Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ο Δαρείος»

Ο Δαρείος Α΄ καθήμενος επί θρόνου, κρατεί σκήπτρο και σπάθη. Από το ελληνικό "βάζο του Δαρείου", Αρχαιολ. Μουσείο Νάπολης.

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Β’ 1919 - 1933, Ίκαρος 1963

Σχόλια

Η σκηνή και ο Φερνάζης (περσικό όνομα) πιθανότατα φανταστικά, τοποθετούνται μάλλον στο 74 π.Χ. Ο Δαρείος Υστάσπου ήταν, μετά τον Κύρο, ο μεγαλύτερος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας (521-486)· σε μας είναι πιο γνωστός από την ήττα του εκστρατευτικού σώματος στον Μαραθώνα· οι συνθήκες υπό τις οποίες ανέβηκε στο θρόνο είναι σκοτεινές και ύποπτες. Ο ημιελληνισμένος βασιλιάς του Πόντου (ή βόρειας Καππαδοκίας) Μιθριδάτης ΣΤ' ο Μέγας (120-63 π.Χ.) υπήρξε ο πιο επίφοβος ανταγωνιστής της Ρώμης στην Ανατολή· νικήθηκε οριστικά από τον Πομπήιο το 66 π.Χ. (Βλ. Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα, Ίκαρος, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, τόμ. Β' σ. 100).

«Ο ποιητής Φερνάζης είναι φανταστικό πρόσωπο, αλλά το ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο είναι αυθεντικό. Κλειδί του ποιήματος είναι το γεγονός ότι ο Δαρείος είχε σφετεριστεί τον θρόνο ύστερα από αιματηρές δολοπλοκίες, και ότι ο Μιθριδάτης έγινε απόλυτος μονάρχης αφού σκότωσε τον συμβασιλέα αδελφό του· τόσο ο ένας όσο και ο άλλος έπεσαν θύματα της υβριστικής τους φιλοδοξίας» (Βλ. Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά καβαφικά, Α', Ερμής 1996 σ. 293).

Αμισός· ελληνική πόλη-κλειδί του Πόντου· έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το 71 π.Χ.

«Τι χρειάζεται ο πολιτισμός σε ένα κόσμο βίας; Βίας έξω από τα σύνορά μας; Η Τουρκία έχει ήδη εισβάλει στην Συρία και –υποτίθεται δι’ αντιπροσώπων τζιχαντιστών– στην Λιβύη, ενώ σπρώχνει τα κύματα των απελπισμένων να καταργήσουν τα σύνορά μας στα νησιά και στον Έβρο. Με την ΕΕ να συσκέπτεται προσχηματικά, να εξαντλεί την ευαισθησία της σε ευχολόγια και ελεημοσύνες και να βλέπει τις τουρκικές εισβολές σε εδάφη άλλων χωρών ως ευκαιρία για μπίζνες.

Βία, υπολογίσιμη επίσης, διαφορετικής μορφής και μέσα στα σύνορά μας. Στα νησιά, όπου κάτοικοι, μετανάστες, κράτος σε όλες του τις βαθμίδες, από την κυβέρνηση ως την αυτοδιοίκηση και τα ΜΑΤ, παραπαίουν ανάμεσα σε προσπάθειες να λύσουν προβλήματα που γίνονται όλο και οξύτερα και σε μια αντιπαράθεση που κάθε τόσο παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις. Και στα ελληνικά σχολειά, στην Μέση αλλά και στην Ανώτατη Παιδεία, το μπούλιγκ έρχεται να καλύψει το κενό μιας ανερμάτιστης εκπαίδευσης, που όλο και πιο δύσκολα μπορεί να προσφέρει ήθος και γνώση.

Και ο πολιτισμός, η κουλτούρα όπως συχνά ονομάζεται μάλλον υποτιμητικά, τι άλλο ρόλο μπορεί να παίζει, εκτός από το να ικανοποιεί την ανάγκη προσωπικής έκφρασης των πραγματικών και την εγωπάθεια των υποτιθέμενων δημιουργών; Τρέφει –με όχι πάντα αυθεντικά προϊόντα– την κοινωνία του θεάματος, όπως αυτή έχει καταλήξει μετά την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και των υποπροϊόντων των μεταμοντέρνου;

Ο Καβάφης μιλά για τον Φερνάζη

Jean-Baptiste Greuze, Le Guitariste napolitain dit Un Oiseleur qui, au retour de la chasse, accorde sa guitar, 1757

Ο νους πηγαίνει σε ένα καβαφικό ήρωα: Το ποίημα "Ο Δαρείος" γράφτηκε από τον Κωνσταντίνο Καβάφη στα 1920, ενώ διαρκούσε η Μικρασιατική Εκστρατεία. Μιλά για τον Φερνάζη, έναν Ασιάτη ποιητή που, ενώ οι Ρωμαίοι επιτίθενται εναντίον της πατρίδας του, της Καππαδοκίας, αυτός κάθεται «μέσα στην ταραχή και το κακό» και γράφει ελληνικά ποιήματα.

Το θυμήθηκε στα χρόνια της χούντας ο Δημήτρης Μαρωνίτης στα "Δεκαοκτώ κείμενα" για να ψέξει τους διανοούμενους που ασχολούνταν με την κουλτούρα, αντί να κάνουν αντίσταση. Και αξίζει να το ξαναθυμηθούμε στην σημερινή συγκυρία για να αναρωτηθούμε: Ποιος πολιτισμός μπορεί να απαντήσει σε αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλούσε «βαναυσίαν και λήθην» ή αλλιώς, πώς να μιλήσεις για πολιτισμό όταν η βία τον κάνει να δείχνει περιττός;»

Ανδρεάδης Γιάγκος








Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Ερευνητές ανακάλυψαν εξωγήινη πρωτεΐνη σε μετεωρίτη. First known extraterrestrial protein possibly spotted in meteorite

Για πρώτη φορά ερευνητές ανακάλυψαν μια “εξωγήινη” πρωτεΐνη σε μετεωρίτη που είχε πέσει στην Αλγερία το 1990. A research team claimed to have found the first known extraterrestrial protein, spotting it in a space rock that fell to Earth 30 years ago. A meteor streaks across the sky. In a new study, researchers report finding a novel protein in the meteorite Acfer 086, which landed in Algeria in 1990. (Image: © NASA)

Η αναζήτηση ζωής στο Διάστημα έχει συνδεθεί κυρίως με την ύπαρξη νερού και οξυγόνου σε άλλους πλανήτες, αλλά αυτή τη φορά οι επιστήμονες δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ μακριά για να βρουν μια νέα ένδειξη. Για την ακρίβεια, οι ερευνητές των Harvard, PLEX Corporation και Bruker Scientific αναφέρουν πως ανακάλυψαν για πρώτη φορά μια “εξωγήινη” πρωτεΐνη σε μετεωρίτη (Acfer 086) που είχε πέσει στην Αλγερία το 1990.

Model of the 2320 hemolithin molecule after MMFF energy minimization. Top: in space-filling mode; Center: ball and stick; Bottom: enlarged view of iron, oxygen and lithium termination. White = H; orange = Li; grey = C; blue = N; red = O and green = Fe. Hydrogen bonds are shown by dotted lines. Credit: arXiv:2002.11688 [astro-ph.EP]

Η πρωτεΐνη βαφτίστηκε αιμολιθίνη και η δομή της είναι σχετικά μικρή με κυρίαρχο το αμινοξύ γλυκίνη, ενώ στις άκρες της υπάρχουν άτομα σιδήρου, οξυγόνου και λιθίου. Ο όρος “εξωγήινη” δόθηκε για το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτεϊνική δομή δεν έχει καταγραφεί ποτέ στη Γη στο παρελθόν.

Οι ερευνητές θεωρούν ότι η αιμολιθίνη είναι ακόμη μία απόδειξη της θεωρίας που θέλει τα θεμελιώδη στοιχεία της ζωής να προέρχονται από το Διάστημα και να φτάνουν στη Γη (πιθανότατα και σε άλλους πλανήτες) μέσω των μετεωριτών που καταπέφτουν σε αυτούς. Στο παρελθόν έχουν παρατηρηθεί πρόδρομοι αμινοξέων, σάκχαρα, οργανικά υλικά και μόρια συγκεκριμένου σχήματος σε μετεωρίτες, αλλά μεμονωμένα. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μια πιο πολύπλοκη δομή, όπως αυτή μιας πρωτεΐνης.

Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει πως μπορεί να δημιουργήθηκε η αιμολιθίνη στο Διάστημα, οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό συνέβη στην επιφάνεια κόκκων σκόνης. Σημειώνουν, επίσης, ότι η παρουσία της αιμολιθίνης δεν είναι ένδειξη εξωγήινης ζωής, αλλά θα μπορούσε να τους δώσει ένα στοιχείο για το πως ξεκίνησε η ζωή στη Γη (και ίσως σε άλλους πλανήτες).

Τα άτομα που υπάρχουν στις άκρες της πρωτεϊνικής δομής σχηματίζουν ένα είδος οξειδίου του σιδήρου που είναι γνωστό ότι απορροφά φωτόνια και διαχωρίζει το νερό σε υδρογόνο και οξυγόνο. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι ερευνητές το θεωρούν ως καλό υποψήφιο για μια πρωτογενή πηγή ενέργειας σε χημικό και βιοχημικό επίπεδο.



Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Πώς είναι να είσαι ρομπότ; What's it like to be a robot?

Θα λειτουργούν οι μηχανές με τεχνητή νοημοσύνη ως πρόσωπα με συνείδηση; Απαντήσεις για τα δικαιώματα και τις ευθύνες των μηχανών με τεχνητή νοημοσύνη ως πρόσωπα με συνείδηση δίνει ο καθηγητής Γνωσιολογίας και Ηθικής Φιλοσοφίας, Στέλιος Βιρβιδάκης. Androids in the 2004 film I, Robot. Photograph: Allstar/20TH CENTURY FOX

Στην υποβλητική ταινία «2001-Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο υπολογιστής HAL 9000 εκλιπαρεί τον άνθρωπο Ντέιβ να μην τον αποσυνδέσει: «Φοβάμαι Ντέιβ. Μην το κάνεις».

Στην τηλεοπτική σειρά Star Trek: The Next Generation, ο κυβερνοεπιστήμονας Μπρους Μάντοξ ζητά να διαλύσει το ανθρωποειδές Data στα επιμέρους μέρη του, προκειμένου να αντιληφθεί πώς λειτουργεί. Όμως, η Τεχνητή Νοημοσύνη στον ποζιτρονικό εγκέφαλο του Data αντιδρά. Το ανθρωποειδές φοβάται ότι το πείραμα μπορεί να σημάνει την καταστροφή του και η υπόθεση καταλήγει στo Δικαστήριο του Starfleet, όπου εξετάζεται το δικαίωμα της Τεχνητής Νοημοσύνης να διαχειρίζεται τον «εαυτό» της.

Ήδη από το 1968, όταν γυρίστηκε η ταινία του Κιούμπρικ, το ερώτημα απασχολεί επιστήμονες πληροφορικής, νομικούς και φιλοσόφους: θα λειτουργούν κάποτε οι μηχανές ως «πρόσωπα» με ανθρώπινα χαρακτηριστικά; Κι αν ναι, ποιο πρέπει να είναι το ηθικό τους status και τα δικαιώματά τους και ποια η ηθική τους ευθύνη;

«Η ίδια η κατανόηση της έννοιας του προσώπου είναι ένα τεράστιο ζήτημα είτε μιλάμε για μηχανές είτε όχι» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο καθηγητής Γνωσιολογίας και Ηθικής Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης) Στέλιος Βιρβιδάκης και συνεχίζει:

«Για παράδειγμα, τους φιλοσόφους απασχολεί το αν θα θεωρήσουμε πρόσωπο ένα δυνάμει πρόσωπο, όπως ένα ανεπτυγμένο ανθρώπινο έμβρυο. Όταν λέμε ότι κάποιος είναι πρόσωπο, του αναγνωρίζουμε ηθικό δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και αυτό προϋποθέτει συνείδηση και αυτοσυνειδησία, αίσθηση εαυτού, ενός εαυτού που διαθέτει ορθολογικότητα, μπορεί να θέτει σκοπούς και να προσπαθεί να τους εκπληρώνει».

