Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Κώστας Παπαθανασίου, «Θωμάς»

Καραβάτζο, Ο άπιστος Θωμάς, 1601–1602

Δεν πιστεύω σε θαύματα

Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι
οι πληγές δεν κλείνουν
Όταν στριφογυρνάω
το δάχτυλο μέσα τους
νιώθω ζωντανός

Κανείς δεν άντεξε ελευθερία, μου ’πες
Όλοι ψάξαμε τα όρια
Αγαπήσαμε όπως μπορούμε
Αντέξαμε για λίγο

Εκείνη τη νύχτα μας μοίρασες
το λιγοστό σου αίμα
Το λιπόσαρκο κορμί σου
έτρεμε
Όταν ήρθαν να σε πάρουν
σιωπήσαμε
Κανείς μας δεν τόλμησε
ν’ ακολουθήσει

Στα μάτια των άλλων η ζωή
χάνεται σαν θλιβερό αστείο

Χθες σε ονειρεύτηκα
Έλεγες πάλι εκείνα
τα όμορφα λόγια
που μας συνεπήραν
Τα μάτια σου
δεν με κοιτούσαν

-Άγγιξε με, είπες
γύρισα

Δεν σε πιστεύω πια
Τίποτα δεν θα μείνει

Βαρέθηκα αυτήν την λαγνεία
του πόνου
να μας κυνηγάνε
τα χρόνια
να εξηγούμε

Ας διαλέξουμε την ελπίδα
και το θάνατo
χωρίς οπαδούς

Albert Birkle, Νυχτερινοί Ταξιδιώτες, 1923

(Περιοδικό Λόγου και Τέχνης «Κύμα» τ.1)


Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Νεώτερα για την σύγκρουση του Γαλαξία μας. Will the Pinwheel Galaxy (M33) merge with the Andromeda Galaxy (M31) prior to Andromeda merging with the Milky Way?

Ο Γαλαξίας μας και ο γαλαξίας της Ανδρομέδας (Μ31) θα συγκρουστούν σε λίγα δισεκατομμύρια χρόνια. Σε ένα πιθανό σενάριο, ο μικρότερος γαλαξίας M33 δεν θα προλάβει την σύγκρουση αυτή, αλλά θα συγχωνευθεί αργότερα με τον Milkomeda (Milky Way+Andromeda) – το αποτέλεσμα της σύγκρουσης του Γαλαξία μας με τον γαλαξία της Ανδρομέδας. Our Milky Way Galaxy and the Andromeda Galaxy are destined to collide nearly head on in a few billion years. In one possible scenario, the smaller Pinwheel Galaxy (M33) misses the action during the initial smashup; if so, M33 may later merge with the result of the Milky Way-Andromeda collision, dubbed “Milkomeda.” Astronomy: Roen Kelly

Ο Γαλαξίας μας και ο γαλαξίας της Ανδρομέδας (ή Μ31), είναι οι δυο μεγαλύτεροι γαλαξίες στην Τοπική Ομάδα Γαλαξιών. Οι δυο αυτοί γαλαξίες απέχουν μεταξύ τους 2,5 εκατομμύρια έτη φωτός. Ο τρίτος σε μέγεθος γαλαξίας στην Τοπική Ομάδα είναι ο Γαλαξίας του Τριγώνου (Μ33). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των διαστημικών τηλεσκοπίων Hubble και Gaia και της συστοιχίας των ραδιοτηλεσκοπίων Very Long Baseline Array, ο γαλαξίας Μ33 είναι δορυφόρος του Μ31, όπως οι μικροί γαλαξίες Μέγα Νέφος και Μικρό Νέφος του Μαγγελάνου περιφέρονται γύρω από τον Γαλαξία μας.

This image, captured with the NASA/ESA Hubble Space Telescope, is the largest and sharpest image ever taken of the Andromeda galaxy – otherwise known as M31. Copyright: NASA, ESA, J. Dalcanton (University of Washington, USA), B. F. Williams (University of Washington, USA), L. C. Johnson (University of Washington, USA), the PHAT team, and R. Gendler

Από τις αρχές του 1900, είναι γνωστό ότι ο M31 κινείται προς τον Γαλαξία μας. Η προηγμένη τεχνολογία βοήθησε τους αστρονόμους να προσδιορίσουν την ταχύτητα του M31 σε 400.000 km/h. Ωστόσο, μέχρι το 2012, η συνιστώσα της ταχύτητας του M31 προς τον Γαλαξία δεν ήταν γνωστή. Με άλλα λόγια, ήταν ασαφές αν ο Γαλαξίας μας και ο M31 θα συγκρουστούν ή όχι μεταξύ τους.

This gigantic image of the Triangulum Galaxy – also known as Messier 33 – is a composite of about 54 different pointings with Hubble's Advanced Camera for Surveys. With a staggering size of 34 372 times 19 345 pixels, it is the second-largest image ever released by Hubble. It is only dwarfed by the image of the Andromeda Galaxy, released in 2015. Copyright: NASA, ESA, and M. Durbin, J. Dalcanton, and B. F. Williams (University of Washington)

Το 2012, δημοσιεύθηκε μια μελέτη όπου προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια η κίνηση του M31, ως προς τον Γαλαξία μας. Με βάση τη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι η πρώτη σύγκρουση του Γαλαξία μας με τον Μ31 θα πραγματοποιηθεί σε περίπου 4 δισεκατομμύρια έτη από τώρα και ότι απαιτούνται πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ 4 και 6 δισεκατομμυρίων ετών από σήμερα για να ολοκληρωθεί η πλήρης συγχώνευση των δυο γαλαξιών. Η μελέτη συμπέραινε επίσης ότι ο γαλαξίας Μ33 πιθανόν να συγκρουόταν αργότερα με το συσσωμάτωμα του Γαλαξία μας με τον γαλαξία της Ανδρομέδας (Μ31), χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα ο Μ33 να συγκρουστεί με τον Γαλαξία μας πριν την συγχώνευση του με τον Μ31.

ESA's Gaia satellite has looked beyond our Galaxy and explored two nearby galaxies to reveal the stellar motions within them and how they will one day interact and collide with the Milky Way – with surprising results. Future motions of the Milky Way, Andromeda and Triangulum galaxies. Credit: Orbits: E. Patel, G. Besla (University of Arizona), R. van der Marel (STScI); Images: ESA (Milky Way); ESA/Gaia/DPAC (M31, M33)

Σε μια πρόσφατη εργασία (στην οποία χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο Gaia) επαναπροσδιορίστηκαν οι ταχύτητες των γαλαξιών Μ31 και Μ33. Έτσι διαπιστώθηκε ότι ο Γαλαξίας μας θα συγκρουστεί με τον Μ31 σε 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Όμως συμπεριλαμβάνοντας την βαρυτική αλληλεπίδραση του Μεγάλου Νέφους του Μαγγελάνου και του Μ31 προκύπτει μια καθυστέρηση περίπου 1 δισεκατομμυρίων ετών, οπότε η πρώτη σύγκρουση του Γαλαξία μας με τον Μ31 θα γίνει σε 5,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Προς το παρόν οι αβεβαιότητες δεν επιτρέπουν την πρόβλεψη της μοίρας του Μ33.





Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Εντυπωσιακή νεκρόπολη 4.500 ετών ήλθε στο φως στη Γκίζα. Ancient tomb discovered in Egypt dating back 4,500 years

Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα αρχαιολογικής ανασκαφής στην Γκίζα της Αιγύπτου. Οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια νεκρόπολη του Παλαιού Βασιλείου, ηλικίας 4.500 ετών, η αποκάλυψη της οποίας καλύφθηκε από πολλά διεθνή ΜΜΕ. Egyptian archaeologists have discovered two tombs at the Pyramids of Giza dating as far back as the fifth dynasty period - between 2563 - 2423 BC.

Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα αρχαιολογικής ανασκαφής στην Γκίζα της Αυγύπτου. Οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια νεκρόπολη του Παλαιού Βασιλείου, ηλικίας 4.500 ετών, η αποκάλυψη της οποίας καλύφθηκε από πολλά διεθνή ΜΜΕ.

