Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Παράξενο Κυριακάτικο Παρασκήνιο

Νάνος Βαλαωρίτης, "Ένα παράξενο παρασκήνιο"

 Ο τόπος συρρικνώνεται σιγά-σιγά
κι επιστρέφει τρομοκρατημένος
στον προηγούμενο εαυτό του πλην
απ’ την υπεριώδη κι ανεμική πλευρά του
πίσω απ’ τα κυπαρίσσια να κρυφτεί

και με είδε μια μοναχή καλογριά
εκεί που έβγαζε νερό μ’ ένα κουβά
μου ’ριξε μια παράξενη ματιά
κι έστριψε γρήγορα την πλάτη της
αλλού να φύγει τρομαγμένη

και να που πήγαμε μαζί στη στάση
μαζί στον πόλεμο και την ειρήνη
και στου κουφού την πόρτα βρόντα
μαζί στην άνοδο απ’ το πηγάδι

και στην κάθοδο στον Άδη
όταν τραγουδούσαν τα πουλιά
έναν παραπλανητικό σκοπό
αποκοιμίζοντας στην πύλη
το τρικέφαλο θεριό

και ξημεροβραδιαζόμαστε αγκαλιά
στα δώματα του Κάτω Κόσμου
πότε τροχάδην πότε βάδην
το αλαφιασμένο μας μυαλό

δεν λέει να το βάλει κάτω
απ’ την καναβουριά που θάλλει
στο μνήμα του Ινδού κοντά
στο ερειπωμένο ανάκτορο
του Ανίσκιου Βασιλιά

«ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ» (Ποιήματα 2002-2006 Ύψιλον / βιβλία).






ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ

Κάτω από τούτες εδώ τις γραμμές
υπάρχει ένα πλάσμα συνηθισμένο να πολεμάει
τον πόνο, τον θάνατο.

Ίσως γι’ αυτό ν’ αγαπούσε το μελόδραμα,
κάτι ιστορίες των συγκαιρινών του αξιοθρήνητες,
και μάλιστα, καθώς λέγεται, με απόγνωση.

Σαν μεθυσμένος περπάταγε αργά-αργά στους δρόμους,
τρεκλίζοντας κάτω από της ζωής το βάρος·
μόνο απ’ την όψη του μάθαινες πια πώς θα κατέληγε.

Από εκείνη την όψη που τα κύματα τη φυλούσαν της νύχτας.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

JUAN GELMAN


Μανώλης Αναγνωστάκης, "Νέοι της Σιδώνος, 1970"

Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)






ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ

Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο

έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.

1985

Από την ποιητική συλλογή: «Κιβώτιο ταχυτήτων». Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987», Εκδόσεις Άγρα, 2010, σελ. 482.









Αλέξανδρος Ίσαρης, «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟ 200 π.Χ.»

Γεννήθηκα στν Αγυπτο τ 200 π.Χ.
Μ λιο στν Αγόκερω
Κα μ σελήνη Κρόνου στν Κριό.
πατέρας Μακεδόνας
Κι μάνα μου π τ Μαύρη Θάλασσα.
γινα χτίστης κι πόκτησα πολλ παιδιά.
ργότερα θεόρβη παιζα δίπλα στν Λόκ.
ντιγραφέας γινα τ 1701 στ Μαδρίτη
Κα ραστς μις δούκισσας
Πο κάηκε σ πυρκαγιά.
Μ σκότωσαν σ ργιο κάπου στ Περο
Μ γ μφανίστηκα ξαν
Στ Σαρλεβλ τν ρδεννν μ τ’ νομα Ρεμπώ.
Πέθανα τριάντα πτ τν κι ταν ξαναγεννήθηκα
μουν γυναίκα ζωηρ
Πο γινε διάσημη
Σ ρόλους κωμικος
Μέχρι πο γνώρισα στ Ρώμη κάποιον Σάντρο Λίππι.
Πόρνη κατέληξα πο πγε π χολέρα
Μ τώρα φτιάχνω πιάνα στ Λειψία.

λλαξα σχήματα, καρδιές, μυαλ
Μίλησα τόσες γλσσες.
Τυφλς κ γενετς χω τρία παιδι
Γυναίκα π τ Σάμο.
Τν τέχνη μαθα στ σπίτι τν γονιν μου
Κα μς στ μουσικ ζ τ ζωή μου.
Λέγομαι Γιούλιους, εμαι βδομήντα δύο χρονν
Κα θέλω ν πεθάνω στν λλάδα.

Αλέξανρος Ίσαρης, «Θ πιστρέψω φωτεινός, Ποιήματα 1993-1999»,  εκδ. Άγρα, 2000.



Γιώργος Χρονάς, «In memoriam»

Τελικά μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τραίνο
και να 'ταν πριν από μένα εκεί να περιμένει κάποιον
κανέναν ή τίποτα. Μπορεί και να 'ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί
στην οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους
- τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά,
δίχως μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους, έτσι μένουν θάνατοι
σε όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα, στη γη.
Τελικά μπορεί και να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας άλλος
που είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από
το σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα
της Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να 'μουν η προδομένη
διαδήλωση, ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το
πορτρέτο της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια
εμείς. Ήμαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο.

Γιώργος Χρονάς, «Τα ποιήματα 1973-2008», εκδ. Οδός Πανός, 2008.

Φωτογραφίες: © Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Ποίηση: Νάνος Βαλαωρίτης, Juan Gelman, Μανώλης Αναγνωστάκης, Έκτωρ Κακναβάτος, Αλέξανδρος Ίσαρης, Γιώργος Χρονάς.

1 σχόλιο: