Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Πώς να ζήσουμε;

Η σοβαρή και αναπόφευκτη ερώτηση πώς να ζήσουμε; απευθύνεται σε μας και μας αφορά ζωτικά, την ίδια στιγμή που μας διαφεύγει, όπως διαφεύγει κι από τον ίδιο τον εαυτό της. Οι διάφορες απαντήσεις που της δίνονται δεν μοιάζουν εύστοχες. Ήδη το να την θέσει κανείς είναι σημάδι μιας ορισμένης κόπωσης, μιας κάμψης των ζωτικών δυνάμεων. Εν τούτοις η καίρια αυτή ερώτηση είναι ακόμη ικανή να κλονίσει τα συνήθη και θανατηφόρα προφανή. Δεν αφήνεται να την τραβήξουμε ως την άκρη της, ενώ και οι αινιγματικές απαντήσεις ακόμη τις οποίες προκαλεί παραμένουν ευρύτατα και βαθύτατα ανεπαρκείς. Ωστόσο η ερώτηση επανέρχεται αδιάκοπα. Ακόμη κι αν έχουμε υπερβεί τις εντάσεις μιας αναμονής, τις διερευνητικές μορφές μια ελπίδας, αυτή η διερώτηση στην καρδιά της ύπαρξης, που δεν είναι ποτέ απομονωμένη αλλά εμψυχώνει μαζί με τους άλλους αυτό το οποίο υποδεικνύεται με το όνομα της ζωής, έναν όρο τόσο προβληματικό, ανοίγει το δρόμο της. Οι απαντήσεις και οι λύσεις χωλαίνουν αναπόφευκτα και αποσύρονται. Αυτή η απόσυρση, όμως, δεν είναι ένα τίποτα.

Hugo Simberg, Le jardin de la mort, The garden of death, 1896

Ο θάνατος δεν παύει να προσεγγίζει, να είναι εδώ. Υπάρχουν εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να πεθάνουν τυφλά και σιωπηλά, εξόδοις τους, κι εκείνοι που πεθαίνουν έχοντας, αν μπορεί να πει κανείς, εκπληρώσει τη ζωή τους. Ο θάνατος επίσης παίρνει αυτό που πνέοντας τα λοίσθια, πρέπει να πεθάνει. Οι μάχες των οπισθοφυλακών είναι περιττές. Όταν «le mort saisit le vif!» (Ο νεκρός συλλαμβάνει τον ζωντανό!), όπως γράφει ο Μαρξ γαλλικά στο Κεφάλαιο, αυτό που ζει προσπαθεί με τη σειρά του να συλλάβει τον θάνατο. Μια εξ ίσου ισχυρή ορμή εκδηλώνεται σε σχέση με τον θάνατο. Η ζωή μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό που είναι νεκρό. Συνεχίζει ασταμάτητα το δικό της έργο –που φέρει πάντοτε το στίγμα του θανάτου-, μπορεί ν’ αναλάβει τον θάνατο (τον δικό της θάνατο, τον θάνατο κάθε υπάρχοντος και τον θάνατο αυτόν καθαυτόν). Διότι μια παραγωγική σχέση με αυτό που είναι νεκρό καθώς και με τον ατομικό και τον οικουμενικό θάνατο είναι δυνατή. Δεν υπάρχει αιώνια επιβίωση. Όλα συμβαίνουν μέσα στη διάσταση της δοκιμασμένης παγχρονικότητας, που δεν είναι μια διάσταση μεταξύ άλλων, λεπτό προς λεπτό, ώρα με την ώρα, εποχή με την εποχή, κάνοντας την εμπειρία τόσο του μη ξεπερασμένου παρελθόντος, του εξασθενημένου παρόντος, όσο και του μέλλοντος που είναι ήδη εδώ. Φθάνει να είμαστε προσεκτικοί στη σύμπλεξη των μεταβλητών και του αμετάβλητου. Οπωσδήποτε, η ύπαρξη δεν είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς που τολμούν να ζουν αυτό –αυτό- από πολύ κοντά κι από πολύ μακριά συγχρόνως, κατάματα, περαστικοί πάνω σ’ έναν πλανήτη που δεν είναι αιώνιος, διαβάτες ταπεινοί ή σημαντικοί.

Η μη ανασχέσιμη προέλαση της σύγχρονης τεχνικής η οποία καταλαμβάνει τα πάντα συμβαδίζει με την απουσία των Θεών, με την ερήμωση της φύσης, με τη διάλυση των κοινοτήτων, με το βασίλειο του εμπορεύματος, με την αποθέωση της αναπαράστασης και των θεαματικών της οργάνων, με την αποχαλίνωση της θέλησης. Ο άνθρωπος –που υποτίθεται ότι θριαμβεύει- έχει περιοριστεί στα στοιχειώδη. Καθρεφτίζεται χωρίς τελειωμό στον «δικό» του καθρέφτη, στον οποίο είναι επίσης καταδικασμένη να καθρεφτίζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και κάθε πράγμα. Ενάντια στην κατάσταση αυτή υψώθηκαν, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ζωηρές διαμαρτυρίες, κι όχι απλώς διαμαρτυρίες, απέναντι στη γενικευμένη βιομηχανοποίηση. Ζωηρά λόγια και κινήσεις εξέφρασαν όλη τη δυσανεξία, τη δυσφορία, τη δυστυχία, οι οποίες μπορεί μεν να ήσαν οικουμενικές αλλά ήσαν επίσης σημαδεμένες απ’ την καινούργια απόγνωση, απ’ το ξερίζωμα, από τη δύναμη της πεζότητας, του υπολογισμού. Ορισμένες από τις μορφές αυτές που, ρητώς ή όχι, αρνήθηκαν τους νέους καιρούς πλήρωσαν πολύ οδυνηρά τα οράματά τους, υπακούοντας στην τάξη του χρόνου. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι –ας σκεφθούμε τον Ντοστογιέφσκι- δεν μπορούσαν να υποφέρουν αυτό που άρχιζε να κυριαρχεί και του οποίου η κυριαρχία επρόκειτο να επισπευσθεί. Η άρνηση όμως αυτή δεν ήταν άμοιρη και ενός ισχυρού αισθήματος απώλειας, μιας ορισμένης νοσταλγίας.

Έτσι, ο Χαίλντερλιν κάνει ποίηση την απόσυρση των θεών και τείνει προς την αναμονή ενός νέου θεού.

A portrait of Karl Marx before 24th August 1875.

Ο Μαρξ στιγματίζει σκληρά τη βασιλεία της αποξένωσης και εύχεται να ξαναβρεί ο άνθρωπος (οι άνθρωποι στο σύνολό τους) την ανθρώπινη φύση του.


Ο Νίτσε καταγγέλλει τον μηδενισμό που σφραγίζει τα πάντα με ασημαντότητα και προοιωνίζεται μιαν άλλη κατάφαση αυτού που είναι και γίνεται.

Ο Χάιντεγκερ προσκολλάται στη λήθη του Είναι και περιμένει έναν τελευταίο σωτήρα θεό.
Η απόρριψη του παρόντος, που είναι αβάσταχτο και πολύ βαρύ, συμβαδίζει με «προφητικά» λόγια και με χειρονομίες που μυρίζουν νοσταλγία. Η νοσταλγία σκιαγραφεί, απέναντι και μέσα σ’ ένα ανεπανόρθωτο και πνιγηρό παρόν, μιαν «επιστροφή» σ’ έναν τόπο και σ’ ένα χρόνο τον οποίο ουδέποτε κατοικήσαμε πραγματικά και ο οποίος θα ήταν το ενδιαίτημά μας. Πράγμα που δεν αποκλείει τη δυνατότητα να υπάρχουν νοσταλγίες που πηγαίνουν μπροστά, που είναι προδρομικές…"


Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Αξελού, Αυτό που επέρχεται  (Eνότητα: Αυτό Που Προσεγγίζει), Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη , Βιβλιοπωλείον της Εστίας , 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου