Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Κ.Π. Καβάφης, «Να μείνει». Constantine P. Cavafy, “Comes to Rest”

Edvard Munch, Tavern in St. Cloud, 1890.

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.

           Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.

Ramón Casas, Study, circa 1893.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Comes to Rest

Édouard Manet, Study for "Bar at the Folies-Bergere", 1882.

It must have been one o’clock at night
or half past one.

                        A corner in the wine-shop
behind the wooden partition:
except for the two of us the place completely empty.
An oil lamp barely gave it light.
The waiter, on duty all day, was sleeping by the door.

No one could see us. But anyway,
we were already so aroused
we’d become incapable of caution.

Our clothes half opened—we weren’t wearing much:
a divine July was ablaze.

Delight of flesh between
those half-opened clothes;
quick baring of flesh—the vision of it
that has crossed twenty-six years
and comes to rest now in this poetry.

Egon Schiele, Reclining nude, 1918.

(C.P. Cavafy, Collected Poems. Translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Edited by George Savidis. Revised Edition. Princeton University Press, 1992)

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Δήμητρα Μήττα, «Μετά τις πυρκαγιές»

Eero Järnefelt, Les esclaves de la terre, 1893.

Τους ακούω εδώ και μέρες ανήσυχους. Κι εγώ είμαι ανήσυχος. Για τους δικούς μου λόγους. Και πολύ θυμώνω όταν με φωνάζουν και ρωτούν: «Λουκά, άκουσες τι γίνεται στο χωριό; Έλα να δεις τι φρίκη… Τι θα κάνουμε; Ο παππούς, τι γίνεται ο παππούς; Οι δρόμοι είναι κομμένοι.» Τους ακούω και φεύγω για το δωμάτιό μου. Έχω άλλα πράγματα που με ανησυχούν. Άλλωστε ο παππούς μου τα καταφέρνει, ο παππούς μου είναι άνθρωπος της γης. Ενώ οι δικοί μου…

Δεν αντέχω την υπερβολή τους. Και τώρα υπερβολικοί είναι. Και κάθε φορά οι ίδιες αντιδράσεις. Ενώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της χτυπώντας τα, μετά χτυπά με την παλάμη το κούτελό της. Τι δράμα… Εκείνος κουνά το κεφάλι του, κάπου αλλού έχει το μυαλό του. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι γίνεται υπερβολική, για να την ακούσει και να την προσέξει. 

Πάλι την καταστροφή έφερε. Κλείνομαι στο δωμάτιο. Προλαβαίνω ν’ ακούσω τη φράση: «Τι αναίσθητο που έγινε αυτό το παιδί…». Σε αυτό συμφωνούνε και οι δυο. Δεν με παρατάνε λέω εγώ; 

Σπύρος Παπαλουκάς, Αγόρι με τιράντες, 1925.

Στέκομαι αυθάδικα μπροστά στον καθρέφτη, κι ας με τρόμαξε η φιγούρα μου λίγο πριν, όταν την είδα στη βιτρίνα ενός καταστήματος. Ανασούμπαλος, άγαρμπο βάδισμα, χέρια χιμπατζή –πώς μάκρυναν έτσι; Πλησιάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη –πώς άλλαξε έτσι; Γέμισα σπυράκια Μου ’ρχεται να κάθομαι όλη μέρα μπροστά στον καθρέφτη, να τα πατάω ένα ένα, μέχρι που να τα εξαφανίσω, να μην υπάρχει ούτε ένα. Το δοκίμασα και γέμισα κοκκινίλες και σημάδια από τη μανία μου. Δεν θα το ξανακάνω, αγωνίζομαι να μην το ξανακάνω, γιατί κάθε μέρα βλέπω και από ένα καινούριο να φυτρώνει. Τι άσχημος που είμαι; Κι όμως μέχρι πριν λίγο καιρό ήμουν ένα χαριτωμένο αγόρι –«τι χαριτωμένο παιδί…», όλοι το έλεγαν.

Τα μάτια μου παραμένουν όμορφα, είναι μπλε. Κανονικά θα ’πρεπε να μου αρέσουν. Μου αρέσουν. Καμιά φορά που ξεχνιέμαι, στέκομαι αυτάρεσκα μπροστά στον καθρέφτη και τα θαυμάζω. Δεν θέλω να μου αρέσουν, αισθάνομαι άσχημα που μου αρέσουν. Γιατί γι’ αυτά τα μάτια είναι περήφανοι οι δικοί μου, τα κληρονόμησα από αυτούς. Τώρα τελευταία, όταν κοιτιέμαι στον καθρέφτη, νομίζω ότι βλέπω εκείνους. Αλλά εγώ δεν θέλω να τους μοιάσω. Σιχαίνομαι την υποκρισία τους. Και τρέμω στη σκέψη ότι μπορεί να είμαι υποκριτής, ότι μπορεί να τους μοιάζω.  

Ξανακοιτάζω τα μάγουλά μου. Πόσο του μηνός είναι; Σε λίγο θα αρχίσουν τα σχολεία. Πώς θα εμφανιστώ έτσι;

-«Λουκά…»

Αλαφιάστηκα. Πώς δεν άκουσα την πόρτα που άνοιγε; Στον καθρέφτη είδα τον Θοδωρή. Ούρλιαξα:

-«Έξω…».

Τον έπιασα από τους ώμους, τον γύρισα και τον έσπρωξα. Χτύπησα την πόρτα δυνατά, την κλείδωσα. Πόσες φορές δεν του είχα πει να μην μπαίνει μέσα στο δωμάτιο χωρίς προηγουμένως να χτυπήσει την πόρτα; Πότε θα μάθουν να σέβονται τον χώρο μου; Προχθές μου ήρθε να του δώσω μια… Τον λυπάμαι κιόλας έτσι που με κοιτάζει παραπονεμένος.

 Γιούλια Γαζετοπούλου, Το Παιδί με το Μπλουτζίν, 1971.

Ο καημένος, ο μελαχρινός μου Θοδωρής με τα μεγάλα μαύρα μάτια… Ποτέ δεν του παίνεψαν τα μάτια, μόνο τα δικά μου, τα μπλε, τα όμοια με τα δικά τους… Τι φταίω εγώ αν με προτιμούσαν από εκείνον; Θοδωρή μου… Πήγα ν’ ανοίξω την πόρτα, να τον μπάσω μέσα. Σταμάτησα. Τι δουλειά έχω εγώ με ένα οκτάχρονο; Όχι ότι δεν τον αγαπώ τον Θοδωρή μας. Παλιά έπαιζα πολύ μαζί του. Παλιά, να, μέχρι πέρσι, μέχρι πριν από λίγους μήνες. Αλλά τώρα είμαι δεκατέσσερα και κάτι. Μερικές φορές μου ’ρχεται ακόμη να παίξω μαζί του, να τον ρίξω στο κρεβάτι και να τον γαργαλίσω. Γαργαλιέται πολύ ο Θοδωρής. Και γελάει, γελάει πολύ. Αλλά να, τώρα βαριέμαι εύκολα, όχι αυτόν, όλα. Τον διώχνω μακριά μου, σχεδόν βίαια. Του κλείνω την πόρτα στη μούρη. Κι ύστερα νιώθω άσχημα που το έκανα και πηγαίνω και του δίνω κάποια από εκείνα τα παιχνίδια που παλιά δεν τον άφηνα να τα αγγίξει. Τώρα ούτε που με νοιάζουν τα παιδικά μου παιχνίδια. Εκείνος πάλι το αρπάζει, κοκκινίζουν τα μάγουλά του από χαρά, με αγκαλιάζει, μου δίνει ένα φιλί κι ύστερα με εγκαταλείπει για να ασχοληθεί με το καινούριο του απόκτημα. Ευτυχώς, γιατί ήδη έχω βαρεθεί. Σκουπίζω και το μάγουλό μου από τα σάλια του.

Ό,τι και να κάνω βαριέμαι. Μ’ ενοχλεί κι αυτό το μουστακάκι που βγήκε, κάτι τριχούλες μαλακές που δεν ξέρω τι να τις κάνω. Με τσατίζουν και οι δικοί μου που όλο χασκογελούν και λένε: «Κοιτάτε. Ο Λουκάς μας γίνεται άντρας.» Τι βρίσκουν και γελούν; Και μετά τα ακούω και από πάνω, γιατί είμαι, λέει, αγενής που σηκώνομαι και φεύγω, και δεν μου είπαν τίποτε κακό. Και τους εκθέτω στους φίλους τους, γιατί όλα αυτά τα λένε μπροστά τους. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό που λένε αλλά εγώ τσατίζομαι. Δεν ξέρω γιατί. Μετά λυπάμαι γι’ αυτό, προσπαθώ να τους πλησιάσω, να τους χαμογελάσω, αλλά πάλι κάτι γίνεται και τσατίζομαι. Δεν το θέλω, αλλά με θυμώνουν. Προσπαθώ να πνίξω τον θυμό μου, να μην τον δείξω, αλλά αυτός είναι εκεί. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είμαι έτσι, ό,τι κι αν πουν: «Ο Λουκάς τα καταφέρνει στο σχολείο, ο Λουκάς είναι συνετός, είναι του καθήκοντος, είναι λίγο πεισματάρης αλλά καλό παιδί, παίζει και μουσική.» Κι ούτε που νοιάζονται πώς είναι να κάθομαι με τις ώρες και να διαβάζω μαθήματα που δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να τα μάθω, και να πρέπει να ετοιμαστώ γι’ αυτό το διαγώνισμα και την επόμενη για το άλλο, έχω την εντύπωση ότι η ζωή είναι διαγώνισμα. Σιγά μην τους ενδιαφέρουν όλα αυτά, οι βαθμοί μόνο τους ενδιαφέρουν, να τους δείχνουν από εδώ και από εκεί και να κοκορεύονται πόσο καλοί γονείς είναι. Και δεν λένε τίποτε για τους καυγάδες τους, για τους εκνευρισμούς τους, ότι ξεσπάνε επάνω μας. Χαμπάρι δεν έχουν που εγώ ασφυκτιώ εκεί μέσα, χαμπάρι δεν έχει η κυρά Νίτσα για την αηδία που μου προκαλεί το ξεσκονόπανό της και τα πατάκια με τα οποία με βάζει να γυαλίζω το πάτωμα. «Μα τι καλή νοικοκυρά που είστε κυρία Νίτσα, καμιά δεν σας φτάνει», και όλη την ημέρα να πλένει, να σιδερώνει, να μαγειρεύει και να είναι από την κούραση εκνευρισμένη. Και να τη βλέπω να μην χάνει ευκαιρία να το σκάει από τη δουλειά, να παίρνει τον μισθουλάκο της, να μην είναι στη δουλειά της και να περνιέται για έξυπνη. Και ύστερα να μου λέει πόσο συνεπής θα πρέπει να είμαι με τα μαθήματά μου στο σχολείο. Αλλά εγώ θα της την φέρω, και σ’ αυτήν και σ’ αυτόν. Θα τους πονέσω εκεί που τους πονάει. Δεν θα είμαι πια το καλό παιδί. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα τους δω απελπισμένους, γιατί θα έχω πατήσει όλους τους κανόνες τους, θέλω να τους δω να ντρέπονται για μένα.

Παράτησα τη μουσική μου, την έβαλα στην άκρη, τη μουσική και την κιθάρα. Πάνω από τρεις μήνες είναι που δεν την έβγαλα από τη θήκη της. Όχι ότι δεν θέλω, αλλά να, δεν με ενδιαφέρουν πια τα κομμάτια που έπαιζα. Είναι κάτι άλλα που ακούω στο ραδιόφωνο, εκείνα θα ήθελα να παίξω. Μάλλον δεν με ενδιαφέρει τίποτε.

Joseph Wright of Derby, Cottage on Fire at Night, between circa 1785 and circa 1793.

Κάτι λένε για πυρκαγιές. Τηλεφωνούν συνέχεια στο χωριό.

Δύο αγόρια, 15 και οκτώ χρονών. Οι γονείς πολύ σοβαροί εκείνες τις ημέρες. Με πολύ αγωνία μιλούσαν για φωτιές στο χωριό του παππού. Ο μικρός, απορροφημένος από τα παιχνίδια του, δεν πολυκαταλάβαινε, εξάλλου και οι γονείς δεν ήθελαν να τον κάνουν να καταλάβει. Αντίθετα, προσπαθούσαν να κάνουν τον μεγάλο γιο να νιώσει τι συμβαίνει. Αλλά εκείνος ήταν αλλού. Τον πείραζαν τα σπυράκια που είχε, απίστευτα σπυράκια. Θύμωνε με τους γονείς που δεν τα έβλεπαν και δεν έκαμναν κάτι. Κρυφά αγόραζε κάτι αλοιφές που έβλεπε στις διαφημίσεις αλλά τον έκαμναν χειρότερα. Θύμωνε με το παραμικρό. Πλησίαζε και ο καιρός για το σχολείο και πώς θα τον έβλεπαν οι συμμαθητές του;

Εσπευσμένα ξεκίνησαν για το χωριό του παππού. Μές στην γκρίνια ο Θοδωρής «και πού θα πάμε; Και γιατί τώρα; Και τι θα κάνουμε εκεί;» Κι όμως ήταν ο τόπος των ονείρων του, όπως το βίωνε τώρα ο αδελφός του. Κι ας είχε μεγαλώσει πια ο παππούς.

Ο μικρός κοιμήθηκε στη διαδρομή. Κάτι άκουγε να λένε οι γονείς του ότι ο παππούς δεν ήταν καλά, αλλά ποιος νοιάζεται τώρα; Αυτός είχε τα ακουστικά στα αυτιά του και άκουγε μουσική. Όχι τη μουσική που άκουγαν οι πιτσιρικάδες στην ηλικία του. Δεν τα καταδεχόταν. Αυτός έβρισκε επαναστάτες.

 Daniel Vosmaer, House on Fire, c. 1660.

Σιγά σιγά τα περιβάλλον του κίνησε την περιέργεια. Μαύρα, μυρωδιά καμένου. Σε λίγο έβγαλε τα ακουστικά. Τα μάτια διαπλατύνθηκαν. Αισθάνθηκε ανακούφιση που ο μικρός κοιμόταν. Ένιωσε την ανάγκη να τον προστατεύσει. Μπήκαν στην αυλή. Ο παππούς ήταν καθισμένος μπροστά την πόρτα του σπιτιού. Δεν ήταν όρθιος σαν άλλοτε να τους υποδεχθεί. Πιο γέρος, πιο κυρτός. Το σπίτι μέσα αποκαΐδια. Μην πειράξετε τίποτε είπε στην κόρη του όταν εκείνη άρχισε κάτι να μαζεύει. Κοιμόταν στον αχυρώνα που περίεργα είχε σωθεί.