Mindar is the new android priest at Kodaiji temple in Kyoto, Japan. NurPhoto via Getty Images

Πώς όμως μπορεί να κρίνει κάποιος αν μια μηχανή θα έχει κάποτε αυτό που λέμε υποκειμενική αίσθηση, δηλαδή την αίσθηση τού να νιώθεις ότι είσαι «αυτός», «αυτό το ον»;

«Αυτό θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε μόνο αν μπαίναμε μέσα στο ρομπότ. Και βέβαια το ίδιο ερώτημα έχει τεθεί και για τα ζώα από έναν από τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους αμερικανούς φιλοσόφους, τον Τόμας Νέιγκελ, στο δοκίμιό του Πώς είναι να είσαι νυχτερίδα; ο οποίος υποστηρίζει ότι η υποκειμενική σκοπιά της συνείδησης δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από οποιαδήποτε επιστήμη επιχειρήσει να τη συλλάβει από έξω. Το ζήτημα είναι λοιπόν αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μηχανές θα αποκτήσουν κάποτε πραγματική αίσθηση του εγώ τους. Η αίσθηση αυτή πηγαίνει πέρα από τη νοητική ικανότητα, τη νοημοσύνη που ήδη επιτρέπει στις μηχανές να επιλύουν προβλήματα πολύ ταχύτερα από τον άνθρωπο και φαίνεται να συνίσταται σε δύο κυρίως πράγματα: Πρώτον, στην αυτεπίγνωση, στην ικανότητα να διαμορφώνει ένα ον σύλληψη του εαυτού του και να αναφέρεται σε αυτήν με εκφράσεις όπως εγώ πιστεύω ότι…, εγώ επιτελώ. Δεύτερον, στο υποκειμενικό αίσθημα συνειδητότητας: κάπως είμαι, κάπως νιώθω. Για να θεωρηθούν οι μηχανές πρόσωπα από οντολογική σκοπιά πρέπει να διαθέτουν κατ’ αρχήν αυτά τα χαρακτηριστικά» εξηγεί.

Ο λειτουργισμός και το νοητικό πείραμα του Κινέζικου Δωματίου

Can a computer really understand a new language? Marcus Du Sautoy tries to find out using the Chinese Room Experiment. Taken from The Hunt for AI.

Κατά τον κ. Βιρβιδάκη, η φιλοσοφική θεωρία του νου, που μας επιτρέπει να πάμε ευκολότερα στην παραδοχή ότι οι μηχανές ενδέχεται κάποτε να αποκτήσουν συνείδηση και άρα, κατ΄επέκταση, να θεωρηθούν πρόσωπα και να έχουν ηθικό status και δικαιώματα, είναι ο λειτουργισμός.

Philosopher John Searle goes through the "Chinese room argument" to prove that no matter how powerful computers are, they aren't minds. Professor Searle explains that while the computer can very rapidly manipulate formal, syntactical objects (such as words), the mind understands the meanings behind those objects. Professor Searle adds that this distinction in no way minimizes the power and value of computers. It simply proves that a computer cannot be thought of as a mind.

«Βάσει του λειτουργισμού οι συνειδητές νοητικές διαδικασίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύνολο λειτουργιών επεξεργασίας εισερχόμενων δεδομένων (input), που οδηγούν στην εκδήλωση κάποιων αντιδράσεων, στη γλώσσα της πληροφορικής "εξερχομένων στοιχείων" (output). Κατά τον λειτουργισμό, η συνειδητότητα στον άνθρωπο, αλλά και σε άλλα νοήμονα όντα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από χειρισμός συμβόλων, κατά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους, και άρα οι μηχανές μπορούν να αποκτήσουν συνειδητότητα, γιατί κι αυτές σύμβολα χειρίζονται» σημειώνει, υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι όσοι δεν αποδέχονται αυτή την προοπτική ως πιθανή, επικαλούνται το νοητικό πείραμα του «Κινέζικου Δωματίου» του Αμερικανού φιλοσόφου John Searle. 

Αν όμως κάποια στιγμή οι μηχανές θεωρηθούν πρόσωπα, τότε δε θα πρέπει πέρα από δικαιώματα να τους αποδίδεται και ηθική ευθύνη για τις πράξεις τους;

Would a robot kill a human being? Many people ask themselves this question. Sophia is one of the most famous AI worldwide. We have her as a guest and ask her the trolley problem. How will the AI answer this moral question? How would you solve the trolley problem?

«Για να απαντηθεί το ερώτημα περί ηθικής ευθύνης, πρέπει να δούμε όχι απλώς πώς είναι οι μηχανές από μόνες τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα ενταχθούν στην ανθρώπινη ζωή. Θα έχουν σχέση υπηρετική ή ισότιμη; Τι είδους δραστηριότητες και ευθύνες θα τους αποδώσουμε; Ο καταλογισμός της ηθικής ευθύνης λοιπόν, έχει να κάνει με τον ρόλο που θα τους αναθέσουμε: θα είναι υπηρετικός, συμμετοχικός, συντροφικός; Η ευθύνη συνδέεται πολύ ως έννοια και με την ελευθερία. Αν οι μηχανές έχουν έστω και λίγη ελευθερία κάποιας μορφής, τότε πρέπει να τους αποδίδεται ευθύνη. Εδώ μπαίνει στη μέση και το δίκαιο. Οι μηχανές, από τη στιγμή που θα ενταχθούν ουσιαστικά στη ζωή μας και τους θεσμούς μας, από τη στιγμή που θα αναλάβουν ρόλους κοινωνικούς (γκουβερνάντα, χειρουργός), ακόμη και αν δεν έχουν πλήρη ελευθερία, θα πρέπει να έχουν ηθική ευθύνη. Και βέβαια, εδώ μπαίνουν στη συζήτηση και οι δύσκολες αποφάσεις: όταν η μηχανή σε μια πολεμική σύγκρουση ή κατά την προσπάθεια εξουδετέρωσης επικίνδυνων τρομοκρατών χρειαστεί να ρίξει έναν πύραυλο με παράπλευρες απώλειες, θα μετρήσει απλά κεφάλια που θα χαθούν και κεφάλια που θα σωθούν, έτσι ώστε να προκύψει μεγιστοποίηση της ωφέλειας, χωρίς να υπολογίσει τους αριθμούς ως ανθρώπους με εγγενή αξία και με πλήρη δικαιώματα; Θα κάνει δηλαδή ένα ψυχρό ωφελιμιστικό calculus ή θα είναι μια καντιανή μηχανή με δεοντοκρατική ηθική; Και τελικά η ευθύνη θα μετατεθεί στον προγραμματιστή της ή μήπως θα μετακινηθεί από τον προγραμματιστή στη μηχανή;»

«Μηχανές σαν κι εμένα» και η απώλεια της αίσθησης μοναδικότητας του ανθρώπου

Τι νόημα έχουν άραγε αυτά τα ερωτήματα σήμερα; Κι αν το σενάριο περί εξίσωσης μηχανής – ανθρώπου επαληθευτεί, πώς μπορεί να βοηθήσει η φιλοσοφία τον άνθρωπο να διαχειριστεί την απώλεια της μοναδικότητάς του ως του ευφυέστερου όντος στον πλανήτη;

Aaron Mininger, a graduate student in the University of Michigan Computer Science and Engineering Department, teaches a robot a task using natural language to convey instructions. Photo Credit: University of Michigan/John Laird

