Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Εξωσκελετός θα ανοίξει το Μουντιάλ, World Cup 2014 to Open with Exoskeleton Kick

Εκατομμύρια τηλεθεατές θα δουν έναν νεαρό παραπληγικό να δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στο Μουντιάλ 2014. Brain-controlled exoskeleton will allow paralyzed teenager to kick off the World Cup 2014. Credit: Walk Again Project

Στην τελετή έναρξης του εφετινού Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας, ένας παραπληγικός νεαρός θα σηκωθεί από το αναπηρικό του αμαξίδιο, θα περπατήσει μέχρι το κέντρο του γηπέδου και θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τους αγώνες. 

Ρομποτικός σκελετός που υπακούει στη σκέψη

The Walk Again Project, a nonprofit collaboration dedicated to producing full-body mind-controlled prosthetics, represents a collaboration between such academic institutions as Duke University, the Technical University of Munich, the Swiss Federal Institute of Technology in Lausanne, the Edmond and Lily Safra International Institute of Neuroscience of Natal in Brazil, the University of California at Davis, the University of Kentucky, the Duke Immersive Virtual Environment facility.

Δεν θα πρόκειται όμως για θαύμα -ο νεαρός θα φορά έναν ρομποτικό σκελετό που υπακούει στη σκέψη, και θα μπορούσε να μετατρέψει τα αναπηρικά αμαξίδια σε μουσειακά εκθέματα.

Ο εξωσκελετός είναι το αποτέλεσμα πολυετών ερευνών στο πρόγραμμα Walk Again, μια διεθνή προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Βραζιλία.

Miguel Nicolelis, the Brazilian neuroscientist at Duke University who is leading the Walk Again Project’s efforts to create the robotic suit, had this to say about the planned event: We want to galvanize people’s imaginations. With enough political will and investment, we could make wheelchairs obsolete.

Επικεφαλής του προγράμματος είναι ο βραζιλιάνος Μιγκέλ Νικολέλις, νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου Duke στη Βόρεια Καρολίνα και πρωτοπόρος της τεχνολογίας σύνδεσης του ανθρώπινου εγκεφάλου με μηχανές.

Small groups of neurons, it seems, are surprisingly capable of communicating with digital devices. Individual cells learn to communicate with computer algorithms more effectively over time by changing their firing patterns, as revealed in a study of a mouse’s brain published last year in Nature. This capacity for extensive plasticity and the ability to learn comes in quite handy when designing a prosthetic.

Το 2000, ο Νικολέλις παρουσίασε ένα σύστημα που καταγράφει την εγκεφαλική δραστηριότητα ενός πιθήκου και αναπαράγει τις κινήσεις του με έναν ρομποτικό βραχίονα. Πιο πρόσφατα, το 2013, πραγματοποίησε το πρώτο πείραμα σύνδεσης ζωντανών εγκεφάλων με καλώδια, επιτρέποντας σε ένα πειραματόζωο να αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα που δεχόταν ένα άλλο πειραματόζωο.

Η προσέγγιση που ακολουθεί το πρόγραμμα Walk Again είναι παρόμοια. Ο χρήστης στερεώνει τα πόδια του σε έναν μεταλλικό σκελετό και φορά ένα καπέλο με ηλεκτρόδια, τα οποία καταγράφουν την εγκεφαλική δραστηριότητα και διαβιβάζουν τα σήματα σε έναν υπολογιστή που φοριέται στην πλάτη.

Αναλύοντας τα σήματα αυτά το λογισμικό του συστήματος αντιλαμβάνεται ποια κίνηση θέλει να εκτελέσει ο χρήστης. Στέλνει έτσι εντολές σε υδραυλικούς κινητήρες οι οποίοι βρίσκονται στο μεταλλικό πλέγμα που στηρίζει τα πόδια και αναλαμβάνουν να εκτελέσουν τις κινήσεις αυτόματα.

Τα πέλματα του χρήστη παραμένουν ακουμπισμένα σε επίπεδα στηρίγματα, τα οποία φέρουν αισθητήρες στην κάτω επιφάνειά τους. Κάθε φορά που το στήριγμα αγγίζει το έδαφος στέλνει σήμα σε μια συσκευή δόνησης που φοριέται στον βραχίονα και ξεγελά τον εγκέφαλο ώστε να νομίζει ότι η δόνηση προέρχεται από τα πόδια.

Σε δοκιμές σε συστήματα εικονικής πραγματικότητας, ο ασθενής είχε την αίσθηση ότι τα πόδια του κινούνταν και άγγιζαν το δάπεδο. «Νιώθω ότι περπατάω στην παραλία, ότι αγγίζω άμμο» δήλωσε ένας από τους εθελοντές της δοκιμής σύμφωνα με τον Νικολέλις.

Ο εξωσκελετός κινείται με τη βοήθεια μπαταριών που βρίσκονται στο σακίδιο πλάτης μαζί με τον υπολογιστή και προσφέρουν περίπου δύο ώρες συνεχούς λειτουργίας.

Κινήσεις ανθρώπινες, όχι ρομποτικές

German-made sensors will relay a feeling of pressure when each foot touches the ground. And months of training on a virtual-reality simulator will have prepared the teenager — selected from a pool of 10 candidates — to do all this using a device that translates thoughts into actions. In an interview with New Scientist, the lead robotic engineer Gordon Cheng of the Technical University of Munich gave some indication of how the suit works: The vibrations can replicate the sensation of touching the ground, rolling off the toe and kicking off again. There’s so much detail in this, it’s phenomenal.

«Οι κινήσεις είναι πολύ ομαλές. Είναι ανθρώπινες κινήσεις, όχι ρομποτικές» λέει ο Νικολέλις στην εφημερίδα The Guardian.

Τον περασμένο μήνα, ο Νικολέλις και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν ποδοσφαιρικούς αγώνες στο Σάο Πάουλο προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τα σήματα των κινητών τηλεφώνων δεν επηρεάζουν τον εξωσκελετό.

Εκπαίδευση εννέα παραπληγικών ασθενών

Για την τελετή έναρξης του Παγκόσμιου Κυπέλλου, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 12 Ιουνίου στο στάδιο Arena Corinthians του Σάο Πάουλο, οι ερευνητές εκπαιδεύουν εννέα παραπληγικούς ασθενείς, άνδρες και γυναίκες 20 έως 40 ετών, ένας από τους οποίους θα επιλεχθεί για να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα των αγώνων.

Ο Μιγκέλ Νικολέλις ενημερώνει για την προσπάθεια μέσω του προφίλ του στο Facebook, ενώ η ομάδα του σχεδιάζει να λανσάρει αργότερα έναν ειδικό δικτυακό τόπο.

Η επίδειξη της τεχνολογίας στο Σάο Πάουλο είχε περιληφθεί από την επιθεώρηση Nature στη λίστα με τις δέκα επιστημονικές εξελίξεις που μπορούμε να περιμένουμε το 2014.



Δείτε ηλιακή έκλαμψη 35 φορές σαν τη Γη! Footage of solar flare 35 times the size of EARTH could help scientists develop protection for our planet

Scientists have for the first time witnessed the mechanism behind explosive energy releases in the Sun's atmosphere, confirming new theories about how solar flares are created. New footage put together by an international team led by University of Cambridge researchers shows how entangled magnetic field lines looping from the Sun's surface slip around each other and lead to an eruption 35 times the size of the Earth and an explosive release of magnetic energy into space. CREDIT: The SDO/AIA data are courtesy of the NASA/SDO and AIA science teams.

Το 2010 το διαστημικό παρατηρητήριο SDO που μελετά τον Ήλιο και τα φαινόμενα του κατέγραψε μια γιγάντια ηλιακή έκλαμψη το μέγεθος της οποίας ήταν 35 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γης. Επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ δημιούργησαν ένα τρισδιάστατο μοντέλο αυτής της έκλαμψης για να μελετήσουν το φαινόμενο.

3D μελέτη

Footage put together by an international team led by University of Cambridge researchers shows entangled magnetic field lines looping from the sun's surface, shown here within the dotted lines.

Το μοντέλο δείχνει τα μαγνητικά πεδία να περιπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας «βρόγχους» και δακτυλίους στην επιφάνεια του αστρικού μας άστρου.

Οι ερευνητές μελετούν το βίντεο ευελπιστώντας ότι θα αποκρυπτογραφήσουν τους μηχανισμούς του φαινομένου και θα μπορέσουμε έτσι να αναπτύξουμε καλύτερες μεθόδους προστασίας του πλανήτη μας από τη… δράση αυτών των εκλάμψεων.

Η απειλή

The flare was of the most energetic kind, known as an X Class flare, and it took around an hour to reach its maximum.

Οι εκλάμψεις είναι ξαφνικές, απρόβλεπτες εξάρσεις του μαγνητικού πεδίου που πηγάζουν συνήθως από τις ηλιακές κηλίδες. Συχνά συνοδεύονται από τις λεγόμενες εκτινάξεις στεμματικού υλικού, ή CME, γιγάντιες ποσότητες φορτισμένων σωματιδίων που εκτινάσσονται στο διάστημα με ταχύτητες εκατομμυρίων χιλιομέτρων την ώρα. Σε περίπτωση που η Γη βρεθεί στην πορεία αυτών των γιγάντιων πιδάκων υλικού, τα φορτισμένα σωματίδια μπορούν να προκαλέσουν βλάβες σε δορυφόρους και συστήματα ηλεκτροδότησης και να κάνουν ασυνήθιστα έντονο το βόρειο και το νότιο σέλας.


Φάτε επτά μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως. Eating seven or more portions of fruit and vegetables a day reduces your risk of death by 42 percent

Pierre Bonnard, Corbeille de Fruits, 1924. Η μαγική συνταγή της ζωής είναι επτά μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως. Eating seven or more portions of fruit and vegetables a day reduces your risk of death at any point in time by 42 percent compared to eating less than one portion, reports a new study. This is the first study to link fruit and vegetable consumption with all-cause, cancer and heart disease deaths in a nationally-representative population, the first to quantify health benefits per-portion, and the first to identify the types of fruit and vegetable with the most benefit.

Η κατανάλωση επτά τουλάχιστον μερίδων φρούτων και λαχανικών μέσα στη μέρα μειώνει δραστικά -κατά 42%- τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λαχανικά παρέχουν πολύ μεγαλύτερη ωφέλεια για την υγεία από τα φρούτα.

Η μελέτη

Pierre Bonnard, Panier de fruits sur le vaisselier, 1924. New research shows that eating more fruit and veg slashes the risk of premature death by 42 per cent, compared with less than one helping a day.

Η μελέτη έδειξε ότι όσο περισσότερα φρούτα και λαχανικά τρώει κανείς μέσα στη μέρα, τόσο λιγότερο κινδυνεύει να πεθάνει πρόωρα σε οποιαδήποτε ηλικία. Αν, για παράδειγμα, τρώει επτά ή περισσότερες μερίδες φρούτων και λαχανικών, τότε ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ειδικά από καρκίνο μειώνεται κατά 25%, ενώ από καρδιά κατά 31%.

This table summarizes the main effects of fruit and vegetable consumption on risk of death, expressed as percentage decreases. Credit: UCL

Σε σχέση με όσους τρώνε λιγότερο από μία μερίδα φρούτων και λαχανικών τη μέρα, όσοι τρώνε μία έως τρείς, μειώνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου (από οποιαδήποτε αιτία) κατά 14%, όσοι τρώνε τρεις έως πέντε μερίδες καθημερινά, μειώνουν τον κίνδυνο κατά 29%, όσοι καταναλώνουν πέντε έως επτά μερίδες, κινδυνεύουν λιγότερο κατά 36%, ενώ για επτά και πάνω μερίδες η μείωση του κινδύνου πρόωρου θανάτου είναι της τάξης του 42%.

Τα ευρήματα

Pierre Bonnard, Nature morte au Compotier, 1923. Some experts want guidelines advising people to eat 5-a-day changed on the back of the study from University College London.

Τα φρέσκα λαχανικά έχουν σαφώς πιο προστατευτική δράση από τα φρούτα, με κάθε πρόσθετη μερίδα λαχανικών να μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 16%. Οι σαλάτες ειδικότερα συνεισφέρουν κατά 13% ανά μερίδα στην μείωση του κινδύνου. Το όφελος από τα φρέσκα φρούτα φαίνεται να είναι μικρότερο, με κάθε πρόσθετη μερίδα να απομακρύνει την πιθανότητα πρόωρου θανάτου κατά 4%.

«Όλοι γνωρίζουμε ότι η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών είναι υγιεινή, όμως, όπως δείχνει η νέα έρευνα, το όφελος είναι συγκλονιστικό», δήλωσε ο δρ. Ογιεμπόντε. Όπως είπε, η καλύτερη επίσημη σύσταση διεθνώς προέρχεται από την κυβέρνηση της Αυστραλίας, η οποία συνιστά τους πολίτες την πολιτική του «2+5» (δύο μερίδες φρούτων και πέντε μερίδες λαχανικών τη μέρα).

Από την άλλη, η έρευνα δεν διαπίστωσε κάποιο σημαντικό όφελος από την κατανάλωση φρουτοχυμών, ενώ αντίθετα η κατανάλωση κονσερβαρισμένων και κατεψυγμένων φρούτων αυξάνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 17% ανά πρόσθετη ημερήσια μερίδα. Όπως ανέφεραν οι βρετανοί ερευνητές, τα περισσότερα φρούτα σε κονσέρβες περιέχουν μεγάλη ποσότητα ζάχαρης, η οποία μπορεί να υπεραντισταθμίσει όλα τα οφέλη από τα φρούτα. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Journal of Epidemiology and Community Health».

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Philip Jones Griffiths: Dark Odyssey

Every so often, a series of photographs changes the way we look at the world. When Collier Books published Philip Jones Griffiths' Vietnam Inc. in 1971, the book was a revelation and, for Jones Griffiths, a labour of both love and revenge.


Philip Jones Griffiths was born in 1936 in the Welsh village of Rhuddlan near Rhyl in Flintshire. Growing up during a time when the great picture magazines – Life, Illustrated and Picture Post – were producing powerful picture stories, he became fascinated by photo-reportage and its ability to open a window on the world. He taught himself photography and before long was photographing weddings in his home town.


For the group of photographers who congregated around Jones Griffiths in the early 1960s, the London scene was an exciting one. At the Institute for Contemporary Arts there was considerable interest in the new documentary photography, and a recent touring Cartier Bresson exhibition caused much interest, as had the large-scale "Family of Man" show at the Royal Festival Hall.


Photographers were central characters on the post-war arts and media scene – John Deakin was active as a portraitist in Soho, Roger Mayne was establishing himself as London's foremost social documentarist and most of the Picture Post photographers were still working. David Bailey and Terence Donovan would soon become not just successful fashion photographers, but media celebrities, as they brought a new street style into fashion magazines. Men's magazines such as Queen employed the new photographers and gave their pictures space and dignity. In 1964, The Observer launched its own colour supplement, and Jones Griffiths, already on staff, became a central photographer.


Documentary photography was very much the vogue, and from the late 1950s, Jones Griffiths was travelling around Britain to record a country still in a state of post-war dereliction.


The new weekend supplements, plus the older US magazines such as Life, gave photojournalists ample opportunities to document the war zones. Don McCullin's story, for The Sunday Times, on the famine in Biafra has become the stuff of journalistic legend, and in Vietnam, Philip Jones Griffiths consolidated his reputation as an incisive and committed photojournalist.

























Jones Griffiths had always been an acute social critic, and gravitated to the left. Like many of the younger photographers in Vietnam, he questioned the U S presence in South-east Asia, and took the military media managers by surprise. Those who had expected the journalistic contingent to be "on side" were horrified by the critical reports and revealing photo stories that began to appear in mainstream publications across the world and were unable to control the output of energetic reporters who, as the war continued, arrived in Saigon by the score.


































The most powerful written memories of the war in Vietnam came from Michael Herr in his reports for Rolling Stone magazine, but the most acute photographic statement was undoubtedly made by Jones Griffiths, who spent three years reporting from the country. He was passionate about the plight of the Vietnamese and as well as making photographs he also compiled data about the depredations of the Vietnamese economy. His book Vietnam Inc. (reportedly funded by the proceeds of a set of photographs of Jackie Kennedy holidaying in Cambodia) was an instant success. As well as taking the photographs, Jones Griffiths had written the detailed and acerbic text, a series of extended picture captions, which powerfully expressed the photographer's anger and despair.


In Vietnam Inc., Jones Griffiths showed children in burnt-out villages, captured Viet Cong under interrogation, families held at gunpoint by the US Marines, dead children, blood-soaked babies, Saigon brothels, girl prostitutes, all against the background of a beautiful and primarily rural country. He also photographed the Marines, bewildered and confused, lashed by the monsoon, wading their way through the rice fields and the jungle, fighting a war which, for most of them, had no rhyme or reason.


And, along the way, he made a valuable document of the increasing use of high technology by the US military, the emergence of the computer, the beginning of management speak. Jones Griffiths was particularly fascinated by the military's clumsy attempts to become involved in the complex Vietnamese social structure. 


To expect foreigners to be able to tune into this complexly structured existence, even when afforded every encouragement, is to be highly optimistic, especially in the case of the Americans whose alienation as a group from the Vietnamese is extreme; but, when the society as a whole is actively using every means possible to prevent its happening, the expectation is wildly unrealistic.




























So, what the previous American administration should have asked itself is, whether or not to become involved in revolutionising (and simultaneously being exploited by) a people with whom it could not communicate: whether or not Americans should attempt to win the hearts and minds of a people who never reveal their desires or aspirations: whether or not it would be feasible to co-operate with a people who have a language that is impossible to speak and difficult to read even with the aid of a dictionary or phrase book . . . To put it another way, was it fair to send American boys to a country where they have twenty-five different ways of pronouncing the word "Ma"?


Vietnam Inc. was arguably the most important photo book of the 1970s. Its first printing sold out quickly, and has since become one of the most sought-after photography books of our time. (It was finally reissued, 30 years later, in 2001). Though its influence as a catalyst of political change is debatable, its importance within photoreportage cannot be underestimated.




For the young photographers emerging onto the independent scene in the 1970s, Vietnam Inc. epitomised the power of photography and the photo book and pointed to the emerging status of the photographer as author, rather than as the "other half" of a journalistic team. Together with Don McCullin's The Destruction Business (1971), The Concerned Photographer (1972) by Cornell Capa, David Douglas Duncan's War Without Heroes (1970) and Larry Burrows' Compassionate Photographer (1972), Vietnam Inc. was a central part of the new wave of photo books in which the photographer's personal experience was central.


The idea of the concerned photographer as a contemporary figure became the core of photographic practice in Europe and the US. The young men (and a very few women) who were embarking on their photographic education at the beginning of the 1970s saw these books as models for their own practice, even when their work took them no further than the north east of England or the English seaside. The immediacy and passion of Vietnam Inc., together with its trenchant early warning about the dangers of globalisation and US imperialism, set Jones Griffiths apart from most of the English photojournalists who had worked alongside him in the UK, and established him as a much-revered figure.


In 1971 Jones Griffiths joined the photographers' co-op Magnum, which had been set up by Robert Capper, Henry Cartier Bresson and George Rodger at the end of the Second World War. With the demand for high-quality photojournalism from magazines and galleries, Magnum was riding high as the dominant power in the photography market, with a status that elevated its members far above the press pack. The war photographer became a heroic figure in the public imagination and photographers such as Don McCullin became celebrities.


Magnum protected the interests of its members with ferocity and, as well as editorial work, the photographers received lucrative commissions from the corporate world to provide the visuals for company reports and increasingly, for advertising. But however many bargains Magnum and its photographers struck with the world of business, the public face of the agency was always that of high-minded, conscience-driven photoreportage, promoted through books and exhibitions, as well as through magazine pieces.


For Philip Jones Griffiths, and the other British photographers who joined around the same time, Magnum was the perfect home. Although noted for its tempestuous annual meetings and the arguments around who should or shouldn't be allowed to join (Jones Griffiths was bitterly opposed to Martin Parr's membership and refused even to speak to Parr after he was finally allowed to join), it has been a remarkably successful and influential organisation and Jones Griffiths played a pivotal part in the agency throughout the next three decades, serving as president for five years from 1980.


He continued to make photojournalism for the rest of his life, though, based in New York from 1980, he was not a familiar figure on the British scene. He retained his passionate attachment to South-east Asia but also made photographs in Algeria, Northern Ireland, Lebanon, Kuwait and Bosnia. Vietnam Inc. was perhaps a curse as well as a blessing for, despite all the work he produced after its publication, his name would always be linked to this work.


The images which Philip Jones Griffiths made in Vietnam in the late 1960s have remained a cornerstone of the post-war photojournalistic achievement. Passionate, partisan, campaigning, they challenged notions of objectivity and distance, and proclaimed that the photographer was a witness rather than an observer, a taker of testaments and a grave giver of warnings.


He continued to make photographs, despite illness, publishing Agent Orange in 2004 and Viet Nam at Peace in 2005. At the time of his death, he was working on Recollections, a collection of his photographs of British life and society from the 1950s to the 1970s.














Philip Jones Griffiths' eagerly anticipated retrospective, "Dark Odyssey" traces his forty-year journey through this chaotic world, from his native Wales to the ravaged villages of war-torn Vietnam, through Europe, Africa, and Asia, in more than one hundred black-and-white photographs. The collision of culture and ideology is often the basis of Griffiths' work, sometimes in simple pairings of figures, other times in a dizzying throng of life. Love, death, frivolity, politics, violence; the images in "Dark Odyssey" (the first collection since Griffiths' acclaimed "Vietnam Inc." in 1971) comment on virtually every aspect of human life, offering a gripping and unforgettable view of both the beauty and devastation of our era.


Πηγή: The Independent