Ο
Γιαν Φαμπρ παρουσίασε την 24ωρη σε διάρκεια παράσταση «Mount Olympus». An innovative 24-hour performance, titled “Mount Olympus”, will be the highlight of
the Dimitria Festival at the Thessaloniki Music Hall on October 10, the largest
cultural event in northern Greece. The work is by blind Belgian artist Jan
Fabre and takes a modern look at ancient tragedy using 28 performers.
Ο φλαμανδός εικαστικός
καλλιτέχνης και θεατρικός δημιουργός Γιαν Φαμπρ επιστρέφει στην Ελλάδα με ένα
μνημειακό και τολμηρό σκηνικό εγχείρημα που αντλεί θέματα, μοτίβα και έμπνευση
από την αρχαία ελληνική μυθολογία και την τελετουργική διάσταση της τραγωδίας.
Μερικούς μονάχα
μήνες μετά τη θριαμβευτική παγκόσμια πρώτη στο Βερολίνο στις 26 και 27 Ιουνίου
και την εξίσου εντυπωσιακή παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα στο Άμστερνταμ.
"Μετά τις σπουδές του στη
Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών και τη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας,
o Jan Fabre στρέφει το ενδιαφέρον του το 1976 στην τέχνη της περφόρμανς. Σίγουρα
επηρεασμένος και γοητευμένος από το έργο
του σχεδόν ομωνύμου του Jean-Henri Fabre, του γάλλου εντομολόγου (από τον
οποίον ισχυρίζεται ο ίδιος ότι κατάγεται), επικεντρώνεται στην παρατήρηση και
την ανάλυση του κόσμου των εντόμων, και ειδικά των σκαθαριών, που αποτελούν γι'
αυτόν μία πηγή έμπνευσης που ανανεώνεται
συνεχώς. Γι' αυτό και επέλεξε το έντομο-βασιλιά της αρχαίας Αιγύπτου. Η εμμονή
του με την έννοια της μεταμόρφωσης και τις επιπτώσεις που φέρει το πέρασμα του
χρόνου πάνω στο ζωντανό ων, τον οδηγεί
στο να δημιουργεί με τα κελύφη των σκαθαριών ανθρωπόμορφα γλυπτά:
μυστηριώδεις φιγούρες κενών αγγέλων, ιππότες με πανοπλίες και κεφάλια λαγού,
μοναστικά ρούχα,... σχεδόν πάντα μεσαιωνικές εικόνες. Το φως παίζει πάνω στις
ιριδίζουσες αποχρώσεις των φτερών, αναδεικνύοντας πράσινο-μπλε τόνους που
προέρχονται από τα βάθη των δασών". Πηγή:
(Wikipedia) . Φωτ. Olivia Droeshaut et Yves Dethier (DYOD).
Είχα την τύχη να συνοδεύσω ως
σύμβουλος δραματουργίας τις αρχικές συναντήσεις των βασικών συντελεστών και του
Γιαν Φαμπρ στην Αμβέρσα, στο πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο θεατρικό στέκι του,
το Τρούμπλεϊν: μια στέγη στην καρδιά της πόλης, οργανωμένη στην εντέλεια,
λειτουργική και με εξαιρετική αρχιτεκτονική αισθητική, όπου συνδυάζεται η ιδέα
του θεάτρου και των καλλιτεχνικών εργαστηρίων, της σχολής και του ερευνητικού
κέντρου, του μουσείου, της προσωπικής συλλογής και των εκθεσιακών χώρων.
“As a director I’m
blind… I let the performers in the show lead me… They are my guide dogs,” says
Fabre, a visual artist, director and author. “I studied the ancient tragedies.
Many of them ‘spoke’ to me, not as a set of dramas but individually as
characters and meanings that each one of them carries with him. They are the
initial concepts of hatred, passions, love, the idea of ‘foreign’, the cultural
environment, the violence that are inherent in ancient tragedies as concepts
and they are those I dealt with in the show,” he says.
Εκεί μπήκαν οι βάσεις του «Mount
Olympus» από τον Γιαν Φαμπρ. Εκεί οι στενοί συνεργάτες και συντελεστές, όπως η
δραματουργός Μιτ Μάρτενς, ο συγγραφέας Γερούν Ολισλάγκερς, ο συνθέτης Νταχ
Τέλντεμαν και οι επισκέπτες δραματουργοί από το Βέλγιο και τη Γερμανία, πήραν
μέρος στην ανάπτυξη του σκηνικού σχεδίου. Εκεί και η ομάδα των περφόρμερ
δούλεψε έναν χρόνο, με ατομικούς και συλλογικούς αυτοσχεδιασμούς, μέσα σε ένα
πνεύμα ομαδικής δουλειάς το οποίο σαν ίχνος διατρέχει την παράσταση
καθηλώνοντας τον θεατή.
