«Eεεε .... φυγέτε από ’κει.» Πήρε
πέτρες και τις πέταξε σε εκείνα τα αλητόπαιδα που της χαλούσαν τον πύργο. Tα
σκόρπισε στους πέντε αέρηδες που απορρόφησαν την ιαχή τους.
Σ’
αυτόν τον πύργο μεγάλωσε. Σ’ αυτόν οργάνωνε τα ταξίδια που δεν έκανε ποτέ. Από
αυτόν παρακολουθούσε το μπες - βγες των καραβιών στα Στενά. Άλλοτε τα ’βλεπε να
πηγαίνουν κάλμα κι άλλοτε να χάνονται ανάμεσα στις μύτες που σχημάτιζαν δυο
διαδοχικά κύματα.
Τα
μάτια της γέμιζαν από το μπλε της θάλασσας σε όλες τις αποχρώσεις που έπαιρνε
από τον καιρό.
Τον
πύργο των ματιών της κατέστρεφαν εδώ και καιρό τουρίστες που ανακάλυπταν το
νησί και τα παιδιά του τόπου με όλη τη σκληρότητα που έδειχναν σε εμμονές που
δεν καταλαβαίνουν. Τα κυνηγούσε, κι ύστερα έφτιαχνε τις ζημιές: ξανατοποθετούσε
τις πέτρες στη θέση τους, κυρίως σε εκείνο το τραύμα του τοίχου που είχε και
τις μεγαλύτερες απώλειες. Άπλωνε τα χέρια της, τον αγκάλιαζε με όλα τα κύτταρα
του κορμιού της και μάζευε τη ζεστασιά που είχε απλωθεί στο κορμί του από τον
ήλιο. Έβαζε το αυτί της στις πέτρες και αφουγκραζόταν τους ήχους του,
μαζεμένους από τόσους αιώνες. Ήχοι μπερδεμένοι, όχι τόσο από πανοπλίες και
ρόδες κάρων όσο από αέρηδες και κύματα. Φωνές της φύσης μαζεμένες από αιώνες,
συμπυκνωμένες και πιεσμένες μέσα στα κύτταρα των οικοδομικών υλικών του πύργου.
Μέσα σ’ αυτόν τον πύργο και γύρω από αυτόν είχε γίνει παιδί του Καιρού, όχι
πριγκηπέσα μιας συγκεκριμένης εποχής, που κατοικεί στον πύργο, αλλά πλάσμα
φυσικό. Κάποιες στιγμές την έπιανε η φροντίδα για το συγκεκριμένο, πότε και πώς
έγιναν όλα αυτά που τώρα ήταν ερείπια στο νησί της.
Τότε
άνοιγε βιβλία ή τριγυρνούσε στους μυστικούς τόπους, εκεί που οι τωρινοί
άνθρωποι έβρισκαν ερείπια και προσπαθούσαν από αυτά και για αυτά να δέσουν ένα
νόημα.
Χανόταν
στις αίθουσες του μικρού μουσείου. Όποτε στεναχωριόταν στον κλειστό χώρο έβγαινε,
ανέπνεε θαλασσινούς αέρηδες και ξαναέμπαινε. Στεκόταν με τις ώρες μπροστά στο
γυναικείο άγαλμα με τις ανοιγμένες φτερούγες. Το πόδι της ακέφαλης φιγούρας
ήταν μπροστά, πατώντας στέρεα, σαν να ήθελε να κρατήσει αντίσταση, και το ρούχο,
διάφανο και χωρίς αντιστάσεις, έφευγε προς τα πίσω. Μερικές φορές της φαινόταν
ότι το άγαλμα πνιγόταν στον κλειστό χώρο και βαριανάσαινε όπως και αυτή. Τότε
ήταν που της ερχόταν να κουβαλήσει το άγαλμα έξω και να το στήσει στην αυλή του
μουσείου προς το πέλαγος, να ανοίξει το στήθος της γυναίκας και να αφήσει τον
αέρα να γεμίσει το σώμα. Δεν της ταίριαζε για το άγαλμα ο κλειστός χώρος.
Τριγυρνούσε
στους χώρους που άκουσε κάποιους να τους λένε ιερούς. Έστηνε το αυτί της σε συνομιλίες
ανθρώπων που της φαίνονταν να ξέρουν τι γινόταν εκεί παλιά, και,
κρυφακούγοντας, της φάνηκε ότι βρήκε την πραγματική θέση του αγάλματος μέσα
στον ιερό χώρο.
Winged Victory of
Samothrace, circa 220-185 BC, Samothrace. Parian marble for the statue and gray
Rhodian marble for the boat and base, total H. 5.57 m. Champoiseau expeditions
of 1863, 1879 and 1891. Paris, Musée du Louvre.
Μα
βέβαια, να ’το. Εδώ είναι. Ακριβώς στο τέλος του μεγάλου δρόμου με τις
κιονοστοιχίες ήταν ο τόπος που τον είχαν κάνει να μοιάζει με λιμάνι, με
κρουνούς που έτρεχαν συνέχεια και γέμιζαν τον χώρο με νερό, τεχνητή λίμνη σε
αναπαράσταση λιμανιού. Μέσα εκεί, με τους κυματισμούς που δημιουργούσαν οι
κρουνοί, κουνιόταν η πλώρη ενός πλοίου διακοσμημένη με τη γυναικεία φιγούρα με
τα ανοιχτά φτερά, όμοια πουλί που πετάει μπροστά από το πλοίο.
O. Benndorf and K.
von Zumbusch, A model of the Winged Victory of Samothrace. Plaster Lost, Berlin
University.
Το
πρόσωπο όμως. Πώς ήταν το πρόσωπό της. Αυτό ακόμη δεν μπορούσε να το φανταστεί,
γι’ αυτό και το πλοίο της φαινότανε ακίνητο, δεμένο στο λιμάνι, ανέτοιμο ακόμη
για τα ταξίδια που το προόριζαν. Η μικρή αυτή λεπτομέρεια της κατέστρεφε όλο το
σκηνικό, όλη την αίσθηση που της δημιουργούσε η εικόνα.
Εξακολουθούσε
να τριγυρνά στους τόπους της. Την είχανε μάθει και την άφηναν να μπαίνει
ελεύθερα, ακόμη και τη νύχτα. Ο φύλακας της έλεγε: «Πάλι εδώ είσαι;» και της
άνοιγε τις πόρτες. Τον είδε λοιπόν τον χώρο με όλους τους καιρούς και σε όλες
τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Τον είδε βράδυ, ενώ ήταν πρωί, με τη σελήνη
ολόγιομη να ρίχνει το φως της ανάμεσα στις ψηλόλιγνες φιγούρες των κιόνων, να
δημιουργεί σκιές που ρίχνονταν ανάμεσά τους, όμοιες με φιγούρες που κρύβονταν
πίσω τους, έτοιμες για τις μεγάλες τελετές.
Κάτι
τέτοιες ώρες είχε την αίσθηση ότι ένα βράδυ μιας άλλης εποχής θα μπορούσε χωρίς
αναστολές να συμμετάσχει στις φρικιαστικές θυσίες που άκουσε ότι γίνονταν εκεί,
σαν θύτης που σηκώνει το μαχαίρι ή θύμα που το δέχεται μέσα της, ψυχρή λεπίδα
που ζεσταίνεται από τη θερμότητα των υγρών του κορμιού που έτρεχαν από την
πληγή. Το ’βαζε στα πόδια όταν αισθανότανε τα χέρια της να σηκώνονται ψηλά και
να κατεβαίνουν με ορμή στο ανοιγμένο κορμί της, θύτης και θύμα συγχρόνως.
Αναγκάστηκε
να ταξιδέψει μέχρι την απέναντι όχθη. Φορούσε φαρδιά φούστα και ένα φουλάρι
δεμένο στο λαιμό. Τριγυρνούσε στο καράβι παρακολουθώντας τους γλάρους που κάθονταν
στον αφρό που άφηνε το πλοίο, και που σηκώνονταν για να κυνηγήσουν το πλοίο,
μόλις αυτό έφευγε λιγάκι. Κινήθηκε προς την πλώρη. Εκεί ο αέρας, ελεύθερος από
κάθε αντίσταση από λαμαρίνες του καραβιού, ορμούσε και σάρωνε τα κορμιά. Η
φούστα της κινήθηκε βίαια προς τα πίσω. Τα πνευμόνια γέμιζαν από τον αέρα που
ορμούσε στην ψυχή της ελευθερώνοντάς την από κάθε προκαθορισμένο σχήμα. Γινόταν
μπαλόνι που φούσκωνε παίρνοντας τη μορφή της γυναίκας του μουσείου. Αυτό ήταν.
Ναι αυτό ήταν. Η εικόνα ολοκληρωνόταν και η αίσθηση την κυρίευε.
Το
έβλεπε πια μπροστά της, με το κεφάλι τοποθετημένο στη θέση του, το άγαλμα που
ήταν πρώτα τοποθετημένο στην πλώρη ενός καραβιού μέσα σε μια τεχνητή λίμνη,
ομοίωμα λιμανιού. Το έβλεπε, γιατί ο αέρας την ανάγκασε να πατήσει, για να
μπορέσει να σταθεροποιηθεί, όπως ακριβώς και το άγαλμα. Το έβλεπε, γιατί ο
αέρας κόλλησε το μπλουζάκι πάνω της και τράβηξε τη φούστα πίσω με ορμή,
γλύφοντας το κορμί της και αφήνοντας να διαγράφονται οι καμπύλες των ποδιών και
του στήθους, ακόμη και η τρύπα του αφαλού. Το έβλεπε να στέκεται με ανοιχτά
φτερά κόντρα στον άνεμο. Άπλωσε τα χέρια και ο αέρας της τα τράβηξε προς τα
πίσω αφήνοντάς τα πάλι λίγο πιο χαλαρά κάθε φορά που άλλαζε την ορμή του,
δημιουργώντας μια κίνηση. Το έβλεπε πια το άγαλμα και με το κεφάλι του, καθώς
τα δικά της χαρακτηριστικά τραβιόταν προς τα πίσω δημιουργώντας ένα έντονο
γωνιώδες σχήμα με πλευρές της γωνίας τα μάγουλα, τα μάτια στα πλάγια, τα χείλη
έντονα μοιρασμένα στα δύο και με κορυφή του τριγώνου τη γραμμή που ξεκινούσε
από τη μέση του μετώπου, εκεί που τελείωνε η χωρίστρα των μαλλιών, κατέβαινε
στη μύτη, προχωρούσε στην καμπύλη των χειλιών και τελείωνε στο ανεπαίσθητο
βαθούλωμα που είχε το πηγούνι. Και ξαφνικά, το φουλάρι που είχε δεμένο στο λαιμό
της σηκώθηκε και σκέπασε το κεφάλι τραβώντας ακόμη περισσότερο προς τα πίσω τα
χαρακτηριστικά αλλά συγκρατώντας τα μαλλιά σταθερά. Αυτό λοιπόν ήταν το πρόσωπο
της νίκης του νησιού της. Ένα πρόσωπο με τραβηγμένα προς τα πίσω από τον αέρα
χαρακτηριστικά και καλυμμένα με ένα από τα πέπλα του ρούχου.
Τον
χειμώνα έγινε κάτι περίεργο. Τη βρήκαν παγωμένη και δεμένη πάνω σε ένα καμπύλο
ξύλο με το αριστερό πόδι να πατά μπροστά και τα χέρια σηκωμένα ψηλά να έχει
βρει τη στάση της Νίκης της Σαμοθράκης στο ταξίδι με το καράβι. Τη βρήκαν
μπροστά από τον βενετσιάνικο πύργο των ματιών της με το πόδι να πατά στην άκρη
του βράχου έτοιμη να πετάξει πάνω στις θάλασσες, βέβαιη ότι ο αέρας θα σηκώσει
τα φουστάνια της και θα την κρατήσει εκεί ψηλά, όμοια πουλί, να συνοδεύει τα
καράβια στα ταξίδια τους και να ρίχνει κάποιο από τα πέπλα της στους ναυαγούς
για να τους σώσει.
Votive stele
dedicated to the Great Gods, 2nd century BC, Larissa. Marble, H. 63.5 cm. Heuzey
and Daumet expedition. Paris, Musée du Louvre.
Χρόνια
αργότερα και τελείως ξαφνικά ακούστηκε πως την είχε δέσει εκεί κάποιος,
φορώντας τα ρούχα παλιού ιερέα, αφού τη μύησε στα μυστήρια.
Δήμητρα
Μήττα, από τις "Μυθιστορίες του
εφήμερου", Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2006.