Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Γκόρντον Παρκς, Η εικόνα της άλλης Αμερικής. Gordon Parks, The image of the other America

Ο Γκόρντον Παρκς ήταν μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της φωτογραφίας του 20ου αιώνα. Ανθρωπιστής, με βαθιά αφοσίωση στην κοινωνική δικαιοσύνη, άφησε πίσω του μεγάλο έργο που καταγράφει πολλά από τα πιο σημαντικά θέματα της αμερικανικής κουλτούρας με έμφαση στις φυλετικές σχέσεις, τη φτώχεια, τα πολιτικά δικαιώματα και την αστική ζωή, από τις αρχές του 1940 έως τον θάνατό του το 2006.

Ο Παρκς πρωτόπιασε φωτογραφική μηχανή όταν την επέλεξε ως το όπλο του εναντίον αυτών που μίσησε περισσότερο στη ζωή του και μέσα στην κοινωνία που έζησε. Τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, τη φτώχεια. Και τα τρία τα γνώρισε πάρα πολύ καλά.

Γεννημένος το 1912 στο Φορτ Σκοτ του Κάνσας, ο Γκόρντον Ρότζερ Αλεξάντερ Μπουκάναν Παρκς ήταν ο μικρότερος από τα 15 παιδιά της οικογένειάς του. H μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 15 ετών και γρήγορα βρέθηκε στον δρόμο με μόνο παραστάτη του τον ίδιο του τον εαυτό. 

Δουλεύοντας σε ένα τρένο ως σερβιτόρος βρήκε ένα πεταμένο περιοδικό που περιείχε φωτογραφίες του Ράσελ Λι και του Αρθουρ Ρόθστιν. Οι φωτογραφίες αυτές απεικόνιζαν τις φριχτές συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι μετανάστες εργάτες στην Αμερική. Τότε συνειδητοποίησε ότι και αυτός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία σαν όπλο στον πόλεμο κατά της αδικίας.

Την πρώτη του κάμερα την αγόρασε από ένα ενεχυροδανειστήριο του Σιάτλ, το 1937, και τότε ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι που τον έφερε στους κόλπους της διάσημης Φαρμ Σεκιούριτι Αντμινιστρέισιον (FSA) του Ρόι Στράικερ, την οποία είχε ιδρύσει η αμερικανική κυβέρνηση για να αποτυπώσει τη φτώχεια την ενδημούσα σε ολόκληρη τη χώρα. Εκεί πολλοί καλλιτέχνες του φακού δημιούργησαν την τέχνη και το όνομά τους και μεταξύ τους ο Παρκς απέληξε ως ένας από τους σπουδαιότερους φωτορεπόρτερ του καιρού του.

Ο Παρκς σύντομα ανέπτυξε ένα προσωπικό στυλ φωτογραφίας που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο διάσημους φωτογράφους της εποχής του. Όταν το FSA έκλεισε το 1943, ο Παρκς έγινε ανεξάρτητος φωτογράφος δουλεύοντας παράλληλα για περιοδικά μόδας αλλά και καταγράφοντας τα κοινωνικά προβλήματα που ήταν ουσιαστικά το πάθος του. Επιπλέον ήταν καταξιωμένος σύνθετης, συγγραφέας και σκηνοθέτης και συναναστρεφόταν με πολλές εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής όπως πολιτικούς, καλλιτέχνες, διασημότητες και αθλητές.



Για ένα διάστημα χρημάτισε ως ο πρώτος μαύρος φωτογράφος του Στρατιωτικού Γραφείου Πληροφοριών. Και επί 20 χρόνια ανήκε στο φωτογραφικό επιτελείο του περιοδικού «Λάιφ». Το «Αμέρικαν Γκόθικ», η εικόνα μιας μαύρης καθαρίστριας όρθιας μπροστά σε μια αμερικανική σημαία με μια σκούπα στο ένα χέρι και ένα σφουγγαρόπανο στο άλλο, είναι η φωτογραφία που ταυτίστηκε με το όνομά του. Την τράβηξε την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ουάσιγκτον, το 1942. O Στράικερ τού είπε να βγει και να τριγυρίσει στην πόλη για να τη γνωρίσει. O νεαρός φωτογράφος έμεινε κατάπληκτος από τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις που συνάντησε μπροστά του. «Τα εστιατόρια των λευκών με ανάγκαζαν να μπαίνω από την πίσω πόρτα, τα θέατρά τους δεν με άφηναν καν να πλησιάσω την πόρτα τους και όσο περνούσε η μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο», θυμόταν ο ίδιος αργότερα για την εμπειρία του εκείνη.

