Η
τεχνογνωσία αλλά και ο προϋπολογισμός της NASA θα της επέτρεπαν να στείλει σε 18 χρόνια
από σήμερα μια ομάδα αστροναυτών για να εξερευνήσουν τον Φόβο, τον δορυφόρο του
Άρη, ενώ 6 χρόνια αργότερα να πραγματοποιήσει την πρώτη επανδρωμένη αποστολή με
προορισμό τον ίδιο τον Κόκκινο Πλανήτη. The road to Mars.
The Planetary Society, a nongovernmental space advocacy group headed by Bill
Nye, announced that we may be able to achieve this as planned. Image credit: NASA
Η
NASA θα μπορούσε να
πραγματοποιήσει την πρώτη επανδρωμένη της αποστολή στους δορυφόρους του Άρη μέχρι
το 2033, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος ώστε το 2039 να προγραμματίσει το πρώτο
«ταξίδι» αστροναυτών στον Κόκκινο Πλανήτη.
Αυτό
είναι το συμπέρασμα της έκθεσης που συνέταξαν ειδικοί από την Planetary Society, τη διάσημη μη κερδοσκοπική
οργάνωση που προωθεί την εξερεύνηση του διαστήματος.
Η
έκθεση συντάχθηκε από μέλη της οργάνωσης, τα οποία συμμετείχαν σε ένα διήμερο
συνέδριο στην Ουάσιγκτον, με σκοπό να εξετάσουν τις τεχνικές και οικονομικές
λεπτομέρειες για την «κατάκτηση» του Άρη.
The Planetary Society
says Nasa can afford a crewed mission to orbit the Martian moon Phobos in 2033,
leading up to a crewed landing on the Red Planet in 2039.
Όπως
συμπέραναν, η τεχνογνωσία αλλά και ο προϋπολογισμός της NASA θα της επέτρεπαν να στείλει σε 18 χρόνια
από σήμερα μια ομάδα αστροναυτών για να εξερευνήσουν τον Φόβο, τον δορυφόρο του
Άρη, ενώ 6 χρόνια αργότερα να πραγματοποιήσει την πρώτη επανδρωμένη αποστολή με
προορισμό τον ίδιο τον Κόκκινο Πλανήτη.
«Νομίζουμε
πως μπορεί να καταστρωθεί ένα βιώσιμο πρόγραμμα κατάκτησης του Άρη», αναφέρει
στη συνέντευξη Τύπου της Planetary Society
ο Σκοτ Χάμπαρντ, μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης και καθηγητής στο τμήμα
Αεροναυτικής και Αστροναυτικής του πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Planetary Society
CEO Bill Nye addresses the workshop. Photo Credit: Tushar Dayal for The
Planetary Society
Παρών
στη συνέντευξη ήταν επίσης ο Μπιλ Νάι, CEO της οργάνωσης και γνωστός μηχανικός,
ηθοποιός, συγγραφέας, με εξαιρετικά πλούσιο βιογραφικό στην εκλαΐκευση της
επιστήμης.
Στο
διήμερο, τα μέλη της Planetary Society
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η «κατάκτηση» του Άρη θα μπορούσε να υποστηριχθεί
οικονομικά από τον προϋπολογισμό της NASA.
Phobos is the
larger and inner of the two natural satellites of Mars, the other being Deimos.
Both moons were discovered in 1877.
Επίσης,
συμφώνησαν ότι, πριν από την εξερεύνηση του πλανήτη, θα πρέπει να προηγηθεί μια
επανδρωμένη αποστολή στον Φόβο – περίπου όπως, πριν ο πρώτος Αμερικανός
αστροναύτης πατήσει το πόδι του στο φεγγάρι, είχε προηγηθεί μία επανδρωμένη
αποστολή η οποία τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον δορυφόρο του πλανήτη μας.
Η
αποστολή στον Φόβο θα διαρκούσε περίπου 30 μήνες, από τους οποίους έναν περίπου
χρόνο οι αστροναύτες θα παρέμεναν γύρω από τον δορυφόρο του Άρη. Από εκεί, θα
μπορούσαν να μελετήσουν επίσης τον Δείμο, ένα ακόμη «φεγγάρι» του Κόκκινου
Πλανήτη, ενώ θα είχαν τη δυνατότητα να τηλεχειρισθούν ρομπότ πάνω στην
επιφάνεια του Άρη. Το ταξίδι θα μπορούσε να γίνει με το νέο διαστημόπλοιο Orion της NASA, σύμφωνα με την έκθεση.
Όταν
ρωτήθηκαν για τα εμπόδια που θα έπρεπε να ξεπερασθούν ώστε να γίνει
πραγματικότητα το πρόγραμμα, οι δύο ειδικοί ανάφεραν ότι τα μεγαλύτερα
προσκόμματα είναι πολιτικά, και όχι τεχνικά.
«Δεν
ισχυρίζομαι πως οι τεχνικές δυσκολίες δεν είναι πραγματικά σημαντικές»,
απάντησε ο Νάι. «Σίγουρα θα χρειασθούν πολλοί πεπειραμένοι μηχανικοί και
επιστήμονες, οι οποίοι θα πρέπει να αφιερώσουν πολλή σκέψη. Το πραγματικό όμως
πρόβλημα είναι πολιτικό».
Various forms of
propulsion have been touted for a mission to Mars, including chemical, ion
(electric) and nuclear. But while nuclear is often said to be the 'holy grail',
the team found it did not noticeably shorten the mission over other versions.
Shown is an illustration of a concept Mars Transfer Vehicle.
Σύμφωνα
με τον Χάμπαρντ, πλέον η κατάκτηση του Άρη δεν θα συναντούσε ανυπέρβλητες
τεχνολογικές και επιστημονικές προκλήσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
«Παλιότερα,
όταν έμπαινε το ερώτημα μιας επανδρωμένης αποστολής στον Άρη, απαριθμούσα μια
σειρά από μεγάλα εμπόδια, όπως βιοϊατρικά ή μειονεκτήματα των συστημάτων
εκτόξευσης», είπε. «Σήμερα νομίζω πως αυτά τα ρίσκα έχουν μειωθεί ή γνωρίζουμε
πώς να τα μειώσουμε».