Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, Marcus Aurelius Antoninus Augustus
Ζούμε
σε έναν πολιτισμό στον οποίο η επιστήμη είναι εντελώς αυτόνομη, εντελώς
ανεξάρτητη από τις ηθικές και υπαρξιακές αξίες. Και αυτό ακριβώς είναι το
πρόβλημα, αν όχι το δράμα της εποχής μας. Πώς θα μπορέσει ο σύγχρονος κόσμος να
ξαναβρεί μια σοφία, δηλαδή μια μορφή γνώσης, συνείδησης, η οποία δεν θα αφορά
μόνο τα αντικείμενα της γνώσης, αλλά την ίδια τη ζωή, τον τρόπο που ζούμε και
υπάρχουμε; Αυτός ο διαχωρισμός επιστήμης και σοφίας δεν υπήρχε στην
ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Οι όροι «σοφός» και «σοφία», όταν κάνουν την πρώιμη
εμφάνισή τους στα ποιητικά ή φιλοσοφικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας, ορίζουν
τόσο την τεχνική ικανότητα όσο και την υπεροχή στη μουσική ή ποιητική τέχνη και
υποδηλώνουν μια γνώση που είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης που
έδωσε ένας δάσκαλος, ο καρπός μιας μακράς εμπειρίας και το δώρο που δέχεται
κάποιος χάρη σε μια θεϊκή έμπνευση. Στις συμβουλές της Αθηνάς οφείλει ο
ξυλουργός τη σοφία του, την ικανότητα και τη γνώση του στην τέχνη της
κατασκευής (Ιλιάδα) και χάρη στις μούσες ο ποιητής γνωρίζει τι και πώς πρέπει
να εξυμνεί (Ησίοδος «Θεογονία»).
Βρίσκουμε εδώ αυτό που θα είναι ένα σταθερό γνώρισμα της αρχαίας διδασκαλίας
της σοφίας: αυτή είναι πάνω από όλα ιδιότητα των Θεών, η ίδια η ένδειξη της
απόστασης που χωρίζει τους Θεούς από τους ανθρώπους.
Οι όροι «σοφός» και
«σοφία» εφαρμόζονται και στην πολιτική γνώση. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν οι
αρχαίοι μιλούν για τους Επτά Σοφούς, ιστορικές μορφές του 7ου και 6ου αιώνα
π.Χ., που έγιναν σύντομα μυθικές, οι οποίες διέθεταν ταυτόχρονα την τεχνική και
την πολιτική γνώση. Είναι νομοθέτες και εκπαιδευτές, όπως ο Σόλων. Τα αποφθέγματα
που αποδίδονται στη σοφία τους ήταν χαραγμένα κοντά στον ναό των Δελφών, πάνω
σε μια στήλη που χαράχτηκε πιθανότατα τον 3ο αιώνα, από τον μαθητή του
Αριστοτέλη Κλέαρχο. Μεταξύ αυτών των αποφθεγμάτων εμφανίζονται ονομαστές
φράσεις: «Γνώθι σ' αυτόν», «Μηδέν άγαν», «Οι καιροί ου μενετοί», «Μέτρον
άριστον». Τα δελφικά αποφθέγματα προορίζονταν, μεταξύ των άλλων, να βοηθήσουν
τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την απόσταση που τους χωρίζει από τους
Θεούς και την κατωτερότητα της γνώσης τους, επομένως και της σοφίας τους.
Η
μέγιστη σοφία του ανθρώπου έγκειται στην αναγνώριση των ορίων του. Ή
ακριβέστερα, όπως θα πει ο Σωκράτης αναφέροντας ακριβώς ένα χρησμό των Δελφών:
«Ούτος υμών, ω άνθρωποι, σοφώτατος εστίν, όστις ώσπερ Σωκράτης έγνωκεν ότι
ουδενός άξιος εστί τη αληθεία προς σοφίαν» (Πλάτωνος «Απολογία Σωκράτους»). Με
τον 4ο αιώνα, για την ακρίβεια με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και με τον
στοχασμό για τη χρήση του όρου «φιλοσοφία» (αγάπη για τη σοφία), εκδηλώνεται
μια αποφασιστική στροφή στην αναπαράσταση του σοφού. Συνειδητοποιούν πράγματι
τον υπεράνθρωπο χαρακτήρα της σοφίας, που αποτελεί μια κατάσταση υπερβατική και
θεϊκή, από την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να γνωρίζει ότι χωρίζεται από
μια πελώρια απόσταση. Ταυτόχρονα, η σοφία ταυτίζεται όλο και περισσότερο με την
επιστήμη, δηλαδή με μια βέβαιη και αυστηρή γνώση, που δεν γίνεται ποτέ
αντιληπτή εξάλλου όπως η δική μας σύγχρονη επιστημονική γνώση, επειδή συμπίπτει
όλο και περισσότερο με μια γνώση του πράττειν, μια γνώση του ζην, με δυο λόγια
με έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Μετά τον Πλάτωνα, πράγματι, οι Έλληνες αποκτούν
βαθιά συνείδηση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει αληθινή γνώση που να μην είναι
γνώση όλης της ψυχής, που να μην μετασχηματίζει επομένως την ολότητα της ύπαρξης
εκείνου που την ασκεί (...) Αντίθετα με μιαν αρκετά διαδεδομένη και ανθεκτική
γνώμη, ο αρχαίος σοφός δεν απαρνιέται την πολιτική δράση. Σε καμιά φιλοσοφική
σχολή της αρχαιότητας, πράγματι, ο σοφός δεν εγκαταλείπει την επιθυμία και την
ελπίδα να ασκήσει μια δράση πάνω στους άλλους ανθρώπους. Και αν το νόημα που
αυτός θέλει να προσδώσει στη δράση του ποικίλλει ανάλογα με τις σχολές, ο
σκοπός είναι πάντα ο ίδιος: να προσηλυτίσει, να απελευθερώσει, να σώσει τους
ανθρώπους.
Ο Επίκουρος προσπαθεί να το κάνει δημιουργώντας μικρές ένθερμες
κοινότητες, στις οποίες επικρατεί μια γαλήνια φιλία. Πλατωνικοί, αριστοτελικοί
και στωικοί από τη μεριά τους δεν διστάζουν να προσπαθούν να προσηλυτίσουν
ολόκληρες πόλεις, επηρεάζοντας τη σύνταξη των νόμων ή τον βασιλιά. Εξάλλου, σε
όλες τις σχολές βρίσκονται περιγραφές του ιδανικού βασιλιά, οι οποίες εμπνέονται
λιγότερο ή περισσότερο από το πρότυπο του ιδανικού σοφού. Όσο για τους
κυνικούς, αυτοί προσπαθούν να δράσουν μέσα από το εντυπωσιακό παράδειγμα του
δικού τους τρόπου ζωής. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι η
μορφή του σοφού, που περιγράφει και μιμείται ο φιλόσοφος, νομιμοποιεί τη φυγή
και την απόδραση μακριά από την καθημερινή πραγματικότητα και από τους αγώνες
της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Πάνω από όλα η μορφή του σοφού προσκαλεί τον
φιλόσοφο στη δράση, όχι μόνον την εσωτερική, αλλά και την εξωτερική: να δρούμε
σύμφωνα με τη δικαιοσύνη στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας, λέει ο Μάρκος
Αυρήλιος (...)
Μελετητής της αρχαίας
φιλοσοφίας, ο Πιερ Αντό έχει διατελέσει διευθυντής της Ecole Pratique des
Hautes Etudes του Παρισιού και είναι
επίτιμος καθηγητής στο College de France. Το παραπάνω κείμενό του είναι
απόσπασμα δοκιμίου του που δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό «Micromega».