Pierre
Bonnard, Pleine mer, 1936
Μια
μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος
μια
μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός…
Ο
μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας
του
μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη
που
νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα διδάσκοντας
ερημία
στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης
κι
ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια
με
τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα
τη
στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –
ο
μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει
το
γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων
εκείνος
όπου ποτέ δεν την έμαθε
την
αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης
κάνει
χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη
βρωμίζοντας
τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα
τη
λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.
Τι
σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα
τι
σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα
στη
μονοκόμματη σιγή στ’ αξήλωτα τα βάθια…
Βλέπεις
τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας
τον
άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει
μα
όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή
στα
βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας
έσω
κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο
στην
ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη
στου
γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο
μη
στέργοντας το ίδιο στασίδι –
μακρόσυρτο
κι άναυδο μυστήριο
που
ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα
τραγουδιστά
κι αμάντευτα ηλεκτρόνια
στη
μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.
Βλέπεις
τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την
ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη
τα
ερεβώδη γεγονότα δίχως
του
προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή
το
άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.
Βλέπεις
τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα
να
συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της
τα
γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο
τον
αναμάρτητο με τ’ άστρα.
Βλέπεις
την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή
σε
γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα
κραδαίνεις
ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγιδα
να
τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν
ξεστήθωτες
νεράιδες κι όπως
ο
μέγας υετός απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα,
το
λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει
ηδονικά
ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα
χαρίζουν
ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας
προβάλλει
σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης
και
τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει
γιατί
είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα
την
έχει στη δική του τυραννίδα
την
έχει και του τραγουδά στο βάραθρο
με
μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.
Στομώνει
ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο
τη
στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη
κι
αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα
κι
αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι
καθώς
απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα
στα
σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα
κι
αλλάζοντας αμέσως αθωότητα
πισωδρομίζει
στα δικά της τρυφερά σκοτάδια
σημάδι
της αλήθειας τούτης ας υπάρχει
του
ποιήματος ο ήχος.
Claude Monet, The Grotto of Port-Domois, 1886
(Ν.
Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)