Ο
γερμανός ζωγράφος Georg είπε το εξής «μερικές
φορές σκέφτομαι ότι οι καλύτερες εικόνες δεν χρειάζονται καθόλου χρώμα». Αυτή
ίσως είναι η πιο απλή εξήγηση του γιατί η ασπρόμαυρη, αυστηρή, γραμμικής
γλυπτικής δουλειά του Feininger όχι μόνο έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο αλλά
έμεινε και στα χρονικά της ιστορίας της φωτογραφίας.
Ο
Feininger θεωρούσε τον εαυτό
του ως έναν τεχνίτη που
έβλεπε την τέχνη
του ως ένα σύνολο από
τα ταλέντα του.
Η κάμερα
την οποία συχνά
συνέκρινε με την
γραφομηχανή ενός συγγραφέα, ήταν το εργαλείο του.
Ο
Feininger δεν
ήταν ένας τυχοδιώκτης
της φωτογραφίας όπως ο Robert Capa ούτε ένας παρατηρητής
όπως ο Henri Cartier Bresson που προτιμούσε να περιμένει την «αποφασιστική
στιγμή», το σημείο όπου μια κατάσταση φτάνει να γίνει σχεδόν σουρεαλιστική.
Ήταν ένας εξερευνητής που παρέμεινε πιστός στην παλιομοδίτικη απαίτηση της ομορφιάς.
Ο
Andreas Feininger ήταν ο πρωτότοκος από
τρία παιδιά του διάσημου ζωγράφου Lyonel Feininger και της γυναίκας του
Julia Lilienfeldt. Γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1906 στο Παρίσι αλλά ήταν
αμερικάνος πολίτης καθώς η οικογένεια Feiningerμετακόμισε στις Η.Π.Α στα μέσα
του 19ου αι.
Το
1908 οι Feininger μετακόμισαν στη Γερμανία στο Zehlendorf ένα προάστιο του Βερολίνου, όπου ο Αndrea πήγε σχολείο έως
ότου η οικογένεια μετακόμισε στη Weimar το 1919.
Ο
Feininger στη Weimar ανακάλυψε την έλξη του για τη φύση, την οπτική του
περιέργεια που ξύπνησε
σε περιπάτους στην περιοχή γύρω
από τη Weimar και στα Θουρήγγεια βουνά.
Ο
Feininger έστησε τον πρώτο του σκοτεινό θάλαμο το 1927 στο κελάρι των γονιών
του, στη πατρική του κατοικία. Μια από
τις πρώτες φωτογραφίες,
μια εικόνα δυο καμπαναριών μπροστά
στον ορίζοντα της
πόλης πουλήθηκε στα
1970 για 1000$
στη μεγάλη συλλογή του George
Eastman House στο Rochester της Νέας Υόρκης.
Η πρώτη του παρουσία ήταν σε μια
ομαδική έκθεση στη θρυλική film
and foto που διοργανώθηκε από το Deutscher
Werkbund στη Stuttgart
το 1929. Ήταν μια έκθεση που προσπαθούσε
να παρουσιάσει όλα
τα διαφορετικά κινήματα
στη διεθνή φωτογραφία εκείνη
την εποχή.
Ο
Feininger ήταν εξαιρετικά
χαρισματικός και το
ταλέντο του δεν άργησε να ανακαλυφθεί. Ήταν φιλόδοξος και υπομονετικός,
φρόντιζε να επιλέγει τα μοτίβα του και ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένος και
λεπτολόγος στο σκοτεινό θάλαμο.
Το
1929 καθώς εμφάνισε μια από τις γυάλινες πλάκες συνειδητοποίησε ότι είχε
εκθέσει σε λάθος χρόνο. Παρατηρεί
ότι η πλάκα
γίνεται μαύρη και
τα περιγράμματα του
αρνητικού αλλάζουν και έτσι κατά λάθος
ανακαλύπτει αυτό που
αργότερα ονομάστηκε solarization.
Την
ίδια χρονιά στο Παρίσι ο Μan Ray έκανε τα πρώτα του solarizations και η
ανακάλυψη έχει κατοχυρωθεί σ΄αυτόν.
Στην
πραγματικότητα ήταν ίσως δουλειά του φωτογράφου Lee Μiller ο οποίος ήταν τότε
συνεργάτης του Man Ray.
Είναι
εύκολο να καταλάβεις τον φωτογραφικό του κόσμο. Στη ζωή του δυο σφαίρες
κινήτρων τον εξίταραν – του μιλούσαν όπως συχνά έλεγε.
Η
μια ήταν η αστική ζωή του 20ου αιώνα: οι
ουτοπίες αυτής και
όχι οι συγκρούσεις
της. Η άλλη ήταν η φυσική
φόρμα.
Ο
Feininger δεν επιθυμούσε
την απλή καταγραφή
της, ενδιαφερόταν κυρίως για
τη γεωμετρία, τη διακόσμηση και
το μνημειώδες μέσα σ΄αυτή.
Όταν
κοιτάξει κανείς την δουλειά του μέσα από αυτές τις δυο παραμέτρους έχει την
εντύπωση ότι ο Feininger συγκρίνει την αρχιτεκτονική των
μεγαλουπόλεων με τα φυσικά στοιχεία.
Κατά
τη διάρκεια της παραμονής του στο Αμβούργο ο Feininger συνδέθηκε με τον
φωτογράφο Herbert List και τον κύκλο του με τον οποίο είχε ενδιαφέρουσες
συζητήσεις και διαμάχες. Λόγω της τότε πολιτικής κατάστασης στη Γερμανία δεν
υπήρχαν εργασιακές ευκαιρίες για τον
αμερικανό πολίτη και εβραίο Feininger το 1931.
Έχοντας
πλέον αρκετό χρόνο και μερικά χρήματα
διέσχισε την Ευρώπη με το αγαπημένο του αγωνιστικό του αυτοκίνητο Opel
τραβώντας φωτογραφίες και χρησιμοποιώντας
τη Leica του ως μηχανικό
σημειωματάριο. Παρόλα αυτά επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλίσει πλέον άδεια
εργασίας στη Γερμανία ήξερε ότι κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί να μεταναστέψει. Ο
φίλος του πατέρα του και σκηνοθέτης του Bauhaus Walter Gropius τον
Βοήθησε να βρει δουλειά δίπλα στον φωτισμένο αρχιτέκτονα Le Corbusier στο
Παρίσι.
Στις
30 Σεπτεμβρίου 1932 το δημοτικό συμβούλιο της Dessau κατειλημμένο από τους
εθνικοσοσιαλιστές διέλυσε το κίνημα
του Bauhaus. Οι γονείς
του Feininger μετακόμισαν στο
Βερολίνο το 1933 αλλά τελικά το 1937 πήγαν στη Νέα Υόρκη. Η επιβίωση στο Παρίσι
ήταν δύσκολη για τον Andrea.
Του
άρεσε η πόλη, η δουλειά και το μικρό διαμέρισμά του στη Rue Campagne premiere
το οποίο ήταν μέχρι
πρότινος καλλιτεχνικό studiο,
όπως αυτά στις
νουβέλες του Guy De
Maupassand. Ήταν ένας μεγάλος χώρος με καλό φωτισμό και ψηλοτάβανος αλλά
στο γειτονικό μικρό υπνοδωμάτιο υπήρχαν πολλές τσάντες. Στο Παρίσι
έβγαλε πολλές φωτογραφίες με τη Leica του εμφανίζοντας τα φιλμ τη νύχτα.
Δυστυχώς
τα περισσότερα από τα αρνητικά αργότερα
χάθηκαν. Κατά τη διάρκεια των 9 μηνών που συνεργάστηκαν, ο Le Corbusier
εκπαίδευσε το μάτι του Feininger στην προοπτική, τη σαφή
μορφή και την αναλογία.
Δεν
τον ενθουσίαζε τόσο η φωτογραφία αυτή καθέ αυτή, όσο η δυνατότητα που του έδινε
να έχει εικόνες από
πράγματα που εκτιμούσε
όπως φυσικά αντικείμενα, αρχιτεκτονικές
δομές και προοπτικές,
αστικά τοπία και
πορτραίτα ανθρώπων που σήμαιναν κάτι για αυτόν. Συνήθιζε να μάχεται πεισματικά,
σχεδόν μανιωδώς την επικράτηση της ασχήμιας.
Ανικανοποίητος
με τις εξελίξεις στην τεχνολογία της φωτογραφίας είτε επειδή δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της είτε
επειδή η τεχνολογική παραγωγή ήταν πολύ αργή ο Feininger πειραματίστηκε
αδιάκοπα με τον εξοπλισμό που του ήταν διαθέσιμος. Έτσι δημιούργησε έναν ακόμα
καλύτερο φακό και αρκετές φωτογραφικές
μηχανές, που του επέτρεπαν να φωτογραφίζει αντικείμενα σαν να ήταν αυτά
κάτω από μικροσκόπιο. Όσο η εργασία του, που εκτείνονταν από τα πειράματα με τη φωτογραφική
τεχνολογία προκειμένου να εκδίδει μεγάλο αριθμό φωτογραφιών και ως
αποτέλεσμα της εμπειρίας του γινόταν ακόμα διασκεδαστική τόσο γινόταν
όλο και περισσότερο χρονοβόρα. Ως αποτέλεσμα αποφάσισε το 1962 να σταματήσει να
δουλεύει για το περιοδικό Life.
Ο Feininger στη Weimar ανακάλυψε την έλξη του για τη φύση, την
οπτική του περιέργεια που ξύπνησε
σε περιπάτους στην περιοχή γύρω
από τη Weimar και στα
Θουρήγγεια βουνά.
Ο
Feininger πήγε στο Montauk. στο
Long Island, και εκεί, σε ένα μπαλκόνι με θέα
στον ωκεανό, έγραψε το βιβλίο με
Feininger on Photography,ένα βιβλίο που
διερευνά φωτογραφία τόσο από τεχνική όσο
και η καλλιτεχνική πλευρά. Με την πάροδο
του χρόνου το βιβλίο εξελίχθηκέ κάτι σαν
τη «Βίβλο» της φωτογραφίας. Η εργασία στο βιβλίο διέγειρε τον Feininger, έτσι
ώστε στα επόμενα έτη ξόδεψε περισσότερο
χρόνο εργαζόμενος στις εκδόσεις, οι οποίες ήταν είτε θαυμάσιες ποσότητες φωτογραφιών είτε βιβλία που
αφορούν σε εκτενείς εξηγήσεις των φωτογραφικών
τεχνικών και της τεχνολογίας.
Μέχρι
το 1999, είχε δημοσιεύσει περισσότερα από πενήντα βιβλία που κυκλοφόρησαν
ευρέως και μεταφράστηκαν σε δεκατέσσερις γλώσσες.
Είτε
από μεγάλη ή μεσαία διάσταση είτε από μακροσκοπική ή μικροσκοπική ματιά το μότο
του ήταν “Keep it Simple”.
Το
1929 μετά από 4 χρόνια εντατικής δουλειάς ο Feininger ολοκλήρωσε τις
αρχιτεκτονικές του σπουδές.
Εργάζεται
ως αρχιτέκτονας στο Dessau και στο Αμβούργο το 1930 και παράλληλα πουλάει τις
πρώτες του φωτογραφίες σε γερμανικά περιοδικά και εφημερίδες μέσω του
πρακτορείου Dephot.
Ο
Feininger ήθελε η
σύνθεση των φωτογραφιών
του να είναι καθαρά
δομημένη όπως η
μουσική του J. S. Bach.
Στις 30 Αυγούστου 1933 ο Feininger
παντρεύτηκε
την Wysse την οποία γνώριζε από τις μέρες
του Bauhaus. Έμεινε μαζί της 66 χρόνια μέχρι τον θάνατό του.ο μοναχογιός του Tomas γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1935.
