Palmyra
at Sunrise, Syria.
Όσο
περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο
μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί
βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που
δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται,
τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις
εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το
πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου
που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας
στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους
άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.
Όσο
περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο
ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με
φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη
χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για
όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου
ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα
απερίσκεπτα και μένω
ξένος
και κουρελιάρης τώρα.
Μα όταν
μες
στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια,
βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι
οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το
πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για
όσα περιμένω και δεν πήρα.
Προτομή
γυναίκας από τα μέσα του 2ου αιώνα. Βρετανικό Μουσείο. Funerary bust of
Aqmat, daughter of Hagagu, descendant of Zebida, descendant of Ma'an, with
Palmyrenian inscription. Stone, late 2nd century CE. From Palmyra, Syria.
Από
την ενότητα «Ο θάνατος του Μύρωνα»,
1954 - 1959/ Συγκεντρωτική συλλογή «Ο
δύσκολος θάνατος», 1985.
The
ruins of Palmyra
Panorama of Palmyra.
As time passes and
I advance even
deeper into
acceptance, the more do I discern
why you acquire
weight and attain the significance
people give to
ruins. Here where everything
is swept clean,
marbles and stones and history,
you remain with
your fervid breathing to remind us
of a passing amid
beauty, the remembrance
of him who fell
imperceptibly silent within me,
writhing in his own
downfall and even
in that of others
who unwittingly lapse into a deep sleep.
As time passes and
I advance deeper
into a still autumn
that in mellowing cleanses
the pavements with
light, the more do I see
in the sun’s gilted
gift an abandoning
of all I have
waited for and never received, of all
they asked me for
and I declined, possessing nothing, of all
I squandered
thoughtlessly, until now
I remain only a
stranger, a man in tatters.
But when
within fragmented
memory I rummage through
ruins, I find a
profound answer as to why marbles
and stones and
history remain to remind us
of your passing
amid beauty – a secret answer
to all I have
waited for and never received.
Early morning
panorama of Palmyra.
Nikos-Alexis
Aslanoglou (1931-1996), Poems in English (translated from the Greek by Yiannis
Goumas).
Ο
Νίκος Ασλάνογλου (το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον
ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του Ταπεινοί και καταφρονεμένοι)
γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη
συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα
του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία
Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα.
Στη
συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα
Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ - αν Προβάνς. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως
επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το
1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος
στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ. Κατσανό το
περιοδικό Σκέψη, που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου
δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του
Γιώργου Θέμελη.
Στη
λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου
θεατρικού μονόπρακτου έργου Θάλασσα
και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του
φοιτητικού περιοδικού Πυρσός. Στο
ίδιο περιοδικό υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και
δημοσίευσε οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου
Χριστιανόπουλου Διαγώνιος
(1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Διάλογος, Καινούρια Εποχή,
Ευθύνη, Ausblicke και τις εφημερίδες Δράσις και Ναυτεμπορική. Πέθανε στην
Αθήνα.
Η
ποίηση του Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του
νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του έχουν η
ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής ελληνικής
πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του
Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ.