Το
αναμνηστικό μετάλλιο που κόπηκε μετά τη Μάχη του Υδάσπη Ποταμού και την ήττα
του Ινδού βασιλιά Πώρου από τον Μεγάλο Αλέξανδρο, σύμφωνα με τον δρα Osmund
Bopearachchi (φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ /
Osmund Bopearachchi). Embossed on the gold coin is the arrogant profile of
Alexander the Great. On it, the young conqueror’s features endure: his
luxuriant curly hair and the crooked line of his broken nose; his elongated
cheeks and large, unblinking eyes. Curiously though, his head is covered in the
scalp of an elephant, its trunk curling triumphantly over his brow. Around his
neck is the image of the Gorgon, the coiling snakes worn as an aegis. The horn
of Ammon protects his temple. The striking image is valued for far more than
its obvious beauty. It is believed to be the only portrait actually created
during the lifetime of Alexander the Great to survive into modernity. This is
Alexander as he saw himself – invulnerable, verging on godhood, immortalized in
the moment of his triumph.
Το
μοναδικό σωζόμενο χρυσό νόμισμα με το πορτρέτο του Αλεξάνδρου, που κυκλοφόρησε
κατά τη διάρκεια της ζωής του μεγάλου στρατηλάτη, πιστεύει ακράδαντα ότι
ανακάλυψε μέσα από περιπετειώδεις διαδρομές ο δρ Osmund Bopearachchi, καθηγητής
των Πανεπιστημίων Σορβόννης και Μπέρκλεϊ, διευθυντής του Τμήματος Αρχαιολογίας
«Ελληνισμός και Πολιτισμοί της Ανατολής» του Γαλλικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
(CNRS-ENS).
Και
δεν είναι το μόνο που έχει να καταθέσει. Η παρουσία του σε ταραχώδεις περιοχές
του Αφγανιστάν και του Πακιστάν τον συνδέει με την ανακάλυψη νομισμάτων που
φέρουν ονόματα άγνωστων έως πρότινος Ελληνο-ινδών βασιλιάδων, με τον εντοπισμό
αρχαίων ελληνικών πόλεων, καθώς και με την εξερεύνηση ενός θησαυρού νομισμάτων
4 τόνων, από τους μεγαλύτερους που έχουν βρεθεί ποτέ.
Ο δρ Osmund Bopearachchi (φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / Osmund Bopearachchi). “It’s exactly
Alexander, there is no doubt about that,” says Sri Lankan numismatist Prof.
Osmund Bopearachchi. Having announced the find to the world, more recently
Osmund co-authored a book with History professor Frank Holt which was titled ‘The Alexander Medallion: Exploring the
Origins of a Unique Artefact’. Written partly in defence of the
authenticity of the gold medallion, the book describes the extraordinary
circumstances that led to the unveiling of the priceless artefact. Its
historical significance far outweighing the value of the precious metal itself,
its history is both the subject of the book and of Osmund’s long obsession.
Ο
δρ Bopearachchi ήρθε πρόσφατα στην Ελλάδα για να εγκαινιάσει την έκθεση «Τα
ελληνικά βασίλεια της Βακτρίας και της Ινδίας» στο Νομισματικό Μουσείο, που θα
διαρκέσει ως τις 16 Ιουνίου 2014. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τον ερευνητή, που σαν
σύγχρονος «Ιντιάνα Τζόουνς» ψάχνει στα παζάρια της Κεντρικής και Νότιας Ασίας,
αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ εμπορικοί οίκοι τον καλούν συχνά για να
εκτιμήσει την αυθεντικότητα αρχαίων νομισμάτων. Αυτά που ανακαλύπτει συχνά
ξεπερνούν τη φαντασία, όπως το χρυσό νόμισμα (μετάλλιο) με τον Μεγάλο
Αλέξανδρο.
«Είμαι
σίγουρος ότι πρόκειται για αναμνηστικό μετάλλιο που κόπηκε μετά τη Μάχη του
Υδάσπη Ποταμού και την ήττα του Ινδού βασιλιά Πώρου. Θα πρέπει να υπήρχαν κι
άλλα τέτοια μετάλλια με το ίδιο πορτρέτο, που διανεμήθηκαν μεταξύ των στρατηγών
του. Είναι το πρώτο πορτρέτο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», εξηγεί για το νόμισμα που
απεικονίζει τον Μακεδόνα βασιλιά να φέρει στην κεφαλή τη δορά ενός ελέφαντα
(σύμβολο της Ινδίας), ενώ διακρίνονται η αιγίδα της Γοργόνας και το κέρατο του
Διός Άμμωνος. Ωστόσο, η γνησιότητά του έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους
ερευνητές, τέσσερις για την ακρίβεια, όπως αναφέρει ο δρ Bopearachchi. Ο ίδιος
όμως έχει στο πλευρό του σημαντικότατους ιστορικούς, όπως ο Άντριου Στιούαρτ
και ο Φρανκ Χολτ (που είχε και την ιδέα για τον λόγο κοπής ενός τέτοιου
νομίσματος), τα αποτελέσματα από όλες τις αναλύσεις του μετάλλου, και φυσικά τη
γνώση του ως αυθεντίας στα νομίσματα.
Πίνακας
του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ, που απεικονίζει την επίθεση της μακεδονικής
φάλαγγας στο κέντρο, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Υδάσπη. A
painting by Andre Castaigne depicting the phalanx attacking the centre during
the Battle of the Hydaspes.
«Στη
Μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε να αντιμετωπίσει έναν στρατό από
250.000 ελέφαντες, οι οποίοι έρχονταν κατά μέτωπο. Ο ίδιος δεν είχε ελέφαντες,
παρά μόνον ιππικό. Έκανε λοιπόν κάτι πολύ ευφυές: Ένα τμήμα του ιππικού
επιτέθηκε στη μέση και άλλα δύο από τα πλάγια. Οι ελέφαντες μέσα στη σύγχυσή
τους άρχισαν να κάνουν σαν τρελοί, πετώντας και ποδοπατώντας τους Ινδούς
στρατιώτες. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ελέφαντες αν δεν είσαι ιδιοφυία και ο
Αλέξανδρος ήταν», τονίζει.
Το
πηγάδι στο χωριό Mir Zakah του ανατολικού Αφγανιστάν, όπου βρέθηκε ο θησαυρός
των νομισμάτων (φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / Osmund Bopearachchi). At the centre of
the story is a humble village in Afghanistan. Located in one of the most
hostile political and geographical landscapes on earth, Mir Zakah lies along
the ancient trail that connects Ghazni in modern Afghanistan to Gandhara in
what is now Pakistan. Travelling in the company of a French journalist and 12
bodyguards, Osmund made his way there in 2004. As the temperature plummeted to
minus 15 degrees centigrade outside, the men covered themselves with carpets to
keep warm and brushed their teeth with snow. Despite the abject poverty that
surrounded them, in the evenings the numismatist would show his hosts pictures
of incredible treasures – of gold, silver and bronze ornaments, vessels and
coins – and ask them whether there were any among them they recognized. The
pieces he was showing them were in the possession of a Japanese museum. The
museum had been sold the pieces which had been deliberately misrepresented by
corrupt agents as belonging to another set known as the Oxus treasure . Now,
Osmund was unsurprised to discover the men had in fact seen many of the pieces
before. After all, some of them had actually handled the objects themselves,
pulling each piece fresh from the earth just a few feet away from where they
now huddled together. Some shared their keepsakes with the visitors – on the
palm of his hand, one man displayed a single diminutive gold coin. Unbeknownst
to the Afghan farmer, the Indo-Scythian coin with the image of Azes stamped
onto its face was a rarity, worth an estimated $20,000. Yet, this was only one
of Mir Zakah’s treasures – and there are hundreds of thousands more. The Mir
Zakah deposit is believed to contain roughly 550,000 coins alongside hundreds
of other, larger objects. “When you look at the composition you get everything
– from North India to Southern Uzbekistan and North Afghanistan,” says Osmund
explaining that the pieces are equally diverse in their chronology, with some
of the earliest dating to the 5th century B.C going up to the 2nd century A.D.
How they came to be tossed together in the same well remains a matter of
speculation. Osmund himself imagines a scenario where an army of Sassanians
successfully plundered the treasuries and collections of temples and cities but
was then faced with a sudden challenge from a rival group. They would have been
forced to ditch their loot before going to battle. If so, clearly they lost and
their treasure was left to languish unclaimed for centuries.
