Γιάννης
Μιγάδης, Οι Αστοί, 1973.
Αυτή
η μεγάλη σειρά κειμένων του
Βασίλη Ραφαηλίδη με το γενικό τίτλο «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», έχει
σαν σκοπό να δείξει πως η μπουρζουαζία είναι όντως γοητευτική και η γοητεία της
βρίσκεται κυρίως σ' αυτό που ήδη επεσήμανε ο ιδιοφυής αναρχικός Λουίς
Μπουνιουέλ, από ταινία του οποίου δανειστήκαμε τον τίτλο μας. Σ' αυτό που λέμε
«αμαρτία», ή αν προτιμάτε ανηθικότητα. Όμως η ανηθικότητα του καπιταλισμού
πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο διακριτική προκειμένου να είναι γοητευτική.
Όπως δεν απατά κανείς τη γυναίκα του φανερά, έτσι δεν πρέπει να απατά και το
συνέταιρό του φανερά. Ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται απατεώνες, αλλά πονηρούς
και ευέλικτους απατεωνίσκους, προκειμένου το παιχνίδι να γίνεται όσο το δυνατό
λιγότερο ανιαρό και επικίνδυνο. Στον καπιταλισμό τα παιχνίδια πρέπει να
παίζονται με κανόνες και όλα να φαίνονται ευπρεπή. Όμως, αλίμονο στον
καπιταλιστή που δεν παραβαίνει διακριτικά και με τρόπο τους κανόνες και που
είναι πράγματι ευπρεπής. Η γοητεία του σωστού καπιταλιστή συνίσταται στην
ικανότητά του να είναι απατεώνας χωρίς να φαίνεται. [...]
Η
πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός που
παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν
πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές
της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος;
Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και
άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο [...]
Από
το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Η
ευρηματική, ανατρεπτική σουρεαλιστική κωμωδία του Λουίς Μπουνιουέλ, αποτελεί
μία επίθεση εναντίον της κοινωνίας των πλουσίων, των στρατιωτικών, της
αστυνομίας, της εκκλησίας και πάνω απ'όλα εναντίον της μπουρζουαζίας που τους
συντηρεί, με αρκετή ειρωνεία αλλά και αρκετή τρυφερότητα. Η ιστορία αφορά έξι
ανθρώπους που επιθυμούν διακαώς να δειπνήσουν και να απολαύσουν το φαγητό τους,
αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Φτάνουν σε λάθος μέρα σε εστιατόριο που ο
ιδιοκτήτης του έχει πεθάνει και που το πτώμα του εκτίθεται σε δημόσια θέα, σε
μέρος όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από νερό. Δεν βρίσκονται καν σε
εστιατόριο, αλλά όπως διαπιστώνουν στη σκηνή ενός θεάτρου που η αυλαία του
ανοίγει για να αποκαλύψει ένα οργισμένο κοινό.
Συμμορίες
τους γαζώνουν με σφαίρες προτού προλάβουν να φάνε, μολονότι στην επόμενη σκηνή
είναι πάλι ζωντανοί και περπατούν σ'έναν επαρχιακό δρόμο, μια εικόνα που
επαναλαμβάνεται στην ταινία. Η δομή της αφήγησης ξεφεύγει από τα κλασικά
ρασιοναλιστικά πλαίσια, αφού το ένα γεγονός δεν διαδέχεται το άλλο αιτιακά και
με χρονολογική σειρά, αλλά σαν μια εκδήλωση της ίδιας ιδέας (ένα δείπνο που
ποτέ δεν ολοκληρώνεται η οποία με τη σειρά της εμπεριέχεται σ'ένα ευρύτερο
θέμα, την ιδεολογική ανατομία της αστικής τάξης).