Ο Θοδωρής περιεργάζεται, έχει και τον μικρό αδελφό που ξύπνησε και ρωτά συνέχεια και τι να του πουν;

Οι μέρες περνούσαν και ο παππούς έδειχνε την ίδια αδιαφορία. Μόνο κάποια στιγμή φάνηκε να ξυπνάει, όταν ο μικρός του έφερε ένα κομμάτι ξύλο για να του σκαλίσει ένα καράβι. Μάστορας ο παππούς σε κάτι τέτοια. Όμως μόλις πήγε να ακουμπήσει το ξύλο και να το σκάψει, αυτό έσπασε. Τα χέρια του μαύρισαν όπως όταν κουβαλούσε κάρβουνα για να ανάψουν φωτιά στην αυλή να ψήσουν καλαμπόκια. Οι γονείς του πρότειναν να τον πάρουν από εκεί: «Δεν πάω πουθενά, φύγετε.» Τα παιδιά τον παρέσυραν σιγά σιγά σε μικρές βολτούλες μέσα στο κτήμα. Αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια του.

Παππού, θέλω να βάψουμε το σπίτι. Δεν πειράζει που δεν έχει στέγη. Θέλω να βάψουμε τους τοίχους. Όχι άσπρους. Να τους ζωγραφίσουμε. Επιτέλους να κάνουμε αυτό που δεν μας άφηνες, να βάλουμε χρώμα. «Κάντε ό,τι θέλετε», όμως εκείνος δεν έμπαινε μέσα. Η μητέρα καθάρισε το δάπεδο από τα καμένα και τα παιδιά μπορούσαν να κινηθούν άνετα και χωρίς να κινδυνεύουν στον χώρο. Μετά από μέρες φώναξαν τον παππού μέσα. «Θυμάσαι παππού;» Η μπλε πασχαλίτσα. Πρέπει να τη βοηθήσουμε να ξαναθυμηθεί.

Chaïm Soutine, Paysage avec maisons, c. 1919.

«Το χωριό δεν θα γίνει ποτέ ξανά το ίδιο. Θα φτιάξουν σπίτια σαν αυτά που φτιάχνετε εσείς στις πόλεις. Τα δικά μας όμως ήταν πέτρινα και τα έκρυβαν λουλούδια.»

Ο επαναστάτης Θοδωρής: «Εγώ θα το φτιάξω πέτρινο το σπίτι. Και θα το κρύψω μές στο πράσινο. Στο υπόσχομαι παππού. 

Καραμέλες και άλογα

Achille Giroux, Chevaux.

Ο παππούς τους έκρυβε συχνά εκπλήξεις. Σκορπούσε καραμέλες κάτω από τις τριανταφυλλιές και τους έβαζε να ψάχνουν. Το συνήθιζε αυτό το πρωί, πριν τα παιδιά ξαμοληθούν για το παιχνίδι τους. Στην αρχή γέμιζαν γρατσουνιές, όσο όμως περνούσαν οι μέρες συνήθιζαν να ελίσσονται, να περνούν ανάμεσα από κλαδιά και να μην αγκυλώνονται σε αγκάθια. «Για να δω, για να δω», φώναζε το ένα το άλλο, και έψαχναν τα σημάδια εκείνα που θα έδειχναν ποιος ήταν ο αδέξιος, ποιος είχε πιαστεί στα δίχτυα της τριανταφυλλιάς, σε ποιανού την μπλούζα υπήρχε τράβηγμα από αγκάθι. Όσο περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερο κοκορεύονταν: «Δες, εμένα δεν με άγγιξε καθόλου. Δες, εγώ την παλεύω την τριανταφυλλιά και τη νικώ.» Στο τέλος, ούτε καν νοιάζονταν για το έπαθλο, την καραμέλα, το μικρό γλυκάκι που ο παππούς όμορφα είχε τυλίξει. 

Ένα βράδυ τον άκουσα μέσα στον ύπνο μου: «Σήκω». Νύσταζα. Σηκώθηκα όμως, γιατί καλός καλός ο παππούς αλλά δεν σήκωνε αντίρρηση και δεν έλεγε δεύτερη φορά αυτό που ήθελε. Εξάλλου, όσες φορές με είχε σηκώσει, να πω την αλήθεια δεν είχα χάσει. Έτσι κι αυτή τη φορά. Με μισόκλειστα μάτια έβαλα τα παπούτσια μου. Πάλευα με τη νύστα και την περιέργειά μου.

Το σκοτάδι μόλις άρχιζε να σπάει. Προχώρησα δίπλα στον παππού σε ένα μονοπάτι παράπλευρα από το σπίτι. Μετά από λίγο εκείνος σταμάτησε: «Δες», μου κάνει. Τι ήταν αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μου; Μια αγέλη αλόγων, είκοσι σκιές μέτρησα μέσα στο σκοτάδι, κινούνταν αργά. «Δες τον αρχηγό», μου ψιθύριζε. «Πάει μπροστά». Στο μεταξύ τα μάτια μου προσαρμόζονταν στο σκοτάδι αλλά και το σκοτάδι υποχωρούσε. «Μην προχωρήσεις άλλο, θα φύγουν.» Μείναμε να τα παρατηρούμε και να μας παρατηρούν. «Τα πρώτα ελεύθερα άλογα. Δες, υπάρχει κι ένα μικρό. Το πρώτο μικρό που γεννήθηκε ελεύθερο.» «Παππού, πώς…» Οι χωρικοί, παιδί μου τα ελευθέρωσαν. Δεν τα χρειάζονται πια για τις αγροτικές τους δουλειές. Οι περισσότεροι έχουν αγροτικά μηχανήματα και τρακτέρ. Μόνο κάποιοι λίγοι κρατούν άλογα για τα χωράφια όπου δεν φτάνει ο δρόμος. Δες. Κάποια έχουν ακόμη το σκοινί γύρω από τον λαιμό τους.» Τα μαλλιά τους είχαν μεγαλώσει και σε μερικά έκρυβαν τα μάτια. Τα φαντάστηκα να τρέχουν και τα μαλλιά να ανεμίζουν. Ο αρχηγός κινήθηκε προς εμάς, το ίδιο και η αγέλη. Σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά μας, ύστερα έστριψε το κεφάλι του και οδήγησε την αγέλη μακριά μας.

Στο πρωινό επάνω μιλούσα με ενθουσιασμό για τα άλογα που είδα. Οι άλλοι είπαν πως το είδα στον ύπνο μου. Ο παππούς όμως χαμογέλαγε κάτω από τις μουστάκες που δεν είχε. Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ, με πήρε από το χέρι και με πήγε μέχρι την άκρη του κτήματος. Έξω από τον φράχτη είχε τοποθετήσει μια μεγάλη γαβάθα με νερό και δίπλα άχυρα. Το πρωί το νερό είχε κατεβεί και τα άχυρα δεν ήταν εκεί. «Θα φύσηξε αέρας και τα πήρε», μου είπε κοροϊδευτικά. Συχνά εκείνες τις ημέρες σηκωνόμουν τη νύχτα και πήγαινα μέχρι την άκρη του κτήματος. Οι σκιές των αλόγων ήταν εκεί. Κι αν δεν τις έβλεπα τις νύχτες χωρίς φεγγάρι άκουγα τον ήχο από τις οπλές τους στο χώμα και τα χόρτα. Και μέσα στη νύχτα καθόμουν και άκουγα τους ήχους: «Αυτόν τον ξέρω, και αυτόν τον ξέρω, μου τους έμαθε ο παππούς μου.» Όμως ο παππούς μου είχε πει και κάτι ακόμη: να προσέχω τους ήχους που δεν ξέρω. Μέχρι να τους μάθω.

Yves Klein, Peinture feu couleur sans titre, 1962.