Ο Στράικερ τον συμβούλευσε να μιλήσει με πιο γέρους μαύρους που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους στην Ουάσιγκτον και να ακούσει από αυτούς πώς είχαν αντιμετωπίσει -και αντιμετώπιζαν- τον ρατσισμό. Έτσι, συνάντησε την Έλα. H Έλα Γουότσον ήταν η μαύρη καθαρίστρια που σκούπιζε τις σκάλες στο κτίριο της FSA. O Παρκς τη ρώτησε για τη ζωή της και κατόπιν της ζήτησε να τη φωτογραφήσει. Όταν εκείνη δέχθηκε, ο Παρκς τράβηξε την πιο αξιομνημόνευτη φωτογραφία της ζωής του.

«Δύο μέρες αργότερα, ο Στράικερ είδε την εικόνα και μου είπε ότι η ιδέα μου ήταν σωστή, αλλά θα οδηγούσε στην απόλυση όλων των φωτογράφων του FSA - η εικόνα της Έλα ήταν κατηγορητήριο κατά της Αμερικής. Νόμισα ότι η φωτογραφία εγκαταλείφθηκε, ώσπου την είδα μια μέρα ξαφνικά στο εξώφυλλο της «Ουάσιγκτον Ποστ». Αυτό που δεν κατάλαβε τότε ο Παρκς ήταν πως η φωτογραφία του θα γινόταν σύμβολο του αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Αμερική. 

«Δύο μέρες αργότερα, ο Στράικερ είδε την εικόνα και μου είπε ότι η ιδέα μου ήταν σωστή, αλλά θα οδηγούσε στην απόλυση όλων των φωτογράφων του FSA - η εικόνα της Έλα ήταν κατηγορητήριο κατά της Αμερικής. Νόμισα ότι η φωτογραφία εγκαταλείφθηκε, ώσπου την είδα μια μέρα ξαφνικά στο εξώφυλλο της «Ουάσιγκτον Ποστ». Αυτό που δεν κατάλαβε τότε ο Παρκς ήταν πως η φωτογραφία του θα γινόταν σύμβολο του αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Αμερική. 

O Βρετανός φωτογράφος Λάρι Ντάνσταν, που είδε για πρώτη φορά φωτογραφίες του Παρκς στο κολέγιο, θυμάται πως σε μια αποστολή του στην Ουάσιγκτον, χρόνια αργότερα, συνάντησε απόηχους του «Αμέρικαν Γκόθικ». «Επισκεφθήκαμε το Κογκρέσο», λέει, «και στο ισόγειο ήταν τόσα μαύρα πρόσωπα που δεν μπορούσα να το πιστέψω - ήταν οι φρουροί ασφαλείας και παρόμοια. Μετά ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και τα μαύρα πρόσωπα ήταν λιγότερα. Ανεβήκαμε ένα πάτωμα ακόμη, εκεί που βρίσκονται όλα τα σπουδαία πρόσωπα και μαύρη μορφή εκεί δεν ήταν καμία». Αλλά, σημειώνει ο Ντάνσταν, ο Παρκς του δίδαξε ακόμη ότι μπροστά στη σκληρή δουλειά και το ταλέντο, το χρώμα έπαυε να είναι εμπόδιο για την επιτυχία.


















Το 1948 έκανε μια έκθεση φωτογραφίας με θέμα τη ζωή ενός αρχηγού συμμορίας του Harlem και έτσι κέρδισε τη θέση του πρώτου αφροαμερικανού φωτογράφου και συγγραφέα στο περιοδικό “Life”. Ο Παρκς έμεινε στο “Life” για δύο δεκαετίες καλύπτοντας θέματα όπως η φτώχεια και ο ρατσισμός, αλλά και φωτογραφίζοντας διάσημους πολιτικούς και καλλιτέχνες.














Ο Παρκς συχνά τριγύριζε και στο Χάρλεμ φωτογραφίζοντας τις συμμορίες των δρόμων. Στη συνέχεια φωτογράφισε τις ταραχώδεις συναντήσεις των Μαύρων Πανθήρων, στη δεκαετία του 1970. Πλάι σε αυτές τις σκληρές εικόνες, ήταν η δουλειά του για το «Βογκ», τα έξοχης λεπτότητας τοπία του και οι εξαιρετικές νεκρές φύσεις του, όπου το φως, το χρώμα και το σχήμα συμπληρώνονται αντιστικτικά. H φωτογραφία μιας πάμφτωχης οικογένειας έξω από μια παράγκα, σε μια παραγκούπολη, είναι κλασική στο είδος της. Πάρθηκε στο Πουέρτο Ρίκο το 1954, αλλά θυμίζει την προηγούμενη δουλειά του με το FSA και δείχνει πόσα έμαθε από τη σημαντική εκείνη περίοδο. H εικόνα έχει ένα απλό αλλά δραστικό πλαίσιο· το μικρό αγόρι στο προσκήνιο δίνει στη φωτογραφία μια αίσθηση ζωής, αλλά το γυμνό παράθυρο μοιάζει να ανοίγει στην απελπισία.






Ο Παρκς κάλυψε όλα τα μεγάλα θέματα του καιρού του και τράβηξε τα πορτρέτα ορισμένων μεγάλων προσωπικοτήτων. Ανάμεσά τους, τη φωτογραφία του καταϊδρωμένου Μοχάμεντ Άλι σε ένα γυμναστήριο του Μαϊάμι στη Φλόριντα όπου προπονούνταν για τον αγώνα του με τον Βρετανό πυγμάχο Χένρι Κούπερ. H φωτογραφία πάρθηκε μετά τον αγώνα, όπου ο Άλι κονιορτοποίησε τον αντίπαλό του με μια σειρά από καλομελετημένα, ακριβή, απανωτά χτυπήματα.


Gordon Parks was one of the seminal figures of twentieth century photography. A humanitarian with a deep commitment to social justice, he left behind a body of work that documents many of the most important aspects of American culture from the early 1940s up until his death in 2006, with a focus on race relations, poverty, Civil Rights, and urban life. In addition, Parks was also a celebrated composer, author, and filmmaker who interacted with many of the most prominent people of his era—from politicians and artists to celebrities and athletes.

Born into poverty and segregation in Kansas in 1912, Parks was drawn to photography as a young man when he saw images of migrant workers published in a magazine. After buying a camera at a pawnshop, he taught himself how to use it and despite his lack of professional training, he found employment with the Farm Security Administration (F.S.A.), which was then chronicling the nation’s social conditions. 

Parks quickly developed a style that would make him one of the most celebrated photographers of his age, allowing him to break the color line in professional photography while creating remarkably expressive images that consistently explored the social and economic impact of racism.

When the F.S.A. closed in 1943, Parks became a freelance photographer, balancing work for fashion magazines with his passion for documenting humanitarian issues. His 1948 photo essay on the life of a Harlem gang leader won him widespread acclaim and a position as the first African American staff photographer and writer for Life Magazine, then by far the most prominent photojournalist publication in the world. 

Parks would remain at Life Magazine for two decades, chronicling subjects related to racism and poverty, as well as taking memorable pictures of celebrities and politicians (including Muhammad Ali, Malcolm X, Adam Clayton Powell, Jr., and Stokely Carmichael). 

Οι πιο γνωστές του εικόνες, όπως «Ο Αναδυόμενος Άντρας» το 1952 και το "American Gothic" το 1942 συλλαμβάνουν την έννοια του ακτιβισμού και του ανθρωπισμού στα μέσα του εικοστού αιώνα στην Αμερική και έχουν γίνει σύμβολα της εποχής για τις επόμενες γενιές. His most famous images, such as Emerging Man, 1952, and American Gothic, 1942, capture the essence of activism and humanitarianism in mid-twentieth century America and have become iconic images, defining their era for later generations. They also rallied support for the burgeoning Civil Rights Movement, for which Parks himself was a tireless advocate as well as a documentarian.

Parks spent much of the last three decades of his life expanding his style, conducting experiments with color photography. He continued working up until his death in 2006, winning numerous awards, including the National Medal of Arts in 1988, and over fifty honorary doctorates. He was also a noted composer and author, and in 1969, became the first African American to write and direct a Hollywood feature film based on his bestselling novel The Learning Tree. This was followed in 1971 by the hugely successful motion picture Shaft. 

The core of his accomplishment, however, remains his photography the scope, quality, and enduring national significance of which is reflected throughout the Collection. According to Dr. Henry Louis Gates, Jr., Director of the W.E.B. Du Bois Research Center at Harvard University, "Gordon Parks is the most important black photographer in the history of photojournalism. Long after the events that he photographed have been forgotten, his images will remain with us, testaments to the genius of his art, transcending time, place and subject matter.”










Ο Παρκς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των τριών τελευταίων δεκαετιών της ζωής του, επεκτείνοντας το ύφος του και πειραματιζόμενος με την έγχρωμη φωτογραφία. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι το θάνατό του το 2006, κερδίζοντας πολλά βραβεία, όπως το «Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών» το 1988 και πάνω από πενήντα επίτιμα ντοκτορά. Ήταν επίσης σημαντικός σκηνοθέτης και σύνθετης και το 1969 έγινε ο πρώτος αφροαμερικανός που έγραψε και διεύθυνε μεγάλου μήκους ταινία στο Χόλυγουντ. 



Σύμφωνα με τον Dr Henry Luis Gates Jr, διευθυντή του W.E.B. ερευνητικού κέντρου του Χάρβαρντ, ο Γκόρντον Παρκς είναι ο πιο διάσημος έγχρωμος φωτογράφος στην ιστορία της φωτο-δημοσιογραφίας. Μάλιστα είχε πει πως οι εικόνες του Γκόρντον Παρκς θα μείνουν μαζί μας για πολύ καιρό, ακόμα και όταν τα γεγονότα που φωτογράφισε έχουν ήδη ξεχαστεί, απόδειξη της ιδιοφυούς τέχνης του, που υπερβαίνει τον χρόνο, τον τόπο και το θέμα.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