Elisabetta Sirani
(1638–1665), The Penitent Magdalene
(date not known), oil on canvas, dimensions not known, Musée des Beaux-Arts,
Besançon, France. Wikimedia
Commons.
Γονατισμένη παράμερα κλαίει
με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τηνε βλέπει κανείς.
Τα χρυσά της τα μαλλιά
σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το δεξιό τον ώμο τής
φανερώνει —λαχτάρα και καημός!— τη μισή πλάτη κι ολάκερο το στήθος.
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’
όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.
Η Μαγδαληνή
Jules LeFebvre
(1834–1912), Mary Magdalene In The Cave
(1876), oil on canvas, 71.5 x 113.5 cm, The Hermitage Museum, Saint Petersburg,
Russia. Wikimedia Commons.
Μες σε παλάτια,
που σα σπήλια αντήχαν απ' τις μουσικές
κιι αστράβαν απ’
τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου,
που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλίστρααν με
λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές·
στην κρουσταλλένια
μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην
τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή:
του κόρφου μου τ’
αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του
κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης
μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου
νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…
Σκοτάδια είτανε
μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
και στα γλυκά τα
χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν
άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η
αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ’ του θριάμβου
την κορφή μακριά βλεπα συντέλεια.
…………………………………………………………..
Δεν ήταν άξαφνη
αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά…
Ωραίος δεν είσουν,
τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο!
Κοίταγες χάμου τα
χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή
τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να
κοιτάξω.
Κι ένιωσα ορμή
ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ·
Είδα να σειέται
μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την εφτυχιά τη
γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λεφτεριά, στο
σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ'
ηδονή στον πόνον, -άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς
μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά,
μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου
ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας
του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο
και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν
έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι'
από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα χες τη δύναμη
ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα
(κι άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν’ η
καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα!
Κανείς (και πλήθη
και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το
σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι’ αν πρόσμενες
το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το
νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ σουν
άνθρωπος! Κι' εγώ θα σ’ αναστήσω!
Titian (1490–1576),
Penitent Magdalene (1531), oil on
canvas, 85.8 x 69.5 cm, Palazzo Pitti, Florence, Italy. Wikimedia Commons.
Από τη συλλογή «Το
φως που καίει» Εκδ. Κέδρος, 2003