Μετά την πυρκαγιά: Τα άλογα, τι απέγιναν τα άλογα; Δεν τόλμησα να κάνω την ερώτηση φωναχτά. Δεν είναι που ο παππούς δεν απαντούσε σε τίποτε. Ήταν ότι δεν ήθελα να του θυμίσω κάτι που ίσως δεν το είχε φέρει ακόμη στο μυαλό του. Κι όμως το μυαλό του ξύπνησε από ένα αλογάκι. Δεν είχα δει πιο φοβισμένο πλάσμα, ούτε καν εμένα στον καθρέφτη. Πλησίασε τον φράχτη, εκεί που αφήναμε τροφή και νερό. Ο φράχτης δεν υπήρχε πια, και αυτό το μπέρδεψε.

-«Παππού…»

Δεν αντιδρούσε. Τον έπιασα από τους ώμους και τον ταρακούνησα.

-«Παππού, επιτέλους, κοίτα…»

Καψαλισμένη η ουρά του, ευτυχώς χωρίς εγκαύματα, αλλά με μια βαθιά πληγή στα πλευρά, και άλλες μικρότερες. Το φαντάστηκα να βρίσκεται μέσα στη φωτιά, αποκομμένο από τα υπόλοιπα της αγέλης του, χωρίς προσανατολισμό, σχεδόν χωρίς ανάσα από τους καπνούς, από την αγωνία και από το τρέξιμο. Μάλλον έτσι θα έγιναν οι πληγές του, από τα κλαδιά των δέντρων καθώς θα έτρεχε. Πώς είναι να τρέχεις για να σωθείς; Πώς είναι να είσαι μόνος; Κανένας οδηγός, κανένας βοηθός.

Τα μαυρισμένα δάχτυλα του παππού ακούμπησαν το πληγωμένο δέρμα του ζώου. Εκείνο ανασήκωσε το κεφάλι του πονεμένο και ανήσυχο. Να τον εμπιστευτεί; 

Théodore Géricault, Étude Cheval blanc.

Για πρώτη φορά μετά από μέρες άκουσα τη φωνή του παππού, μαλακή, τρυφερή, «ήσυχα καλό μου», «πού είναι οι δικοί σου;», «μη σε νοιάζει, τώρα είσαι εδώ, είσαι ασφαλής». Ασφαλής.

Απόσπασμα από ανέκδοτο εφηβικό μυθιστόρημα της Δήμητρας Μήττα.

Η νάρκη δεν θα γλιτώσει τις πολικές αρκούδες από τη ζέστη. 'Walking hibernation' won't save polar bears

H πολική αρκούδα βλέπει τον πάγο να εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια της. Some earlier research suggested that polar bears could, at least partially, compensate for longer summer food deprivation by entering a state of lowered activity and reduced metabolic rate similar to winter hibernation -- a so-called 'walking hibernation.' But new research shows that the summer activity and body temperature of bears on shore and on ice were typical of fasting, non-hibernating mammals, with little indication of 'walking hibernation.' A young polar bear stands on pack ice over deep waters in the Arctic Ocean in October 2009, during a major research project headed by the University of Wyoming. Credit: Shawn Harper

Μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στις πολικές αρκούδες βόρεια της Αλάσκα διαψεύδει τη θεωρία ότι το κάτασπρο θηλαστικό πέφτει σε μια κατάσταση «άγρυπνης νάρκης» για να εξοικονομήσει ενέργεια σε περιόδους πείνας. Και αυτό σημαίνει ότι οι πολικές αρκούδες δύσκολα θα γλιτώσουν από την κλιματική αλλαγή.

Η θερμοκρασία στην Αρκτική ανεβαίνει με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι σε νοτιότερες περιοχές, και η έκταση του πάγου που επιπλέει στη θάλασσα τα καλοκαίρια περιορίζεται ταχύτερα από τις προβλέψεις. Χωρίς πάγο να σταθούν, οι αρκούδες δυσκολεύονται να κυνηγήσουν φώκιες όταν ξυπνούν από τη χειμέρια νάρκη.

Οι πάγοι λιώνουν και αρκούδες πεινούν

Researchers Hank Harlow, left, and John Whiteman, right, collect a breath sample from a polar bear on pack ice in October 2009. Credit: Daniel Cox

Για να δουν το κατά πόσο μπορούν οι πολικές αρκούδες να επιβραδύνουν το μεταβολισμό τους σε περιόδους καλοκαιρινής νηστείας, αμερικανοί ερευνητές από την Αμερικανική Υπηρεσία Ιχθύων και Άγριας Ζωής, το Πανεπιστήμιο του Ουαϊόμινγκ και την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία μελέτησαν συνολικά 43 αρκούδες τη διετία 2008-2009. Τα μεγαλόσωμα θηλαστικά έπρεπε να αιχμαλωτιστούν προσωρινά για να τους τοποθετηθούν κολάρα παρακολούθησης ή εμφυτεύματα που μετρούν τη θερμοκρασία του σώματος. Στο τέλος της μελέτης, έπρεπε να αιχμαλωτιστούν και πάλι για τη συλλογή των συσκευών.

Οι μετρήσεις έδειξαν ότι οι αρκούδες που αδυνατούν να βρουν πάγο και έχουν αποσυρθεί στην ξηρά, όπου η τροφή είναι ελάχιστη, όντως επιβραδύνουν ελαφρώς το μεταβολισμό τους και ρίχνουν τη θερμοκρασία τους κατά περίπου 0,7 βαθμούς Κελσίου.

Αυτή η μείωση όμως αντιστοιχεί περίπου στην επιβράδυνση του μεταβολισμού που θα παρουσίαζε οποιοδήποτε θηλαστικό σε συνθήκες έλλειψης τροφής - δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί κάτι σαν άγρυπνη καλοκαιρινή νάρκη.

Το συμπέρασμα είναι ότι η πολική αρκούδα δεν διαθέτει επαρκείς μεταβολικές προσαρμογές σε έναν κόσμο που όλο ζεσταίνεται και δίνει όλο και λιγότερες ευκαιρίες για κυνήγι.

H πολική αρκούδα κατατάσσεται στα «ευάλωτα» είδη της Κόκκινης Λίστας των ειδών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο εξαφάνισης. Από το 2008, προστατεύεται και από την αμερικανική νομοθεσία.

Αυτό, όμως, δεν αρκεί για τη σωτηρία του είδους, τονίζουν οι ερευνητές. Η μόνη λύση είναι η μείωση των εκπομπών άνθρακα που ανεβάζουν το θερμόμετρο του πλανήτη. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».

«Φτερωτός δράκος» ο πρόγονος του Βελοσιράπτορα. Velociraptor ancestor was 'winged dragon'

Καλλιτεχνική απεικόνιση του «δράκου του Zhenyuan» αποκαλύπτει την ιδιόμορφη εμφάνιση του φτερωτού πλάσματος. Beautifully preserved skeleton fossil discovered of raptor two metres long with impressive plumage that lived 125m years ago in northeastern China. Artist's impression of Zhenyuanlong suni. Credit: Chuang Zhao

Έναν φτερωτό δεινόσαυρο ο οποίος βρισκόταν στο στάδιο της μετάλλαξής του σε πτηνό και ήταν πρόγονος του Βελοσιράπτορα, ανακάλυψαν οι επιστήμονες στην Κίνα.

