Sir Stanley Spencer,
The Bridge, 1920
Όμως,
γιατί με περιφρονούσαν τόσο; Μήπως και μένα η γέννηση μου δεν ήταν ένα ανεπανόρθωτο
γεγονός, με τη μητέρα μου εξαντλημένη μπροστά στη ματαιότητα — και μόνο την ώρα
της καταστροφής αποκτάμε τα παλιά μας δικαιώματα στον ουρανό. Κι αν με βλέπετε
να στέκομαι συχνά μπρος στον καθρέφτη δεν είναι από φιλαρέσκεια, αλλά πρέπει
κάθε τόσο να διορθώνω τη θηλιά που μ' έχουν κρεμάσει... Συλλογιέμαι αλήθεια τις
παιδικές αρρώστιες που υποχωρούσαν αφήνοντας έναν κόσμο μεγάλο για τις μικρές
κινήσεις μας — και τότε ήταν που μου πέρασε για πρώτη φορά από το μυαλό η σκέψη
να δηλητηριάσω τον αντικρινό ωρολογοποιό. Έξαλλου κανείς δε μιλούσε πια για τον
ωραίο Ιππόλυτο, είχε χαθεί για πάντα σ' εκείνη την αρχαία τραγωδία. Στο σχολείο
βέβαια είχα να πάω από παιδί, κοιμόντουσαν σα μικρές αρραβωνιαστικιές μες στ'
άσπρα οι κιμωλίες (πολλές είχαν μείνει οι μισές απ’ τον καημό του χωρισμού). Κι
όταν τέλειωσε η επίσκεψη μου στο άσυλο και κατέβηκα τις σκάλες έβρεχε κι εγώ
κλαίγοντας άρχισα να τρώω το μικρό κομματάκι κρέας που μου 'χε βάλει κρυφά ο
πατέρας στην τσέπη. Έπειτα γύρισα στο δωμάτιο μου, γονάτισα πίσω από τον καναπέ
κι έπαιξα με τη Λουκία, τη μικρή πεθαμένη υπηρέτρια των παλιών ωραίων καιρών.
Κι
άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν, αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι
αιώνια, ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί οι ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλια μου
«χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω — κι υστέρα είχα τόσα
πράγματα να σκεφτώ: τη νύχτα που ερχόταν, το διάβολο που σώπαινε, την πόρτα που
δεν ωφελούσε, όσο για το μυστικό το είχα ράψει καλά στη φόδρα του παλτού μου,
για μεγαλύτερη ασφάλεια όμως φώναξα έναν παλαιοπώλη και του πούλησα το παλτό,
αλλά και πάλι ήμουν ανήσυχος, «κι αν αυτοί στο τέλος ανακαλύψουν την αλήθεια»
σκεφτόμουν, πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο — από τότε κοιμάμαι
ήσυχος.
Μία
άλλη φορά — εμένα τότε με μικρό ενοίκιο σ' ένα σπίτι συγγενικό, στο υπόγειο,
μια μέρα ανέβηκα τρέχοντας, είχαν επισκέψεις, «με συγχωρείτε, τους λέω, δεν
ήθελα να σας ενοχλήσω, αλλά, για το Θεό, δε βλέπετε — είναι αργά για όλα»,
τρόμαξαν, θέλησαν να με διώξουν, αλλά εγώ πιο γρήγορος έβγαλα τον μπαλτά που
έχω πάντα κάτω απ’ το σακάκι μου, τους άνοιξα το κεφάλι και τους έβαλα μέσα ένα
κλωνάρι πασχαλιάς.
Ίσως
γι' αυτό μιλώ μόνο το βράδυ.
Είναι
πράγματι απάνθρωπο να εξαρτάται η ζωή σου από λόγια ή βλέμματα, αλλά εγώ δεν
έχω σκοπό να πω ποτέ την αλήθεια, γιατί συχνά τα τραίνα μ' ακολούθησαν ως μέσα
στην κάμαρα μου, κι εδώ κυριολεκτώ: μόλις έμπαινα στο δωμάτιο μου φορούσα το
κασκέτο του σταθμάρχη κι άναβα τη μακριά μου πίπα για να κρύβουν οι καπνοί τα
τόσο συνταρακτικά περιστατικά κι όταν με ρώταγε η σπιτονοικοκυρά «τα είδες;»,
«το είδα, σου λέω, πέρασε τόσο κοντά μου», «και που πήγε;», «μα θα ήμουν Θεός
αν το ήξερα», πράγματα παράξενα θα πείτε, λάθος, είναι απλώς αυτά που λέμε
ανεξήγητα ή καθημερινές θλίψεις — με τα πολλά πείστηκα να φύγω για το Ναύπλιο
(όπου είχαν αγαπηθεί οι γονείς μου) κι όλα αυτά προς δόξαν του μυστηρίου κι ο
χαμένος χρόνος ας πάει να κρεμαστεί κι ας κρεμαστεί μαζί του κι εκείνος που τον
έχασε. Κι υστέρα έρχονται και σε ρωτάνε: «σε ποιον έχω την τιμή;», «στο μουνί
της αδερφής σου, βρε ηλίθιε — δε βλέπεις;»
Στεκόμουν
στη γωνία, ωραίες γυναίκες περνούσαν, ω Θεέ μου, πόσο ωραίες, τις παρακάλεσα,
τους έταξα λεφτά, μα τώρα γέρασα και αρνούνται, «είμαι μια μεγαλοφυΐα», τους
λέω, αλλά και πάλι αρνούνται, αρνήθηκαν πολλές φορές ώσπου λάλησε ο αλέκτωρ,
γύρισα τότε σπίτι μου και πότισα τους πανσέδες που είναι ζωγραφισμένοι στο
κάλυμμα του καναπέ — έτσι δε μου ‘λειψαν ποτέ οι κήποι της Εδέμ και κάποτε θα
γράψω μια ελεγεία, γιατί θέλω οι μεταγενέστεροι να μάθουν για μένα: ότι αγάπησα
τα ορφανά και την ωραία νεότητα.
Θυμάμαι
μια μέρα, παιδί, έβρεχε, ένας παράξενος ανθρωπάκος μπήκε στο προαύλιο τού
σχολείου, ίσως για να προφυλαχτεί στο υπόστεγο απ’ τη βροχή αλλά όχι, δεν ήταν
για τη βροχή, γιατί κρατούσε ομπρέλα — απλώς μπήκε στη μικρή αποθήκη με τα
βαλσαμωμένα πουλιά για το μάθημα της ζωολογίας — και κρεμάστηκε. Μιλούσαμε
μέρες γι' αυτόν στην τάξη. Ύστερα πέρασαν χρόνια χωρίς να τον θυμηθούμε. Τώρα
έρχεται τις νύχτες στον ύπνο μου και με ρωτάει: «πότε θα ξαναπάμε σχολείο;»
Συνήθως
μιλάω για πράγματα άγνωστα, γιατί κάποτε βέβαια πρέπει να τα γνωρίσω κι εγώ ή
τουλάχιστον να παραδεχτώ αυτά που μου συμβαίνουν, όπως τότε παιδί που οι
υπηρέτριες έσκυβαν και κοίταζα με αγωνία τις δαντέλες στις άσπρες κυλόττες
τους, και λέω με αγωνία γιατί τα πουλιά περνούσαν χαμηλά κι οι κυνηγοί τα
πυροβολούσαν αλύπητα, εξάλλου τι άλλο είναι η ελευθερία απ’ το να υπομένεις τον
αβάσταχτο ουρανό, τι άλλο η μεγαλοφυΐα απ’ το να υπόσχεσαι τον κόσμο, κι η
μητέρα μου έστρωνε το κρεβάτι με μια κίνηση απαλή σα να τακτοποιούσε ένα
μυστήριο (γιατί είναι αργά τώρα και πρέπει να ζήσουμε όπως όπως), αλλά κάθε
πρωί εις ανάμνησιν των νεκρών ξανάρχεται η μέρα — θυμάμαι κάποτε σ' ένα
γηροκομείο, σχεδόν μου 'ρθαν δάκρυα που οι τζαμαρίες άφηναν το δυνατό φως να
κακοποιεί τα γερασμένα πρόσωπα — ώ χαμηλά φώτα των τραίνων, των φτηνών
ξενοδοχείων, των απόμερων δρόμων ή των μικρών εκκλησιών στις εξοχές και γενικά
εκεί που οι ψυχές πηγαίνουν να λησμονήσουν λίγο, ενώ ένας ζητιάνος κάτω από ένα
παράθυρο τραγουδάει βραχνά την εποποιία της ερημιάς.