The tombs belonged to two high ranking men who were part of King Khafre's priests, it was revealed in a press conference about the ancient find on Saturday.

Αιγύπτιοι και ξένοι δημοσιογράφοι συνέρρευσαν στην Γκίζα, όπου ο υπουργός Αρχαιοτήτων της χώρας Χάλεντ Ελ Ενάνι ανακοίνωσε την ανακάλυψη.

Σύμφωνα με τον Μουστάφα Ουαζίρι, τον γενικό γραμματέα του Ανωτάτου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων και διευθυντή της ομάδας της Αιγυπτιακής Αρχαιολογικής Αποστολής που έκανε την ανακάλυψη, βρέθηκαν πολλοί τάφοι.

An excavation worker carefully uses a tool inside a burial shaft at the Giza pyramid plateau following the recent discovery of the tombs.

Ο παλαιότερος ανήκει σε μια οικογένεια που ζούσε την εποχή της πέμπτης δυναστείας (περί το 2.500 π.Χ.). Ορισμένες επιγραφές και σχέδια έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση.

'Many artifacts were discovered in the tomb,' the ministry said, including limestone statues of one of the tomb's owners, his wife and son, as well as statues of what appear to be jackals.

Μέσα βρέθηκαν επίσης διάφορα αντικείμενα και το σημαντικότερο από αυτά θεωρείται το άγαλμα από ασβεστόλιθο του ενός από τους ιδιοκτήτες του τάφου, της συζύγου του και του γιου τους.

Egypt's antiquities ministry said one of the men in one of the tomb's was named Behnui-Ka, who had seven titles including the Priest and the Judge to the Pharoah.

The other tomb belonged to another man named Nwi, who served as Chief of the Great State and 'purifier' of the Khafre.

Ο τάφος ανήκε σε δύο αξιωματούχους, τον Μπενουί – Κα, που έφερε επτά τίτλους (μεταξύ των οποίων εκείνους του ιερέα και δικαστή) και τον Νούι, τον επιτηρητή των νέων οικισμών και «εξαγνιστή» του φαραώ Χεφρήνου.

Ο Ασράφ Μόχι, ο γενικός διευθυντής του Οροπεδίου της Γκίζας, εξήγησε ότι η νεκρόπολη ξαναχρησιμοποιήθηκε κατά την Ύστερη Περίοδο (μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα).

Another member of the excavation team carefully brushes away sand and debris from the sarcophagus.

Για τον λόγο αυτό, έχουν βρεθεί πολλές ξύλινες, ζωγραφισμένες και διακοσμημένες σαρκοφάγοι εκείνης της εποχής, ορισμένες εκ των οποίων φέρουν επιγραφές σε ιερογλυφική γραφή.


Η νεκρόπολη αυτή γειτονεύει με εκείνη όπου είχαν ενταφιαστεί οι κατασκευαστές των μεγάλων πυραμίδων της Γκίζας.

Πηγές: http://www.egypttoday.com/Article/4/70029/A-double-tomb-dating-back-to-the-fifth-dynasty-uncovered - https://www.tovima.gr/2019/05/04/science/entyposiaki-nekropoli-4-500-eton-ilthe-sto-fos-sti-gkiza/



Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Μαγδαληνή»

Τιντορέττο,  Μετανοούσα Μαγδαληνή, 1598-1602

Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα ταχτική στα κηρύγματά του·
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες·
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι
κι από την πόλη στο Όρος των Ελαιών.

Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλαβάστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του·
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ’ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ.

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Μετανοούσα Μαγδαληνή, 1576–1577

Από τη συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)




Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο Αλιβάνιστος»

Helene Schjerfbeck, Πασχαλιάτικο πρωινό, 1900

Αφού εβάδισαν επί τινα ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θεια Μολώτα, κι η Φωλιώ της Πέρδικας, κι η Αφέντρα της Σταματρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν* και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς* και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κι η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.

Θεόδωρος Ράλλης, Κοπέλα στη βρύση

Το δροσερόν νάμα* εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμειγνύεται με το λάλον* μινύρισμα* των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής,* εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου δια να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζί των, δια να τα γεμίσουν. Είτα αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι άρχισαν να ομιλούν.

