώζεται ως τις μέρες μας.

Το έθιμο αυτό λαμβάνει χώρα την Καθαρή Δευτέρα κάθε χρόνο στον Τύρναβο. Οι κάτοικοι της πόλης πηγαίνουν στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στα βόρεια της πόλης σ’ έναν ελεύθερο ευρύ χώρο (ένα μεγάλο αλώνι).

Η πορεία γίνεται σε πομπή της οποίας προηγούνται διάφορες ομάδες (θίασοι) μεταμφιεσμένων ή μη (μόνον ανδρών), οι οποίοι κουβαλούσαν όλα τα απαραίτητα για την λειτουργία.

Όταν η πόλη έφθανε στο χώρο του Προφήτη Ηλία εκεί κάθε ομάδα έστρωνε στο έδαφος διάφορα φαγητά και μια μεγάλη φιάλη σε σχήμα «φαλλού» γεμάτη με κρασί ή με γαλακτόχρουν κράμα ούζου ή τσίπουρου με νερό.

Παράλληλα άναβαν φωτιά πάνω στην οποία παρασκευάζοταν το «Μπουρανί» μια χορτόσουπα από σπανάκι και ξύδι για να νοστιμίζει. Αφού γινόταν το μπουρανί που είχε την μορφή σούπας σερβιριζόταν στους «μυουμένους» ως μέθεξη – συμμετοχή στα δρώμενα – και έτσι άρχιζε ο χορός και τα τραγούδια, οι αστεϊσμοί και τα πειράγματα με άσεμνες βασικά εκφράσεις.

Πολλοί από τους άντρες που συμμετείχαν σ’ αυτό το τελετουργικό κρατούσαν στα χέρια τους φαλλούς σαν σκήπτρα και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ή πηλό ή ακόμα και από ψωμί και που αποτελούσαν το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο.

Στο έθιμο αυτό συμμετείχαν αυστηρά μόνο άντρες ενώ οι γυναίκες απείχαν, ίσως για λόγους σεμνοτυφίας λόγω των φερόμενων φαλλικών συμβόλων. Γυναικόπαιδα όμως παρακολουθούσαν τα δρώμενα καθώς επίσης και πλήθη επισκεπτών από διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Το έθιμο του καλόγερου στο νομό Σερρών

Στο νομό Σερρών στην Αγία Ελένη την Δευτέρα της Τυρινής συναντάμε το έθιμο του “καλόγερου”. Την γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν τον θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και τέλος οι Κουρούτζηδες (φύλακες).

Αφού ο θίασος του Καλόγερου επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού, συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του συμβολικού αγρού για την σπορά και ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή Καλόγερου. Μόλις αναγγελθεί η ανάσταση του πρωταγωνιστή, ο θίασος αρχίζει κυκλικό χορό γύρω από το συμβολικά σπαρμένο χωράφι με τον Βασιλιά Σπορέα, στην κορυφή του χορού. Μετά τον χορό ο Αναστενάρης δίνει τις ευχές του και το πλήθος ευχόμενο “κι από του χρόνου” διαλύεται.

Το έθιμο του Μπέη – Διδυμότειχο

Πραγματοποιείται αναβίωση του εθίμου του “Μπέη”, που περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατυρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άνδρας με μουστάκι, ντυμένος με “γούνα”, βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, μαύρο φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Μέσα από αυτή την αναπαράσταση σατιριζόταν η τουρκική κατοχή και η ανέχεια της εποχής εκείνης.

Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, δηλ. οι αστυνομικοί του, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί, που αναπαριστούν γεωργικές εργασίες της εποχής εκείνης. Το ντύσιμο όλων σχεδόν των προσώπων, βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό. Αφού τελειώσει η “γύρα” του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης στο Μεσοχώρι, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες, και μαζί με το προσωπικό του Μπέη, πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.

Ο φανός και η χάσκα στις Αμυγδαλιές Γρεβενών

Την Κυριακή της Τυρινής (την Μεγάλη Αποκριά) λίγο πριν ανάψει ο φανός, συνηθιζόταν και συνηθίζεται οι πιο νέοι σε ηλικία να επισκέπτονται τους μεγαλύτερους συγγενείς τους. Τους φιλούσαν το χέρι (με το αζημίωτο φυσικά, πάντα οι μεγαλύτεροι “κερνούσαν” τους νεότερους συγγενείς τους χρήματα όταν είχαν ή γλυκά και άλλα κεράσματα) και αλληλοσυγχωριούνταν ενόψει των Αποκριών. Αφού τρώγανε στο οικογενειακό τραπέζι, η βραδιά τελείωνε με την περίφημη παραδοσιακή “χάσκα“.

Στην άκρη μακριού σπάγκου στερεωμένου σε έναν κλώστη, έδεναν ένα σφιχτό-βρασμένο και καθαρισμένο αυγό. Αυτός που κρατούσε τον σπάγκο από τον κλώστη τον περιέφερε γύρω-γύρω μπροστά στα στόματα των συγκεντρωμένων, οι οποίοι προσπαθούσαν να αρπάξουν με τα δόντια το αυγό. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο, γιατί συχνά η “χάσκα” δεν σταματούσε σε ένα σημείο και το αυγό τους ξέφευγε. Έτσι δημιουργούνταν μια ατμόσφαιρα γεμάτη με ευθυμία, γέλια και ξεφωνητά.

Μετά, περίπου στις 9 το βράδυ ακολουθούσε το άναμμα του φανού. Ο κόσμος συγκεντρώνονταν γύρω από το φανό. Τα πειράγματα, οι αθυροστομίες, οι βωμολοχίες και τα υπονοούμενα κυριαρχούν στα τραγούδια και τους χορούς γύρω από τη φωτιά, απομεινάρια από τις αρχαίες Διονυσιακές γιορτές και Αριστοφανικές εκφράσεις. Τα τραγούδια τα τραγουδούσε ο πρωτοχορευτής και επαναλάμβαναν τα λόγια οι υπόλοιποι. Οι πιο νέοι παίρνουν φόρα και επιχειρούν να πηδήσουν πάνω από τον φανό φωνάζοντας “ψύλλοι, ψύλλοι, ψύλλοι …”. Πολλοί τα καταφέρνουν, αλλά άλλοι όχι. Και τότε ακολουθούν γέλια και πειράγματα. Οι παλαιότεροι λένε πως αυτό γινόταν παλιά για να διώξουν τις ψείρες και τους ψύλλους που είχαν πάνω τους. Αλλά το πιο πιθανό είναι πως και αυτό είναι απομεινάρι αρχαίας λατρείας.


Η θαμμένη Ελλάδα. The buried Greece

Ο ναός των Αγίου Δημητρίου – Μεγάλης Παναγιάς Θηβών. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου των Θηβών. Αφού κατεδάφισαν οι χριστιανοί τον προϋπάρχοντα αρχαίο ναό, ξεχώρισαν τα εύχρηστα υλικά (κιονόκρανα, θωράκια, επιγραφές, γλυπτά) και τα εντοίχισαν στο χριστιανικό ναό, που οικοδόμησαν, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ο ναός ως «εντοιχισμένο μουσείο όλων των εποχών»! Δεξιά από την κεντρική είσοδο υπάρχει ένας βοιωτικός αμφορέας, ενώ στη νότια πλευρά τέθριππος ηνίοχος, αμφότερα του δ΄ αι. π.Χ. (φωτογραφίες επάνω δεξιά). Επίσης υπάρχουν εντοιχισμένα μία αρχαία αναθηματική επιγραφή, ένα γλυπτό περιστέρι του στ΄ αι. π.Χ. κι ένα γλυπτό με ιππέα στρατιώτη του γ΄ αι. π.Χ. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παράθυρα και τα υπέρθυρα του ναού, όπου χρησιμοποιήθηκαν ως διακόσμηση κιονόκρανα και των τριών ρυθμών (δωρικού, ιωνικού και κορινθιακού).

Η διαταγή των χριστιανών βυζαντινών αυτοκρατόρων ήταν ρητή: «ες έδαφος φέρειν» κι από τότε (δ΄αι. μ.Χ.) και για πολλούς αιώνες μανιασμένα πλήθη ρασοφόρων ισοπέδωναν ο,τιδήποτε θύμιζε τον ωραιότερο πολιτισμό, που γεννήθηκε ποτέ στη Γη. 

Aγία Φωτεινή Μαντινείας. Μία εκκλησία φτιαγμένη ολοκληρωτικά από τα ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων. Ο θάνατός σου, η ζωή μου…

Γκρέμισαν κι ισοπέδωσαν όσους αρχαίους ναούς τούς επέτρεπαν οι ελάχιστες μεσαιωνικές τεχνικές τους γνώσεις και στη θέση τους έκτισαν χριστιανικούς.