Εκείνο
το πρωί είχα ξυπνήσει ανήσυχος και μελαγχολικός, τριγύριζα λοιπόν στα δωμάτια
όταν ανακάλυψα ένα μεγάλο ξυράφι κάτω απ’ το κρεβάτι: ήταν ένα ωραίο απομεινάρι
απ’ την εποχή των πρώτων ερώτων μου, αλλά κι οι συμμαθητές μου θα θυμούνται για
καιρό την υπέροχη ειλικρίνεια με την οποία έγραφα έξω απ’ τα τετράδια τ' όνομά
μου κι αργότερα λησμόνησα τον Τιτανικό κι αγάπησα τις παλιές φωτογραφίες
ναυαγισμένες πάνω στον κομό, εξάλλου αναγνωρίζω αμέσως τους ιδιοφυείς καθότι
προέρχομαι από οικογένεια πολύ δυστυχισμένη κι ονειρεύτηκα πάντα μια ιστορία,
όχι απ’ αυτές που τις ζεις, αλλά από κείνες που πεθαίνεις μαζί τους (και
μάλιστα χωρίς να το μάθει κανείς). Θυμάμαι ένα μεσημέρι του καλοκαιριού: η θεία
Ρόζα είχε βάλει στο γραμμόφωνο ένα φόξ τρότ κι έπαιζε με το γυμνό γερασμένο
στήθος της μπρος στον καθρέφτη, οι υπηρέτες έπαιζαν ντόμινο στην κουζίνα κι εγώ
έπαιζα το μεγάλο ρόλο μου κλειδωμένος πάνω στη σοφίτα. Κι αργότερα στο διάδρομο
συνάντησα την κυρα-Μάρθα. «Ήταν θέλημα του Κυρίου, είπε. Και τώρα στο έργο
μας.»
Φυσικά,
από παιδί είχα πάντα τη διαίσθηση ότι ήμουν γεννημένος για κάτι πολύ μεγάλο. Τι
ακριβώς; Μάλλον δε θα το μάθω ποτέ. Εκείνον τον καιρό ερχόταν στο σπίτι μας κι
ένας νεαρός, αξιωματικός που ερωτοτροπούσε με την Εριέττα. Άλλα ο παππούς ήταν
κι αυτός ερωτευμένος μαζί της και για να τους χαλάσει την ονειροπόληση
κατέβαινε τα βράδια στον κήπο με το μακρύ νυχτικό. Αργότερα, γερνώντας, η
Εριέττα έβγαλε κι εκείνη τρίχες στο σαγόνι όπως ο παππούς. Άλλα κι εγώ με αυτό
το τρέξιμο κάθε νύχτα ως την άκρη του κόσμου, το πρωί εξαντλημένος δεν μπορούσα
να γράψω ούτε γραμμή — διότι, ειρήσθω εν παρόδω, ήμουν ένας σπουδαίος
συγγραφέας. Κι οι θόρυβοι εξακολουθούσαν στο πάνω πάτωμα, ανέβηκα και χτύπησα
την πόρτα να τους παρακαλέσω να ησυχάσουν. Μου άνοιξε η θεία Ελένη, χρόνια τώρα
πεθαμένη, πιο μέσα κάθονταν η μητέρα κι ο πατέρας, πλάι τους τα τρία μεγαλύτερα
αδέλφια, όλοι νεκροί από καιρό. «Μα γιατί δεν κατεβαίνετε κάτω;» τους λέω. Η
μητέρα μου άρχισε τότε να μιλάει για κάποια ομορφιά που αδιάκοπα μας διαφεύγει.
«Ναι, έτσι όπως τα λέτε είναι, μητέρα», της είπα.
Κι
έμεινα ακουμπισμένος στα κάγκελα της γέφυρας μέχρι που νύχτωσε. Κι αυτό, σας
παρακαλώ, να το σημειώσετε.
René Magritte, Homesickness, 1940