Το θέαμα είναι το προϊόν μιας
μακράς δημιουργικής διαδικασίας όπου προείχαν η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη.
Είναι επίσης η έμπρακτη απόδειξη μιας ουτοπικής θεατρικής αναζήτησης όπως αυτή
καλλιεργείται μέσα από πολυάριθμες και πολύωρες δοκιμές αλλά και μέσα από την
καθημερινή συμβίωση όταν μαγειρεύεται, για παράδειγμα, το κοινό έδεσμα ή όταν
γευματίζουν οι καλλιτέχνες μαζί γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Τελικά
υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στον εξαιρετικά διευρυμένο χρόνο που απαιτείται
για την υλοποίηση του σκηνικού οράματος και στην «αισθητική της μεγάλης
διάρκειας» η οποία απασχολεί τον Γιαν Φαμπρ και διέπει βασικές παραστάσεις του
από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα.
Fountain of the
world (as a young artist) (II) (2008), 1,01 x 5,45 x
7,15 m. Granite, goldcolor, leather, cloth, silicone, human hair, fluid,
electronics. Πηγή: www.lifo.gr
Η κοινότητα των ηθοποιών-χορευτών
βρίσκεται στο επίκεντρο της ιερής και άσεμνης μυσταγωγίας με την οποία
λατρεύεται εδώ και τώρα η αρχαία ελληνική τραγωδία. Οι περφόρμερ, με τα σώματά
τους γυμνά ή ντυμένα το λευκό, επιδίδονται σε εκστατικούς χορούς. Παίζουν σαν
παιδιά. Παραπέμπουν σε φιγούρες από αγγεία της αρχαιότητας. Εκτελούν πολεμικούς
χορούς. Αποδίδουν τραγικούς μονολόγους και στιχομυθίες. Παίζουν τη Μήδεια, τον
Οιδίποδα, τον Αγαμέμνονα και την Κλυταιμνήστρα, τη Φαίδρα και τον Ιππόλυτο.
Εμπλέκουν τραγωδία και σατυρικό δράμα. Ενώ ο θεός της τραγωδίας Διόνυσος
πρωτοστατεί. Το αίμα και οι σάρκες μνημονεύουν τη θυσία. Τον πόλεμο, τη
διχόνοια.
Grave of the
unknown computer (1993), 70 x 40 x 7 cm (x 300). Bic-ink on wood. Πηγή: www.lifo.gr
Ο Γιαν Φαμπρ έχει βεβαίως ως
σημείο εκκίνησης τους αρχαίους ελληνικούς μύθους και το υλικό των τραγωδιών. Όμως,
ελευθερωμένος από την υποχρέωση για εξιστόρηση, εικονογράφηση, υπόδυση κατά
τους γνωστούς παραδοσιακούς τρόπους, στοχεύει να αποστάξει κάποιες τραγικές
στιγμές αναδεικνύοντας την ένταση ανάμεσα στο άτομο και στον Χορό και
εκφράζοντας πρωτίστως τη μεταδραματική τραγωδία των σωμάτων. Ο χρόνος του
παρόντος με τα ζητήματα της μοναξιάς, του ερωτικού πόθου, της βίας εγγράφεται
στα σώματα των περφόρμερ και προβάλλεται πάνω σε αρχαίες θεματικές. Η Τραγωδία
είναι για τον Φαμπρ ένα συνώνυμο της τραγωδίας του σώματος με την ομορφιά, τη
χάρη, τη δύναμη αλλά και τη φθορά, την αδυναμία, την πτώση του. Ο Γιαν Φαμπρ
δεν σκηνοθετεί επικαιροποιημένες τραγωδίες. Αντίθετα, ψάχνει την επικαιρότητα
των τραγωδιών μέσα στα πανάρχαια αινίγματα που αυτές μεταφέρουν και διαμορφώνει
έναν ακραίο σκηνικό λόγο προκειμένου να εξασφαλίσει στα αινίγματα αυτά φωνή.
Πάντοτε ήταν το θέατρο του Γιαν Φαμπρ προσηλωμένο στο παρόν και ταυτόχρονα
εκτός χρονικών προσδιορισμών. Αρχαϊκό και συγχρόνως υπερμοντέρνο. Κάτι σαν τα
γλυπτά του Τζιακομέτι στα οποία παρέπεμπε μια παλαιότερη δουλειά του με τον
τίτλο «Το παλάτι στις τέσσερις το πρωί».