Egon Schiele, Dead girl, 1910
Θα
έπρεπε να μην τη γνωρίζετε,
να
την είχατε συναντήσει παντού ταυτόχρονα,
σ΄ένα
ξενοδοχείο, σ΄ένα μπαρ, σ΄ένα βιβλίο,
σ΄ένα
φιλμ, στον εαυτό σας, μέσα σας,
μέσα
μου, στο φαλλό σου στημένο τυχαία
μέσα
στη νύχτα, που ψάχνει κάπου να μπει
να
ξαλαφρώσει από τα δάκρυα που τον γεμίζουν.
…
Ρωτάει:
Ποιοι θα ήταν οι άλλοι όροι;
Λέτε
ότι θα έπρεπε να σωπαίνει σαν τις γυναίκες
των
προγόνων της, να υποταχθεί απόλυτα σε σας,
στη
θέλησή σας, να σας είναι απόλυτα υποταγμένη
σαν
τις χωριάτισσες που μετά το θέρος κατάκοπες
μέσα
στους αχυρώνες, αφήνουν τους άνδρες
να
τις πλησιάσουν ενώ κοιμούνται – έτσι,
για
να μπορέσετε σιγά σιγά να συνηθίσετε
αυτό
το σχήμα που θα γινόταν ένα με το δικό σας.
…
Νέα,
θα ήταν νέα. Στα ρούχα της, στα μαλλιά της
θα
λίμναζε μια μυρωδιά, θα ψάχνατε να βρείτε τι είναι,
τελικά
θα την ονομάζατε όπως ξέρετε να ονομάζετε.
Θα
λέγατε: Μυρωδιά από ηλιοτρόπιο και κίτρο. Απαντά:
Όπως
σας αρέσει.
…
Μέχρι
εκείνη τη νύχτα δεν είχατε καταλάβει
ότι
μπορεί κανείς ν΄αγνοεί αυτό που βλέπουν
τα
μάτια, αυτό που αγγίζουν τα χέρια, αυτό
που
αγγίζει το κορμί. Ανακαλύπτετε αυτή την άγνοια.
Λέτε:
Δεν βλέπω τίποτε.
Δεν
απαντά.
Κοιμάται.
Την
ξυπνάτε. Την ρωτάτε αν είναι πόρνη.
Κάνει
νόημα, όχι.
Την
ρωτάτε γιατί δέχτηκε το συμβόλαιο
για
τις πληρωμένες νύχτες.
Απαντά
με μια φωνή κοιμισμένη ακόμα,
σχεδόν
σβησμένη: Γιατί από τη στιγμή
που
μου μιλήσατε είδα ότι είχατε προσβληθεί
απ΄την
αρρώστια του θανάτου. Τις πρώτες μέρες
δεν
ήξερα να την ονομάσω αυτή την αρρώστια,
ύστερα
μπόρεσα.
Της
ζητάτε να επαναλάβει τις λέξεις. Κάνει
αυτό
που της ζητάτε, επαναλαμβάνει τις λέξεις:
Η
αρρώστια του θανάτου.
Τη
ρωτάτε, πώς το ξέρει. Λέει ότι το ξέρει.
Λέει
ότι το ξέρουμε χωρίς να γνωρίζουμε
πως
το ξέρουμε.
Τη
ρωτάτε: Γιατί η αρρώστια του θανάτου
είναι
θανατηφόρα;
Απαντά:
Γιατί αυτός που έχει προσβληθεί
δεν
ξέρει ότι κουβαλά μέσα του τον θάνατο.
Και
γιατί θα πεθάνει χωρίς να έχει ζήσει προηγουμένως
για
να πεθάνει, χωρίς καμιά γνώση
ότι
πεθαίνει σε κάποια ζωή.
…
Σαλεύει,
τα μάτια μισανοίγουν. Ρωτάει:
Πόσες
πληρωμένες νύχτες μένουν ακόμα;
Λέτε:
Τρεις.
Ρωτάει:
Δεν αγαπήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε:
Όχι, ποτέ.
Ρωτάει:
Δεν ποθήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε:
Όχι, ποτέ.
Ρωτάει:
Ούτε μια φορά, μια στιγμή;
Λέτε:
Όχι, ποτέ.
Ρωτάει:
Ποτέ; Ποτέ;
Επαναλαμβάνετε:
Ποτέ.
Χαμογελά,
λέει: Περίεργο πράγμα ένας νεκρός.
John Bellany, Elegy, 1993
Αποσπάσματα
από την «Αρρώστια του θανάτου».
Μετάφραση: Κυβέλη Μαλαμάτη, εκδ. Εξάντας, 1984.