Το ιστολόγιο "Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία" είναι ένας διαδικτυακός τόπος που αφιερώνεται στην προώθηση και ανάδειξη της τέχνης, της επιστήμης και της φιλολογίας. Ο συντάκτης του ιστολογίου, Κωνσταντίνος Βακουφτσής, μοιράζεται με τους αναγνώστες του τις σκέψεις του, τις αναλύσεις του και την αγάπη του για τον πολιτισμό, το σύμπαν και τη λογοτεχνία.
Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Η σοβαρή και αναπόφευκτη ερώτηση πώς να ζήσουμε; απευθύνεται σε μας και μας αφορά ζωτικά, την ίδια στιγμή που μας διαφεύγει, όπως διαφεύγει κι από τον ίδιο τον εαυτό της. Οι διάφορες απαντήσεις που της δίνονται δεν μοιάζουν εύστοχες. Ήδη το να την θέσει κανείς είναι σημάδι μιας ορισμένης κόπωσης, μιας κάμψης των ζωτικών δυνάμεων. Εν τούτοις η καίρια αυτή ερώτηση είναι ακόμη ικανή να κλονίσει τα συνήθη και θανατηφόρα προφανή. Δεν αφήνεται να την τραβήξουμε ως την άκρη της, ενώ και οι αινιγματικές απαντήσεις ακόμη τις οποίες προκαλεί παραμένουν ευρύτατα και βαθύτατα ανεπαρκείς. Ωστόσο η ερώτηση επανέρχεται αδιάκοπα. Ακόμη κι αν έχουμε υπερβεί τις εντάσεις μιας αναμονής, τις διερευνητικές μορφές μια ελπίδας, αυτή η διερώτηση στην καρδιά της ύπαρξης, που δεν είναι ποτέ απομονωμένη αλλά εμψυχώνει μαζί με τους άλλους αυτό το οποίο υποδεικνύεται με το όνομα της ζωής, έναν όρο τόσο προβληματικό, ανοίγει το δρόμο της. Οι απαντήσεις και οι λύσεις χωλαίνουν αναπόφευκτα και αποσύρονται. Αυτή η απόσυρση, όμως, δεν είναι ένα τίποτα.
Hugo Simberg, Le jardin de la mort, The garden of death,
1896
Ο θάνατος δεν παύει να προσεγγίζει, να είναι εδώ. Υπάρχουν εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να πεθάνουν τυφλά και σιωπηλά, εξόδοις τους, κι εκείνοι που πεθαίνουν έχοντας, αν μπορεί να πει κανείς, εκπληρώσει τη ζωή τους. Ο θάνατος επίσης παίρνει αυτό που πνέοντας τα λοίσθια, πρέπει να πεθάνει. Οι μάχες των οπισθοφυλακών είναι περιττές. Όταν «lemortsaisitlevif!» (Ο νεκρός συλλαμβάνει τον ζωντανό!), όπως γράφει ο Μαρξ γαλλικά στο Κεφάλαιο, αυτό που ζει προσπαθεί με τη σειρά του να συλλάβει τον θάνατο. Μια εξ ίσου ισχυρή ορμή εκδηλώνεται σε σχέση με τον θάνατο. Η ζωή μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό που είναι νεκρό. Συνεχίζει ασταμάτητα το δικό της έργο –που φέρει πάντοτε το στίγμα του θανάτου-, μπορεί ν’ αναλάβει τον θάνατο (τον δικό της θάνατο, τον θάνατο κάθε υπάρχοντος και τον θάνατο αυτόν καθαυτόν). Διότι μια παραγωγική σχέση με αυτό που είναι νεκρό καθώς και με τον ατομικό και τον οικουμενικό θάνατο είναι δυνατή. Δεν υπάρχει αιώνια επιβίωση. Όλα συμβαίνουν μέσα στη διάσταση της δοκιμασμένης παγχρονικότητας, που δεν είναι μια διάσταση μεταξύ άλλων, λεπτό προς λεπτό, ώρα με την ώρα, εποχή με την εποχή, κάνοντας την εμπειρία τόσο του μη ξεπερασμένου παρελθόντος, του εξασθενημένου παρόντος, όσο και του μέλλοντος που είναι ήδη εδώ. Φθάνει να είμαστε προσεκτικοί στη σύμπλεξη των μεταβλητών και του αμετάβλητου. Οπωσδήποτε, η ύπαρξη δεν είναι φτιαγμένη γι’ αυτούς που τολμούν να ζουν αυτό –αυτό- από πολύ κοντά κι από πολύ μακριά συγχρόνως, κατάματα, περαστικοί πάνω σ’ έναν πλανήτη που δεν είναι αιώνιος, διαβάτες ταπεινοί ή σημαντικοί.
Η μη ανασχέσιμη προέλαση της σύγχρονης τεχνικής η οποία καταλαμβάνει τα πάντα συμβαδίζει με την απουσία των Θεών, με την ερήμωση της φύσης, με τη διάλυση των κοινοτήτων, με το βασίλειο του εμπορεύματος, με την αποθέωση της αναπαράστασης και των θεαματικών της οργάνων, με την αποχαλίνωση της θέλησης. Ο άνθρωπος –που υποτίθεται ότι θριαμβεύει- έχει περιοριστεί στα στοιχειώδη. Καθρεφτίζεται χωρίς τελειωμό στον «δικό» του καθρέφτη, στον οποίο είναι επίσης καταδικασμένη να καθρεφτίζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και κάθε πράγμα. Ενάντια στην κατάσταση αυτή υψώθηκαν, από τις αρχές του 19ου αιώνα, ζωηρές διαμαρτυρίες, κι όχι απλώς διαμαρτυρίες, απέναντι στη γενικευμένη βιομηχανοποίηση. Ζωηρά λόγια και κινήσεις εξέφρασαν όλη τη δυσανεξία, τη δυσφορία, τη δυστυχία, οι οποίες μπορεί μεν να ήσαν οικουμενικές αλλά ήσαν επίσης σημαδεμένες απ’ την καινούργια απόγνωση, απ’ το ξερίζωμα, από τη δύναμη της πεζότητας, του υπολογισμού. Ορισμένες από τις μορφές αυτές που, ρητώς ή όχι, αρνήθηκαν τους νέους καιρούς πλήρωσαν πολύ οδυνηρά τα οράματά τους, υπακούοντας στην τάξη του χρόνου. Στοχαστές, ποιητές, ζωγράφοι, μυθιστοριογράφοι –ας σκεφθούμε τον Ντοστογιέφσκι- δεν μπορούσαν να υποφέρουν αυτό που άρχιζε να κυριαρχεί και του οποίου η κυριαρχία επρόκειτο να επισπευσθεί. Η άρνηση όμως αυτή δεν ήταν άμοιρη και ενός ισχυρού αισθήματος απώλειας, μιας ορισμένης νοσταλγίας.
Έτσι, ο Χαίλντερλιν κάνει ποίηση την απόσυρση των θεών και τείνει προς την αναμονή ενός νέου θεού.
A portrait of Karl
Marx before 24th August 1875.
Ο
Μαρξ στιγματίζει σκληρά τη βασιλεία της αποξένωσης και εύχεται να ξαναβρεί ο
άνθρωπος (οι άνθρωποι στο σύνολό τους) την ανθρώπινη φύση του.
Ο
Νίτσε καταγγέλλει τον μηδενισμό που σφραγίζει τα πάντα με ασημαντότητα και
προοιωνίζεται μιαν άλλη κατάφαση αυτού που είναι και γίνεται.
Ο
Χάιντεγκερ προσκολλάται στη λήθη του Είναι και περιμένει έναν τελευταίο σωτήρα
θεό.
Η
απόρριψη του παρόντος, που είναι αβάσταχτο και πολύ βαρύ, συμβαδίζει με
«προφητικά» λόγια και με χειρονομίες που μυρίζουν νοσταλγία. Η νοσταλγία
σκιαγραφεί, απέναντι και μέσα σ’ ένα ανεπανόρθωτο και πνιγηρό παρόν, μιαν
«επιστροφή» σ’ έναν τόπο και σ’ ένα χρόνο τον οποίο ουδέποτε κατοικήσαμε
πραγματικά και ο οποίος θα ήταν το ενδιαίτημά μας. Πράγμα που δεν αποκλείει τη
δυνατότητα να υπάρχουν νοσταλγίες που πηγαίνουν μπροστά, που είναι
προδρομικές…"
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Κώστα Αξελού, Αυτό που επέρχεται (Eνότητα:
Αυτό Που Προσεγγίζει), Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη , Βιβλιοπωλείον της Εστίας
, 2011.
Την
πιο μακρινή θέα του νυχτερινού ουρανού μέχρι σήμερα κατάφεραν να απεικονίσουν
οι αστρονόμοι, ενώνοντας περισσότερες από 2.000 εικόνες που είχε τραβήξει το
διαστημικό τηλεσκόπιο «Χαμπλ» της ΝASA επί μία δεκαετία. Η εικόνα με την
ονομασία «Hubble eXtreme Deep Field» καλύπτει ένα μικρό μόνο κομμάτι του
ουρανού του νοτίου ημισφαιρίου (μικρότερο από τη διάμετρο της πανσελήνου) στην
κατεύθυνση του αστερισμού της Καμίνου. Η εν λόγω φωτογραφία περιέχει επιπλέον
5.500 γαλαξίες στις προηγούμενες ανάλογες φωτογραφίες XDF του τηλεσκοπίου από
το 2003, οι οποίες αφορούσαν το ίδιο τμήμα του ουρανού. Προτού τεθεί σε τροχιά
το «Χαμπλ», οι αστρονόμοι μπορούσαν να δουν γαλαξίες σε απόσταση το πολύ 7 δισ.
ετών. Το νέο διαστημικό τηλεσκόπιο «Τζέημς Γουέμπ» που θα αντικαταστήσει το
«Χαμπλ», με τις αυξημένες δυνατότητες υπέρυθρης όρασης που θα διαθέτει, θα
είναι σε θέση να δει ακόμα πιο πίσω στο παρελθόν και έτσι οι επόμενες
φωτογραφίες XDF αναμένεται να είναι ακόμα πιο πλούσιες σε περιεχόμενο.
Η
φωτογραφία, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, αποτελεί ένα διαχρονικό
«καλειδοσκόπιο» ταυτόχρονα νεαρών και πανάρχαιων γαλαξιών, καθώς και άλλων
ουράνιων αντικειμένων, τα πιο μακρινά από τα οποία έχουν ηλικία μόλις 450 εκατ.
ετών μετά την «Μεγάλη Έκρηξη» του σύμπαντος, η οποία έγινε πριν από περίπου
13,7 δισεκατομμύρια χρόνια.
Σπουδαίο το μαρμάρινο άγαλμα που βρέθηκε κατά τη
διάρκεια εργασιών στο Μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου. Το μαρμάρινο άγαλμα ενός άνδρα ήρθε στο φως
στο Μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου κατά τις εργασίες που γίνονται για την
ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου. Πρόκειται για τον κορμό
αγάλματος της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε εντοιχισμένο σε ένα πρόχειρο κτίσμα
και παριστάνει έναν όρθιο, γυμνό άνδρα που έχει ριγμένο πάνω από τον αριστερό
του ώμο ένα ιμάτιο, το οποίο τυλίγεται και γύρω από το βραχίονά του. Το μέγεθός του είναι ελαφρά πάνω από το
φυσικό και ήδη οι αρχαιολόγοι της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου του
υπουργείου Πολιτισμού που πραγματοποιούν το έργο στην περιοχή θεωρούν, ότι
είναι ένα πολύ καλής ποιότητας αντίγραφο πρωιμότερου έργου του 4ου π. Χ. αιώνα,
εμπνευσμένου από την παράδοση του μεγάλου αργείου γλύπτη Πολυκλείτου. Το έργο
εκείνο παρίστανε τον θεό Ερμή σε νεαρή ηλικία και είχε αποτελέσει ένα από τα
πιο αγαπητά πρότυπα για τις μεταγενέστερες αντιγραφές ή μεταπλάσεις. Το
εντυπωσιακό άγαλμα της Επιδαύρου με τη μαλακή διάπλαση του σώματος αλλά και με
τη χαρακτηριστική υπερβολή της ρωμαϊκής τέχνης ως προς την καθαρότητα της δομής
αλλά και στο φούσκωμα των μυών, εκτιμούν οι ειδικοί ότι φιλοτεχνήθηκε στους
αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους.
Κολοσσική κεφαλή του αυτοκράτορα Αδριανού με
στεφάνι από φύλλα βελανιδιάς (117-138 μ.Χ.). Πεντελικό μάρμαρο, βρέθηκε στην
Αθήνα. ΕθνικόΑρχαιολογικόΜουσείοΑθήνας. Colossal portrait head of
the emperor Hadrian with a wreath of oak leaves (AD 117-138). Pentelic marble,
found in Athens. National Archaeological Museum in Athens.
Ίσως μάλιστα κατά τον 2ο μ. Χ. αιώνα, την εποχή που
έγινε η επίσκεψη του Αυτοκράτορα Αδριανού στην Επίδαυρο δημιουργώντας ευνοϊκές
συνθήκες στην πόλη. Το εύρημα δεν επιτρέπει προς το παρόν να γνωρίζουμε αν το
άγαλμα παρίστανε τον θεό, ή όπως συμβαίνει με πολλά άλλα αντίγραφα του ίδιου
τύπου με την προσαρμογή της κεφαλής και του προσώπου αποτελούσε το πορτραίτο
ενός σημαντικού αξιωματούχου της εποχής. Η περιοχή στην οποία βρέθηκε και στην
οποία άλλωστε εντάσσεται και το θέατρο πρέπει να περιελάμβανε την αγορά της
αρχαίας πόλης. Το κτίσμα πάντως, στο οποίο είχε εντοιχιστεί το γλυπτό είναι
μεταγενέστερο και χρονολογείται το νωρίτερο τον 4ο μ. Χ. αιώνα. Βρίσκεται όμως
κοντά σε παλαιότερα οικοδομήματα, που επί του παρόντος εικάζεται ότι ανήκουν
στο ευρύτερο χώρο της αρχαίας αγοράς της πόλης. Ο νέος έχει μεταφερθεί ήδη στο
Μουσείο του Ασκληπιείου Επιδαύρου για καθαρισμό και συντήρηση.
Η τέχνη του εξπρεσιονισμού δε δίστασε να αποκαλύψει τη δυσάρεστη όψη των πραγμάτων· σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όχι μόνο δε συγκάλυψε την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν οδηγηθεί συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά επιδίωξε ακριβώς να εστιάσει σ' αυτήν. Χαρακτηριστική η περιπτώση του έργου της Kathe Kollwitz (1867-1945).
Η Γερμανίδα γλύπτρια και γραφίστρια Käthe Kollwitz γεννήθηκε το 1867 στη γερμανική πόλη Königsberg (Κένιγκσμπέργκ). Το 1881 έκανε μαθήματα σχεδίου σε έναν χαλκογράφο, ενώ από το 1885 έως το 1889 σπούδασε ζωγραφική στον Karl Stauffer-Bern (Κάρλ Στάουφερ- Μπέρν) στο Βερολίνο και στον Ludwig Herterich (Λούντβιγκ Χέρτεριχ) στο Μόναχο. Την περίοδο 1895 /1898, επηρεασμένη από το δράμα του Gerhard Hauptmann (Γκέρχαρντ Χάουπτμαν) «Οι υφαντές» δημιούργησε τον κύκλο έργων της «Η επανάσταση των υφαντών». Την περίοδο 1898-1903 διδάσκει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Από το 1901-1908 ζωγραφίζει τον κύκλο «Πόλεμος αγροτών», για τον οποίο της απονέμεται το βραβείο Villa-Romana. To 1904 εργάζεται για ένα χρόνο στο Παρίσι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Auguste Rodin. Γυρνώντας στη Γερμανία συμμετέχει σε πολλές εκθέσεις, ενώ το 1914 χάνει τον μεγαλύτερο από τους δύο γιους της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1918 έρχεται σε αντιπαράθεση με το Γερμανό ποιητή Richard Dehmel (Ρίχαρντ Ντέμελ), ο οποίος υποστήριζε τον πόλεμο μέχρις εσχάτων, τονίζοντας: «Αρκετούς νεκρούς θρηνήσαμε. Κανένας θάνατος πια. Τους σπόρους για σπορά δεν τους αλέθουμε.» Το 1919 είναι η πρώτη γυναίκα που θα οριστεί μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, ενώ ταυτόχρονα της απονέμεται ο τίτλος της καθηγήτριας. Μεταξύ του 1921 και του 1924 εργάζεται σε διεθνείς οργανισμούς αλληλεγγύης κατασκευάζοντας αφίσες που θα μείνουν στην ιστορία, μεταξύ των οποίων και η αφίσα με τίτλο «Ποτέ πια πόλεμος».
