Random Human, The Eye of God
Ώστε
λοιπόν
κι
εσείς ακόμα με προδίδετε.
Ώστε
λοιπόν κι εσείς ακόμα
–τα
ίδια μου τα μάτια!–
με
προδίδετε.
Μα
θα ’πρεπε να το ’χα
καταλάβει
από παιδί
τουλάχιστο
εκείνη τη φορά
που
μ’ έσπρωχνε ο δυνατός
βοριάς,
που με παρέσερνε
μ’
έβγαζε απ’ το δρόμο μου κι ακόμα λίγο
κάτω
θα μ’ έριχνε κι εγώ
καθόλου
δεν τον έβλεπα· γιατί
να
μην τον βλέπω τον αέρα;
Κι
έπρεπε να περάσουν χρόνια
και
χρόνια, και ν’ ακούσουμε όλα αυτά
τ’
αλλόκοτα για σωματίδια και μεγέθη
–ακούς,
μεγέθη!– του μικρόκοσμου
για
να το καταλάβουμε καλά
πώς
είναι ο κόσμος, πώς τον βλέπουμε
πως
είναι αλλιώς ο κόσμος, πως αλλιώς
τον
βλέπουμε, αμυδρή
εικόνα
αξιωνόμαστε του κόσμου
του
κόσμου, λέω, αυτού που εντός του ζούμε.
Μα,
πάλι, θα μου πεις
αυτό
σε πείραξε, η εικόνα, θα μου πεις
και
θα ’χεις δίκιο, ποια εικόνα
ποιος
κόσμος που έτσι αναδυόμαστε
μένουμε
έναν καιρό, χανόμαστε
–ερχόμαστε
και φεύγουμε, όπως λέμε–
χωρίς
να μάθουμε ποτέ
ποιος
είναι, τι, αυτός ο κόσμος
πού
βρισκόμαστε
ποια
εικόνα θα μου πεις, και θα ’χεις
δίκιο,
όμως κι αυτό
να
σε προδίδουν, να σ’ αποκοιμίζουν
τα
ίδια σου τα μάτια
αβάσταχτο.
Odilon
Redon, Closed eyes, 1889
Από
τη συλλογή «Στο σιδεράδικο της Λήμνου» (εκδ. Κουκκίδα, 2017)