«Η φιλοσοφία ως επιστήμη άλλοτε αντιμετωπίζεται με υποτίμηση κι άλλοτε με υπερτίμηση. Στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε άχρηστη, ούτε παντοδύναμη. Είναι πολύ χρήσιμη, υπό την έννοια ότι επιβάλλει αναστοχαστική εγρήγορση πριν από την πράξη. Η φιλοσοφία διδάσκει εγρήγορση και περίσκεψη και για αυτό μπορεί να βοηθήσει, π.χ., τον νομικό, να θεσπίσει ορθότερους κανόνες για την ένταξη της μηχανής στη ζωή μας. Άλλωστε, η φιλοσοφία ανέκαθεν ασχολείτο με ζητήματα οριακά, για τα οποία δεν έχουμε πλήρη κατανόηση, ακόμη και ικανοποιητικούς ορισμούς των εμπλεκόμενων εννοιών και δεν μπορούμε ακόμα να βρούμε τελικές απαντήσεις. Μπορούμε να αποκλείσουμε ότι με την εξέλιξή τους, οι μηχανές θα αποκτήσουν κάποτε γνωρίσματα που θα τις κάνουν παρόμοιες με τους ανθρώπους;

Discomforting directions … Ian McEwan. Photograph: Andrew Francis Wallace/Toronto Star via Getty Images

Στο βιβλίο Μηχανές σαν κι εμένα του  Ίαν Μακ Γιούαν, η μηχανή ξεκινά έχοντας μια υπηρετική θέση και σιγά-σιγά, λόγω των δυνατοτήτων της -νοημοσύνη και ικανότητα να αισθανθεί πράγματα- μετατρέπεται σε σύμβουλο και σύντροφο, φαίνεται να εξομοιώνεται με τον κύριό της. Η εξίσωση ανθρώπου και μηχανής, αν και δύσκολο να συμβεί, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και αν συμβεί, ίσως θα δυσκολευόμαστε πια στην αυτοκατανόησή μας ως ανθρώπων, ενδέχεται να προκύψει μια μεταβολή, μια αλλοίωση στη σχέση του ανθρώπου με τους άλλους και με τον ίδιο του τον εαυτό» σημειώνει.

Μαθητευόμενοι μάγοι, Λουδίτες ή οπαδοί της σύνεσης;

We already live among robots: tools and machines like dishwashers and thermostats so integrated into our lives that we'd never think to call them that. What will a future with even more robots look like? Social scientist Leila Takayama shares some unique challenges of designing for human-robot interactions -- and how experimenting with robotic futures actually leads us to a better understanding of ourselves.

Προσθέτει ότι όλα εξαρτώνται από τον ποιο ρόλο θα δώσουμε στις μηχανές. «Θα μπορούσαν, π.χ., να είναι σε εξάρτηση, αλλά όχι σε πλήρη ισοτιμία με τον δημιουργό τους και το δίκαιο θα μπορούσε να ενσωματώσει κανόνες για να μη μας βλάψουν. Η δική που άποψη είναι επιφυλακτική, αλλά όχι κινδυνολογική. Κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, ναι, μπορεί αυτό να συμβεί. Αυτό που χρειάζεται για να γίνει ομαλή μετάβαση σε αυτό τον θαυμαστό νέο κόσμο είναι να μη βιαστούμε, να επιδιώξουμε να ενταχθούν οι μηχανές συνετά και προοδευτικά στη ζωή μας, να ενταχθούν με πολλή προσοχή οι απαραίτητοι κανόνες για την αντιμετώπισή τους στο νομικό πλαίσιο, κι αυτό είναι θέμα πολιτικό και δικαιακό. Αν η ταχύτητα ανάπτυξης της τεχνολογίας είναι τέτοια που δεν μπορούμε να την ελέγξουμε και να κάνουμε την αλλαγή σταδιακά, τότε είμαστε απλά μαθητευόμενοι μάγοι. Αν όλο αυτό όμως γίνει προοδευτικά, τότε το σοκ μπορεί να είναι διαχειρίσιμο και η μετάβαση δεν θα γίνει με τρόπο που θα φέρει την καταστροφή. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτά τα πράγματα με τεχνοφοβία, σαν Λουδίτες» καταλήγει ο κ.Βιρβιδάκης.







Παράξενος λευκός νάνος προήλθε από τη συγχώνευση δύο μικρότερων άστρων. Huge 'space snowman' is two merging stars

Ένα τελείως ασυνήθιστο γιγάντιο άστρο-λευκό νάνο, που θυμίζει χιονάνθρωπο, ανακάλυψαν οι αστρονόμοι και πιστεύουν ότι προήλθε από τη βίαιη σύγκρουση δύο μικρότερων ανισομεγεθών λευκών νάνων πριν περίπου 1,3 δισεκατομμύρια χρόνια. A giant white dwarf star may be the offspring of a collision between two other white dwarfs, a new study finds. An artist's impression of two white dwarfs in the process of merging. (Image: © University of Warwick/Mark Garlick)

Εκτός από το περίεργο σχήμα του, στην ατμόσφαιρα του εν λόγω άστρου βρέθηκε μεγάλη ποσότητα άνθρακα, καθώς και απρόσμενα χαμηλή ποσότητα υδρογόνου και ήλιου, κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί ξανά σε λευκό νάνο. Επίσης η ταχύτητα του είναι υπερβολικά γρήγορη, ταχύτερη από το 99% των γειτονικών αντίστοιχων άστρων.

Οι λευκοί νάνοι είναι μικρά, αχνά και πυκνά άστρα, στο μέγεθος περίπου της Γης, που αποτελούν τους εναπομείναντες πυρήνες κάποτε μεγαλύτερων άστρων, τα οποία εξάντλησαν τα «καύσιμα» τους και απέβαλαν τα εξωτερικά στρώματά τους. Ο Ήλιος μας κάποτε θα γίνει και αυτός ένας λευκός νάνος, όπως είναι επίσης τουλάχιστον το 90% των άστρων στον γαλαξία μας.

Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον αστροφυσικό Μαρκ Χόλαντς του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γουόρικ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστρονομίας «Nature Astronomy», εντόπισαν αρχικά με το διαστημικό ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο Gaia ένα περίεργο λευκό νάνο σε απόσταση περίπου 150 ετών φωτός από τη Γη και, στη συνέχεια, τον μελέτησαν περισσότερο με το επίγειο τηλεσκόπιο Γουίλιαμ Χέρσελ στα Κανάρια Νησιά.

Ο λευκός νάνος WDJ0551+4135 εκτιμάται ότι έχει μάζα 1,14 φορές μεγαλύτερη του Ήλιου (σχεδόν διπλάσια από τη μάζα ενός τυπικού λευκού νάνου) και η διάμετρός του είναι μόλις τα δύο τρίτα της Γης.

Πηγές:  An ultra-massive white dwarf with a mixed hydrogen-carbon atmosphere as a likely merger remnantNature Astronomy, 2020 DOI: 10.1038/s41550-020-1028-0 - https://www.bbc.com/news/science-environment-51707927 - https://www.amna.gr/home/article/435754/Paraxenos-leukos-nanos-proilthe-apo-ti-sugchoneusi-duo-mikroteron-astron


Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Ο πιερότος»

August Macke, Pierrot, 1913

Είμαστε καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ήταν η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει — ώρα τρυφερή των αναμνήσεων.

Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…

Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.

Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.

Εκείνη, όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως, ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.

Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.

Έξαφνα με ρώτησε:

Rebecca Solomon, The Love Letter or The Appointment, La lettre d’amour ou le Rendez-vous, 1861

— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;…

Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.

Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:

— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…

Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…

Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα 'γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:

John Lavery, After the Dance, 1883

— Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση, άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε απαραίτητο, να ‘ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια πόρτα· κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…

Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας το δείξω· το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου· είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…

Charles Hermans, Bal Masqué, 1880

Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.

Pablo Picasso, Pierrot, 1918

Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…

Guillaume Seignac, Pierrot's Embrace, 1895

Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω. Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…

Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.

Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…

Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.

Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…

Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.

Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.

Modigliani, Self-Portrait as Pierrot, 1915

Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…

Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…

Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή.

Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά, το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.

Το πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…

Αυτό είν’ όλο.

Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…

Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…

Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί. Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.

Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…

. . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.

Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.

Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:

— Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…

Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.

Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :

— Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…

Jeanne Mammen, The Death of Pierrot