Τα επόμενα χρόνια εργάζεται στην ξυλογλυπτική ενώ το 1929 της απονέμεται το βραβείο Pour le Mérite για μια σειρά χαλκογραφιών που εξέθεσε στη Βασιλεία της Ελβετίας. Το 1934/35 εργάζεται σε μια σύνθεση λιθογραφιών με τίτλο «Του Θανάτου», ενώ το 1942 και μετά το θάνατο του εγγονού της στο ρωσικό μέτωπο δημιουργεί τη λιθογραφία της «Σπόροι για σπορά να μην αλέθονται». Το 1944 βομβαρδίζεται το σπίτι της στο Βερολίνο και καταστρέφεται σειρά έργων της. Η ίδια πεθαίνει τέλος το 1945 σε ηλικία 78 ετών.
Εικονογράφηση
του Γιάννη Τσαρούχη για το ποίημα του Καβάφη, Ωραία λουλούδια και άσπρα που ταίριαζαν πολύ, 1964. Yiannis
Tsaroychis, llustration for Cavafy's poem Lovely
White Flowers, 1964.
Μπήκε στο
καφενείοόπου επήγαιναν μαζύ.— Ο φίλος του
εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε
πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα —
ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω
φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος,
μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε
τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά
μαντήλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον
κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ
του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’
αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν
αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν
ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά
μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και
τούτην, με χίλια παρακάλια.
Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου
τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι
λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.
Την Κυριακή τον
θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον
θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.
Στην πτωχική του
κάσα του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι
άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του
και στα είκοσι δυο του χρόνια.
Όταν το βράδυ
επήγεν— έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του
ψωμιού του— στο καφενείον όπου
επήγαιναν
μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο
καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.
(Από τα Ποιήματα
1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κωνσταντίνος Π.
Καβάφης
Lovely White
Flowers
Tamara De Lempicka, Αrums, 1941
He went inside the café where they used to go
together.
It was here, three months ago, that his friend had
told him:
“We’re completely broke—the two of us so poor
that we’re down to sitting in the cheapest places.
I have to tell you straight out—
I can’t go around with you any more.
I want you to know, somebody else is after me.”
The “somebody else” had promised him two suits,
some silk handkerchiefs. To get his friend back,
he himself went through hell rounding up twenty
pounds.
His friend came back to him for the twenty pounds—
but along with that, for their old intimacy,
their old love, for the deep feeling between them.
The “somebody else” was a liar, a real bum:
he’d ordered only one suit for his friend,
and that under pressure, after much begging.
But now he doesn’t want the suits any longer,
he doesn’t want the silk handkerchiefs at all,
or twenty pounds, or twenty piasters even.
Sunday they buried him, at ten in the morning.
Sunday they buried him, almost a week ago.
He laid flowers on his cheap coffin,
lovely white flowers, very much in keeping
with his beauty, his twenty-two years.
When he went to the café that evening—
he happened to have some vital business there—the same
café
where they used to go together: it was a knife in his
heart,