Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Aρθούρος Ρεμπώ, «Το μεθυσμένο καράβι». Arthur Rimbaud, “Le bateau ivre”

Hieronymus Bosch (c 1450–1516), The Ship of Fools (fragment of left wing of The Wayfarer triptych) (detail) (1500-10), oil on oak panel, 58.1 x 32.8 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια,
όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς.
Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε καρφώσει
απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς
τώρα τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός,
τόσο μπαμπάκι εγγλέζικο και στάρι από τη Φλάνδρα
που είχα συντροφιά
μέσα στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός,
ξελύσσαξαν οι δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί.
Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω μοναχό
όπου μου κατεβεί.

Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!-
να τρέχω στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές,
κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές.
Η τρικυμία βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

Δέκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ
κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών.
Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- μήτε για μια στιγμή
τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό
του τρυφερού ξυνόμηλου στο στόμα του παιδιού,
μπήκε το πράσινο νερό στα έλατα του σκαριού μου.
Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς
κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά
και τους παλιούς τους εμετούς.

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα
ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός,
πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς
και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά
να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή,
κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά,
του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές·
είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα·
κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται:
σμήνος περιστεριών·
γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
τρόμους χαρακωμένος,
σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός
-μάσκες αρχαίων τελετών-
καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία
πάνω απ’ τις αποστάσεις.

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας
είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά
στο βλέμμα της θαλάσσης,
δρολάπι απίστευτων χυμών,
κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές
να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων,
τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό
πόδι της Παναγιάς
να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια,
που άνθιζαν μάτια πάνθηρα
με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραμμή
του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς,
που μέσα στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν!
Δίνες, ερέβη αιφνίδια στη μέση της γαλήνης
και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους!
Τρομακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς,
όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα
τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

Ήθελα να ’χα απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω
αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί
νανούρισαν τη ρότα μου
και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών
παράδερνα· κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό
το σκαμπανέβασμά μου,
άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της
με κίτρινες βεντούζες.
Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό...

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών,
χάβρες πουλιών και κουτσουλιές
πουλιών με μάτια ξέθωρα-
πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου,
τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά
των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό
δίχως πουλιά ο τυφώνας,
εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί
κι οι Τεύτονες ψαράδες·

Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή
και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο,
ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές
και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές
λειχήνες φορτωμένο·

Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό
σανίδι, που παράδερνε με μόνη συντροφιά
κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν ροπαλοφόρος
ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες·

Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ
πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ
κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες,
αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά,
που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό.
Εκεί, μες στις απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι
την εξορία του ύπνου σου,
σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;

Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ.
Είναι μια θλίψη κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι,
κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
Με λήθαργους μεθυστικούς
με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η κοφτερή.
Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ,
είναι μια γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή
που, όταν σκορπούν του δειλινού τα μύρα, ένα παιδί
γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει
ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο,
δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο·
των σημαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω
και τις μαούνες, -τα φρικτά μάτια τους- να πλευρίσω.

Oskar Laske (1874–1951), The Ship of Fools (1922), tempera and gold leaf on canvas, 195 x 240 cm, Österreichische Galerie Belvedere, Vienna, Austria. Wikimedia Commons.

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

“Le bateau ivre”

William Etty (1787–1849), Youth on the Prow, and Pleasure at the Helm (1830-2), oil on canvas, 158.7 x 117.5 cm, The Tate Gallery, London (Presented by Robert Vernon 1847). Photographic Rights © Tate 2016

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’oeil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rhythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
– Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux…

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
– Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Million d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons.

Franz Sedlacek (1891–1945), Das Narrenschiff (Ship of Fools) (1930), colour print, title page of ‘Jugend’ vol 6, dimensions and location not known. Wikimedia Commons.

Arthur Rimbaud, Poésies

***

Portrait of Arthur Rimbaud at the age of seventeen, by Étienne Carjat, c. 1872.

Τα έφερε έτσι η Ιστορία, η άστοργη με τα παιδιά της, που αρκούνται να τρεχοβολούν στα πόδια της, πασχίζοντας να σακατέψουν το ένα το άλλο και η πάντα σκληρή με τα παιδιά της που για να δείξουν την αγάπη τους στο πρόσωπό της, κάνουν συνεχώς το λάθος να επιχειρούν να γράψουν τη βιογραφία μιας αθάνατης δαιμόνισσας· τα έφερε, λοιπόν, έτσι η Ιστορία, ώστε ένα νεαρό αγόρι να εισβάλει στο εντευκτήριο των αθανάτων ποιητών με έναν θρύλο στο χέρι. Γιατί το Μεθυσμένο Καράβι είναι ένας από εκείνους τους θρύλους που φέρουν το όνομα του Προμηθέα, του Οιδίποδα, του Δον Κιχώτη, του Φάουστ, του Άμλετ, ένα από εκείνα τα πρόσωπα, που συμπυκνώνουν στην δράση τους καίριες επιθυμίες του πολιτισμικού υποκειμένου και γίνονται σύμβολα της τραγικής ύπαρξής του. Τι λέει το Μεθυσμένο Καράβι; Λέει πως το ορθολογικό ευρωπαϊκό υποκείμενο, εφηβικό ακόμα σε σχέση με τα υποκείμενα άλλων ιστορικών πολιτισμών, επιχειρεί μιαν έξοδο προς την ανορθολογική μέθη τους και αφού την χορτάσει, νοσταλγεί την «λασπολακούβα» της Μεσογείου. Πραγματικά, η ιδέα πως οτιδήποτε αξιόλογο βρίσκεται πάντα αλλού, ανήκει στην πνευματική περιουσία της Ευρώπης. Πρώτος ο Ηρόδοτος την επεσήμανε, εκφράζοντας την κατάπληξη που του προκάλεσαν όσα θαυμαστά είδε στα ταξίδια του. Αλλά, η διερεύνηση των φαντασιακών κινήτρων αυτής της ιδέας δεν έχει καν αρχίσει ακόμα. Και θα ήμασταν έντιμοι, όχι μόνο απέναντι στον Ρεμπώ, ο οποίος δοκίμασε στο πετσί του την μοίρα αυτού του μεθυσμένου καραβιού, αλλά και απέναντι στην τραγική μοίρα του δυτικού ανθρώπου, αν βουτούσαμε μέσα στα σκοτεινά νερά του πρόωρα γερασμένου πολιτισμού μας.    

Πηγές: https://www.vakxikon.gr/a%CF%81%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CF%8E-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B2%CE%B9/ - https://www.poetica.fr/poeme-1906/arthur-rimbaud-le-bateau-ivre/

 








 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Απολείπειν ο θεός Aντώνιον». Constantinos P. Cavafy, “The God Abandons Antony”

Johann Georg Wille, after Pompeo Batoni, The Death of Mark Antony with Cleopatra at left, (1778).  Engraving, 38.1 × 48.5 cm.  The Metropolitan Museum of Art. Wikimedia Commons.

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Λώρενς Άλμα-Τάντεμα,  Αντώνιος και Κλεοπάτρα, (1885), oil on panel, 65.4 × 91.4 cm. Private collection. Wikimedia Commons.

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Α’ 1897 - 1918, Ίκαρος 1963.  

 The God Abandons Antony

Thomas Watson, after Nathaniel Dance-Holland, The Death of Mark Antony, (1780). Mezzotint, 55.8 × 37.5 cm, The Metropolitan Museum of Art. Wikimedia Commons.

When suddenly, at midnight, you hear
an invisible procession going by
with exquisite music, voices,
don’t mourn your luck that’s failing now,
work gone wrong, your plans
all proving deceptive—don’t mourn them uselessly.
As one long prepared, and graced with courage,
say goodbye to her, the Alexandria that is leaving.
Above all, don’t fool yourself, don’t say
it was a dream, your ears deceived you:
don’t degrade yourself with empty hopes like these.
As one long prepared, and graced with courage,
as is right for you who proved worthy of this kind of city,
go firmly to the window
and listen with deep emotion, but not
with the whining, the pleas of a coward;
listen—your final delectation—to the voices,
to the exquisite music of that strange procession,
and say goodbye to her, to the Alexandria you are losing.

Johann Heinrich Tischbein (1722–1789), Antony and Cleopatra (1773), oil on canvas, 66 x 52.5 cm, Muzeum Narodowe w Warszawie, Warsaw, Poland. Wikimedia Commons.

Reprinted from C. P. CAVAFY: Collected Poems Revised Edition, translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard, edited by George Savvidis. Translation copyright © 1975, 1992 by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Princeton University Press. For reuse of these translations, please contact Princeton University Press.


 


 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Νόορ Χίντι, Τέσσερα ποιήματα. Noor Hindi, Four Poems

Η Νόορ Χίντι (γεν. 1995) είναι Αμερικανο-Παλαιστίνια ποιήτρια και δημοσιογράφος. Έχει σπουδάσει ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Άκρον και ζει στο Ντιτρόιτ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Dear God. Dear BonesDear Yellow. κυκλοφόρησε το 2022 από τις εκδόσεις Haymarket Books. Ποιήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά και μέσα όπως τα Poetry Magazine, Kenyon Review, Adroit Journal, Guernica και American Poetry Review. Hindi is a Palestinian-American poet. Her debut collection of poems, Dear God. Dear Bones. Dear Yellow (Haymarket Books 2022), was an honorable mention for the Arab American Book Award. She is the co-editor of Heaven Looks Like Us: Palestinian Poetry. (Haymarket Books, 2025). Credit: Hana Mattar

«Να πάει να γαμηθεί η διάλεξή σου για την τέχνη, ο λαός μου πεθαίνει»

Homeland, painted by Sliman Mansour in 2010. Sliman Mansour shows the dehumanisation and confinement faced by Palestinians at checkpoints [Courtesy of Sliman Mansour]

Οι έποικοι γράφουν για λουλούδια.
Εγώ σου μιλάω για παιδιά που πετούν πέτρες σε ισραηλινά τανκς
δευτερόλεπτα πριν γίνουν μαργαρίτες.
Θέλω να είμαι σαν εκείνους τους ποιητές που νοιάζονται για το φεγγάρι.
Οι Παλαιστίνιοι δεν βλέπουν το φεγγάρι από κελιά και φυλακές.
Είναι τόσο όμορφο, το φεγγάρι.
Είναι τόσο όμορφα, τα λουλούδια.
Μαζεύω λουλούδια για τον νεκρό πατέρα μου όταν είμαι λυπημένη.
Βλέπει Al Jazeera όλη μέρα
Θέλω η Jessica να πάψει να μου στέλνει μηνύματα για Χαρούμενο Ραμαζάνι.
Ξέρω πως είμαι Αμερικανίδα γιατί όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο, κάτι πεθαίνει.
Οι μεταφορές για τον θάνατο είναι για ποιητές που νομίζουν τα φαντάσματα νοιάζονται για τον ήχο.
Όταν πεθάνω, υπόσχομαι να σε στοιχειώνω για πάντα.
Μια μέρα, θα γράψω για τα λουλούδια σαν να μας ανήκουν.

«Έκτακτη (είδηση)»

Rituals Under Occupation by Sliman Mansour [Courtesy of Sliman Mansour]

Θα ξυπνήσουμε, Κυριακή πρωί, και θα διαβάσουμε την εφημερίδα. Θα διαβάσουμε ο ένας τον άλλο.
Θα γίνουμε καταναλωτές
των ιστοριών ο ενός του άλλου ―ένα απελπισμένο άπλωμα χεριού
για τη ζεστασιά ενός άλλου σώματος― τα λόγια του να μας επιπλέουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Κουβαλάμε νεκροταφεία στις
πλάτες μας, και εγώ κρατάω μια πυγολαμπίδα
όμηρο στο ένα μου χέρι, το φως της εξασθενεί στη ζεστασιά
της γροθιάς μου, και στο άλλο, ένα στυλό, για να καταγράψω τον θάνατό της. Δεν είναι φρικτό αυτό; Θα σε ρωτήσω, κλείνοντας
τη γροθιά μου μια ακόμα φορά.
Σε συνεντεύξεις, καδράρω τις ιστορίες των άλλων μέσα από έναν φακό ώστε να γίνουν εύπεπτες στους καταναλωτές.
Γίνομαι μηχανή. Μια μεταφορά πληροφορίας. Οι ιστορίες ―μια ικεσία για ενσυναίσθηση― ένας υπερκορεσμός συναισθημάτων που θα αποτύχουμε να μετατρέψουμε σε δράση.
Αυτό που χάνεται είναι ανυπολόγιστο.
Και στο τέλος του καλοκαιριού, οι πισίνες θα έχουν αδειάσει από νερό
Και θα είναι αδύνατο να κολυμπήσουμε.

«Η Παλαιστίνη»

From the River to the Sea is a 2021 painting by Sliman Mansour [Courtesy of Sliman Mansour]

είναι γυναίκα. Ένα παιδί
που φορά θόμπε. Κουκούτσια ελιών
στα χέρια μου. Το τατρίζ
στη μαντίλα της γιαγιάς μου.
Είναι τριάντα τέσσερις σκοτωμένοι Παλαιστίνιοι.
Δεν ξυπνάμε. Αμερικάνοι
πολιτικοί. Κατεχόμενη
χώρα. Το Ισραήλ έχει το δικαίωμα
να υπερασπιστεί τον εαυτό του
. Η Ahed Tamini,*
παγωτό στη γλώσσα,
άγνωστης γεύσης. Είσαι ευγνώμων
που οι γονείς σου ήρθαν σε
αυτή την χώρα
; Τριακόσιοι
νεκροί. Υπαίθρια φυλακή. Δεκαετής
αποκλεισμός. Η Rouzan al-Najjar,**
τυχαία σφαίρα. Ρόδι
τόσο αιματηρό. Η γιαγιά μου
που γεννήθηκε δέκα μέρες πριν τη Νάκμπα,
με μπαρούτι στο αίμα της.
Σταματήστε να μας σκοτώνετε.
Σταματήστε να μας λέτε πώς να πολεμάμε.
Είναι ναργιλές σταφύλι μέντα, χώρα
που δε έχω ποτέ επισκεφτεί ποτέ. Γυναίκα,
σώμα μελανιασμένο και αστυνομευόμενο.
Είναι κουίρ. Είναι γάμα την πατριαρχία.
Είναι τριακόσιες χιλιάδες σκοτωμένοι Παλαιστίνιοι.
Ο πατέρας μου που κλαίει
ακούγοντας Omayama El Khalil.*** Γλυκό μαύρο τσάι,
φρέσκια μέντα κολλημένη
στον ουρανίσκο μου. «Λύση» των δύο κρατών.
Νομίζαμε πως το σπίτι
ήταν άδειο
. Είναι ο ξένος που ζει
στο σπίτι του προπάππου μου,
τρώγοντας τα ρόδια που κάποτε φύτεψε.
Πώς είπες πάλι πώς προφέρεις
το όνομά σου
; Είναι
;;;;; σκοτωμένοι Παλαιστίνιοι. Ηλιοτρόπια
στους τάφους τους. Σπόρια
που σπάμε ανάμεσα στα δόντια μας,
φτύνοντας κάθε τσόφλι
πριν σκάψουμε ακόμα έναν τάφο.

*Ahed Tamimi (γεν. 2001) Παλαιστίνια ακτιβίστρια. Έγινε διεθνώς γνωστή όταν 16 ετών συνελήφθη από τον ισραηλινό στρατό μετά τη δημοσίευση βίντεο όπου χτυπούσε Ισραηλινούς στρατιώτες έξω από το σπίτι της.
**Rouzan al-Najjar (1997-2018) Παλαιστίνια εθελόντρια νοσοκόμα. Δολοφονήθηκε από ισραηλινό ελεύθερο σκοπευτή κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πορείας της Επιστροφής, καθώς προσέφερε πρώτες βοήθειες σε τραυματισμένους διαδηλωτές.
***Omayma El Khalil (γεν. 1996) Λιβανέζα τραγουδίστρια. Η μουσική της είναι έντονα πολιτικοποιημένη και συνδέεται με τον αγώνα των Αραβικών λαών, ιδιαίτερα της Παλαιστίνης.

«Όλα μου τα φυτά είναι νεκρά»

Olive grove by Sliman Mansour, oil on canvas, 2012. The olive tree is more than a tree in Palestine, it is a heartbeat, a witness, a rooted elder holding centuries in its branches. When Israeli forces and settlers tear these groves from the earth, it is not only roots that are severed, but memory, heritage, and the quiet dreams of generations. Yet even uprooted, the olive carries a stubborn truth: that belonging cannot be erased, and that the land remembers those who loved it. [Courtesy of Sliman Mansour]

Σταμάτησα να προσπαθώ
να ταΐσω οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό μου.
Ξύπνησα χτες και δεν μπορούσα να δω
δρόμο, μετά ξύπνησα την επόμενη μέρα
και κάποιος μου έδωσε ένα βιβλίο
για τον αντρικό δικαιωματισμό
που έπνιξα σε χυμό πορτοκάλι.
Προσπαθώ να είμαι πιο ισορροπημένη.
Προσπαθώ να φάω τις σταφίδες μου ειρηνικά.
Νομίζω θα ήθελα
να έχω μνήμη σκύλου.
Θα με έκανε πιο επιεική.
Κάποιος μου λέει να φανταστώ
τα βάσανά μου φύλλα που επιπλέουν
μακριά μου σ’ ένα ποτάμι, οπότε τον ρωτάω γιατί
οι άντρες έχουν τεράστια στόματα,
και να πάλι που τα γαμάω
όλα με τα πολιτικά μου.
Χτες ένας λευκός τύπος προσπάθησε
να μου πει πώς είναι να είσαι γυναίκα
έγχρωμη, οπότε έβαλα τα χέρια μου
μέσα στο στόμα του και ξέσκισα τις φωνητικές χορδές του.
Δεν είμαι πολιτικό άτομο.
Ας μιλήσουμε για το φεγγάρι.
Είναι τόσο όμορφο απόψε.
Όχι. Γάμα το. Εγώ είμαι το φεγγάρι.

Μετάφραση: Άλτα Πανέρα

Από την ποιητική συλλογή Dear God, Dear Bones, Dear Yellow (Haymarket Books, Σικάγο 2022).

Πηγές: https://www.hartismag.gr/hartis-78/metafrash/tessera-poiimata - https://noorhindi.com/





 

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Δήμητρα Μήττα, «Η απαγωγή»

Janet Hill, The Kidnapping of Edward Pink Part 20. © Janet Hill 

Πώς τα κατάφεραν και τον απομόνωσαν από το πλήθος; Πώς τον απομάκρυναν από τους άνδρες ασφαλείας του; Μια χούφτα χωριάτες, κι άλλες τόσες χωριάτισσες, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι που το πέτυχαν. Περίπου συνομήλικοι και συνομίληκές του, αλλά καθόλου ίδιοι μ’ αυτόν. Αυτοί με σκαμμένα τα πρόσωπα από τον ήλιο, το δικό του φράπα από τις κρέμες ηλίου και νυχτός, τα νύχια τους βρώμικα από τη δουλειά στη γη, τα δικά του λουστραρισμένα, αυτοί με λασπωμένες λαστιχιένες μπότες, αυτός με πανάκριβα σκαρπίνια που αγκάλιαζαν μαλακά το πόδι σαν κάλτσες. Όσο για τις γυναίκες, αυτές του φάνηκαν χοντρές, με χαλαρωμένο το δέρμα, με τα βυζιά πεσμένα μέχρι κάτω τη γη, με κεφαλομάντηλα που έβλεπε σε παλιές φωτογραφίες και σε κανένα λαογραφικό  μουσείο που τύχαινε να εγκαινιάσει. Τι στο καλό… Σε χρονοκάψουλα είχε μπει; Αλήθεια, πόσα χρόνια πριν τον είχε φέρει; Πενήντα; Μπα, λίγα ήταν; Εβδομήντα; Εκατό;

Jean-François Millet (1814–1875), The Sower (1865-66), pastel and crayon on beige wove paper mounted on board (Conté crayon, wood-pulp board), 47.1 × 37.5 cm, Sterling and Francine Clark Art Institute, Williamstown, MA. Wikimedia Commons.

Πώς τον απομόνωσαν; «Από εδώ, κύριε πρωθυπουργέ, ελάτε και από εδώ να δείτε τα αμπέλια μας. Λίγο παρακάτω θα δείτε τις καινούριες εγκαταστάσεις. Με τις επιδοτήσεις που μας δώσατε τις κάναμε, να είστε καλά. Πρέπει οπωσδήποτε να τις δείτε. Καταργήσαμε και τα κανόνια, για να μην σπαταλάμε νερό που εξατμίζεται στον αέρα και βάλαμε σωληνάκια με τρύπες να βγαίνει σιγά σιγά το νερό και να μην χάνεται σταγόνα. Πολύτιμο το νεράκι κ. πρωθυπουργέ. Λίγο ακριβά τα φυτοφάρμακα, κάνε κάτι με τις τιμές, γιε μου –μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι, δικό μας παλληκάρι είσαι, στην ηλικία του γιου μου, δεν ξέρω και πολλά γράμματα, αλλά τη γη την ξέρουμε καλά. Δεν θα με προσβάλεις, θα ’ρθεις και στο σπίτι μου να δοκιμάσεις το γλυκό σταφύλι. Και σε μας κ. πρόεδρε. Τι, εμάς δεν θα μας καταδεχτείς;». Και να τον χτυπούν στην πλάτη καλόκαρδα και αυτός να θέλει να βγάλει το κατάλευκο πουκάμισο και να το πετάξει πέρα –ποιος ξέρει τι βρωμιά θα είχαν αφήσει επάνω του με τις βρωμοπαλάμες τους.  Να το ένα, να το άλλο, έλα από εδώ, έλα και σε μας, σιγά σιγά τον απομάκρυναν από τον πολύ κόσμο και από τους σωματοφύλακες που αγωνίζονταν να τον φτάσουν αλλά αυτός έκανε νόημα να μην ανησυχούν, ευκαιρία ήταν να δείξει πως ήταν ένας από αυτούς, ότι δεν είχε ξεχάσει τις ρίζες των προγόνων του –ήταν βέβαια γαιοκτήμονες οι πρόγονοί του και όχι απλοί αγρότες αλλά τέλος πάντων. Τους άφησε ως και σε τρακτέρ να τον ανεβάσουν, «φόρα το καπέλο μη σε φάει ο ήλιος», του είπε ο οδηγός και του κοτσάρισε ένα ψάθινο ξεφτισμένο καπέλο, λεκιασμένο  «από τον τίμιο ιδρώτα του αγρότη», όπως έλεγε στις ομιλίες του στην ύπαιθρο. «Υπομονή», έλεγε στον εαυτό του, «προεκλογική περίοδος είναι, πρέπει να τους υπομείνω. Να βγω με το καλό, και μετά με περιμένουν τα σαλόνια στις Βρυξέλλες, τα παχιά χαλιά, οι αρωματισμένοι χώροι». Προς το παρόν, έπρεπε να είναι με τους… άλλους! Παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι, να, σε λίγο θα γυρνούσε στο ξενοδοχείο και θα έμπαινε στη σάουνα για να απολυμανθεί.

Ξαναέκανε νόημα στους άνδρες της ασφάλειάς του να μην ανησυχούν, αλλά έλα που αυτοί κάτι έβλεπαν που δεν τους άρεζε. Τι; Τον πρωθυπουργό πάνω στο τρακτέρ –μόλις που τον διέκριναν από το ψάθινο καπέλο-, μπροστά του δύο άλλα τρακτέρ, από πίσω καμιά δεκαριά, ένα κονβόι τιμητικό για τον πρόεδρο της κυβέρνησης, που όμως έβγαινε από τον κεντρικό δρόμο και έμπαινε σε χωραφίσια μονοπάτια. Έ να μην του έδειχναν πώς είναι η δουλειά του αγρότη; Αποκομμένος από την ασφάλειά του, συνέχισε να χαιρετά όσους δούλευαν σκυμμένοι στα χωράφια. Έσπερναν ή έβγαζαν καρπούς από τη γη; Δεν θέλησε να ρωτήσει, για να μην φανεί η άγνοιά του σε αγροτικά ζητήματα. Στο μεταξύ, ο αέρας ή κάποιος που καθόταν πίσω τίναξε το καπέλο μακριά –ούτε από αυτό δεν μπορούσαν πια να τον ξεχωρίσουν οι δικοί του.

*** 

Frances Hodgkins (1869–1947), Broken Tractor (1942), gouache on paper, 38.1 x 57.1 cm, The Tate Gallery (Purchased 1943), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)

Τις επόμενες μέρες υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας ανέκριναν όλους όσοι οδηγούσαν τρακτέρ. Οι πρώτοι είπαν ότι δεν είδαν τι γινόταν πίσω τους, ο επόμενος από το πρωθυπουργικό τρακτέρ δήλωσε πως έπαθε λάστιχο και ότι αναγκάστηκε να σταματήσει, οπότε σταμάτησαν και οι από πίσω του, καθώς δεν μπορούσαν να προσπεράσουν στο στενό μονοπάτι. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορούσε να πει τι έγινε με το τρακτέρ του πρωθυπουργού, προς τα πού πήγε και πώς χάθηκε. Ήταν πια βέβαιο πως ο πρωθυπουργός είχε απαχθεί. Μάλιστα. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος καταδίκασε την ενέργεια και περίμενε την προκήρυξη για την ανάληψη ευθύνης. Στο μεταξύ κατέφθασαν στη χώρα ξένες μυστικές υπηρεσίες, για να συνδράμουν στο έργο των τοπικών, επαρχιώτικων υπηρεσιών. Λύτρα θα ζητούσαν οι απαγωγείς ή ανταλλάγματα για επαναστάτες τρομοκράτες συντρόφους τους που ήταν φυλακισμένοι; Οι μέρες κυλούσαν, η προκήρυξη δεν ερχόταν, λύτρα και ανταλλάγματα δεν ζητιόντουσαν. Τι στην ευχή;

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. πρωθυπουργός πράγματι είχε απαχθεί και βεβαίως ένιωθε τρομοκρατημένος παρά το γεγονός ότι οι απαγωγείς τον διαβεβαίωσαν για την ασφάλεια και τη σωματική του ακεραιότητα –«δεν θέλουμε το κακό σου, κ. πρόεδρε, μόνο λίγες μέρες να περάσεις μαζί μας, αυτό θέλουμε». Διακοπές στο χωριό; Όχι ακριβώς. «Θα κάνεις ό,τι κι εμείς». Δηλαδή; Στην αρχή έφριξε, γιατί αυτό που του ζητούσαν ήταν να γίνει αγρότης. Και είναι άλλο πράγμα όταν στις περιοδείες μιμούνταν τον αγρότη, με μια τσάπα στα χέρια τάχα να σκάβει την έτοιμη από πριν τρύπα και να φυτεύει ένα δέντρο, ή να κάνει τον ψαρά κρατώντας ένα καλάμι σε μια βάρκα του και άλλο τώρα που δεν θα μιμούνταν αλλά θα γινόταν. «Μπορεί να κάνει καλό στην εικόνα μου», σκέφτηκε, «όλο και κάποια φωτογραφία θα κυκλοφορήσει». Ακόμη δεν είχα καταλάβει τίποτε ο κύριος πρόεδρος.

Hans Andersen Brendekilde (1857–1942), Worn Out (1889), oil on canvas, 207 x 270 cm, Fyns Kunstmuseum, Odense, Denmark. Wikimedia Commons.

Αγρότης λοιπόν. Οι αλλαγές ξεκίνησαν με τα παπούτσια του. Διότι την ίδια μέρα της απαγωγής τον πήραν μαζί τους στα χωράφια για να ποτίσουν. Βυθίστηκε στη λάσπη με τα πανάκριβα επώνυμα παπούτσια του, τα άκουγε να διαμαρτύρονται για τη βάναυση μεταχείριση που δέχονταν, οπότε αναγκάστηκε να δεχτεί να φορέσει κάτι μεταχειρισμένες λαστιχένιες μπότες μέχρι το γόνατο που τουλάχιστον προστάτευαν το παντελόνι του, αν και το τσαλάκωναν.

Οι απαγωγείς του δεν του φέρονταν άσχημα ούτε έκαμναν διακρίσεις. Τον ωθούσαν μόνο να ζει τη ζωή τους, κοιμόταν όπου κοιμόντουσαν, ξυπνούσε την ώρα που ξυπνούσαν, δούλευε όπου δούλευαν, με χαμηλές βέβαια επιδόσεις, έτρωγε ό,τι έτρωγαν –ανακατευόταν από τις μυρωδιές των τυριών, προβατίλα μύριζαν, στέναζε και θυμόταν νοσταλγικά εκείνα τα ιδιαίτερα τυριά που δοκίμαζε στις συναντήσεις κορυφής, βεβαίως κι εκείνα μύριζαν, αλλά, πώς να το κάνουμε…, και ετικέτα είχαν, και πανάκριβα ήταν, και εισαγωγής και με εκλεπτυσμένο σερβίρισμα. Και με την αρτοκλασία δια χειρός ζοριζόταν –δεν ήταν σίγουρος ότι τα χέρια ήταν πλυμένα προσεκτικά και σκουπισμένα σε καθαρές πετσέτες κι όχι επάνω τους, ειδικά όταν έτρωγαν κάτω από τα δέντρα στο διάλειμμα από τη δουλειά τους. Αλλά αν τις πρώτες μέρες έλεγε ένα «ευχαριστώ πολύ, δεν πεινώ», τις επόμενες ξελιγωμένος καταβρόχθισε με τα δικά του λερωμένα χέρια το ψωμί και το τυρί. Καλό ήταν και το γιαούρτι. Παχύ, με πέτσα. Το βράδυ έπεφτε ξερός για ύπνο –το υπνωτικό που συνήθιζε να παίρνει κάθε βράδυ πριν την απαγωγή δεν περνούσε καν από το μυαλό του, δεν προλάβαινε να το σκεφτεί, ο ύπνος ερχόταν πριν καν κατεβάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Στο μεταξύ, τα χέρια του υπέφεραν από διαβόλια και τριβόλια, των αλλωνών δεν καταλάβαιναν τίποτε, τόσο σκληρά ήταν, το ίδιο και οι πατούσες τους.

A detail of a scene from an Attic spouted krater perhaps showing the abduction/elopement of Helen of Troy with Paris which sparked off the Trojan War. Other interpretations include Ariadne and Theseus as the two figures. Made c. 735 BCE. (British Museum, London)

Μερικές μέρες μετά μπήκαν στο σπίτι των γονιών ενός από τους «απαγωγείς». Οι γονείς είχαν πεθάνει πριν από καιρό, το σπίτι είχε παραμείνει κλειστό και τα παιδιά αποφάσισαν πως είχε έρθει η ώρα να μπουν μέσα και να δουν τι έπρεπε να γίνει. Ξαφνιάστηκαν. Δεν θυμόντουσαν πόσα πράγματα υπήρχαν μέσα εκεί, πόσα είχε κουβαλήσει ο πατέρας τους από το χωριό των δικών του γονιών, να τα φυλάξει, να διατηρήσει τη μνήμη, τα αγγίγματα. Και τι δεν πέταξαν. Ειδικά οι γυναίκες, κατέβαζαν με μανία από τα πατάρια ωραιότατες βελέντζες, δεκάξι συνολικά, άλλες λευκές, άλλες με χρώματα, κιλίμια, στρωσίδια, κουβέρτες, μαξιλάρες σε μάλλινες θήκες με ωραία σχέδια –όμως τσιμπούσαν το δέρμα-, όλα φτιαγμένα σε αργαλειούς. Πράγματα που παλιά ήταν μια περιουσία, τώρα μόνο τον τόπο έπιαναν. Αυτός πάλι θυμόταν την Πηνελόπη στην Ιθάκη και την Ελένη στη Σπάρτη να υφαίνουν –ρομαντικές εικόνες ήσυχων στιγμών- και ανατρίχιαζε στη σκέψη ότι μεταγενέστερα κάποιες άλλες γυναίκες μπορεί να είχαν καταστρέψει τα υφαντά αυτών των διάσημων γυναικών, μπορεί οι νύφες τους ή οι εγγόνες τους. Όπως ξαφνιαζόταν και με αυτά που άκουγε τώρα για τις παλιές γυναίκες που ξεμεσιάζονταν για να τα πλένουν όλα αυτά, και πόσο βαριές γίνονταν οι βελέντζες με το νερό, και πώς να τις σηκώσουν, πώς να τις τινάξουν… Αυτός δεν θυμόταν ποτέ τη μαμά του να τα κάνει όλα αυτά. Τη θυμόταν μόνο να δίνει οδηγίες πού να στρωθούν και ποια να συνδυασθεί με ποια. Αλήθεια, ποιος…, ποια, ποιες τα κρατούσαν όλα καθαρά. Αχνά έφερε στο μυαλό του κάτι φιγούρες που κινούνταν γρήγορα, πέφτανε η μία πάνω στην άλλη, κάνοντας δουλειές, όμως όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Πώς τη λέγανε εκείνη την….; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.

Vincent van Gogh (1853–1890), Still Life with Two Sacks and a Bottle (November 1884), oil on canvas on wood, 31.7 x 42 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

«Άντε από ’δω με τις παλιαντζουρίες», άκουσε τις γυναίκες να λένε. Ωστόσο, για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, πήραν τηλέφωνο σε μοναστήρια και σε φυλακές μήπως τα ήθελαν. Μπα…, κανείς. Δρόμο λοιπόν. Το ίδιο και τα ρούχα στα μπαούλα και τις ντουλάπες, όλα γεμάτα από ρούχα δεκαετιών. «Μα γιατί δεν πετούσαν τίποτε;» σκεφτόταν τώρα ο πρωθυπουργός. Και πού να καταλάβει αυτός από φτώχεια, από την αγωνία των ανθρώπων για την επιβίωση, ειδικά μετά τους πολέμους, που τους έκαμνε όλους συλλέκτες, όχι έργων τέχνης –από αυτά είχε μπόλικα στο σπίτι του- αλλά ειδών καθημερινής ανάγκης.

Τον φόρτωσαν λοιπόν με ό,τι ήταν αποθηκευμένο εδώ και δεκαετίες, όλα να μυρίζουν ναφθαλίνη και το ευαίσθητο δέρμα του να βγάζει σπιθουράκια, για να τα μεταφέρει στο φορτηγό που θα τα ξαπόστελνε σε κάποια χωματερή. Σακατεύτηκαν και τα χέρια του από μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, σκουριασμένη και με τον φούρνο γεμάτο παγωμένα λίπη. Αηδίασε, όταν άνοιξε το ψυγείο για να το καθαρίσει, όπως του είπαν, και ξεχύθηκε από εκεί μέσα μπόχα από χαλασμένα τρόφιμα, από τουρσιά σε βάζα, από νερά συγκεντρωμένα σε ό,τι μπουκάλι μπορεί κανείς να φανταστεί, ακόμη και σε μπουκάλια που περιείχαν ξύδι. Προς τι τόση αγωνία για το νερό;

Sviatlana Jermakovič, The road to Serabranka District (2013), oil on canvas, dimensions not known, location not known. Courtesy of the artist, via Wikimedia Commons.

Ανακουφισμένος έβλεπε να τελειώνουν οι ντουλάπες, τα πατάρια, τα μπαούλα, οι καναπέδες με τους αποθηκευτικούς χώρους. Έλα όμως που η νεαρή κυρία ανακάλυψε μια πορτούλα χαμηλή στην ταράτσα του σπιτιού… Τον έχωσαν εκεί μέσα, ψηλός ο πρωθυπουργός μας διπλώθηκε στα δύο. Σκόνες, χώματα, παλιοί ασβέστες από την εποχή που είχε κτιστεί το σπίτι, ένα παλιό σπασμένο ποδήλατο –γιατί το είχαν κρατήσει;- μια παλιά χαλασμένη σόμπα –πώς την είχαν ανεβάσει εκεί πάνω;- κασόνια –άγνωστο σε τι χρησίμευαν.  «Έλα, γιε μου, να ξεκουραστείς, να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, κουράστηκες».

Το πρωί δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει, πονούσε παντού, το σώμα του ήταν πιασμένο. Κι ας γυμναζόταν στο σπίτι του καθημερινά, φυσικά με προσωπικό γυμναστή. Μα γιατί γίνονταν όλα αυτά; Γιατί τον υπέβαλαν σε τέτοιες δοκιμασίες; Ακόμη δεν είχε καταλάβει. Τον ανόητο… Δεν τολμούσε να ρωτήσει.

Antonino Gandolfo (1841–1910), The Last Coin (c 1880-85), oil on canvas, 85 x 65 cm, location not known. Image by Luigi Gandolfo, via Wikimedia Commons.

Ααααα…, η κραυγή πόνου τους έκανε να πεταχτούν επάνω. «Μάνα…», φώναξε ένας. Έτρεξαν να τη σηκώσουν, εκείνη σφάδαζε, κάλεσαν ασθενοφόρο. «Εσύ θα πας μαζί της, εμείς θα ακολουθήσουμε με τα αυτοκίνητα». Το μάτι του έλαμψε, ευκαιρία να δραπετεύσει. Έσβησε γρήγορα τη λάμψη για να μην καταλάβουν οι άλλοι τίποτε –θαρρείς κι εκείνοι δεν ήξεραν πως θα μπορούσε να το σκάσει! Μπήκε στο ασθενοφόρο, αναγούλα του ήλθε από τα τραντάγματα, «ανάθεμα τους δρόμους σας», άκουσε τον οδηγό να λέει. «Τα αμορτισέρ θέλουν άλλαγμα», είπε χαμηλόφωνα εκείνος. «Α ναι;», τον ειρωνεύτηκε ο τραυματιοφορέας, «θα δώσεις τα λεφτά;». «Άσε ρε», είπε ο άλλος, «μπορεί ο τύπος να έχει κανένα μέσο στον Μεγάλο και γλυτώσουμε τη μέση μας από τα τραντάγματα». Τον είχαν αναγνωρίσει και τον δούλευαν; Μπα. Οι καθημερινές συνομιλίες τους ήταν.

11:15 το πρωί έφτασαν στο νοσοκομείο. Την πήγαν κατευθείαν στα επείγοντα. Πού ήταν οι δικοί της; Να την αφήσει; Να τρέξει φωνάζοντας βοήθεια; Πρόλαβε να σκεφτεί και να συγκρατηθεί: κάτι τέτοιο δεν θα ευνοούσε την εικόνα του, το image του, πώς το λένε… Εξάλλου, μπορεί να τον παρακολουθούσαν και στην παραμικρή του ενέργεια να παρέμβουν. Μπορεί να τον δοκίμαζαν, μπορεί το ατύχημα με τη γριά να ήταν παγίδα. Έμεινε. Ο πρωθυπουργός, με τα λερωμένα ρούχα ενός εργαζόμενου, έμεινε να περιμένει έξω από την πόρτα μαζί με άλλους, πολλούς, όσοι οι ασθενείς τόσοι και οι συνοδοί, ή μάλλον περισσότεροι οι συνοδοί. Νοσοκομείο ήταν αυτό ή κέντρο διερχομένων; Αστεία του φάνηκε η ταμπέλα με την ένδειξη «παρακαλώ ησυχία». Περίμενε μέχρι τις 14:20, τρεις ώρες όρθιος, πρήστηκαν τα πόδια του. Τότε βγήκε ένας γιατρός, φώναξε το όνομα της ασθενούς, ανακουφίστηκε ο Μεγάλος ότι τελείωναν, βούλιαξε αμέσως μετά, γιατί ο τσαλακωμένος γιατρός ήθελε το ιστορικό της κυρίας. «Να φωνάξω τον γιο της», είπε –είχε γίνει το παιδί για όλα τα θελήματα. Ο γιος εμφανίστηκε ως δια μαγείας. Τελικά μάλλον τον παρακολουθούσαν.

Karel Myslbek (1874–1915), In Hospital (1910), oil, 154 x 128 cm, Národní galerie v Praze, Prague, The Czech Republic. Wikimedia Commons.

Η εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική έγινε στις 18:10. Στο μεταξύ, η συγκέντρωση των ούρων στα νεφρά πίεζε την ευγενή ουροδόχο κίστη του…, χρειαζόταν επειγόντως τουαλέτα. Αλλά πώς να πάει εκεί που πήγαιναν και οι άλλοι; Όχι εκείνοι με τα κολλαρισμένα πουκάμισα και τα μοντέρνα μανικετόκουμπα, τα μπλε κουστούμια, τα καλοσιδερωμένα παντελόνια, οι άνθρωποι ντε με τις στολές, αλλά οι άλλοι. Ξέρετε…, οι Άλλοι. Πώς να πάει σε τουαλέτες που δεν είχαν πόμολα και δεν κλείδωναν; Που στη θέση της κλειδαριάς έχασκαν κενές τρύπες; Που η μυρωδιά τρυπούσε την ευαίσθητη μύτη του; Πήγε, αναγκαστικά πήγε, τι να κάνει, στενή η τουαλέτα, σπασμένα πλακάκια, κίτρινες λεκάνες, ξεκούμπωσε το φερμουάρ και περίμενε να… Τίποτε. Προσπάθησε αλλά… δεν… Όσο κι αν ένιωθε την πίεση, δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Γιατί φοβόταν πως κάποιος βιαστικός θα άνοιγε απότομα την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει διακριτικά, η πόρτα θα χτυπούσε το όρθιο κορμί του και θα τον έριχνε στον τοίχο πάνω από το καζανάκι που έτρεχε συνεχώς. Τι σπατάλη… Γιατί δεν το φτιάχνουν; Τέλος πάντων, έπρεπε να συγκεντρωθεί, για να ουρήσει, αλλιώς θα έσκαγε. Ανακάλεσε στη μνήμη του εκείνο το ωραίο ταξίδι στους καταρράκτες του Νιαγάρα και συγκεντρώθηκε στην ορμή των νερών του. Ουφ…, τα κατάφερε. Ξελάφρωσε.

Janet Hill, The Kidnapping of Edward Pink. Part Nineteen. © Janet Hill 

Πώς δεν τον αναγνώρισε κανείς στο νοσοκομείο; Έμενε με την απορία. Γιατί πρόσωπο, παράστημα, βάδισμα, οι αβροί του τρόποι, όλα ήταν γνωστά –τόσες φωτογραφίες πια, τόσες γιγαντοαφίσες, αφιερώματα, διαγγέλματα προς τον λαό, περιοδείες, προεκλογικές εμφανίσεις, ε πια όλοι τον γνώριζαν… Όμως το ντύσιμό του, αυτό για το οποίο τόσοι στυλίστες είχαν δουλέψεις μέχρι να βρουν το σωστό για κάθε περίσταση –ως και για τις αναβάσεις του στα βουνά με αγωνιστική μηχανή-, το ντύσιμο ήταν αλλιώτικο και μπέρδευε τον κόσμο.  Κάποιοι τον κοιτούσαν κι έλεγαν: «βρε πώς του μοιάζει…» αλλά κανείς δεν είπε: «καλέ, ο πρωθυπουργός». Άσε που όταν εκείνος πλησίασε μια κυριούλα και της ψιθύρισε στο αυτί: «είμαι ο πρωθυπουργός, καλέστε την αστυνομία», εκείνη απομακρύνθηκε φοβισμένη από τον «τρελό», έτσι τον αποκάλεσε και έτσι το διέδωσε. Κάποιοι γέλασαν κοροϊδευτικά… Δυο φώναξαν (όσο επιτρεπόταν μέσα στο νοσοκομείο):  «Να ’τος, να ’τος ο πρωθυπουργός…». Το επανέλαβαν δυο τρεις φορές ρυθμικά μέχρι που ξέσπασαν σε γέλια.

Επιτέλους, έγινε η εισαγωγή της κυρίας. «Δωμάτιο 114», σφύριξε στο αυτί του η προϊσταμένη και άφησε μπροστά του το φορείο. Αυτός θα την πήγαινε; «Συγνώμη, δεν έχετε προσωπικό;» Η προϊσταμένη τον κοίταξε εκνευρισμένη: «Τα παράπονά σας στον…», και άφησε υπονοούμενο. Έσπρωξε το φορείο –τουλάχιστον να λάδωναν τις ρόδες να κυλά πιο εύκολα… Μπήκε στο δωμάτιο, πώς να τη μεταφέρει από το φορείο στο κρεβάτι; Τον βοήθησε ένας νέος, συνοδός της μάνας του στο διπλανό κρεβάτι. Του έδειξε πώς να πιάσει το σεντόνι του φορείου (και αυτουνού κάποιος άλλος το είχε δείξει) και…, 1, 2, 3, ώπα… «Μαξιλάρια και κουβέρτες εκεί μέσα θα βρεις. Αλλά καλό είναι να φέρετε δικά σας, από το σπίτι σας».

Paul Nash (1892–1946), Swanage (c 1936), graphite, watercolour and photographs, black and white, on paper, 40 x 58.1 cm, The Tate Gallery (Purchased 1973), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)

Έριξε μια ματιά γύρω του. Σπασμένοι σωλήνες, σκουριασμένες ντουλάπες, σπασμένοι καθρέφτες πάνω από τους νιπτήρες –για να μην τραυματιστεί κανείς, ή να μην σκεφτεί να αυτοκτονήσει, οι εργαζόμενοι είχαν κολλήσει λευκοπλάστες –«ο τραυματισμένος καθρέφτης νοσηλεύεται», σκέφτηκε. Όσο για την καθαριότητα…, Σαββατοκύριακο με εφημερία; Άστα. «Ας όψεται ο… που έκανε οικονομία στις καθαρίστριες…».  Συνοδός ασθενή ο πρώην κολλαρισμένος και κολλαριστός.

Vincent van Gogh (1853–1890), Dormitory in the Hospital in Arles (1889), oil on canvas, 74 x 92 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Το προσωπικό πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, είχαν στα πόδια τους και τους συγγενείς των ασθενών, ο καθένας προσπαθούσε να προλάβει ένα γιατρό για να ρωτήσει για τον δικό του. Το προσωπικό ευχαρίστως θα έδιωχναν όλους αυτούς, να ησυχάσει το νοσοκομείο, να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους με λιγότερο εκνευρισμό, αλλά πώς; Πώς να περιποιηθούν όλους αυτούς που όλο και κάποια ανάγκη είχαν; Άλλος λίγο νερό, άλλον να τον ταΐσουν, τον παραπέρα να του αλλάξουν την πάνα… Ούρα, κόπρανα, αίματα, φάρμακα, φαγητά, οι μυρωδιές όλες μαζί κι ανακατεμένες. Η ευαίσθητη μύτη του πρωθυπουργού μας διαμαρτυρήθηκε, αναγούλιασε. Μασχάλες έζεχναν, πόδια ξεσκέπαστα με νύχια τόσο μεγάλα που γυρνούσαν προς τα μέσα, ξεγυμνωμένα σώματα, ξεπετσιασμένα στήθη, μια γριά του ζήτησε να σκεπάσει τη γύμνια της… Πόσες εικόνες να αντέξει κανείς; Πόσο πόνο από τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους; Πόση αϋπνία και πόνο στη μέση από τη μία καρέκλα που μοιράζονταν δυο συνοδοί; Οι ώρες τη νύχτα στα νοσοκομεία δεν περνούν.

Το πρωί βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Σωριάστηκε στο κατώφλι μιας πολυκατοικίας λίγο πιο πέρα από το νοσοκομείο, δίπλα από έναν κάδο γεμάτο με σακούλες σκουπιδιών, ανοιχτό, βρώμικο, γύρω τριγύρω άλλες σακούλες, κάποιες τρυπημένες από τα αδέσποτα ή τους άστεγους. Έμεινε εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, να προχωρήσει, να το σκάσει, να φωνάξει ποιος είναι, να γλυτώσει. Ως δια μαγείας το μαρτύριο του λύθηκε. Μπροστά του στρίγγλισαν φρένα από λιμουζίνες, περιπολικά, δημοσιογραφικά συνεργεία. Άτομα της προσωπικής του φρουράς τον περικύκλωσαν, διακριτικά έφεραν το χέρι στη μύτη τους, για να προστατευτούν από τη μυρωδιά του. Η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες τον είχε επιτέλους εντοπίσει, έτσι είπαν. Τρίχες. Γιατί ήταν οι ίδιοι οι «απαγωγείς» που είχαν ενημερώσει για το πού βρισκόταν ο πρωθυπουργός. Θεώρησαν πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο μαζί τους, ότι είχαν επιτελέσει το έργο τους με την απαγωγή: να βγάλουν τον πρωθυπουργό από το θερμοκήπιό του και τον φέρουν στην πραγματική ζωή. Ότι τώρα, δεν μπορεί, θα άλλαζαν πολλά, η ματιά του προέδρου θα έπεφτε πιο ουσιαστικά πάνω στους αγρότες και τη γη, οι ανισότητες τουλάχιστον θα περιορίζονταν –δεν ήταν αιθεροβάμονες οι απαγωγείς να πιστεύουν πως θα εξαλείφονταν τελείως-, οι άνθρωποι θα ένιωθαν την προστασία του κράτους και όχι απειλημένοι από αυτό, θα έπαυαν να νιώθουν υπήκοοι και θα γίνονταν πολίτες στο κράτος τους... Μπορεί πάλι έτσι απλώς να νόμιζαν. Έπρεπε να περιμένουν για να δουν.

Caspar David Friedrich (1774–1840), Tree of Crows (c 1822), oil on canvas, 59 x 73 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.

Πόσες μέρες;

Δήμητρα Μήττα

Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του εξαμηνιαίου περιοδικού λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής Θευθ. Οι δύο όψεις της γραφής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ρώμη (Ιούνιος 2024)