Dorothea Tanning, Birthday, 1942, Philadelphia, Museum
of Art
Το
λεωφορείο σταματά, ο οδηγός σου χαμογελά, τα παράθυρα είναι αστραφτερά και τα
λεφτά ψιλά. Το τελευταίο από τα μονά καθίσματα στην αριστερή πλευρά είναι
άδειο, λες και το έχουν κρατήσει για σένα, αυτό που σου αρέσει περισσότερο απ’
όλα, με το τζάμι πίσω του. Το λεωφορείο προχωράει, τα φανάρια πρασινίζουν για
να περάσει κι ο νεαρός που τρώει σπόρια μαζεύει τα φλούδια σ’ ένα σακουλάκι.
Ο
ηλικιωμένος εισπράκτορας σήμερα δεν θέλει εισιτήριο, αγγίζει μονάχα το γείσο
του καπέλου του και εύχεται με μια ευχάριστη φωνή να έχουμε μια όμορφη μέρα.
Και
πράγματι θα είναι μια όμορφη μέρα. Γιατί σήμερα έχεις γενέθλια. Είσαι έξυπνη,
χαριτωμένη και η ζωή είναι μπροστά σου. Ακόμα τέσσερις στάσεις, θα χτυπήσεις το
κουδούνι κι ο οδηγός θα σταματήσει, ειδικά για σένα.
Θα
κατέβεις από το λεωφορείο, κανείς δεν θα σε σπρώξει κι η πόρτα θα κλείσει όταν
θα έχεις πλέον απομακρυνθεί. Και το λεωφορείο θα ξεκινήσει, οι άνθρωποι θα σου
κάνουν χαρούλες κι ο νεαρός που έτρωγε σπόρια θα σου κουνάει το χέρι μέχρι να
εξαφανιστεί, δίχως λόγο και αιτία.
Ποιος
χρειάζεται δικαιολογίες, σήμερα έχεις γενέθλια και στα γενέθλια συμβαίνουν
ευχάριστα πράγματα. Και το κουτάβι που τρέχει τώρα προς το μέρος σου θα
κουνήσει την ουρά του όταν το αγγίξεις, ακόμα και τα σκυλιά διακρίνουν τις
γιορταστικές επετείους.
Στο
διαμέρισμά σας άνθρωποι θα περιμένουν στα σκοτεινά, πίσω από τα όμορφα έπιπλα
που εσύ η ίδια έχεις διαλέξει. Μόλις ανοίξεις την πόρτα, θ’ αναπηδήσουν και θα
σε αιφνιδιάσουν. Ακριβώς όπως αρμόζει σε κάθε έκπληξη.
Θα
είναι όλοι εκεί, οι άνθρωποι που αγαπάς, οι πλέον ακριβοί και οι πιο
σημαντικοί. Και θα φέρουν δώρα, που είτε έχουν αγοράσει είτε έφτιαξαν μόνοι
τους. Δώρα ευφάνταστα, αλλά και πράγματα πρακτικά.
Οι
εύθυμοι θα διασκεδάσουν, οι σοβαροί θα περάσουν καλά, ακόμα και οι μελαγχολικοί
θα χαμογελάσουν αληθινά. Το φαγητό θα είναι υπέροχο, μετά θα προσφέρουν
φράουλες και θα τελειώσουν με μιλκ-σέικ βανίλια, από το νοστιμότερο μαγαζί της
πόλης.
Θα
βάλουν ένα δίσκο του Κιθ Τζάρετ και όλοι θα τον ακούσουν, θα βάλουν ένα δίσκο
του Σατί και κανείς δεν θα νιώθει θλιμμένος. Και όσοι είναι μόνοι τους θα
νιώσουν μαζί απόψε, και κανείς δεν θα ρωτάει: «Πόση ζάχαρη;», γιατί όλοι πλέον
γνωρίζουν τους πάντες.
Στο
τέλος θα φύγουν, κι όσοι θέλεις θα σε φιλήσουν κι όσοι δεν θέλεις θα σου σφίξουν
το χέρι. Και μονάχα αυτός θα μείνει, ο άνδρας με τον οποίο ζεις, ωραίος και
γεμάτος κατανόηση και πιστός.
Αν
επιθυμείς, θα κάνετε έρωτα ή θα σου κάνει μασάζ στο κορμί με λάδι, που
αρωμάτισαν στο μαγαζί ακολουθώντας μια ειδική συνταγή. Αν το ζητήσεις, θ’
ανάψει τη λάμπα αλογόνου και θα μείνετε αγκαλιασμένοι χωρίς να μιλάτε,
αναμένοντας την ανατολή.
Κι
εκείνο το μαγικό βράδυ, αν είμαι εκεί, θα πιω μιλκ-σέικ βανίλια και θα
χαμογελάσω αληθινά, θα δοκιμάσω το υπέροχο φαγητό. Και πριν φύγω, θα σε φιλήσω
ή μπορεί απλά και μόνο να σου σφίξω το χέρι.
Έτγκαρ
Κέρετ
Igor
Postash, Clown's Birthday
“Τότε
που τα γενέθλιά μου γιόρταζαν, εγώ ήμουν ευτυχής
και
κανένας δεν ήταν πεθαμένος στο παλιό σπίτι
και
μέχρι τότε υπήρχε μια παράδοση από αιώνες,
και
η χαρά όλων και η δική μου
ταίριαζαν
όμορφα παρέα, σαν θρησκεία.
Τότε
που τα γενέθλιά μου γιόρταζαν,
εγώ
είχα τη μεγάλη τύχη να μην καταλαβαίνω τίποτα
να
είμαι έξυπνος για τους δικούς μου και να μην έχω
τις
ελπίδες που είχαν οι άλλοι για μένα.
Όταν
ήρθε η ώρα να έχω ελπίδες
τότε
δεν ήξερα να ελπίσω.
Όταν
ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τη ζωή,
Ναι,
αυτό που ήταν το προσδόκιμο για μένα,
αυτό
που ήταν της καρδιάς,
αυτό
που ήταν για τους επαρχιώτικους χορούς
αυτό
που ήταν για κείνους που μ’ αγαπούσαν
αυτό
που ήταν- α, Θεέ μου!-
μόνο
σήμερα ξέρω τι ήταν…
Τι
απόσταση! (Πια δεν το συναντώ…)
Τότε
που τα γενέθλιά μου γιόρταζαν…”
Φερνάντο
Πεσσόα
Fuco Ueda, A Birthday of L
Ο
μήνας της ανθοφορίας τελείωσε. Τα φρούτα μαζεύτηκαν,
Φαγώθηκαν
ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα.
Οκτώβρης,
ο μήνας της αποθήκευσης.
Αυτό
το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:
Παλιά
εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες.
Είμαι
σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.
Άσε
με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο,
Οι
αράχνες δεν θα το προσέξουν.
Η
καρδιά μου κομμένο γεράνι.
Τουλάχιστον
ο άνεμος ας άφηνε ήσυχα τα πνευμόνια μου.
Σκυλίσιο
σώμα οσφραίνεται τα πέταλα. Ανθίζουν ανάποδα.
Κροταλίζουν
σαν ορτανσίες.
Κεφάλια
με παρηγορούν καθώς σαπίζουν,
καρφωμένα
στα δοκάρια της στέγης από χθες:
Τρόφιμοι
ιδρύματος που δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη.
Λάχανα:
σκουληκιασμένο μωβ, βερνίκι ασημί,
Ένδυμα
μουλαρίσιων αυτιών, κελύφη νυχτοπεταλούδας
Οι
φλέβες τους άσπρες σαν ξύγκι γουρουνιού.
Ω
η ομορφιά της συνήθειας!
Οι
πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια.
Τούτοι
οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως
Είμαι
ρίζα, είμαι πέτρα, ένας σβώλος κουκουβάγιας,
Μητέρα,
είσαι το μοναδικό στόμα
Για
το οποίο θα γινόμουν η γλώσσα του. Μητέρα της ετερότητας
Φάγε
με. Ρωγμή στο καλάθι των αχρήστων, σκιά των εισόδων.
By
Carmen Roig
Είπα:
Πρέπει να το θυμάμαι αυτό από τότε που ήμουν μικρή.
Υπήρχαν
τόσο τεράστια λουλούδια,
Πορφυρά
και κόκκινα στόματα, παντελώς αξιαγάπητα.
Τα
στεφάνια από κλαδιά βατομουριάς μ’ έκαναν να κλαίω.
Τώρα
με ανάβουν σαν ηλεκτρική λυχνία.
Για
βδομάδες δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτε.
Σύλβια
Πλαθ