Χαρακτηριστικοί
τύποι τουρκικών σπιτιών στην περιοχή «Εσκί» και «Γενί Ντελίκ».
Ήταν
μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις
πάντρεψαν στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα
κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και
στην ίδια εκκλησιά δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς — ο ένας μαραγκός, ο άλλος
χτίστης. Στο γάμο οι μπουμπουνιέρες δεν έφτασαν• οι γαμπροί, χωρίς να ρωτήσουν
κανένα, είχαν καλέσει πάρα πολλούς. Έτρεξαν πανικόβλητοι οι συμπεθέροι κι
αγόρασαν κάτι χάρτινες, γαλάζιες και ροζ, απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς.
Σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι, που πήραν τις χάρτινες, δυσαρεστήθηκαν. Μερικοί ούτε
που τις έπιασαν στο χέρι. Άλλοι πάλι, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν στείλει δώρο,
τις γύρισαν πίσω την άλλη μέρα πρωί πρωί. Σημάδι πως είχαν γίνει πολλά σχόλια
στα διάφορα συζυγικά κρεβάτια εκείνη τη νύχτα. Ήταν ένας κόσμος τσαλαπατημένος,
αρχοντοξεπεσμένοι μάλιστα μερικοί, και θίγονταν πολύ εύκολα.
Οι
νιόγαμπροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα —έφταιγαν κιόλας λίγο— κι
έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι
τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και
χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους
βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες
απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή και εξαφανίστηκαν.
[…]
Λίγες
μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’
αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή,
που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό
γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε
πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν• η Τούμπα έπεφτε πολύ
μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει
κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι.
Τους είπανε για την Καλαμαριά• τους πρόσφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην
Αρετσού, στην Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να
φτάσεις στην πόλη. Τι να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε
ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις
δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την
ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνα τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Συκιές,
οδός Ελπίδος. Πανοραμική φωτογραφία στα όρια της συνοικίας «Μεβλεχανέ» και της
περιοχής «Γενί Ντελίκ».
Κι
έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα,
στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό το
θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί
να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη
έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα
πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη,
που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους
αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα,
μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την
πολυκαιρία —και τα αίματα ίσως— τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από
ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή
πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθαν
αργότερα περιστάσεις, που βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που σκαρφάλωσαν σ’
εκείνα τα μπαΐρια. Το ανέβασμα με τη ζέστα και τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι ή το
χειμώνα το κατέβασμα με τη μεγάλη παγωνιά ήταν σωστό μαρτύριο. Το κατηφορικό
καλντερίμι έρχονταν και περιχύνονταν με κρύσταλλο, που γλιστρούσε διαβολεμένα.
Έκαμνε πολύ γερές παγωνιές τότε. Ένα γείτονα τον μάζεψαν μια μέρα με κουβέρτα,
τέτοιο γλίστρημα πήρε. Μα, οι ίδιοι ήταν ακόμα λιγερόκορμοι και ζύγιζαν το
κορμί τους καλά, ώστε να μη πέφτουν. Μόνο που έπρεπε να ξεκινούν ακόμα πιο
πρωί.
Σπίτια
στα Κάστρα. (απροσδιόριστη χρονολογία)
Το
χώμα στο οικόπεδο σκάβονταν εύκολα, δεν είχε βράχο αποκάτω ούτε θεμέλια παλιών
σπιτιών. Μάλλον θα ήταν χώμα βγαλμένο απ’ τη βαθιά οχυρωματική τάφρο. Άλλωστε,
οι βυζαντινοί απόφευγαν να χτίζουν κοντά στα τείχη και είχαν τους λόγους τους.
Θα ’ταν επικίνδυνες και κακόφημες οι περιοχές αυτές, μ’ όλους εκείνους τους
σκοτεινούς μισθοφόρους που τριγυρνούσαν. Σε καιρούς πολέμων οι νταήδες αυτοί
πρέπει να αποχαλινώνονταν. Δεν αποκλείεται και να απαγορευόταν το χτίσιμο κοντά
στα οχυρώματα. Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν
υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους. Οι δυο
μαστόροι σκάβοντας ξέθαβαν κάθε τόσο διάφορα σκουριασμένα σιδερικά και κάτι
στρογγυλά πράγματα σαν ταψιά, που ποτέ τους δεν έμαθαν πως ήταν στραπατσαρισμένες
ασπίδες. Τις πιο γερές, μάλιστα, τις έστρωσαν για ένα διάστημα στη στέγη
βάζοντας πέτρες βαριές αποπάνω. Φύτεψαν κι ένα γύρω στο οικόπεδο αγιόκλημα,
καθώς και συκιές, για να συγκρατούν με τις ρίζες τους το χώμα, που το είχαν
κόψει σα φέτα πίσω απ’ τα δυο σπίτια. Τα φυτά σχημάτισαν σκιερές γωνιές και
κρυψώνες, όπου έπαιζαν αργότερα με αγαλλίαση τα παιδιά.
Η
μια απ’ τις αδερφάδες ήταν αλαφροΐσκιωτη. Άρχισε γρήγορα να λέει πως τις νύχτες
έβλεπε ένα κουβάρι από φως να περνάει πάνω κάτω στα τείχη. Δεν της έδωσαν και
πολλή σημασία• είπαν πως θα ’ναι ο Αη-Δημήτρης και η εμπιστοσύνη τους στα τείχη
ενισχύθηκε. Ωστόσο η αλαφροΐσκιωτη με τον ξυλουργό, καθώς και η άλλη με το
χτίστη, δεν παράλειπαν να ξεφουρνίζουν κι από κανένα παιδί κάθε τόσο.
Πρώτη
και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη. Πήγε από εχινόκοκκους. Μήνες την
ανοίγαν και την κλείναν οι γιατροί και τα μαθητευόμενα γιατρουδάκια στο
προσφυγικό νοσοκομείο. Το αγαθό και δροσερό κορίτσι ήρθε σε λίγον καιρό κι
έγινε σα γριά. Τα τρία παιδιά της, αγόρια όλα, τα κοίταζε όσο μπορούσε η άλλη,
που όμως ξενοδούλευε. Ο μαραγκός πλάνιζε και τα μάτια του τρέχαν πάνω στα
άσπιλα ξύλα. Στο μεταξύ αρρώστησε και της αλληνής ο μεγάλος γιος απ’ την ίδια
αρρώστια. Είχαν ένα σκυλί, που κοιμόταν μαζί τους και τα παιδιά το φιλούσαν στο
στόμα. Το απαίσιο αυτό ζώο παρά τρίχα να τους ξεκάνει όλους. Ευτυχώς, ο μικρός
τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν οι γιατροί να βγάλουν από μέσα του το
σακούλι με τους εχινόκοκκους προτού σπάσει και διασκορπιστεί σ’ όλα τα σωθικά
του το μικρόβιο. Ταυτόχρονα σχεδόν με τον μικρό αρρωσταίνει κι ο πατέρας του
από διπλή περιπνευμονία κι όπως ο οργανισμός του ήταν αδυνατισμένος απ’ το
πιοτό και μια παλιά ελονοσία πεθαίνει γρήγορα κι αυτός. Πήγαμε και στη νέα
κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρια, το
παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας
συνεχώς το σταυρό του. […].
Ύστερα
κόπηκαν όλα μαχαίρι. Για πολλά χρόνια όχι θάνατος μα ούτε γρίπη δεν
παρουσιάστηκε στην οικογένεια. Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε
κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας […].
Κάτω
απ' τα Κάστρα, ξυπόλυτα παιδιά στο καλντερίμι, ένας εργάτης σε κάποιο έργο και
γυναίκες της γειτονιάς. (απροσδιόριστη ημερομηνία)
Τα
παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με
σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που
γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν,
ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν
μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και
τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε,
άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το
στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες
αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με
ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρώμες, και ιδίως σκορδίλα […]. Ήμουν
σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κωλοπετσωμένα
κοτόπουλα κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από
κείνον τον εφιάλτη.
Τα
Κάστρα όπως τα φωτογράφησε το 1940 ο ποιητής Κλείτος Κύρου.
Στην
Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου
περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα.
Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα,
ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα
που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η
Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.
Πέρασε
η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο
μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του
τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό• έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους
κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι
ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να
τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε
γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα
τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι
μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες και παιδιά.
Μόλις
είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά κι ανάποδα αυτού του τόπου κι οι
συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για
τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο.
Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να
τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν. Γράφτηκε αμέσως για τη
Γερμανία ο δεύτερος του μαραγκού, ο πιο έξυπνος απ’ όλους, και είπε πως, αν τα
πράγματα είναι καλά, θα πάρει και τους άλλους κοντά του. Σαν ήρθε η ώρα, δεν
ήθελε να φύγει, ήταν σαν άρρωστος. Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον
ξεπροβοδίσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγε αστεία, ενώ από μέσα το αντεράκι
τους λιγωνόταν για τον αποχωρισμό. Μια σκορδόπιστη με δυο κατουρλούδες
φιλενάδες της σιγόκλαιγε πιο πέρα. «Θα γυρίσω να σε πάρω» της φώναξε, προς
μεγάλη αγανάκτηση της θειάς του. Κόσμος πολύς καρτερούσε, μιλώντας δυνατά με
ταραχή. Κάποτε έφτασε η ταχεία Αθηνών γεμάτη επιβάτες. Λίγοι κατέβηκαν, οι
υπόλοιποι πήγαιναν κι αυτοί για έξω. Μόλις το τραίνο σταμάτησε, χύμηξε απ’ την
αποβάθρα ο κόσμος. Δημιουργήθηκε φρακάρισμα στις πόρτες. Αυτοί που ήθελαν να
κατέβουν, φώναζαν προβάλλοντας τις βαλίτσες, αυτοί πάλι που ήθελαν ν’ ανεβούν
δε λογάριαζαν τίποτε, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε αυτό το ταξίδι. Είχαν και
πολλά μπαγάζια όλοι τους, ακόμη και σταμνιά με νερό. Σαν είδαμε τα σκούρα και
πως κινδύνευε να πάει όρθιος ως τη Γερμανία, τον αρπάξαμε στα χέρια και των
χώσαμε σ’ ένα κουπέ απ’ το παράθυρο. Μας είδαν όλοι και το κόλπο γενικεύτηκε. Η
Ελλάδα εγκαταλείπονταν «πατείς με, πατώ σε». Άκουγες συνεχώς το λόγο: «Μαύρη
πέτρα θα ρίξω». Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναζε τη λέξη
του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πως άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα
την ανάγκη να σκύψω.
[…]
Βαδίζοντας
στην Άνω Πόλη. Φωτογραφία του ποιητή Κλείτου Κύρου το 1956.
Τριγυρνούσα
τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο
απ’ την πρωτεύουσα. Όλοι τους, σαν έρχονται στην πόλη μας, θέλουν να βλέπουν
γραφικότητες κι εγώ δεν τους χαλάω χατίρι, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να
ξαναθυμάμαι. Ο φίλος είναι καλό παιδί, μα πλούσιος κι αριστοκράτης. Έχει
μάλιστα στενή συγγένεια με κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο, που τουφέκισαν στο
εικοσιδύο για την Καταστροφή. Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός
τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: «Πότε άραγε θα
τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;»
Πάνω
σ’ αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και
θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν
αρμαθιές ολόκληρες…