Στο στάδιο της μετάλλαξής του σε πτηνό φαίνεται ότι βρισκόταν ο δεινόσαυρος που εντοπίστηκε στην Κίνα. The beautifully preserved skeleton of the winged and feathered dinosaur Zhenyuanlong suni discovered in China. Photograph: Junchang Lü

Το απολίθωμα ηλικίας 125 εκ. ετών του ύψους δύο μέτρων «δράκου» ανακαλύφθηκε καλοδιατηρημένο μέσα σε ασβεστολιθικό όγκο, στην βορειοανατολική Κίνα. Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και την Κινεζική Ακαδημία Γεωλογικών Επιστημών, πιθανολογούν ότι το πλάσμα που έμοιαζε με «μεγάλο πουλί-δολοφόνο» θάφτηκε εκεί μετά από ηφαιστειακή έκρηξη. Βάσει των ευρημάτων τους ωστόσο, αποκλείουν το γεγονός ότι μπορούσε να πετάξει.

«Δεινοσαυροπούλι» από την κόλαση

Τα σαγόνια του... δράκου; The head of the new short-armed feathered dinosaur Zhenyuanlong suni from the Early Cretaceous (ca. 125 million years ago) of China. Photograph: Junchang Lü

Οι ειδικοί «βάφτισαν» τον δεινόσαυρο Zhenyuanlong, το οποίο σημείνει «ο δράκος του Zhenyuan», προς τιμήν του άνδρα που παρέδωσε το απολίθωμα στο μουσείο της πόλης Τζινζού με σκοπό να μελετηθεί από τους επιστήμονες.

A close-up of Zhenyuanlong suni's feathers. Credit: Junchang Lü

«Πρόκειται για το πιο όμορφο απολίθωμα το οποίο είχα τη δυνατότητα να μελετήσω ως σήμερα» τόνισε ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας δρ Στιβ Μπρουσάτε, για το καλοδιατηρημένο εύρημα. «Ο δεινόσαυρος, όπως φαίνεται, είχε κοντά χέρια και κανονικά φτερά με εντυπωσιακό φτέρωμα. Οπότε παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δεινόσαυρο και μάλιστα κοντινό συγγενή του Βελοσιράπτορα, εμφανισιακά παρέπεμπε περισσότερο σε γιγάντια γαλοπούλα ή αρπακτικό». 

«Είναι πραγματικά εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε ότι οι δεινόσαυροι που βλέπουμε στις ταινίες στην πραγματικότητα ήταν ακόμα πιο τρομακτικοί - σαν γιγάντια πουλιά από την κόλαση» προσθέτει ο ειδικός.

Τα νέα ευρήματα των ειδικών δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο «Scientific Reports».

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι». Jacques Lacarrière, “L’ été Grec”

Μανώλης Καλλιγιάννης, Η ηλιόλουστη Λέσβος, 1956. «... Δεν ξέρω πια πολύ καλά που βρίσκομαι. Δεν έχει και καμιά σημασία εξάλλου. Έχω όλο μου το χρόνο για να φτάσω στη Στυμφαλία που δεν πρέπει να απέχει πάνω από δεκαπέντε ή είκοσι χιλιόμετρα. Γι' αυτές τις στιγμές βαδίζω στην Ελλάδα εδώ και τόσα χρόνια: για να χάνομαι έτσι σε ένα άγνωστο τοπίο, μέσα στην παράφορη ζέστη, διαλέγοντας κάποιο πευκόφυτο άλσος για μία απροσδιόριστη στάση ή για να ξαπλώσω στον ήλιο όταν έχει λίγο αέρα για να στεγνώσει ο ιδρώτας. Αλλά και γι' αυτές τις ώρες της αυγής ή της δύσης που τα χρώματα πάλλονται, που οι μυρωδιές ξυπνούν ή μαζεύονται, τότε που αισθανόμαστε ξαφνικά μέσα μας, γύρω μας, το ακίνητο θρόισμα του χρόνου, την πυράκτωση του παγωμένου αέρα, αυτή τη μεγάλη σιωπή, που, όπως λένε, σκέπασε όλη την Ελλάδα μέχρι που μία αόρατη φωνή φώναξε: ο μεγάλος Πάνας πέθανε !...» (Jacques Lacarrière, «Το ελληνικό καλοκαίρι»). 

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ” ένα μοναδικό χωριό• τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: «Αρμονίη κόσμου παλίντροπος». Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ” την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιου σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

Φωτογραφίες του Jacques Lacarrière από την έκθεση «Η Ελλάδα μέσα από τον φακό του Ζακ Λακαριέρ» που έγινε το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη. Ένα σύνολο 100 φωτογραφιών παρουσιάστηκε σε δύο ενότητες: «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού» και «Μοναχοί και ερημίτες του Άθω». 

Σε αντίθεση προς τους μύθους, η ελληνική ιστορία, λογοτεχνία και φιλοσοφία δε μου πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες, συμβατικές αλλά απίστευτα έμμονες αφού, για πολλούς, εξακολουθούν να σημαίνουν Ελλάδα. Ήσαν εικόνες μιας χώρας από ερείπια, κολώνες, σωριασμένες προσόψεις και τάφους ξεκοιλιασμένους πάνω στη χλόη των δασών. Ανθρώπινα όντα κοσμούσαν συχνά αυτά τα ερείπια, αλλά είχαν την ακινησία του μαρμάρου• ντυμένα με άσπρους χιτώνες, κοίταζαν τη θάλασσα ή τον ουρανό, σε στάσεις ιερατικές, λες κι ο χρόνος, η ιστορία, η διάρκεια στην Ελλάδα να υπήρξαν απλώς μια μακρόχρονη ακινητοποιημένη ενατένιση.

Ο Ζακ Λακαριέρ στους Δελφούς, στις στήλες του Ολυμπίου Διός... Η μικρή φωτογραφία κάτω αριστερά ίσως να είναι από την πεζοπορία των 1000 χμ. που έκανε διασχίζοντας τη Γαλλία.

Ακριβώς, λοιπόν, η ουσία των όσων έμαθα στο πρώτο μου ταξίδι είναι πως η Ελλάδα εξακολουθούσε να υπάρχει. Υπήρχαν πράγματι εδώ κι εκεί ερείπια (δύσκολο και συχνά αδύνατο να τα προσεγγίσεις) αλλά κυρίως υπήρχε και ένα τόπος που λεγόταν ακόμη Ελλάδα και κατοικούνταν από Έλληνες. Κι αυτοί μάλιστα οι Έλληνες, το 1947, ήσαν παγιδευμένοι μέσα στον πολιτικό στρόβιλο, στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου. Στην Αθήνα δεν πολυμύριζε πόλεμο -είχε πια επιβληθεί μια ειρήνη- αλλά έφτανε να φύγεις απ” την πόλη, κυρίως προς τις βόρειες περιοχές, για να δεις παντού την παρουσία του». (από την εισαγωγή του Ζακ Λακαριέρ «Το Ελληνικό Καλοκαίρι»).

Χ. Τα κυπαρίσσια της Αντιγόνης (αποσπάσματα)

Μανώλης Καλλιγιάννης, Κυπαρίσσι, 1971.

Άραγε, να έχουμε ποτέ σκεφθεί σοβαρά αυτό το απλό, το άμεσο θα ’λεγα, το σχεδόν  βίαιο γεγονός, ότι η σύγχρονη ελληνική γλώσσα που μιλιέται σήμερα καθημερινά στην Ελλάδα, είναι πάνω από τριών χιλιάδων χρονών;

Μία από τις φωτογραφίες του Ζακ Λακαριέρ. Η συγκεκριμένη ανήκει στην ενότητα «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού».

Οι Γάλλοι, που πάντοτε φανταζόμαστε τους εαυτούς μας σαν τους χαρισματικούς θεματοφύλακες της κουλτούρας, δεν έχομε για τις άλλες γλώσσες – και κυρίως για τις ανατολικές γλώσσες – παρά πολύ αποσπασματικές, και συχνά τελείως ανύπαρκτες γνώσεις. Τα ελληνικά δεν ξεφεύγουν από αυτή τη διαπίστωση. Η απορία τόσων φίλων Γάλλων μπροστά σ’ αυτή τη διατήρηση των ελληνικών της Αρχαιότητας ως τις μέρες μας, ίσως οφείλεται στο ότι, υποσυνείδητα, παίρνουν σαν μέτρο αναφοράς τη δική μας τη γλώσσα, νεώτερη σε σχέση με τα ελληνικά, και μπάσταρδη επιπλέον αφού βγαίνει απ’ το συναπάντημα πολλών γλωσσολογικών πηγών: τα γαλατικά και τα λατινικά καταρχήν, τα φράγκικα και τα ρωμανικά κατόπιν. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε με τα ελληνικά, ποτέ. Ο Σταύρος, εκείνος ο αμπελουργός από τη Νεμέα με τον οποίο κουβεντιάσαμε μία αυγή του Σεπτέμβρη, μιλούσε μία γλώσσα πιο παλιά, κι από μια άποψη καλύτερα διατηρημένη από τον ερειπωμένο ναό του Δία που έβλεπες απ’ την κληματαριά του. 

Πήλινη πινακίδα που βρέθηκε στην Ελλάδα φέρει το παλαιότερο αναγνώσιμο κείμενο στην Ευρώπη. Θεωρούμενη ως «μαγική ή μυστηριώδης» στην εποχή της, η γραφή στην πινακίδα αυτή επιβίωσε μόνο και μόνο επειδή πήρε φωτιά ένας σωρός σκουπίδια περίπου 3.500 χρόνια πριν, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η πινακίδα, η οποία ανακαλύφθηκε σε έναν ελαιώνα στην περιοχή που τώρα βρίσκεται το χωριό Ίκλαινα, δημιουργήθηκε από μυκηναίο γραφέα που μιλούσε την ελληνική γλώσσα, μεταξύ του 1450 και 1350 π.Χ., σύμφωνα με τους αρχαιολόγους. Οι Μυκηναίοι, οι οποίοι έγιναν θρύλος εν μέρει από την Ιλιάδα του Ομήρου, κυριάρχησαν μεγάλο μέρος της Ελλάδας από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ancient Tablet Found: Oldest Readable Writing in Europe. Names and numbers fill the back (pictured) of the tablet fragment, found in Greece. PHOTOGRAPH COURTESY CHRISTIAN MUNDIGLER

Στην ουσία μιλούσε τα ίδια ελληνικά που μιλούσαν στα μυκηναϊκά χρόνια, όπως το δείξανε οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Πύλο. Λέγοντας τα ίδια ελληνικά εννοώ ότι μιλούσε μια γλώσσα που ήταν ήδη ελληνικά δεκαπέντε αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό (που δεν είναι η περίπτωση με τα γαλλικά) και που απλούστατα, και πολύ φυσικά, εξελίχθηκε, σαν όλες τις γλώσσες, για να καταλήξει στα ελληνικά που μιλιούνται σήμερα.

«Ποτέ δεν ένιωσα τη φωτογραφία ως μια παράλληλη δραστηριότητα,είτε δευτερεύουσα είτε εφαπτόμενη της συγγραφής, αλλά ως μια λειτουργία απολύτως αυτόνομη.Αυτόνομη και ενήλικη. Δεν σκέφτηκα συνεπώς ποτέ ότι η φωτογραφία θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να χρησιμοποιηθεί για να εικονογραφήσει τα κείμενά μου. Αντιθέτως, η φωτογραφία μπορεί ίσως να αναζητήσει ένα κείμενοόχι για να τη συμπληρώσει,αλλά για να τη συνοδεύσει» έγραφε ο Ζακ Λακαριέρ (1925-2005) περιγράφοντας την ερωτική σχέση που είχε με την τέχνη των «κλικ».

… Για την επίμονη διατήρηση αυτής της γλώσσας, θα δώσω ένα παράδειγμα. Βρισκόμουνα στο Πόρτο Γερμενό, κοντά στα Αιγόσθενα, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, σ’ ένα μικρό ακρογιάλι ενός παραμερισμένου χωριού. Κοντά μου, δύο παιδιά ψαράδων, οχτώ με δέκα χρονών το πολύ, έπαιζαν με το καβουράκι που είχαν πιάσει. Θα πρέπει, χωρίς άλλο, να το είχανε μαρτυρήσει, όπως κάνουν όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, γιατί το κοιτούσαν τώρα να χτυπιέται μέσα σε μία λακκούβα νερό, σε μια γούβα του βράχου.

 Σπύρος Βασιλείου Σπύρος, Ο Διγενής και ο Χάροντας, 1965.

Πέρασε ένα λεπτό μέσα στη σιωπή, μετά το ένα από τα δύο παιδιά προχώρησε να βουτήξει. «Τι κάνει;» ρώτησε το άλλο. Κι εκείνο απάντησε: χαροπαλεύει, που στην κυριολεξία θέλει να πει παλεύει με το Χάρο.

«Ο νιός κι ο Χάρος». Βυζαντινό κεραμικό από την Κόρινθο, 11-12ος αιώνας. Ένας νεαρός ιππέας με απλωμένα χέρια περιστοιχίζεται από δυο πουλιά και έναν λαγό, στο περιθώριο υπάρχουν σχηματοποιημένα φυτά, ενώ από τον ουρανό προβάλλει ένας άγγελος.

Θαύμα τούτης της λέξης, της δυνατής, της πλούσιας, που φέρει μια ολόκληρη λησμονημένη ιστορία και που προφέρεται έτσι ανέμελα, φυσικά, από δύο παιδιά που παίζουν. Ο όρος δεν υπάρχει στ’ αρχαία, τον αποτελούν δύο λέξεις που αυτές υπάρχουν από την Αρχαιότητα: Χάρων, όνομα του πορθμέα, ο οποίος στις όχθες του Αχέροντος παραλάμβανε τους νεκρούς και τους περνούσε στον Άδη και παλεύω από το παλαιό παλαίω. Καθαυτός ό όρος θα πρέπει ν’ ανήκει στην ακριτική γλώσσα και ιδιαίτερα σε κείνο τον κύκλο των τραγουδιών του Διγενή που ανατρέχουν ως τον 9ο αιώνα.

Ο νεαρός ήρωας φορά φολιδωτό θώρακα, και "μανικόψελλα" στους καρπούς. Δεν ξέρουμε αν απεικονίζονται τα μαλλιά του ή αλυσσιδωτό κάλυμμα κεφαλής. Το πουλί αριστερά του δεν είναι κυνηγετικό γεράκι, αλλά πέρδικα. Ο άγγελος. Είναι πάνοπλος. Φορά αλυσιδωτό χιτώνιο και μικρό θώρακα στο στήθος. Κρατά κοντάρι στραμμένο προς τα κάτω, με σταυρό στο άλλο άκρο του. Τα φτερά του είναι ιδιαίτερα μικρά.

Ο Χάρων / Χάρος (που στην τελευταία του αυτή μορφή σημαίνει περισσότερο την προσωποποίηση του ίδιου του Θανάτου παρά τον νεκρικό λεμβούχο) και ο Διγενής επάλεψαν, ένα από τα περιφημότερα και δημοφιλέστερα επεισόδια αυτής της μεσαιωνικής εποποιίας. Έτσι, όπως και να’ ναι, ο όρος έχει μια ζωή δώδεκα δεκατριών αιώνων. Προφέροντας τον τα δύο εκείνα παιδιά δεν είχανε φυσικά καμία συνείδηση της μακριάς Ιστορίας της λέξης ούτε της έννοιας των συνθετικών της.

Μία από τις φωτογραφίες του Ζακ Λακαριέρ. Η συγκεκριμένη ανήκει στην ενότητα «Δρόμοι του ελληνικού καλοκαιριού».

 … Έτυχε ωστόσο –από αθωότητα ή από άγνοια μου– να συλλάβω ξαφνικά εκείνο το πρωί σε κείνο το ακρογιάλι, αυτό που είναι πραγματικά μία γλώσσα σαν φορέας μιας ιστορίας, μιας κουλτούρας και μιας παράδοσης. Είναι η ασυνείδητη δύναμη των λέξεων – αυτός ο αποχωρισμός ανάμεσα στην προέλευση και στη χρήση που μας επιτρέπει να τις μεταχειριζόμαστε χωρίς ν’ αναγκαζόμαστε να γνωρίζομε τα συνθετικά τους – που τους εξασφαλίζει αυτήν την αξιοπαρατήρητη μακροζωία. Αυτά τα παιδιά κάνουν τα ελληνικά να ζούνε, ενώ οι λόγιοι, που θέλουν να ενσταλάξουν μέσα στη γλώσσα τη σύγχρονη συνείδηση έννοιας και Ιστορίας –με τη γλώσσα που λένε καθαρεύουσα και για την οποία θα ξαναμιλήσω– σφυρηλατώντας σοφές λέξεις, δεν κάνουν παρά να την εξασθενούν ή να την κάνουν απαράδεκτη. Περίεργη η μνήμη εκείνων των χειλιών που μπορούν να προφέρουν, να απαγγέλλουν, να μεταδίδουν αυτόματα αυτές τις συλλαβές και αυτήν την αποκαλυπτική ιστορία!

Τα αρχαία σχέδια στα βράχια Αλτάι. The ancient drawings on rocks Altai. The so-called Pazyryk culture. Stone Age. 1000 BC. © Dr.Borodovsky

Φαινόμενο ανάλογο με κείνο που χαρακτήρισα σαν μνήμη χεριών σ’ ένα έργο που έγραψα πριν από έξι χρόνια, στη συνέχεια ενός ταξιδιού στη Ρωσία και στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης του Ζαγκόρσκ. Μνήμη των χεριών: διαιώνιση των επαναλαμβανόμενων κινήσεων, των παραδοσιακών, που με την ύφανση και το κέντημα διατηρούν σχέδια της εποχής των Σκυθών: αντικρυστά όρνια, γυναίκα ή θεά ανάμεσα σε δύο ιππείς, μυθικό πουλί, λουλούδια που μοιάζουν με αυτά που βρέθηκαν στα επιτύμβια του Αλτάι. Ήμουν βέβαιος ότι δεν βρισκόμασταν μπροστά σε μία σχολαστική μεταβίβαση, εντυπωμένη από δασκάλους, αλλά σε μια επανάληψη των κινήσεων του χεριού, που έκανε δυνατή ο απλός και επαναληπτικός χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιείται (που άλλωστε επιτρέπει στις γυναίκες να υφαίνουν και να κεντάνε χωρίς να παύουν να μιλούν, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσοχή στη δουλειά) και αυτή η ανάγκη για πρότυπο, η ανάγκη να στραφείς προς μοτίβα και θέματα χιλιοκεντημένα, αυτή η αυθόρμητη και ασύνειδη άρνηση της αλλαγής που χαρακτηρίζει την παραδοσιακή λαϊκή τέχνη. Σήμερα, όπου αυτή η τέχνη βαδίζει προς το χαμό ή έχει ήδη χαθεί, ψάχνουν να ξαναβρούν αυτά τα μοτίβα και αυτές τις εμπνεύσεις μ’ ένα συνειδητό και σοφό τρόπο. Αλλά ποτέ, στην ιστορία της γλώσσας, δεν μπορείς να ελπίσεις ότι θα κάνεις το ίδιο για τις λέξεις.

Ο Ζακ Λακαριέρ έζησε τρία χρόνια στην Πάτμο, από το 1963 έως το 1966 σε ένα μικρό ερημητήριο που είχε πάρει το όνομα ενός βυζαντινού Αγίου, του Αγίου Απόλλωνα. «Σ' αυτό το μαγικό μέρος που βρισκόταν σε μία προεξοχή του βουνού, ο ασκητής είχε κάτω από τα μάτια του, καθώς ξυπνούσε το πρωί, την άκρη του Παραδείσου. Ο ασκητής ή ο ποιητής». Kαρτ ποστάλ Delcampe.

Και η Ελλάδα είναι ένα χτυπητό παράδειγμα όταν σκεφτούμε τις ανώφελες προσπάθειες των λογίων και των γραμματικών να δημιουργήσουν την επομένη της Ανεξαρτησίας, μια εθνική ελληνική γλώσσα. Ποτέ εκείνη η γλώσσα, η ονομαζόμενη καθαρεύουσα, δεν μπόρεσε να περάσει στη χρήση τη λαϊκή, σαν να υπήρχε κάτι το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις προτεινόμενες λέξεις, τη γραμματική που είχε εφευρεθεί από την αρχή και το στόμα, τα χείλια εκείνων που από αιώνες ήδη μιλούσαν μια άλλη γλώσσα, ζωντανή, εκείνην εκεί, τη δημοτική. Σ’ αυτό το στάδιο της ιστορίας ή της επιβίωσης μίας γλώσσας, μόνον η μνήμη των χειλιών εξασφαλίζει τη μεταβίβαση των λέξεων, όχι τα λεξικά, ούτε τα συντακτικά που κατασκευάζουν οπερεττικοί γλωσσολόγοι. 

Ο Ζακ Λακαριέρ μιλάει -στα ελληνικά- για τη σχέση του με την Ελλάδα στην εκπομπή Μονόγραμμα (ΕΡΤ) του Γιώργου και της Ηρούς Σγουράκη. Διαβάζει Ελύτη στο Λουμπαρδιάρη και Ρίτσο κάτω από την Ακρόπολη.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν στάθηκε και δεν θα σταθεί στην Ελλάδα άλλη γλώσσα από τη λαϊκή γλώσσα, αυτήν που λένε δημοτική, και που μπόρεσε μόνη να μεταφέρει, χωρίς γλωσσολόγο ή γραμματική ή, έστω, οποιοδήποτε είδος σχολείου, μία λέξη όπως το χαροπαλεύει μέσα από περισσότερους από δώδεκα αιώνες. Σε πείσμα όλων των επιτηδευμένων και στομφωδών ακαδημαϊκών από τους οποίους βρίθει η Ελλάδα, τους καθηγητές τους ποτισμένους από τα αρχαία ελληνικά – αλλά τα νεκρά αρχαία ελληνικά τη στιγμή που υπάρχουν στη χρήση ζωντανά αρχαία ελληνικά – σε πείσμα των οπαδών των καθαρών γλωσσών, δηλαδή των κατασκευασμένων από νεκρές συμφωνίες, εκείνα τα δυο ελληνόπουλα, που έπαιζαν μ’ ένα καβούρι, προκάλεσαν χωρίς να το ξέρουν, τον χρόνο, την εσωτερική δύναμη μίας κουλτούρας που, όπως η ροή του Ηράκλειτου, μένει ίδια μέσα από τις αλλαγές.

***

Το φρούριο των Αιγοσθένων είναι στο Πόρτο Γερμενό της Αττικής, 450 μέτρα από τη θάλασσα. Είναι αρχαίο φρούριο που χρησιμοποιήθηκε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο φρούριο της αρχαιότητας. Την κλασική περίοδο, εποχή που κτίζεται το φρούριο, τα Αιγόσθενα αποτελούσαν κώμη των Μεγάρων. Η ακριβής χρονολόγηση κατασκευής του φρουρίου κυμαίνεται ανάμεσα στον πρώιμο 4ο έως τον πρώιμο 3ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα φαίνεται πολύ πιθανό να κτίστηκε το 343 π.Χ., με την βοήθεια των Αθηναίων έπειτα από τη συμμαχία τους με τους Μεγαρείς για την αντιμετώπιση του Θηβαϊκού κινδύνου. Στο φρούριο εγκαταστάθηκε για τον σκοπό αυτό, αθηναϊκή φρουρά. Η θέση πάντως πρέπει να είχε οχυρωθεί και από παλαιότερα, καθώς η πόλη των Αιγοσθένων γνώρισε μεγάλη ακμή γύρω στο 1500 π.Χ. ως το 700 π.Χ. Λόγω της παραμεθόριας θέσης της η πόλη ανήκε κατά καιρούς στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους. Υπήρξε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και για σύντομη χρονική περίοδο του Κοινού των Βοιωτών.

… Πάνω ακριβώς από το Πόρτο Γερμενό, μπορούμε ακόμα να δούμε τα ερείπια του κάστρου των Αιγόσθενων. Γκρεμισμένοι τοίχοι, τείχη και πυργέλλες μισορημαγμένες, φωλιές συριστικών εντόμων, σκορπιών και φιδιών. Εκεί που περιδιάβαζα μέσα στην κάψα του μεσημεριού, μέσα σε κείνα τα ερείπια που είχαν κυριέψει τα χόρτα, πάνω σ’ αυτήν την αρχαία ακρόπολη που οι Τούρκοι μεταμόρφωσαν στη συνέχεια σε ντάπιες, σε υπόγεια φρούρια κι αυτά ρημαγμένα (μόνο ένα δωμάτιο είναι ανέπαφο και σ’ αυτό έχει εγκατασταθεί για το φθινόπωρο, για τις ελιές, μια ελληνική οικογένεια), είπα με το μυαλό μου πως δεν θα μπορούσες να φανταστείς αντίθεση ούτε πιο μεγάλη ούτε πιο αποκαλυπτική από των χιλιόχρονων λέξεων μίας γλώσσας –από αυτό το ρήμα που μόλις είχα ακούσει– και αυτών των ρημαγμένων τειχών, των πολύ πιο πρόσφατων, αλλά που αυτά δε μεταδίδουνε τίποτα πια. … Ενώ μία λέξη, μια μοναχή λέξη, μπορεί και μεταφέρει ακόμα μέσα στις συλλαβές της το περιεχόμενο ενός πολιτισμού, το θετικό ή τ’ αρνητικό (αν η έννοια τους έχει αλλάξει) μιας συγκεκριμένης ευαισθησίας κι ενός συγκεκριμένου βλέμματος, όπως αυτά τα κύτταρα – βλαστικά ή όχι – του σώματος μας που είναι το καθένα η μικρογραφία του.

Δε διαβάζω πια τίποτα πάνω σ’ αυτές τις πέτρες – άλλο από το ότι είναι τα δυσανάγνωστα λείψανα μιας φράσης τοίχου, πύργου, ακρωτηριασμένου οχυρού που έγινε σκόνη σε σημείο να μην έχει μείνει τίποτα πια – τις προδομένες και εγκαταλελειμμένες από μια έννοια και μια λειτουργία που εξαφανίστηκαν. Ενώ αρκεί να εμφανιστεί μία και μοναδική λέξη πάνω σε μια απ’ αυτές, μία επιγραφή, ένα όνομα, ακόμα και κάποιο σκοτεινό σημείο, για να ξαναβρεί αυτή η έννοια λιμάνι και στήριγμα σαν μία σημαντική δύναμη –θα ’πρεπε να πούμε μαγνητική;– να συγκρατούσε αυτού την ιστορία, την κουλτούρα, την αλλοτινή ζωή, κλεισμένες μέσα σε θεμέλια, σε κουφώματα, σε γωνίες.

Ποια μήτρα –αλλά και ποια φυλακή– της έννοιας η μνήμη των χειλιών και η μνήμη της πέτρας! Στήριγμα του προφορικού, του γραπτού, στήριγμα του προφερμένου, του εγγεγραμμένου, αυτό το θαύμα, που σήμερα αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά, μιας λέξης πάνω σε χείλια και πέτρες αδειασμένες από την έννοια τους, καύκαλα τζούφια σαν κι αυτά των άφωνων τζιτζικιών που μένουν πάνω στις φλούδες των δέντρων. 

Δελφοί, καρτ ποστάλ Delcampe.

Τίποτα δεν υπάρχει ν’ αναζητήσεις εδώ, σ’ αυτά τα ωστόσο κολοσσιαία και παρόντα αντικείμενα, σ’ αυτές τις πέτρες και σ’ αυτούς τους κορμούς των κιόνων των σκορπισμένων μέσα στις ελιές, τ’ αρμυρίκια, σαν κύβοι ενός παλαιού –και ακατάληπτου– παιγνιδιού συναρμολόγησης. Αλλά ίσως μπορούσαν όλα να βρεθούν πάνω στα χείλια εκείνων που, πιο χαμηλά στην αμμουδιά, στους καφενέδες, στα σπίτια του Πόρτο Γερμενό –κι όλων των «Πόρτο Γερμενών» της Ελλάδας– είναι οι αγγελιοφόροι, οι ασύνειδοι φορείς του ζωντανού. Αντιλαμβάνομαι πόσο είναι μάταιη, σε πείσμα της οποιασδήποτε ιστορικής ή επιστημολογικής στήριξης, η αναζήτηση όλων αυτών που επισκέπτονται τα ερείπια, που θέλουν ν’ ακούσουν το μήνυμά τους, που έρχονται να βρουν στην Ελλάδα μια εικόνα που μόνες οι πέτρες δεν μπορούν ποτέ να απεικονίσουν. Η Ελλάδα του άλλοτε, νεκρή μέσα σ’ αυτούς τους ναούς σε τούτες τις πέτρες, ζει πάντα στα χείλια των παιδιών της Ελλάδας. Αλλά ποιος θα πάει να την αναζητήσει εκεί;

 ******************************* 

Το βιβλίο του Jacques Lacarrière, «Το ελληνικό καλοκαίρι», κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1975 από τις εκδόσεις Plon με τίτλο «L’ été Grec». Να σημειωθεί ότι ο Γάλλος ελληνιστής και πολυδιαβασμένος συγγραφέας, που ερχόταν ανελλιπώς στην Ελλάδα από το 1947 έως το φθινόπωρο του 1966 κι έμενε για μεγάλα διαστήματα σε αυτόν τον τόπο «ο οποίος του άλλαξε τη ζωή», δεν επέστρεψε παρά μόνο μετά το τέλος της επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974). Στο ελληνικό καλοκαίρι συγκέντρωσε την εμπειρία της πρώτης εικοσαετίας του σε εκείνη την Ελλάδα την μεταπολεμική –αλλά ακόμα στην δύνη του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής - ψυχροπολεμικής περιόδου – στην Ελλάδα που ζούσε ακόμα «στα χείλια των παιδιών» και των ψαράδων, των βοσκών και των φυλάκων αρχαιοτήτων που φιλοξένησαν στο τσαρδάκι τους τον ξένο, ο οποίος κάτεχε τη γλώσσα τους και τη χαιρόταν όσο κανείς άλλος.