Η
γέφυρα του Γαλατά διασχίζει των κεράτιο κόλπο. Η πρώτη γέφυρα που καταγράφεται
ήταν την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα και ήταν κοντά στα Θεοδοσιανά
τείχη. Στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα η γέφυρα χτίστηκαν κατά το παρελθόν
τέσσερις γέφυρες, η σημερινή πέμπτη γέφυρα κατασκευάστηκε το 1994.
Είναι
μια αναδιπλωμένη γέφυρα, 490 μέτρων. Από πάνω του διέρχονται αυτοκίνητα, τραμ
και φυσικά πεζοί, ενώ όταν ο καιρός το επιτρέπει είναι γεμάτη με ψαράδες.
Στη
βάση της γέφυρας υπάρχει ένας όροφος που στεγάζει μαγαζιά και restaurant.
Αν σηκώσετε το κεφάλι σας ψηλά ενώ διασχίζετε την γέφυρα του Γαλατά θα δείτε, από την μία πλευρά την Αγία Σοφία και το Μπλε τζαμί και από την απέναντι των πύργο του Γαλατά. Η γέφυρα και ο πύργος του Γαλατά παίρνουν το όνομα τους από την ομώνυμη περιοχή του Γαλατά, που στο παρελθόν ονομάζονταν από τους Έλληνες 'Πέρα'.
Η
ονομασία Ντολμά Μπαχτσέ (γεμισμένος κήπος) αναφέρεται σε παραλιακή περιοχή της
Κωνσταντινούπολης που δημιουργήθηκε από επιχωμάτωση. Το ανάκτορο του Ντολμά
Μπαχτσέ βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και κατασκευάστηκε από το 1843 έως το 1856
ως κατοικία κάποιων από τους τελευταίους Οθωμανούς σουλτάνους, καταλαμβάνοντας
μια έκταση 110.000 τετραγωνικών μέτρων.
Το
κτίριο είναι επιβλητικό και ογκώδες, ακολουθώντας δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και
όχι τη σχεδιαστική φιλοσοφία του Τοπ Καπί.
Αρχιτέκτονας
του Ντολμά Μπαχτσέ ήταν ο Αρμένιος Καραμπέτ Μπαλιάν μαζί με το γιο του
Νικογιόζ, γνωστοί και οι δύο για τα όμορφα κτίρια με τα οποία κόσμησαν την
Πόλη, ενώ την εσωτερική διακόσμηση ανέλαβαν ο Γάλλος διακοσμητής Σεσάν και
αρκετοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες.
Η
κατασκευή του στοίχισε (εκείνη την εποχή) 5.000.000 λίρες Τουρκίας, ενώ 14
τόνοι χρυσού σε φύλλα χρησιμοποιήθηκαν για να στολιστούν οι οροφές του.
Το
παλάτι διαθέτει 285 δωμάτια, όπου εντύπωση προκαλεί σε όλα η ιδιαίτερη
τεχνοτροπία που έχει εφαρμοστεί στα ξύλινα δάπεδα, τα οποία μοιάζουν με
ψηφιδωτά. Επιπλέον, ξεχωρίζουν η «κρυστάλλινη σκάλα», φτιαγμένη εξ ολοκλήρου
από μπρούντζο και κρύσταλλο μπακαρά, καθώς και ο βαρύτιμος πολυέλαιος στην
αίθουσα του θρόνου, ο μεγαλύτερος του κόσμου, ο οποίος ζυγίζει 4,5 τόνους και
ήταν δώρο της βασίλισσας Βικτωρίας.
Όλη
η επίπλωση, τα χαλιά και τα υφάσματα της εποχής έχουν διατηρηθεί, ενώ το παλάτι
λειτουργεί ως μουσείο από το 1960, με χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά. Στο
Ντολμά Μπαχτσέ πέθανε ο Κεμάλ Ατατούρκ στις 10 Νοεμβρίου του 1938 στις 9.05
π.μ. και όλα τα ρολόγια του παλατιού έχουν σταματήσει στην ώρα του θανάτου του!
Ο
χιλιο-τραγουδισμένος Βόσπορος είναι ένα στενό που αποτελεί, μαζί με τα
Δαρδανέλια, το όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Αποτελεί το στενότερο πέρασμα της
διεθνής ναυσιπλοΐας και ενώνει την Μαύρη Θάλασσα με την Θάλασσα του Μαρμαρά, η
οποία με την σειρά της ενώνει τα Δαρδανέλια με το Αιγαίο.
Το
πέρασμα έχει μήκος 30 χιλιόμετρα ενώ κατά το μήκος και των δύο πλευρών του
είναι χτισμένη η πόλη της Κωνσταντινούπολης. Διαθέτει δύο γέφυρες που το
διασχίζουν, και έχουν μήκος περίπου 1 χιλιόμετρο. Η πρώτη ονομάζεται 'Γέφυρα του
Βοσπόρου' και κατασκευάστηκε το 1973, ενώ η δεύτερη είναι η 'Σουλτάνος Φατίχ
Μεχμέτ' και ολοκληρώθηκε το 1988.
Το
αρχαιοελληνικό όνομα Βόσπορος αναλύεται ως βους (βόδι) + πόρος (πέρασμα), που
αναφέρεται στην Ιώ από την Ελληνική μυθολογία που μεταμορφώθηκε σε αγελάδα και
καταδικάστηκε να περιπλανιέται στη γη μέχρι που διέσχισε το Βόσπορο, όπου
συνάντησε τον Προμηθέα. Αν και ήταν κάπως γνωστό ότι η Μαύρη Θάλασσα και η
Θάλασσα του Μαρμαρά επικοινωνούσαν με ροή λόγω διαφοράς πυκνότητας, ευρήματα
μιας μελέτης του Πανεπιστημίου του Ληντς τον Αύγουστο του 2010 αποκάλυψαν ότι
στην πραγματικότητα υπάρχει ένα υποθαλάσσιο ρεύμα νερού μεγάλης πυκνότητας που
ρέει στον πυθμένα του Βοσπόρου (οφειλόμενο στη διαφορά πυκνότητας των δύο
θαλασσών) που θα ήταν ο έκτος μεγαλύτερος ποταμός στη Γη, αν ήταν στην ξηρά.
620 ιστορικά παραλιακά κτίσματα εκτείνονται κατά μήκος των ακτών του Βοσπόρου, όπως το γιαλί του Αχμέτ Ρασίμ Πασά.
Στις
πυκνοκατοικημένες ακτές στα στενά του
Βοσπόρου βρίσκονται μερικά από τα ακριβότερα σπίτια στη Γη. Μερικά από αυτά είναι κυριολεκτικά παλάτια,
και όχι με τη μεταφορική έννοια, “Γιαλί” στα τούρκικα, απ’ το Ελληνικό
“γυαλός”. Τα στολίδια αυτά κάνουν τη
βόλτα με το καραβάκι στο Βόσπορο μαγευτική και βάζουν την πινελιά τους στο
πανέμορφο αυτό τοπίο. Πολλά από αυτά τα υπέροχα ξύλινα παλιά αρχοντικά, κυρίως στις περιοχές Μέγα Ρεύμα, Νιοχώρι και Μπέμπεκ τα κατοικούσαν πλούσιοι Ρωμιοί και άλλοι πλούσιοι κάτοικοι της Πόλης.
Το
Μέγα Ρεύμα (σημερινή ονομασία Arnavutköy, Aρναβούτκιοϊ, δηλαδή Αρβανιτοχώρι)
ήταν χωριό και σημερινό προάστιο της Κωνσταντινούπολης στο Βόσπορο. Είναι ένα
από τα ομορφότερα και πλέον καλοδιατηρημένα χωριά της ευρωπαϊκής όχθης του
Βοσπόρου. Έχει ρίζες στην αρχαιότητα και στην περίοδο της ακμής του ήταν το
μεγαλύτερο ελληνικό χωριό του Βοσπόρου, με περισσότερους από 6.000 Έλληνες.
Το
χωριό στην αρχαιότητα, σύμφωνα με μαρτυρία του ιστορικού Πολύβιου, ονομαζόταν
«Εστίαι». Κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, ο οποίος έζησε το πρώτο ήμισυ του 5ου
μ.Χ. αιώνα, οι πρώην «Εστίαι» επί των ημερών του ονομάζονται «Μιχαήλιον».
Αναφέρεται επίσης το όνομα «Ανάπλους». Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής
Pierre de Gylle αναφέρει σε σύγγραμμά του (1553) ότι το Μιχαήλιον ονομάζεται
από τους Γραικούς «Ασωμάτων», από τον περίφημο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αλλά
ήδη και «Μέγα Ρεύμα». Πολύ πριν την Άλωση, πολλοί συγγραφείς αναφέρονται στην
«Ασωμάτων κώμη», «χώρα των Ασωμάτων» και «Ασώματο». Μετά την Άλωση, ο Σουλτάνος
Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής εποίκησε τη ρημαγμένη περιοχή με Αλβανούς από την Ήπειρο,
εξού και η τουρκική ονομασία Arnavutköy, Αρβανιτοχώρι. Οι Αρβανίτες αυτοί ήταν
ελληνορθόδοξοι και αφομοιώθηκαν από τη ρωμαίικη κοινότητα, καθώς αναμείχθηκαν
αργότερα και με Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Η
ονομασία Μέγα Ρεύμα επικράτησε από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Όπως
δηλώνει το όνομα του χωριού, το ρεύμα του Βοσπόρου, που κατεβαίνει από τον
Εύξεινο Πόντο στη Μεσόγειο, αναπτύσσει εντυπωσιακή ταχύτητα. Στα παράλια του
Βοσπόρου υπάρχουν εκπληκτικής τέχνης παραθεριστικές κατοικίες αριστοκρατών (τα
λεγόμενα γιαλί). Στο κέντρο του προαστίου υπάρχει η ελληνορθόδοξη εκκλησία των
Ταξιαρχών, η μεγαλύτερη του Βοσπόρου, η οποία μαρτυρεί και το μέγεθος και τον
αλλοτινό πλούτο της τοπικής ρωμαίικης κοινότητας. Στο Μέγα Ρεύμα οι ντόπιοι
ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία και την αλιεία. Εκεί παραθέριζαν
επιφανείς Φαναριώτες και ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας: οι Υψηλάντηδες, οι
Μουσούροι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Καραθεοδωρήδες, οι Σούτσοι. Ο Νικόλαος Σκουφάς
απεβίωσε στο Μέγα Ρεύμα και ετάφη στο ναό των Ταξιαρχών το 1819. Μετά την
Ελληνική Επανάσταση οι Φαναριώτες αποδεκατίζονται και εγκαθίστανται στο χωριό
μουσουλμάνοι.
To
Ρούμελι Χισάρ ή Κάστρο της Ρούμελης, χτίστηκε το 1452 από τον σουλτάνο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μωάμεθ Β' τον Πορθητή και διαδραμάτισε σημαντικό
ιστορικό ρόλο στο γεγονός της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε
το επόμενο έτος.
Μαζί
με το Αναντολού Χισάρ, χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο του περάσματος μεταξύ της
Μαύρης Θάλασσας και της Θάλασσας του Μαρμαρά.
Το
κάστρο βρίσκεται στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, επί της ευρωπαϊκής πλευράς
της Κωνσταντινούπολης και ειδικότερα στην περιοχή Σαριγιέρ, κάτω από την
περιοχή του παλαιού κολεγίου Ρόμπερτ (σήμερα Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου).
Η
κατασκευή του ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1452 μετά την κατάκτηση δύο
προγενέστερων βυζαντινών πύργων από τον Μωάμεθ Β', οι οποίοι επεκτάθηκαν μέσα σε
σύντομο χρονικό διάστημα.
Η
διάταξη του κάστρου έχει τη μορφή ισοσκελούς τριγώνου. Τα εξωτερικά τείχη,
πάχους άνω του ενός μέτρου, φθάνουν σε ύψος περίπου 15 μέτρων. Ξεχωρίζουν τρεις
μεγάλοι πύργοι, που φέρουν τα ονόματα τριών βεζίρηδων του Μωάμεθ Β' (Χαλίλ
Πασάς, Ζαγανός Πασάς, Σαριτζά Πασάς). Η έκτασή του υπολογίζεται πως φθάνει τα
250 μέτρα μήκος στη διεύθυνση βορρά-νότου, με πλάτος περίπου 50-100 μέτρα, ενώ
ο υψηλότερος πύργος του, στο νότιο τμήμα του, φθάνει σε απόσταση 70 μέτρων από
την επιφάνεια της θάλασσας.
Μετά
την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, λειτούργησε ως φυλακή και τελωνειακός σταθμός,
ωστόσο σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Μέχρι το 19ο αιώνα, διατήρησε τον ισχυρό
μουσουλμανικό χαρακτήρα του με πολυάριθμα τεμένη αλλά και μοναστήρια
δερβίσηδων. Στη θέση του αναπτύχθηκε χωριό που μάλλον αποτελούσε θερινό θέρετρο
για μέλη της οθωμανικής άρχουσας τάξης. Μετά την αναστήλωσή του το 1953, οι
οικίες του χωριού στο εσωτερικό του κάστρου κατεδαφίστηκαν και αποτελεί
προσβάσιμο μουσειακό χώρο. Σε υπαίθριο θέατρο που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό
του διοργανώνονται σήμερα παραστάσεις κατά τη θερινή περίοδο, στα πλαίσια του
Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης.
Το
Ανaντολού Χισάρ χτίστηκε επί Βαγιαζήτ Α' ως προπαρασκευή για πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης στην περιοχή της ασιατικής όχθης του Βοσπόρου που είναι
σήμερα γνωστή ως Γκιόκσου. Ο όρος "χισάρ" προέρχεται από το αραβικό ρήμα
"χασάρα" (περισφίγγω, περιβάλλω, περικλείω).
Ένα
από τα πιο γνωστά σύμβολα της Κωνσταντινούπολης στις μέρες μας είναι ο
πασίγνωστος Πύργος του Λεάνδρου ή «Πύργος της Κόρης» (στα τουρκικά Kız Kulesi),
που βρίσκεται πάνω σε νησάκι στη νότια είσοδο του Βοσπόρου, 200 μέτρα από την
ασιατική ακτή της Χρυσοπόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Στο
ίδιο σημείο ο Αθηναίος στρατηγός Αλκιβιάδης το 408 π.Χ. είχε χτίσει
παρατηρητήριο για να ελέγχει τις μετακινήσεις των περσικών σκαφών στα στενά.
Ο
πύργος χτίστηκε αργότερα και επανοικοδομήθηκε ως φρούριο από τον βυζαντινό
αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό το 1110. Στον πύργο στηριζόταν η μια άκρη της
αλυσίδας με την οποία οι Βυζαντινοί έφραζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα οι
Οθωμανοί τον τροποποίησαν ελαφρώς αρκετές φορές. Χρησιμοποιήθηκε ως φάρος, ως
απομόνωση ενώ ενώ μετά τους σεισμούς του 1999 ο σκελετός του ενισχύθηκε με
μέταλλο και μπετόν.
Το
όνομα του πύργος συνδέεται με δύο θρύλους. Σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή ένας
σουλτάνος έκλεισε εκεί τη νεαρή κόρη του μετά από χρησμό που έλαβε «ότι θα
πεθάνει από τσίμπημα φιδιού ως τα 18 της χρόνια», προκειμένου να την
προστατέψει. Ο μόνος που την επισκεπτόταν ήταν ο πατέρας της, ο οποίος στα 18
γενέθλιά της, της πήγε ένα καλάθι φρέσκα φρούτα, μέσα στο οποίο όμως κρυβόταν
ένα δηλητηριώδες φίδι που δάγκωσε την πριγκίπησσα και επιβεβαίωσε την προφητεία.
Σύμφωνα
με την αρχαιοελληνική εκδοχή ο πύργος οφείλει την ονομασία του στο μύθο της
Ηρούς και του Λέανδρου. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε
ένα πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο
Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την
ερωτεύθηκε, και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι
μαζί της. Η Ηρώ, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να
τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή. Μια
χειμωνιάτικη νύχτα όμως η λάμπα έσβησε, ο Λέανδρος έχασε το προσανατολισμό του
και πνίγηκε. Η Ηρώ όταν κατάλαβε τι συνέβει αυτοκτόνησε πηδώντας από τον πύργο.
Ο
μεσαιωνικός πύργος του Γαλατά είναι 66.9 μέτρων και κατασκευάστηκε το 1348. Ο
κυλινδρικός αυτός κωνικός πύργος είναι από τα πιο χαρακτηριστικά αξιοθέατα
καθώς ξεχωρίζει στον ουρανό της πόλης βόρεια του Κεράτιου κόλπου.
Η πολύβουη πόλη των 18 εκατομμυρίων κατοίκων, ο ορίζοντας που χαράζεται από τους μιναρέδες, η γέφυρα του Βοσπόρου, το παλάτι του Ντολμαμπαχτσέ, το νησάκι του Λέανδρου, οι ουρανοξύστες του Ταξίμ, μαζί με τα παραθαλάσσια εξοχικά και τα καράβια που περνούν προς τον Εύξεινο Πόντο, συνθέτουν ένα μαγευτικό σκηνικό.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής