Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Aρθούρος Ρεμπώ, «Το μεθυσμένο καράβι». Arthur Rimbaud, “Le bateau ivre”

Hieronymus Bosch (c 1450–1516), The Ship of Fools (fragment of left wing of The Wayfarer triptych) (detail) (1500-10), oil on oak panel, 58.1 x 32.8 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια,
όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς.
Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε καρφώσει
απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς
τώρα τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός,
τόσο μπαμπάκι εγγλέζικο και στάρι από τη Φλάνδρα
που είχα συντροφιά
μέσα στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός,
ξελύσσαξαν οι δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί.
Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω μοναχό
όπου μου κατεβεί.

Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!-
να τρέχω στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές,
κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές.
Η τρικυμία βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

Δέκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ
κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών.
Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- μήτε για μια στιγμή
τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό
του τρυφερού ξυνόμηλου στο στόμα του παιδιού,
μπήκε το πράσινο νερό στα έλατα του σκαριού μου.
Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς
κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά
και τους παλιούς τους εμετούς.

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα
ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός,
πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς
και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά
να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή,
κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά,
του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές·
είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα·
κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται:
σμήνος περιστεριών·
γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
τρόμους χαρακωμένος,
σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός
-μάσκες αρχαίων τελετών-
καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία
πάνω απ’ τις αποστάσεις.

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας
είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά
στο βλέμμα της θαλάσσης,
δρολάπι απίστευτων χυμών,
κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές
να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων,
τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό
πόδι της Παναγιάς
να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια,
που άνθιζαν μάτια πάνθηρα
με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραμμή
του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς,
που μέσα στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν!
Δίνες, ερέβη αιφνίδια στη μέση της γαλήνης
και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους!
Τρομακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς,
όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα
τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

Ήθελα να ’χα απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω
αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί
νανούρισαν τη ρότα μου
και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών
παράδερνα· κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό
το σκαμπανέβασμά μου,
άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της
με κίτρινες βεντούζες.
Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό...

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών,
χάβρες πουλιών και κουτσουλιές
πουλιών με μάτια ξέθωρα-
πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου,
τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά
των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό
δίχως πουλιά ο τυφώνας,
εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί
κι οι Τεύτονες ψαράδες·

Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή
και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο,
ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές
και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές
λειχήνες φορτωμένο·

Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό
σανίδι, που παράδερνε με μόνη συντροφιά
κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν ροπαλοφόρος
ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες·

Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ
πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ
κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες,
αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά,
που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό.
Εκεί, μες στις απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι
την εξορία του ύπνου σου,
σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;

Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ.
Είναι μια θλίψη κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι,
κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
Με λήθαργους μεθυστικούς
με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η κοφτερή.
Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ,
είναι μια γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή
που, όταν σκορπούν του δειλινού τα μύρα, ένα παιδί
γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει
ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο,
δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο·
των σημαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω
και τις μαούνες, -τα φρικτά μάτια τους- να πλευρίσω.

Oskar Laske (1874–1951), The Ship of Fools (1922), tempera and gold leaf on canvas, 195 x 240 cm, Österreichische Galerie Belvedere, Vienna, Austria. Wikimedia Commons.

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

“Le bateau ivre”

William Etty (1787–1849), Youth on the Prow, and Pleasure at the Helm (1830-2), oil on canvas, 158.7 x 117.5 cm, The Tate Gallery, London (Presented by Robert Vernon 1847). Photographic Rights © Tate 2016

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’oeil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rhythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
– Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux…

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
– Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Million d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons.

Franz Sedlacek (1891–1945), Das Narrenschiff (Ship of Fools) (1930), colour print, title page of ‘Jugend’ vol 6, dimensions and location not known. Wikimedia Commons.

Arthur Rimbaud, Poésies

***

Portrait of Arthur Rimbaud at the age of seventeen, by Étienne Carjat, c. 1872.

Τα έφερε έτσι η Ιστορία, η άστοργη με τα παιδιά της, που αρκούνται να τρεχοβολούν στα πόδια της, πασχίζοντας να σακατέψουν το ένα το άλλο και η πάντα σκληρή με τα παιδιά της που για να δείξουν την αγάπη τους στο πρόσωπό της, κάνουν συνεχώς το λάθος να επιχειρούν να γράψουν τη βιογραφία μιας αθάνατης δαιμόνισσας· τα έφερε, λοιπόν, έτσι η Ιστορία, ώστε ένα νεαρό αγόρι να εισβάλει στο εντευκτήριο των αθανάτων ποιητών με έναν θρύλο στο χέρι. Γιατί το Μεθυσμένο Καράβι είναι ένας από εκείνους τους θρύλους που φέρουν το όνομα του Προμηθέα, του Οιδίποδα, του Δον Κιχώτη, του Φάουστ, του Άμλετ, ένα από εκείνα τα πρόσωπα, που συμπυκνώνουν στην δράση τους καίριες επιθυμίες του πολιτισμικού υποκειμένου και γίνονται σύμβολα της τραγικής ύπαρξής του. Τι λέει το Μεθυσμένο Καράβι; Λέει πως το ορθολογικό ευρωπαϊκό υποκείμενο, εφηβικό ακόμα σε σχέση με τα υποκείμενα άλλων ιστορικών πολιτισμών, επιχειρεί μιαν έξοδο προς την ανορθολογική μέθη τους και αφού την χορτάσει, νοσταλγεί την «λασπολακούβα» της Μεσογείου. Πραγματικά, η ιδέα πως οτιδήποτε αξιόλογο βρίσκεται πάντα αλλού, ανήκει στην πνευματική περιουσία της Ευρώπης. Πρώτος ο Ηρόδοτος την επεσήμανε, εκφράζοντας την κατάπληξη που του προκάλεσαν όσα θαυμαστά είδε στα ταξίδια του. Αλλά, η διερεύνηση των φαντασιακών κινήτρων αυτής της ιδέας δεν έχει καν αρχίσει ακόμα. Και θα ήμασταν έντιμοι, όχι μόνο απέναντι στον Ρεμπώ, ο οποίος δοκίμασε στο πετσί του την μοίρα αυτού του μεθυσμένου καραβιού, αλλά και απέναντι στην τραγική μοίρα του δυτικού ανθρώπου, αν βουτούσαμε μέσα στα σκοτεινά νερά του πρόωρα γερασμένου πολιτισμού μας.    

Πηγές: https://www.vakxikon.gr/a%CF%81%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CF%8E-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B2%CE%B9/ - https://www.poetica.fr/poeme-1906/arthur-rimbaud-le-bateau-ivre/