Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Κωστής Παπαγιώργης, «Ο Εαυτός»

Francis Bacon, Lying Figure in a Mirror, 1971

Οσάκις διαθέτει μυθικό βάθος, η αφέλεια αναδεικνύεται καθοδηγητική. Ρωτάμε επί παραδείγματι: Πόσο δικό μας είναι το σώμα «μας»; Ασφαλώς, κρατώντας στην παλάμη μας ένα μήλο, μπορούμε να δοκιμάσουμε την ίδια ερώτηση: Πόσο δικό μου είναι το μήλο που ετοιμάζομαι να φάω; Πόσο δικό μου να είναι το είδωλο που διακρίνω πάνω στην επιφάνεια του νερού; Πόσο δικό μου είναι το σάλιο που έχω μέσα στο στόμα μου; Το σακάκι, το δαχτυλίδι, το καπέλο που φοράω; Η απορία εν προκειμένω δεν αφορά μόνο το εκάστοτε πράγμα που μπορεί να αντικαθίσταται ελεύθερα από κάτι άλλο, όσο την έννοια της κατοχής και αυτόν που την ασκεί. Μπορούμε για παράδειγμα να ρωτήσουμε: Πόσο δικό «μου» είναι το δικό «σου»;

Μπορεί κάτι τις να είναι δικό μου επειδή κατέβαλα το συμπεφωνημένο αντίτιμο στην αγορά, επειδή μου το κληροδότησε ο πατέρας μου, πιθανώς επειδή μου το χάρισε ένας φίλος για να τον θυμάμαι. Εφόσον όμως είναι αντικείμενο, όπερ σημαίνει υλικό πράγμα ξέχωρο από μένα, μπορώ να το θεωρώ εξ αποστάσεως, μικρής ή μεγάλης, όπως συμβαίνει με τα έργα ζωγραφικής ας πούμε ή με τα βιβλία. Είναι δηλαδή κάτι τις που δεν αποτελεί τμήμα του εαυτού μου, σωματικού ή ψυχικού, δεν το φέρω μαζί μου όπως τη φάτσα μου ή τα χέρια μου, άρα η κτήση κατανοείται εύκολα και με πλήρη σαφήνεια. Όπως ξέρουμε, ο κύριος καθηγητής ξεχνάει την ομπρέλα (του), ο παππούς ψάχνει συνεχώς το τηλεκοντρόλ (του) ή την πίπα (του), η ατθίδα μπερδεύει τα καλλυντικά (της) με εκείνα της μάνας της. Κανείς όμως δεν ξεχνάει ούτε βέβαια μπερδεύει το σώμα του. 

Francis Bacon, Unitled (Kneeling Figure), 1982

Άλλωστε το σώμα ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά. Λαός ασωμάτων δεν υπάρχει, μόνο πλατεία «Ασωμάτων». Δεν είναι κάτι που το ενδύεσαι ή το απεκδύεσαι, που το ξεχνάς ή το αναθυμάσαι, που το έχεις ή δεν το έχεις, που το προβάλλεις ή το κρύβεις, τέλος πάντων δεν είναι κάτι που απέχει από το εγώ μας, όσο κι αν κρυφοπιστεύουμε ότι ο εαυτός μας διαθέτει πρωτογενή βαθύτητα, πολύ διαφορετική από την κοινή εξωτερικότητα της σάρκινης παρουσίας. Κατά συνέπεια η απορία εγείρεται φυσιολογικότατα: τι είναι το σώμα μας; Αν αποπειραθεί κανείς να απαντήσει, η ίδια η συνήθεια εμφανίζεται πανέτοιμη να του κλείσει το στόμα με δέκα παλάμες.

Πράγματι, διαρκώς μιλάμε για το σώμα μας. Ότι έχουμε παχύνει και θα πρέπει να κάνουμε κάτι· ότι ο πόνος στο δεξί μας πόδι δεν λέει να υποχωρήσει· ότι ο λαιμός μας είναι πολύ κοντός και απαιτεί ανάλογο ντύσιμο· ότι οι ζαλάδες και οι κεφαλόπονοι ευτυχώς αραίωσαν. Ειδικά οι γυναίκες –που καλλιεργούν ολόκληρη φιλολογία τόσο για το δικό τους σώμα όσο και για το σώμα των αντιζήλων τους– εκφράζονται ενίοτε σαν τους αναβάτες του ιπποδρόμου που δοξάζουν τα σωματικά χαρίσματα του αλόγου. Όσο πιο άσχημη η γυναίκα, τόσο πιο περίπλοκη και η δόξα. Ειδικά ντεσού για το στήθος· δίαιτες και στερήσεις για να γίνει το πολύ λίγο και το λίγο πολύ· επεμβάσεις στο πρόσωπο· λιποαναρροφήσεις κ.λ.π. Εντούτοις, όσο κι αν αλλάζουμε κάποια σημεία του σώματος, η αρχέγονη συνθήκη δεν θίγεται ούτε κατ' ελάχιστον. 

Henry Moore, Mother and Child, 1953

Μιλάμε για αρχέγονη συνθήκη επειδή, όσο νυσταλέος κι αν είναι ο καθένας μας, κάποτε θα διερωτηθεί ξυπνώντας από πολύχρονη νάρκη: ποιοι μου κληροδότησαν το σώμα μου; Τι μεταλλαγές υπέστη το αρχέγονο κορμί επί αλογάριαστους αιώνες και χιλιετίες μέχρι να φτάσει στη δική μου αναγνωρίσιμη μορφή; Οι ανθρωπολόγοι μιλούν για το σχήμα της λεκάνης που, όταν ήρθε η εποχή του ορθοβάμωνος ανθρώπου και της δίποδης βάδισης, αποτέλεσε στήριγμα των σπλάχνων και του κορμού εν γένει. Επιμένουν στον αντιτακτό αντίχειρα ο οποίος, όταν κατάφερε να αντιταχθεί στα υπόλοιπα δάχτυλα, έδωσε μέγιστη ώθηση στην κίνηση του χεριού και της παλάμης. Για να χρονολογήσουν την ομιλία πρέπει να εντοπίσουν και να εξηγήσουν πότε και γιατί ο κυκλικός μυς του στόματος άρχισε να συστέλλεται ώστε να καταφέρει να προφέρει φθόγγους και κατά συνέπεια κάποια ομιλία που πιθανότατα αντέγραφε τις φωνές των ζώων. Μέχρι να μας βρει και να μας ενσαρκώσει, το σώμα περιπλανήθηκε σκληρά μέσα στις δυσπαρακολούθητες χιλιετίες, από την εποχή της βραχιόνωσης (δηλαδή της αιώρησης των βραχιόνων) μέχρι τη στιγμή που τα χέρια ελευθερώθηκαν και ο εγκέφαλος γνώρισε άλλη κρανιακή χωρητικότητα. Εντούτοις, σε παρόντα χρόνο, ουδέποτε αντιμετωπίζουμε το σώμα σαν αρχαϊκό κατάλοιπο για τον απλούστατο λόγο ότι το ζούμε άμεσα· ταυτιζόμαστε μαζί του, ζούμε μαζί του, περπατάμε μαζί του, ζούμε μαζί του το σμίξιμο με τις γυναίκες, όπως άλλωστε αρρωσταίνουμε μαζί του, γερνάμε μαζί του και φυσικά πεθαίνουμε μαζί του. Άρα αυτή η προφανέστατη συμβίωση, αν γεννά κάποια απορία, αυτή δεν είναι άλλη από το δυσεξήγητο «μαζί του» που έχουμε πολλούς τρόπους να το κατονομάζουμε, αλλά ελάχιστους να εξηγούμε ή έστω να το περιγράφουμε.

Ας μιλήσουμε αρχικά για τις σωματικές ανάγκες. Ο πεινασμένος πρέπει επειγόντως να φάει και ο διψασμένος να σβήσει τη δίψα του. Ποιος είναι όμως αυτός που γεύεται το φαγητό ή σβήνει τη δίψα του; Το σώμα ή εμείς; Αν η σωματικότητα (και η οργανικότητα την οποία συνεπάγεται) συχνά αυτονομείται και λειτουργεί ερήμην του εγώ, πώς να ταυτίσουμε το εγώ με το σώμα; Οι έφηβοι για παράδειγμα ψηλώνουν στον ύπνο τους και ούτε καν ακούνε τα κόκαλά τους που υφίστανται τη διαδικασία της οστεόλυσης και της ενζυμικής δραστηριότητας. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να διατάξει το σώμα του να μη μεγαλώνει, να μην ανασαίνει, να μην έχει σφυγμό, να μην είναι τέλος πάντων αυτό που είναι. Αν το σώμα ήταν διάφανο εκ φύσεως για το εγώ μας, θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε τη ζοφερή επώαση των ασθενειών με εσωτερική παρατήρηση, με την άνεση –τρόπος του λέγειν– που ελέγχουμε τη μνήμη μας ή παρατηρούμε τον εαυτό μας. 

Francis Bacon, Three Figures and a Portrait, 1975

Εντούτοις, παρά τις τεχνικές της σύγχρονης ιατρικής που έχει καταστήσει τη σύγχρονη σωματικότητα οιονεί διάφανη, παρότι κατά κάποιον τρόπο ζούμε το δράμα του σώματος όπως και το σώμα ζει το δράμα του εγώ, ουδεμία ταύτιση μπορεί να υποστηριχτεί. Μάλιστα, ρωτάμε κάποιον φίλο που πάσχει από αιφνίδιο ή χρόνιο νόσημα για την κατάσταση της υγείας του σαν να πρόκειται για κάτι έτερο του εγώ και της βουλήσεώς του, περίπου σαν να τον πυροβολούν από κάποια διπλανή στέγη ή κάποιες αόρατες δυνάμεις να του έχουν στήσει παγανιά. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον ο τρόπος που το εγώ αντιμετωπίζει την όποια ασθένεια και η σχέση του σώματος με αυτή τη γειτνίαση που εντέλει μπορεί να εξελιχθεί σε πλήρη ταύτιση (κάτω από το χώμα). Μήπως πάντα κρατά μιαν απόσταση από το σώμα –ακόμη και στις πιο θερμές στιγμές ψυχοσωματικής έξαρσης– η οποία μειούται όσο η ασθένεια θεριεύει για να καταλήξει τελικά σε πανωλεθρία του εγώ το οποίο παραδίδει το πνεύμα (του) όσο και το σώμα (του); Αν υποθέσουμε ότι το σώμα μας ανήκει, ότι είναι δικό μας με μύχιο τρόπο, τότε γιατί αρνούμαστε ότι και η ασθένεια είναι δική μας, καταδική μας μάλιστα; Γιατί την αντιμετωπίζουμε σαν ξένο μπελά που πρέπει να φύγει από πάνω μας; 

Όσο κι αν προσπαθούμε να εμβαθύνουμε στην ψυχοσωματική συνθήκη περιέργως πώς παραμένουμε δέσμιοι του προφανούς. Παρακολουθούμε τους ανθρώπους στον δρόμο, τα μεγάλα πλήθη που κατακλύζουν τις μεγαλουπόλεις, τον πρώτο τυχαίο διαβάτη που περνάει πλάι μας, τον εαυτό μας στη βιτρίνα της τραπέζης· όλοι έχουν σώματα, γι' αυτό άλλωστε είναι ορατοί· μεριμνούν για τις ανάγκες τους με τον φυσικότερο τρόπο του κόσμου. Σπεύδουν στα εστιατόρια για να κορέσουν την πείνα τους· κάνουν ουρές στους κινηματογράφους για να μη χάσουν μιαν πολυδιαφημισμένη ταινία· σουλατσάρουν στα πολυκαταστήματα για να βρουν το αγαπημένο τους ένδυμα. Αν τους ρωτήσουμε για τη σχέση του εγώ (τους με το σώμα (τους), είναι βέβαιο ότι θα μας πάρουν για τρελούς. Και δεν θα έχουν άδικο. Εφόσον ουδέποτε διαπίστωσαν κάποιο σχίσμα ανάμεσα στο σώμα και τη συνείδηση, δεδομένου μάλιστα ότι η σωματικότητά τους ταυτίζεται με μιαν ασύνειδη αντίσταση έναντι της ζωής, των άλλων και ενίοτε του ίδιου τους του εγώ, θα έφταναν να πουν ότι είναι πρώτα το σώμα τους και κατόπιν οτιδήποτε άλλο.  

 Henry Moore, Falling Warrior, 1956-57

Μάλιστα, αν θυμηθούμε τις ζοφερές περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν ανάπηροι χάνοντας ένα ή περισσότερα μέλη του σώματος (τα δυο τους χέρια για παράδειγμα κομμένα στο ύψος των ώμων), η σχέση με το σώμα λαμβάνει τότε άλλη τροπή. Είναι ισοβίως αναγκασμένοι να ζήσουν με λειψό σώμα, σκέτο κούτσουρο, νιώθοντας παραταύτα την αίσθηση των αποκοπέντων μελών του καίτοι αυτά δεν υπάρχουν. Εντούτοις αν το σώμα και το εγώ μπορεί να θεωρηθούν επάλληλα, η μερική απώλεια του ενός πόλου δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί σε απώλειες του άλλου. Κομμένα πόδια; Κομμένα χέρια, μύτες και αυτιά; Αφαιρεθείσα χολή, κήλη, νεφρό, μάτι; Αυτό που απέμεινε στον άνθρωπο επιμένει να επιβιώνει κι ας νιώθει κωλοσούρτης, μονόφθαλμος, ανίκανος να εγερθεί, να φροντίσει τον εαυτό του, να νιώσει επιτέλους σαν τους άλλους ανθρώπους. Μάλιστα, επιμένει μανιακά, παράδειγμα ο Χώκινγκ όπου το λίγο που διασώθηκε από το κορμί του δεν τον εμπόδισε να γίνει αυτός που έγινε και να θέλει να ταξιδέψει στη θετή του πατρίδα, το Διάστημα.

Το πρωταρχικό σε αυτό το ζήτημα αφορά τον διαχωρισμό της εσωτερικής οργανικής φύσης (που κατά κανόνα ανήκει στους γιατρούς) από την εξωτερικότητα του κορμιού την οποία θεωρούμε καταδική μας, οικεία εικόνα, παράφραση του εγώ μας και ισόβια μοίρα. Στις φωτογραφίες, όπου τουλάχιστον για ένα δέκατο του δευτερολέπτου βλέπουμε τον εαυτό μας μας τρίτο πρόσωπο, αναγνωρίζουμε κάτι οικείο. Εκεί είναι το σώμα που απαθανατίζεται· άνευ διαστάσεων, άνευ υλικής αντιστάσεως η στιβάδα των φωτοχημικών αντιδράσεων (ή η πάλαι ποτέ θρυλική άσφαλτος της Ιουδαίας του Νισεφόρ Νιέπς) δεν σχηματίζει είδωλο. Στις ομαδικές φωτογραφίες ο καθένας γυρεύει πρώτα πρώτα τον εαυτό του ρωτώντας χαρακτηριστικά: «Πού είμαι εγώ, ρε μαλάκα;» Η ταύτιση με τη θωριά δεν επιδέχεται εξαίρεση, καίτοι συμβαίνει συχνά να νιώθει κανείς κάτι σαν παγερό σοκ αναγνωρίζοντας την παρουσία του. «Είμαι εγώ; Μα πώς είμαι έτσι;» Σε κάθε παρόμοια αμφιβολία μας μένει η εντύπωση ότι στιγμιαία τουλάχιστον νιώθουμε να «βγήκαμε» από το σώμα μας καθώς μάλιστα το τότε και το τώρα συνεπάγονται δύο σώματα ή αλλιώς δύο ηλικίες. 

Henry Moore, Spanish prisoner, 1939

Αντίθετα, εκείνο που δεν αλλάζει, δεν λέγεται, δεν εκφράζεται ούτε μεταδίδεται είναι η ενδοσωματική συνθήκη μας, το ανεξήγητο γεγονός ότι είμαστε όντα ενδόβια, ότι ζούμε μέσα στη σάρκα μας και συχνά υπεράνω της σάρκας μας. Ειδικά στην ανθρώπινη ψυχοσωματική συνθήκη η σχέση με το σώμα αποδεικνύεται δραματική τόσο στην προφάνειά της όσο και στην εσώτερη και ανεξιχνίαστη λειτουργία της. Μάλιστα, για να γίνουμε σαφέστεροι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η λέξη «σχέση» παραείναι ρηχή για να την πάρουμε στα σοβαρά. Παραδόξως, αντικρίζοντας έναν άνθρωπο έχουμε την αρχαΐζουσα εντύπωση –πώς αλλιώς να το πούμε;– ότι ενδοβιεί στο σώμα του, ότι ζει μέσα στη σωματικότητά του, ενίοτε ότι κρύβεται μέσα στο κορμί του, τέλος ότι είναι το ίδιο το σώμα του αλλά και (κάτι) παραπάνω από το σώμα του. Πρόκειται για αληθινό θαύμα, για μια διφορούμενη πραγματικότητα όπου η εσωτερικότητα ενσαρκούται και η εξωτερικότητα εξαϋλώνεται πνευματικά. Άλλωστε το πλέον έκτακτο που συνιστά μάλιστα καθημερινό γρίφο είναι το γεγονός ότι πάσα σωματική παρουσία ουδέποτε εκλαμβάνεται ως νέτα σκέτα σαρκική∙ κάθε χειρονομία, κάθε μορφασμός, το απλό πετάρισμα των ματιών παραπέμπουν αινιγματικά σε κάτι εσώτερο που μετέρχεται τη σωματικότητα ως ανεξήγητο σκήνωμα.

 Κωστής Παπαγιώργης, Ο Εαυτός (απόσπασμα), εκδ. Καστανιώτης



Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Πάνας: ο δορυφόρος του Κρόνου που μοιάζει με ραβιόλι. Pan, Moon of Saturn, Looks Like a Cosmic Ravioli

Ήταν γνωστό ότι οι δορυφόροι δεν είναι όλοι σφαιρικοί: Ο Ιαπετός, για παράδειγμα, δορυφόρος του Κρόνου, μοιάζει λιγάκι με γιγάντιο αμύγδαλο, ενώ ο Φόβος, δορυφόρος του Άρη, θυμίζει μάλλον πατάτα. Ωστόσο, ο Πάνας – άλλος ένας δορυφόρος του Κρόνου – είναι σίγουρα το πρώτο γνωστό στον άνθρωπο ουράνιο σώμα σε σχήμα ραβιόλι (ένα ραβιόλι στο μέγεθος της Νέας Υόρκης, περίπου). A raw image of Pan, a moon of Saturn, captured by the Cassini spacecraft on Tuesday. Credit: NASA/JPL-Caltech, via Space Science Institute

Το διαστημικό σκάφος της NASA, Cassini φωτογράφισε τον μικρό δορυφόρο του Κρόνου Πάνα την Τρίτη 7 Μαρτίου, από απόσταση 15268 μιλίων (περίπου 25000 km). O Πάνας έχει διάμετρο περίπου 30 χιλιόμετρα και μοιάζει με ραβιόλι που χάθηκε στο διάστημα.

The ridge around Pan's equator could be a couple of miles high and is likely made of dust from Saturn’s rings. Credit: NASA/JPL-Caltech/Space Science Institute/K. Walbolt/S. Samochina

Είναι πιο καθαρές εικόνες του Πάνα που λήφθηκαν μέχρι σήμερα και αποκαλύπτουν έναν δακτύλιο κατά μήκος του ισημερινού του, που μάλλον σχηματίστηκε από την εναπόθεση ύλης από τους δακτυλίους του Κρόνου.

Ο δορυφόρος του Κρόνου Πάνας, ανακαλύφθηκε το 1981 από τον αστρονόμο Mark R. Showalter μέσα από τις φωτογραφίες που έστειλε στη Γη το διαστημικό σκάφος Voyager 2. Mark R. Showalter, an astronomer, found a dot in an image taken by Voyager 2 — the discovery of Pan. Credit NASA/Mark R. Showalter

Ο Παν ανακαλύφθηκε το 1990 από τον Μαρκ Σοουόλτερ. Η ύπαρξη ενός φεγγαριού μέσα στο Χάσμα Ένκε είχε ήδη προβλεφθεί θεωρητικά από το 1985 λόγω των κυματώσεων που εμφανίζονταν στα χείλη του χάσματος, που υποδήλωναν κάποια βαρυτική διαταραχή. Το επόμενο έτος ο Μαρκ Σοουόλτερ και άλλοι προέβλεψαν με αρκετή ακρίβεια το μέγεθός του και τη θέση της τροχιάς του. Στην έρευνα που ακολούθησε χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες του συστήματος του Κρόνου που είχε πάρει το Βόγιατζερ 2 καθώς και υπολογιστής που προέβλεψε την πιθανή θέση του Πάνα την ώρα που λήφθηκαν οι φωτογραφίες. Το φεγγάρι τελικά εντοπίστηκε σε έντεκα από τις εικόνες.

Το όνομά του τού δόθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1991. Είναι επίσης γνωστός ως Κρόνος XVIII (Saturn XVIII, "Κρόνος 18" επειδή ήταν ο 18ος δορυφόρος του πλανήτη που ανακαλύφθηκε). Η αρχική προσωρινή ονομασία που του είχε δοθεί ήταν S/1981 S 13 (επειδή εντοπίστηκε σε φωτογραφίες του 1981).

This raw, unprocessed image of Saturn's moon Pan was taken on March 7, 2017 by NASA's Cassini spacecraft. Image Credit: NASA/JPL-Caltech/Space Science Institute

Το διαστημικό σκάφος Cassini βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Κρόνο από το 2004 και αποτελεί πλέον μια από τις πιο επιτυχημένες αποστολές της NASA. Τον Σεπτέμβριο θα ολοκληρώσει το έργο του με μια ηρωική βουτιά στην επιφάνεια του Κρόνου. Πριν από αυτό όμως θα εκτελέσει μερικές ακόμα κοντινές τροχιές γύρω από τον Κρόνο, έτσι ώστε να πάρει φωτογραφίες του πλανήτη και των δορυφόρων του από νέες οπτικές γωνίες.



Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Παράλληλοι κόσμοι, παράλληλες ζωές. Parallel Worlds, Parallel Lives

Ο αφηρημένος κβαντικός κόσμος, ο οποίος περιγράφεται από μία εξελισσόμενη κυματοσυνάρτηση, περιέχει εντός αυτού έναν τεράστιο αριθμό από παράλληλες κλασικές ιστορικές πορείες, οι οποίες συνεχώς διαχωρίζονται και συγχωνεύονται, καθώς κι έναν αριθμό από κβαντικά φαινόμενα που δεν έχουν κλασική περιγραφή. Η ύπαρξη άλλων Συμπάντων δεν είναι επιστημονική φαντασία, αλλά μία άμεση συνέπεια των κοσμολογικών παρατηρήσεων. Υπάρχει, άραγε, ένα αντίγραφό σας που διαβάζει αυτό το άρθρο; Ένα πρόσωπο που δεν είσαστε εσείς, αλλά ζει σ’ έναν πλανήτη που λέγεται “Γη”, σε ένα άλλο ηλιακό σύστημα; Η ζωή αυτού του προσώπου είναι ως τώρα ίδια με τη δική σας από κάθε άποψη; Μήπως αυτός ή αυτή, τώρα αποφασίζει να σταματήσει να διαβάζει αυτό το άρθρο, ενώ εσείς συνεχίζετε να το διαβάζετε; Η ιδέα για ένα δικό σας αντίγραφο μοιάζει παράξενη και απίθανη, αλλά φαίνεται ότι θα πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί της, γιατί υποστηρίζεται από επιστημονικά δεδομένα.

Ο φυσικός Μαξ Τέγκμαρκ (Max Tegmark) όταν παρακολουθούσε το μάθημα της κβαντικής μηχανικής, ως φοιτητής στο Μπέρκλεϊ, διδάχτηκε πολλά χρήσιμα τεχνικά εργαλεία, ωστόσο δεν πήρε ποτέ απάντηση στα καυτά κβαντικά ερωτήματα που τον βασάνιζαν. Είναι ασυνεπής η κβαντική μηχανική; Καταρρέει όντως η κυματοσυνάρτηση; Αν ναι, πότε; Αν όχι, τότε γιατί δεν βλέπουμε τα πράγματα ταυτοχρόνως σε δυο θέσεις, και από πού προέρχεται η τυχαιότητα και η πιθανότητες της κβαντικής μηχανικής;

Hugh Everett III (1930–1982) was the first physicist who proposed the many-worlds interpretation (MWI) of quantum physics, which he termed his "relative state" formulation. The Many Worlds theory basically gives physicists permission to think of the entire universe as quantum mechanical, which breaks away from how physicists had been thinking since about 1900, dividing the universe into two different worlds: the indeterministic microscopic world, where elementary particles fly around, and the deterministic macroscopic world, which is the world of our experience, where objects are large, where cause and effect are linked, referred to as the “classical” world in physics.

Είχε ακούσει ότι το 1957 ο μεταπτυχιακός φοιτητής του Πρίνστον, Χιου Έβερετ ο τρίτος (Hugh Everett III), είχε διατυπώσει μια πραγματικά ριζοσπαστική πρόταση η οποία περιλάμβανε τα παράλληλα σύμπαντα, και ήταν περίεργος να μάθει λεπτομέρειες. Ωστόσο, η ιδέα αυτή αγνοήθηκε γενικά και σπανίως διδασκόταν. Αν και γνώριζε κάποιους που είχαν ακούσει γι’ αυτήν, κανείς δεν είχε διαβάσει τη διδακτορική διατριβή του Έβερετ. Η διατριβή του Έβερετ βρισκόταν θαμμένη σε ένα βιβλίο που τα αντίτυπά του είχαν εξαντληθεί. Στη βιβλιοθήκη  υπήρχε μόνο μια απελπιστικά συντομευμένη εκδοχή, στην οποία δεν γινόταν καμία ρητή αναφορά στην ιδέα των παράλληλων συμπάντων. Όμως οι έρευνές του απέδωσαν καρπούς τον Νοέμβριο του 1990, όταν κατάφερε τελικά να βρει αυτό το σπάνιο βιβλίο. Όπως μάλλον του άρμοζε, το εντόπισε σ’ ένα κατάστημα του Μπέρκλεϊ που ειδικεύεται σε ριζοσπαστικές δημοσιεύσεις, ανάμεσα σε τίτλους όπως Ο «τσελεμεντές» του αναρχικού.

Η διατριβή του Έβερετ τον έστειλε στα ουράνια. Αισθάνθηκε σαν να είχε ξεκολλήσει τα λέπια από τα μάτια του. Ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα! Ο Έβερετ έβρισκε ενοχλητικά ακριβώς τα ίδια πράγματα που ενοχλούσαν και τον Τέγκμαρκ, αλλά αντί να τα παρατήσει, προχώρησε, διερεύνησε πιθανές πιθανές λύσεις και ανακάλυψε κάτι αξιοπρόσεκτο. Όταν έχεις μια ριζοσπαστική ιδέα, είναι πολύ πιο εύκολο να πεις στον εαυτό σου, «Μα φυσικά, αυτό είναι αδύνατο να δουλεύει», και να την εγκαταλείψεις. Ωστόσο, αν το σκεφτείς λίγο ακόμη και αναρωτηθείς «Γιατί ακριβώς δεν μπορεί να δουλέψει;», αρχίζεις να διαπιστώνεις ότι αγωνίζεσαι για μια λογικά ορθή απάντηση. Και τότε ενδεχομένως οδεύεις προς κάτι σημαντικό.

Ποια ήταν λοιπόν η ριζοσπαστική ιδέα του Έβερετ; Η διατύπωσή της είναι απίστευτα απλή: Η κυματοσυνάρτηση δεν καταρρέει ποτέ. Μα ποτέ!

Δηλαδή η κυματοσυνάρτηση που περιγράφει το Σύμπαν μας απλώς μεταβάλλεται διαρκώς, αιτιοκρατικά, και διέπεται από την εξίσωση του Σρέντιγκερ ανεξαρτήτως του αν λαμβάνουν χώρα παρατηρήσεις ή όχι. Έτσι η εξίσωση του Σρέντιγκερ δεσπόζει χωρίς «εάν» ή «αλλά». Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να σκεφτούμε τη θεωρία του Έβερετ σαν μια «Λάιτ Κβαντική Μηχανική»: να πάρουμε δηλαδή την εκδοχή της θεωρίας που συναντάμε στα εγχειρίδια και απλώς να αφαιρέσουμε το αξίωμα που μιλάει για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης και τις πιθανότητες.

Ο Τέγκμαρκ ξαφνιάστηκε επειδή, σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ο Έβερετ διατύπωνε παράλογα πράγματα, όπως τα παράλληλα σύμπαντα, και το ότι το Σύμπαν μας χωρίζεται σε παράλληλα σύμπαντα μόλις υλοποιήσουμε μια παρατήρηση. Ακόμη και σήμερα πολλοί φυσικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αυτό ακριβώς υπέθετε ο Έβερετ. Διαβάζοντας όμως την διατριβή του διαπιστώνει κανείς πως η άποψε αυτή διαστρεβλώνει τη θεωρία του Έβερετ. Όλοι οι φυσικοί έχουν άποψη γιαυτή, αλλά κανείς δεν την έχει διαβάσει. Μπορεί κανείς να βρει την διατριβή Έβερετ ΕΔΩ: «The theory of universal wave function»

Σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ο Έβερετ διατύπωνε παράλογα πράγματα, όπως τα παράλληλα σύμπαντα, και το ότι το Σύμπαν μας χωρίζεται σε παράλληλα σύμπαντα μόλις υλοποιήσουμε μια παρατήρηση. Ακόμη και σήμερα πολλοί φυσικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αυτό ακριβώς υπέθετε ο Έβερετ. Η διδακτορική διατριβή του Έβερετ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαστρέβλωσης των πραγμάτων – όλοι οι φυσικοί έχουν άποψη γιαυτή, αλλά κανείς δεν την έχει διαβάσει.

Η ιδέα ότι σε ορισμένες μαγικές στιγμές η πραγματικότητα υφίσταται ένα είδος μεταφυσικού διαχωρισμού σε δυο κλάδους, οι οποίοι στη συνέχεια δεν αλληλεπιδρούν ποτέ, δεν αποτελεί μόνο παραποίηση της ιδέας του Έβερετ, αλλά είναι επίσης ασυνεπής με το αξίωμα του Έβερετ ότι η κυματοσυνάρτηση δεν καταρρέει ποτέ, εφόσον οι επακόλουθες εξελίξεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν θεωρητικώς τη συμβολή μεταξύ των κλάδων. Σύμφωνα με τον Έβερετ υπάρχει, υπήρχε και πάντα θα υπάρχει μια μόνο κυματοσυνάρτηση, και μόνο οι υπολογισμοί αποσυγκρότησης, όχι τα αξιώματα, μπορούν να μας πουν πότε η αντιμετώπιση των δυο κλάδων ωσάν αυτοί να είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους αποτελεί καλή προσέγγιση.

Everett in 1955, with Niels Bohr (age 24)

Ο Μαξ Τέγκμαρκ ενθουσιάστηκε με την διατριβή του Έβερετ. Η λογική της ήταν όμορφη: δεν υπέθετε κανένα από εκείνα τα παράλογα πράγματα, όλα όμως έπονταν ως συνέπειες των υποθέσεών του! Με μια πρώτη ματιά φάνταζε τόσο απλή, που φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να δουλέψει. Σε τελική ανάλυση ο Νιλς Μπορ και οι συνεργάτες του ήταν έξυπνοι άνθρωποι και είχαν επινοήσει για κάποιον λόγο την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης – συγκεκριμένα, προκειμένου να εξηγήσουν γιατί τα πειράματα φαίνονταν να έχουν οριστική έκβαση. Όμως ο Έβερετ συνειδητοποίησε κάτι εκπληκτικό: ακόμη κι αν τα πειράματα δεν είχαν οριστική έκβαση, και πάλι θα φαινόταν σαν να είχαν!

Στην εικόνα που ακολουθεί ο Max Tegmark μας εξηγεί πως ο ίδιος αντιλαμβανόταν την ιδέα του Έβερετ, με ένα νοητικό πείραμα, το οποίο ονομάζει «Κβαντικά Τραπουλόχαρτα»:

Σ’ αυτό το νοητικό πείραμα παίρνετε ένα τραπουλόχαρτο με πολύ λεπτές άκρες, το ισορροπείτε όρθιο στο τραπέζι και στοιχηματίζετε 100 δολάρια ότι θα πέσει με την μπροστινή όψη να βλέπει προς τα επάνω. Κλείνετε τα μάτια σας έως ότου ακούσετε το τραπουλόχαρτο να πέφτει, κι έπειτα τ’ ανοίγετε για να δείτε αν κερδίσατε. Σύμφωνα με την κλασική φυσική, το τραπουλόχαρτο θα μείνει στη θέση ισορροπίας για πάντα. Σύμφωνα με την εξίσωση του Σρέντιγκερ θα πέσει σε λίγα δευτερόλεπτα, όσο κι αν προσπαθήσουμε να το ισορροπήσουμε, επειδή σύμφωνα  με την αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, δεν μπορεί να βρεθεί σε μια συγκεκριμένη θέση (όρθιο) χωρίς να κινείται. Ωστόσο, επειδή η αρχική κατάσταση ήταν συμμετρική ως προς το «δεξιά» και το «αριστερά», το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με την τελική κατάσταση. Από αυτό συνεπάγεται ότι πέφτει ταυτοχρόνως και προς τις δυο κατευθύνσεις, και υπάρχει υπέρθεση.

Όταν ανοίγετε τα μάτια σας και κοιτάζετε το χαρτί, ουσιαστικά κάνετε μια παρατήρηση. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, η κυματοσυνάρτηση καταρρέει και βλέπετε το τραπουλόχαρτο πεσμένο στο τραπέζι είτε με την μπροστινή ή με την πίσω όψη του, με την πίσω όψη του, με πιθανότητες 50% για κάθε αποτέλεσμα. Όμως τι έχει να μας πει ο Έβερετ; Γι’ αυτόν η παρατήρηση δεν κρύβει τίποτε μαγικό: είναι απλώς μια φυσική διαδικασία  όπως όλες οι άλλες, η οποία ωστόσο χαρακτηρίζεται από τη μετάδοση της πληροφορίας – στην προκειμένη περίπτωση, από το τραπουλόχαρτο στον εγκέφαλό σας. Αν η κυματοσυνάρτηση περιέγραφε ότι το πεσμένο τραπουλόχαρτο βλέπει προς τα επάνω, όλα θα ήταν μια χαρά για εσάς, και το αντίθετο.
Η εξίσωση του Σρέντιγκερ, η οποία αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της κβαντικής φυσικής, περιγράφει τι θα κάνει στο μέλλον ένα σύστημα κβαντικών αντικειμένων όπως άτομα και υποατομικά σωματίδια, βασιζόμενη στην τρέχουσα κατάστασή του. Οι κλασικές αναλογίες αυτής της εξίσωσης είναι ο δεύτερος νόμος του Νεύτωνα και η Χαμιλτονιανή μηχανική, που προβλέπουν πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον ένα κλασικό σύστημα σωμάτων με δεδομένη την τρέχουσα κατάστασή του.

Αναπαριστώντας αυτά τα δυο γεγονότα ως καταστάσεις που η εξέλιξή τους καθορίζεται από την εξίσωση του Σρέντιγκερ, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να υπολογίσει τι ακριβώς θα συμβεί στην κυματοσυνάρτηση: θα μεταβαλλόταν ώστε τώρα να περιγράφει μια υπέρθεση δυο διαφορετικών διατάξεων των σωματιδίων που συγκροτούν εσάς και το τραπουλόχαρτο – μια διάταξη στην οποία το τραπουλόχαρτο έχει πέσει με την μπροστινή όψη να βλέπει επάνω και εσείς είστε χαρούμενος, και μια στην οποία το τραπουλόχαρτο έχει πέσει με την πίσω όψη να βλέπει επάνω και εσείς είστε απογοητευμένος. Μπορούμε εδώ να κάνουμε τρεις σημαντικές παρατηρήσεις:
  1. Το πείραμα θέτει το νου σας σε δυο καταστάσεις ταυτοχρόνως. Πρόκειται για μια μη θανάσιμη εκδοχή του πειράματος με τη Γάτα του Σρέντινγκερ, με εσάς στον ρόλο της γάτας.
  2. Οι δύο αυτές καταστάσεις του νου δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτε η μια για την άλλη.
  3. Η κατάσταση του νου σας συνδέεται με την κατάσταση του τραπουλόχαρτου, έτσι ώστε τα πάντα να είναι συνεπή. (Η κυματοσυνάρτηση δεν περιγράφει κάποια συγκεκριμένη διάταξη των σωματιδίων που συγκροτούν εσάς και το τραπουλόχαρτο κατά την οποία αντιλαμβάνεστε το πεσμένο τραπουλόχαρτο με την μπροστινή όψη επάνω όταν συμβαίνει το αντίθετο).
Η εξίσωση Σρέντιγκερ εγγυάται διαρκώς τη συνέπεια.  Για παράδειγμα, αν ένας απένταρος φίλος σας μπει στο δωμάτιο και σας ρωτήσει πως είστε, η κατάσταση όλων των σωματιδίων (που συνιστούν το τραπουλόχαρτο, εσάς και τον φίλο σας) υπάρχει ως κβαντική υπέρθεση της κατάστασης «μπροστινή όψη κάτω/εσείς λυπημένος/ο φίλος σας συμπονά» και της κατάστασης «μπροστινή όψη επάνω/εσείς χαρούμενος/ο φίλος σας ζητά λεφτά».

Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, όπως φαίνεται στην παραπάνω εικόνα, ο Έβερετ συνειδητοποίησε πως μολονότι εξακολουθεί να υπάρχει μια κυματοσυνάρτηση και μια κβαντική πραγματικότητα (εντός της οποίας πολλά από τα σωματίδια που συνιστούν το Σύμπαν βρίσκονται ταυτοχρόνως σε δυο θέσεις), στην πράξη μοιάζει σαν το Σύμπαν να έχει χωριστεί σε δυο παράλληλα σύμπαντα! Στο τέλος του πειράματος θα υπάρχουν δυο διαφορετικές εκδοχές σας σε κάθε μία από τις οποίες θα αισθάνεται εξίσου πραγματική όσο και η άλλη, χωρίς όμως να έχει ιδέα για την ύπαρξή της. Με άλλα λόγια, ο διαχωρισμός σε παράλληλα σύμπαντα πραγματοποιείται διαρκώς, ανεβάζοντας το πλήθος των κβαντικών συμπάντων σε πραγματικά ιλιγγιώδες ύψος. Εφόσον αυτός ο διαχωρισμός λαμβάνει χώρα από την εποχή της Μεγάλης Έκρηξης, σχεδόν κάθε εκδοχή της ιστορίας που μπορούμε να φανταστούμε έχει τελικά εκτυλιχθεί σε κάποιο  κβαντικό παράλληλο σύμπαν, με την προϋπόθεση βέβαια να μην παραβιάζει κανέναν φυσικό νόμο.

Ο Έβερετ έδειξε λοιπόν ότι αν η κυματοσυνάρτηση δεν καταρρέει ποτέ, τότε η οικεία πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε είναι απλώς η κορυφή ενός οντολογικού παγόβουνου, η οποία αποτελεί ένα μικροσκοπικό μέρος της αληθινής κβαντικής πραγματικότητας.

Που βρίσκονται όλα αυτά τα κβαντικά παράλληλα σύμπαντα;

Μπορεί να βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας, σε ότι αφορά τον τρισδιάστατο χώρο, αλλά είναι διαχωρισμένα από εμάς σε αυτό που οι μαθηματικοί ονομάζουν χώρο Χίλμπερτ – έναν αφηρημένο χώρο με άπειρες διαστάσεις του οποίου τα δομικά στοιχεία είναι οι κυματοσυναρτήσεις.

Η εκδοχή του Έβερετ για την κβαντική μηχανική απορρίφθηκε και αγνοήθηκε για αρκετό καιρό από την επιστημονική κοινότητα. Άρχισε να γίνεται ξανά δημοφιλής χάρη στον διάσημο θεωρητικό της κβαντικής βαρύτητας Μπράις ΝτεΒίτ (Bryce DeWitt), ο οποίος την ονόμασε ερμηνεία των πολλών κόσμων – μια ονομασία που παγιώθηκε από τότε.

Όταν ο Μαξ Τέγκμαρκ παραπονέθηκε στον Μπράις ΝτεΒίτ, λέγοντάς του ότι του άρεσαν τα μαθηματικά στην θεωρία του Έβερετ, αλλά τον ενοχλούσε πραγματικά το ότι απλώς δεν αισθανόταν να χωρίζεται διαρκώς σε παράλληλες εκδοχές του εαυτού του, ο ΝτεΒίτ του ανέφερε την ερώτηση με την οποία του απάντησε ο ίδιος ο Έβερετ: «Αισθάνεσαι ότι διαγράφεις τροχιά γύρω από τον Ήλιο με ταχύτητα τριάντα χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο;»

Όπως ακριβώς η κλασική φυσική προβλέπει ότι περιφερόμαστε γύρω από τον Ήλιο χωρίς να το αισθανόμαστε, έτσι και ο Έβερετ έδειξε ότι η άνευ κατάρρευσης κβαντική φυσική προβλέπει ότι χωριζόμαστε σε παράλληλους κόσμους χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.

Η περιφρόνηση του έργου του Έβερετ για τουλάχιστον μια δεκαετία, είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει δουλειά στον χώρο της φυσικής, τον έκανε πικρόχολο και μονόχνωτο. Κάπνιζε, έπινε πολύ και το 1982 πέθανε από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 51 ετών.

Mark’s mother Nancy and sister Liz sit between young Mark and his father, Hugh Everett.

Ο Μαξ Τέγκμαρκ συναντήθηκε με τον γιο του Έβερετ, Μαρκ Έβερετ (δεν έχει σχέση με τη φυσική – είναι κιθαρίστας, κιμπορντίστας και συνθέτης της ροκ μουσικής), κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ενός τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ με τίτλο «Παράλληλοι κόσμοι, παράλληλες ζωές». Στο ντοκιμαντέρ ο Μαξ Τέγκμαρκ εξηγεί στον Μαρκ Έβερετ, την θεωρία του πατέρα του. Τα παιδιά του Έβερετ, ο Μαρκ και η αδερφή του, δεν είχαν σχεδόν καμιά επαφή με τον μπαμπά τους, παρ’ ότι ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Όταν η αδερφή του αυτοκτόνησε, άφησε ένα σημείωμα στο οποίο έλεγε ότι πήγαινε να συναντήσει τον πατέρα της σε ένα παράλληλο σύμπαν.


Δείτε το ντοκιμαντέρ «Παράλληλοι κόσμοι, παράλληλες ζωής» (η συνάντηση Μαρκ Έβερετ και Μαξ Τέγκμαρκ μετά το 26:44)

Στο δικό μας σύμπαν ο Έβερετ απορρίφθηκε από τη μεταπτυχιακή σχολή του Τμήματος Φυσικής του Πρίνστον. Σίγουρα όμως, σε κάποιο άλλο κβαντικό σύμπαν καθιερώθηκε μέσα από την πανεπιστημιακή έδρα του και συνέχισε να ασχολείται με την φυσική κάνοντας κι άλλες ριζοσπαστικές ανακαλύψεις εξίσου αξιοσημείωτες με την πρώτη του…


Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Γεντί Κουλέ»

Το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) σε καρτ-ποστάλ εποχής.

Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.

1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.

Η Πόλη, Η Άνω Πόλη, Τα Τείχη και τα Κάστρα. Από το αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.

Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις.

Μια δραματική εικόνα από τις εκτελέσεις του Εμφυλίου πίσω από το Επταπύργιο. Οι πρώτες στιγμές μετά το παράγγελμα «πυρ» του εκτελεστικού αποσπάσματος…

Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.

Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.

Μια συντροφιά καταδικασθέντων σε θάνατο στο Γεντί Κουλέ. Από αριστερά, Δημήτρης Βούρδας, Μανόλης Αναγνωστάκης, Γιώργος Αποστολίδης και (μπροστά) Βασίλης Ζέρβας.

2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.

Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.

Η Πορτάρα για την είσοδο στις φυλακές Γεντί Κουλέ (Αρχείο Σπύρου Παπαϊωάννου)

3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.

Γεντί Κουλέ, εσωτερική άποψη

Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.

Yedi Kule (Ισπανοεβραίϊκο, Θεσσαλονίκης) - David Saltiel

Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.

[…]

Βασανιστήρια στο Γεντί Κουλέ το 1903;

5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.

Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… αυτοβιογραφικά κείμενα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 192-198, 199-200.