Αριστερά: Βάση αρχαίου κίονα έξω από κομμωτήριο της Πλάκας. Δεξιά: Μπαλκόνι στολισμένο με κιονόκρανο άγνωστης προέλευσης.

Ολόκληρες πόλεις έχασαν τη φυσιογνωμία τους κι απέκτησαν μορφή βυζαντινότροπη. 

Η επτάφωτη εβραϊκή λυχνία μενορά σε διακόσμηση χριστιανικού ναού στην Αρναία Χαλκιδικής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επί χιλιετίες κατοικούμενη Θεσσαλονίκη, στην οποία δεν υπάρχει ούτε για δείγμα κατάλοιπο κάποιου αρχαίου ναού αντίθετα όμως, υπάρχουν πάμπολλοι χριστιανικοί.

Για όσους ναούς δεν είχαν τις δυνατότητες να γκρεμίσουν, τούς κατέστρεφαν μερικώς -όσο μπορούσαν- και τούς μετέτρεπαν σε χριστιανικούς. Ούτε ο Παρθενώνας διέφυγε του μίσους τους, ο οποίος μετατράπηκε σε... Παναγιά Αθηνιώτισσα.      

Το βιβλίο αυτό, που περιέχει εκατοντάδες έγχρωμες φωτογραφίες από ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας, αποτελεί ένα φωτογραφικό οδοιπορικό των θλιβερών καταστροφών των αρχαίων ναών από τους χριστιανούς.   

Συγγραφέας: Γιάννης Λάζαρης (http://freeinquiry.gr/)

200 σελίδες, 355 έγχρωμες φωτογραφίες, αρχείο μορφής pdf (60 ΜΒ). Κατεβάστε ολόκληρο το βιβλίο



Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Μάριος Χάκκας, Το ψαράκι της γυάλας. The fish of the jar

Henri Matisse, Femme devant son aquarium, Woman in front of her aquarium, 1921

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος! και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Jean Francois Raffaelli, L'homme aux deux pains, Man with two loaves of bread, 1879

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας τοπίο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Giorgio de Chirico, Furniture in the Valley, 1927

Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Μιχάλης Μακρουλάκης, Για την Αγάπη του Καρπουζιού, 1986

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή’ που του φαινόνταν βαρετή.

Κώστας Μαλάμος, Αθηναϊκό Σπίτι, π.1970

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτoυδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Roger de La Fresnaye, Married Life, 1912

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Giorgio de Chirico, Furniture and rocks in a room, 1973

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Francis Bacon, Triptych, 1972

Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ’ ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένo για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

Gilbert and George, Fear, 1984

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Otto Dix, Autoportrait d'un fumeur, 1913

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.

- Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

- Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.

- Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

- Πού να ξέρω; είπε εκείνος που ερχόνταν απ’ έξω.

- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Keith Haring, Sans Titre, 1989

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Georg Baselitz, Adieu, 1982

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.

Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Μάριος Χάκκας

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής. Εκεί ο Χάκκας τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο (1937-1943) και στη συνέχεια γράφτηκε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων. 

Μάριος Χάκκας, ο επονομαζόμενος "η φλεγόμενη και δη κινούμενη βάτος".

Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συλλήφθηκε με το νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συλλήφθηκε και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστηνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία. Το 1970 ο θίασος Βήματα του Θανάση Παπαγεωργίου ανέβασε το μονόπρακτο έργο του Χάκκα Ενοχή στο θέατρο Φλόριντα. Πέθανε στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς σε ηλικία σαραντα ενός χρόνων. 

Ο Μάριος Χάκκας ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων λογοτεχνών. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με το Όμορφο καλοκαίρι, συλλογή ποιημάτων γραμμένων στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την πραγματοποίηση της έκδοσης το 1965. Ο ποιητικός λόγος του Χάκκα είναι άμεσος και βιωματικός, κινείται στα πλαίσια της δραματικής γραφής που υιοθέτησαν πολλοί ποιητές της γενιάς του ‘30 και εκφράζει την επιτακτική ανάγκη του δημιουργού να ξεφύγει από την απάνθρωπη πραγματικότητα που αντικειμενικά βίωνε. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία ανήκει στην παράδοση του μεταπολεμικού ρεαλισμού με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και έντονη την παρουσία ιστορικών και βιωματικών στοιχείων. Με τη συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο - δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο - Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. 

Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.