Για
να έχει τη δυνατότητα να τραβάει μεγάλης διάστασης φωτογραφίες έφτιαξε μόνος
του μια τηλεκάμερα με φακό 28in
τον οποίο είχε
αγοράσει πολλά χρόνια
πριν σε ένα
παζάρι στο Παρίσι. Δυο ξύλινα
κουτιά συγκρατώντας πιάτα 6,5x9cm
μπορούσαν να πιέζονται το ένα μέσα
στο άλλο για εστίαση. Με αυτή
τη μοναδική χειροποίητη κάμερα μπορούσε
να φωτογραφίσει τις πιο
όμορφες και χαρακτηριστικές όψεις
της Στοκχόλμης με
τα απείρως μεγάλα υδάτινα
σώματα της.
Έτσι
δημιούργησε έναν ακόμα
καλύτερο φακό και
αρκετές φωτογραφικές μηχανές,
που του επέτρεπαν να φωτογραφίζει αντικείμενα σαν να ήταν αυτά κάτω από
μικροσκόπιο.
Ανικανοποίητος
με τις εξελίξεις στην τεχνολογία της φωτογραφίας είτε επειδή δεν εξυπηρετούσαν
τους σκοπούς της είτε επειδή η τεχνολογική παραγωγή ήταν πολύ αργή ο
Feininger πειραματίστηκε αδιάκοπα
με τον εξοπλισμό
που του ήταν
διαθέσιμος.
Αγαπούσε περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο την μουσική
του Bach λόγω της απλότητας της, που την καθιστούσε αγνή, γαλήνια και δυνατή.
Επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους avant garde φωτογράφους του 1920 και κυρίως από
τις Bauhaus φιγούρες. Τα κυριότερα στοιχεία της δουλείας τους όπως η σαφήνεια
και η λειτουργικότητα τα οποία ήταν αποτέλεσμα των φωτογραφικών κανόνων της
προοπτικής, του κοντράστ, των γκρίζων τόνων και της ευκρίνειας επηρέασαν
τη μέθοδο της δουλειάς και της
προοπτικής του Feininger.
Ένιωσε
ότι η νέα γενιά είχε μια άλλη προσέγγιση, μια διαφορετική στάση απέναντι
στη φωτογραφία. Δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να βρει οποιαδήποτε αξία σε μια
φωτογραφία από ένα άδειο πάγκο σε ένα πάρκο, και οι φοιτητές του δεν ήταν, ως
επί το πλείστον, σε θέση να
εξηγήσουν επαρκώς το έργο και τις
ιδέες τους σ 'αυτόν.
Άρχισε
να εργάζεται περισσότερο στο στούντιό του και φωτογράφισε τις μικρές
λεπτομέρειες της φύσης, οι οποίες ήταν έτσι τοποθετημένες ώστε να αποκτήσουν
μνημειακό μέγεθος και γλυπτικές ιδιότητες...
Αυτό
ήταν ένας τρόπος ένα αντικείμενο που ήταν πάντα αλλοδαπό σε ένα άτομο
προηγουμένως ενδιαφερόμενο στην τεκμηρίωση των θεμάτων του με τον τρόπο του
εξερευνητή.
Αλλά
εδώ, επίσης, το αξίωμα του για την ομορφιά θα μπορούσε να αναγνωρίζεται, ακόμη
και όταν "η απλότητα" αναφέρεται μόνο στη σύνθεση της εικόνας.
Ο
Feininger ασχολήθηκε με τη φωτογραφία όλη του τη ζωή. Ακόμη και λίγες μέρες πριν
το θάνατό του, θα μπορούσε κανείς
να τον βρει
να κάθεται στο
σπίτι του, στο
δέκατο έκτο όροφο ενός
ουρανοξύστη στην Twenty Second Street, κοντά στο Flat Iron Building (η οποία, για πολλούς
φωτογράφους, ήταν το καλύτερο μοτίβο
στη Νέα York), δακτυλογραφώντας στην
γραφομηχανή του, την Hermes Baby, η οποία τον συνόδευε για δεκαετίες και
πάντοτε βρισκόταν στα γόνατά του, με μια πετσέτα κάτω από αυτή, έτσι ώστε το
παντελόνι του να μη γίνει
"στιλπνό."
Ο
Andreas Feininger πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1999, στη Νέα Υόρκη.