— Πώς αλγεί παπάς; είπεν η θεια Μολώτα.

Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.

— Νύχτωσε, θα πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.

— Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.

Σπύρος Παπαλουκάς, Άγιον Όρος, Μονή Σταυρονικήτα, 1924

Ευρίσκοντο κι αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, δια να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί και τινα άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθει, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως ενύκτωνεν ήδη και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανεί ακόμη.

— Είναι αργοστόλιστος, θα πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.

— Ναι, είδες πώς αργεί να ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματρίζενας. Και καμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.

Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον*. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθει από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα ως τετάρτου της ώρας δρόμον, δια να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθεί το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.

Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν δια να φορτωθούν τ' αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.

Αλλά την στιγμήν εκείνην ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.

— Σ' έσκιαξα, θεια Μολώτα, είπεν η φωνή.

Λυκούργος Κογεβίνας, Τοπίο με Βοσκό, 1916

Είτα καγχασμός ήχησε κι ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.

— Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;

Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κι αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κι έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.

— Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος... φορτωμένος πράματα, θάματα... κοιτάξετε!

Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.

— Α! φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.

Αλέκος Φασιανός, Ο ψαράς της Κέας

Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθει προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρίζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.

— Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!

Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.

— Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που 'μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου το 'ριξα στην ποδιά σου σ' ετρόμαξα.

— Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα, θα μεταλάβου!

— Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.

— Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.

— Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.

— Να καβουρώσεις και κάβουρας να γένεις! απήντησεν η Αφέντρα.

— Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;

Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν της Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα της Αφέντρας.

Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.

— Ζουρλάθηκες, βλέπω· δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.

Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν* ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.

— Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!

— Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.

Και πάραυτα* εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την οποίαν άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή· εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται:

— Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ανταμώσω στη βρύση.

— Ποιον ηύρες; είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο*, ή τον Αράπη,* ή τον Εξαποδώ;*

— Ηύρα τον Αλιβάνιστο!

— Αλήθεια; για πες μας.

Πολυχρόνης Λεμπέσης, Ο Βοσκός, 1888 

Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κι ετάχθη εξ αριστερών του Σταμάτη, δια ν' ακούση καλύτερα, επειδή ήτο κωφή από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν της ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν, κι εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανέναν άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.

— Άμα με είδε, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!

Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θεια Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.

— Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.

Μαρκ Σαγκάλ, Πάσχα, 1968

Εις τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσεν, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του, κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό* του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κι εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κι εκοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, δια να είναι μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση εις εν δυτικόν σημείον, δια να φέξη. Κι επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, δια να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθει.

— Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα*... έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.

— Να το 'ξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα,* είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.

— Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη, θα 'ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κοιτάξτε!

Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχον αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.

Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβεί υψηλά εις το βουνόν, δια να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.

Άμα επέστρεψεν, ένευσεν* εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζί του από τον περίβολον.

— Τι τρέχει;

— Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...

Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθιά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.

— Τι να είναι;

— Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.

— Τι θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;

— Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ' τα χωράφια κι υστέρα έπεσε μέσα στ' ορμάνι* κι εχάθηκε.

 Οι δύο βοσκοί κι ο Σταμάτης κι ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν* του βουνού και απήντησαν δια φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.

— Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.

— Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.

— Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού, το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.

— Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.

Κι έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ' ολίγον φέρων φανάριον αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεροι και τέλος εφάνη ο παπάς ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν' αντικρύση το φως του φαναριού.

— Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:

—Ο Αλιβάνιστος!

— Μεγάλο θάμα! είπεν ο Μπαρέκος.

— Πώς έκαμες, βλοημένε, κι έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.

— Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο... απ' τα Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι... είπε να το σπείρει, κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο... κι εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσοι μήνες τώρα. Ας είναι καλά ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω κι ενύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον) και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο!... Ας έχει την ευχή!

Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν' απομακρύνεται.

Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, H ανάσταση, 1595

— Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε! Φέτος θα κάμουμε Ανάσταση μαζί!...

Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλια, άρχισε με το φανάρι το οποίον εκράτει, να κάμνη κινήματα ως να ελιβάνιζε προς το βάθος, εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.

Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμη μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος κι ήθελε να φύγη.

— Αφ' σε με να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάσταση να κάμού 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάσταση. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!

Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον:

— Να 'χης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα!... Να πάρης ευλογία!... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικείς τον εαυτόν σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα, Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει!

Ο μπαρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ' εντρέπετο. Επαραξενεύετο πολύ, θα επεθύμει να τον απήγον δια της βίας.

Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα της ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες,* έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα ν' αποσκιρτήση.

Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, κι ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε.

— Τι έχεις, θεια Μολώτα;

Η γραία της ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδεία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κι εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλώνια της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.

Η Αφέντρα την εκοίταζε με άπληστον περιέργειαν.

— Τι έπαθες, θεια Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.

— Σώπα, σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.

Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα δια πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζί με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κι αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κι εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.

Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων δια τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψει», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζί του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει 'πηρεσία».

Τότε η Μολώτα έμεινεν απ' έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κοιτάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, δια να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα της Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι αυτή το «Χριστός Ανέστη».

Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματρίζαινας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον της Μολώτας.

— Γιατί δεν έρχεσαι μες στην εκκλησιά; της είπε· λεχώνα είσαι;

— Σύλε, πιδί μ', ακούσεις καλό λόγο*, της είπεν η Μολώτα. Αφ' σ' εμένα.

— Μα τι έχεις;

— Τίποτα.

Επέμεινε:

— Θα μου πεις τι έχεις;

Η γραία ανένευσε* και απεμακρύνθη απ' αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν' απέλθη. Μετ' ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού κι ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.

— Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.

— Γιατί; τι τρέχει;

Κωνσταντίνος Παρθένης, Η Ανάσταση, 1917

— Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάσταση;

— Ναι.

— Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;

— Πώς θα πας; Με τα ποδάρια, σ', είπεν η Αφέντρα.

— Είδες κείνον άθλωπο;

— Ποιον;

— Κόλια;

— Τον Αλιβάνιστο; Ε, τι;

Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:

— Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστεί φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κι εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην)· μ' εφίλησε...

Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:

— Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα (το κρίμα);

Η Αφέντρα εννόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.

— Ε, καλά, είπε, να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάσταση. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθείς, να το πεις του παπά και θα σ' αφήσει να μεταλάβεις.

Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν της Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν. Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζί με τας άλλας γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε* το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».

Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:

Ουμβέρτος Αργυρός, Ανάσταση, π. 1932

— Χριστός ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήταν που σ' ηύρα χτες.

Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:

— Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!

(1903)

ένθεν και ένθεν: από το ένα και από το άλλο μέρος.
κισσοστεφής: στεφανωμένος με κισσό.
νάμα, το: το νερό (επίσης το κρασί της μεταλήψεως).
λάλος: φλύαρος.
μινύρισμα: σιγανό κελάηδημα.
αναψυχή: ανακούφιση.
φελόνιον: ιερατικό άμφιο χωρίς μανίκια.
εκολάφισεν: ρ. κολαφίζω· χαστουκίζω, χτυπώ.
πάραυτα: αμέσως.
Μπαμπάος, Αράπης, Εξαποδώ: πρόσωπα των παραμυθιών μας.
όρδινο: ετοιμασίες (και ορδινιά).
φλάσκα: μικρό δοχείο για νερό ή κρασί, από ξύλο ή κολυκύθα· η φράση ανήκει στην παροιμία: «όπως δείχνουν τα κουκιά κι όπως μολογάει η φλάσκα, ούτε φέτος Πασκαλιά ούτε του χρόνου Πάσχα».
χώρα: η πόλη.
ένευσεν: ρ. νεύω· κάνω νεύμα, κάνω νόημα.
ορμάνι: (λ. τουρκ.), δάσος.
οφρύς: φρύδι.
ημισπουδάζοντες: μισοσοβαρά.
καλός λόγος: ο λόγος της Αναστάσεως, το Χριστός Ανέστη, η Ανάσταση.
ανένευσε: αρνήθηκε.
μινυρίζω: μουρμουρίζω.