Πώς
όμως βρέθηκε το νόμισμα, το οποίο κυκλοφόρησε, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, για να
μνημονεύσει το γεγονός που άλλαξε τον γεωπολιτικό χάρτη και την ιστορία της
περιοχής; Σε έναν σωρό νομισμάτων 4 τόνων, που αποτελούνταν από 550.000
νομίσματα (από τον 5ο αι. π.Χ. ως και τον 2ο αι. μ.Χ.), καθώς και από άλλα
αντικείμενα, χρυσά, επίχρυσα, ασημένια, ένας πραγματικός θησαυρός, ο οποίος
αναδύθηκε μέσα από ένα μεγάλο πηγάδι στο χωριό Mir Zakah του ανατολικού
Αφγανιστάν. Ήταν η δεύτερη φορά που το συγκεκριμένο πηγάδι «έβγαζε» θησαυρό. Η
πρώτη ήταν το 1947, όταν βρέθηκαν περίπου 30.000 νομίσματα, τα οποία κατέληξαν
στο Εθνικό Μουσείο της Καμπούλ, από όπου εκλάπησαν το 1993 με την καταστροφή
του. Η δεύτερη ήταν το 1992 και, όπως λέει ο καθηγητής, το «απόθεμά» του δεν
έχει τελειώσει, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να το προσεγγίσει με ασφάλεια, καθώς
βρίσκεται σε μια από τις πιο ταραγμένες περιοχές του πλανήτη. Όσο για τον λόγο
που τόσα πολλά πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκαν στο βυθό ενός πηγαδιού, που έχει
το μέγεθος μικρής λίμνης, μόνον εικασίες μπορούν να ειπωθούν. Ίσως η πιο
πειστική είναι αυτή που αναφέρεται σε αρχαίους συλητές, οι οποίοι αφού
λεηλάτησαν παλάτια και ανάκτορα, έκρυψαν τους θησαυρούς τους στη λίμνη όπου,
για άγνωστους λόγους, δεν επέστρεψαν ποτέ.
«Μου
δόθηκε η ευκαιρία να πάω στο παζάρι του Πεσαβάρ (Πακιστάν) το 1994, όταν οι
πρώτοι σάκοι με τα νομίσματα και τα άλλα αντικείμενα του θησαυρού θα
κατέφθαναν. Βρέθηκα μπροστά σε μια “βροχή” από νομίσματα, ίσως τη μεγαλύτερη
ποσότητα που έχει δει ποτέ του νομισματολόγος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Είχα συγκλονιστεί. Το πρώτο και πιο άμεσο που μπορούσα να κάνω ήταν να καταλάβω
τη σύνθεση του θησαυρού. Υπό κατάσταση εξαιρετικής πίεσης, άρχισα να τα
ταξινομώ σε ομάδες, ανάλογα με τις κοπές τους: ινδικά, ελληνικά, ινδο-ελληνικά,
ινδο-σκυθικά, της δυναστείας των Κουσάν. Μελετώ τα νομίσματα των δύο θησαυρών
του Mir Zakah από το 1983. Το γεγονός αυτό με έχει σημαδέψει. Είναι ανείπωτη
χαρά για μένα να μπορώ να δημοσιεύω νέους τύπους νομισμάτων και να συζητώ
θέματα σχετικά με τη σημασία της νομισματικής κυκλοφορίας στην Ινδία και στην
Κεντρική Ασία. Ταυτόχρονα όμως είναι και κατάρα να ξέρω ότι τα περισσότερα από
αυτά τα νομίσματα είτε χάθηκαν για πάντα είτε κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές
στις οποίες δεν υπάρχει πρόσβαση. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι το χρυσό
μετάλλιο βρέθηκε σε αυτό τον θησαυρό και το δημοσίευσα. Σήμερα ανήκει σε
συλλέκτη, ο οποίος σκοπεύει κάποια στιγμή να το δωρίσει σε μουσείο», δηλώνει.
Ο
δρ Bopearachchi έχει κι άλλα εκπληκτικά πράγματα να διηγηθεί. Μεταξύ αυτών, η
ανακάλυψη αρχαίων ελληνικών πόλεων σε περιοχές του Πακιστάν, όπως εκείνη που
εντοπίστηκε συμπτωματικά από τον ίδιο στο χωριό Σαράι Σαλέχ του Χαριπούρ.
«Βρισκόμουν στο παζάρι του Πεσαβάρ όταν έμαθα ότι βρέθηκε ένας θησαυρός στο
Σαράι Σαλέχ. Είχαν αρχίσει οι εκσκαφές για το χτίσιμο του τάφου ενός μουλά,
όταν η μπουλντόζα χτύπησε κάτι μεταλλικό, ένα δοχείο μέσα στο οποίο βρίσκονταν
2.500 νομίσματα – τα περισσότερα από τα οποία κατάφερα να δημοσιεύσω. Μόλις
πήγα στην περιοχή κατάλαβα ότι πρόκειται για ελληνο-ινδική πόλη. Απευθύνθηκα
άμεσα στους συναδέλφους μου στο πανεπιστήμιο του Πεσαβάρ και τους πρότεινα να
ξεκινήσουν ανασκαφές, κάτι που έγινε. Και πράγματι, βρέθηκε μια ελληνο-ινδική
πόλη, που χρονολογείται μεταξύ 2ου αι. π.Χ. και 1ου αι. μ.Χ., με κεραμική και
κτίρια παρόμοια με εκείνα που υπάρχουν στην πόλη Τάξιλα, η οποία ανασκάφηκε τη
δεκαετία του ’30 από τον Σερ Τζον Μάρσαλ», αναφέρει.
Caption: reverse. gold
medal with the face of Andragoras (3 century before Alexander), the stolen mir
zakah treasure.
Όσο
για τη γλώσσα των επιγραφών τους, οι εκδοχές ήταν δύο. Οι βασιλιάδες της
Βακτρίας «έκοβαν» νομίσματα στην ελληνική γραφή, καθώς οι λαοί της περιοχής
γνώριζαν ελληνικά. Τα νομίσματα που κυκλοφόρησαν νότια του Ινδικού Καυκάσου
έφεραν δίγλωσσες επιγραφές: Ελληνικά στην εμπρόσθια όψη και Πράκριτ, δηλαδή
αρχαία ινδικά, στην οπίσθια, καθώς οι λαοί της περιοχής δεν μιλούσαν ελληνικά.
Χρυσό
τετράγωνο νόμισμα με τον βασιλιά Ηλιόδοτο, περίπου 50 π.Χ. (φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ /
Osmund Bopearachchi).
Παράδειγμα
δίγλωσσης επιγραφής είναι το χρυσό τετράγωνο νόμισμα με τον βασιλιά Ηλιόδοτο
(περίπου 50 π.Χ.), ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα που εντοπίστηκε πρόσφατα
στο ινδικό Κασμίρ και μελέτησε ο δρ Bopearachchi. Στην εμπρόσθια όψη υπάρχει το
πορτρέτο του ηγεμόνα και η επιγραφή «ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΗΛ(Ι)ΟΔΟΤΟ(Υ)» που
επαναλαμβάνεται σε γλώσσα Πράκριτ (γραμμένη σε αλφάβητα βράχμι και χαρόστι)
στην οπίσθια όψη, όπου απεικονίζεται ο Ηρακλής, όρθιος και κατά μέτωπο, να
στεφανώνει τον εαυτό του με το δεξί χέρι και με το αριστερό να κρατά φοίνικα
και ρόπαλο, ενώ η λεοντή του κρέμεται πάνω από τον ώμο.
Η
οπίσθια όψη του χρυσού τετράγωνου νομίσματος του βασιλιά Ηλιόδοτου (φωτ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Osmund Bopearachchi).
«Ο Ηλιόδοτος βγήκε από την αφάνεια και
προστέθηκε στους άλλους 44 ηγεμόνες οι οποίοι έγιναν γνωστοί από τα νομίσματα,
μια ακόμα απόδειξη ότι η ιστορία των Ελληνο-Ινδών είναι πρωτίστως μια
νομισματική ιστορία», επισημαίνει ο ερευνητής. Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να
τονίζει την τεράστια επίδραση που είχε ο ελληνικός πολιτισμός στους λαούς της
περιοχής (σημερινό Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν κ.λπ.).
«Ακόμα και όταν η ελληνική ισχύς στην Ινδία ήρθε στο τέλος της (περίπου το 20
μ.Χ.), το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιήθηκε για ακόμα δύο αιώνες. Επιπλέον, από
την ελληνική μυθολογία ο βουδισμός δανείστηκε θεούς, όπως ο Ηρακλής και ο
Διόνυσος. Οι Έλληνες είχαν τεράστια επίδραση στους λαούς αυτούς, τόση που δεν
μπορούμε να φανταστούμε», καταλήγει.