Τα
χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας είναι ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων, τα οποία
ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1947 και στη συνέχεια με συστηματικές ανασκαφές σε
ερείπια στην περιοχή γύρω από το Κουμράν. The Dead Sea
Scrolls have been called the greatest archaeological find of the 20th century.
First discovered outside Jerusalem in the late 1940s, this ancient collection
of texts includes the oldest known biblical manuscripts, dating back some 2,000
years.
Η
είδηση ότι ανακαλύφθηκε σπηλιά στην περιοχή του Κουμράν στο σημερινό Ισραήλ,
που φιλοξενούσε κάποτε Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας και η οποία συλήθηκε
μάλλον από Βεδουίνους τη δεκαετία του 1950, έκανε τον γύρο του κόσμου.
H σπηλιά στην περιοχή του Κουμράν. The Dead
Sea Scrolls were discovered in a caves in the limestone cliffs at Khirbet
Qumran (pictured).
Όπως
έκανε γνωστό ο αρχαιολόγος δρ Όρεν Γκάτφελντ, ένας από τους επικεφαλής των
ερευνών, στην ιστοσελίδα του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, «πρόκειται για μια από τις πιο εντυπωσιακές
αρχαιολογικές ανακαλύψεις και η πιο σημαντική, τα τελευταία 60 χρόνια, στις
σπηλιές του Κουμράν».
Γιατί,
όμως, είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψη, τη στιγμή μάλιστα που δεν εντοπίστηκαν
χειρόγραφα; Ποιες είναι αυτές οι πολύτιμες γραφές και τι γνωρίζουμε για τον λαό
που τις έκρυψε στις σπηλιές της περιοχής του;
Η
Βάλια Παπαναστασοπούλου, Αρχαιολόγος-Θεολόγος, με ειδικότητα σε θέματα Παλαιάς
Διαθήκης (είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Παλαιάς Διαθήκης στο ΑΠΘ), μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
για το εύρημα που εντυπωσίασε τους ειδικούς, αλλά ίσως να μην έγινε αρκετά
κατανοητό ως προς τη σημασία του από το ευρύ κοινό.
Shown here is a
closeup of the ink and text of two of the fragments of the Dead Sea Scrolls.
The two fragments, fragments 1 and 2 of 7Q6, are written on papyrus.
«Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας είναι ένας
μεγάλος αριθμός χειρογράφων, τα οποία ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1947 και στη
συνέχεια με συστηματικές ανασκαφές σε ερείπια και σπηλιές σε περιοχές στην
έρημο της Ιουδαίας. Έχουν ταξινομηθεί σε διάφορες συλλογές αναλόγως ως προς τον
τόπο της εύρεσής τους. Μεταξύ αυτών των συλλογών περιλαμβάνονται και τα
χειρόγραφα της Κοινότητας του Κουμράν (Qumran), τα
οποία περιέχουν χειρόγραφα στην εβραϊκή, αραμαϊκή και ελληνική γλώσσα και
βρέθηκαν σε 11 σπήλαια στην περιοχή γύρω από το Κουμράν. Τα χειρόγραφα αυτά
τοποθετούνται χρονικά λίγο πριν την καταστροφή της περιοχής από τους Ρωμαίους,
δηλαδή τον 1ο αι. μ.Χ.», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Παπαναστασοπούλου.
Χάρτης
όπου εικονίζεται η έκταση της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών (με κίτρινο χρώμα).
Ποια,
όμως, ήταν αυτή η κοινότητα; «Η κοινότητα
του Κουμράν είχε ιδρυθεί κατά την ελληνιστική περίοδο (περίπου μέσα 2ου αι.
π.Χ.), κατά τη διάρκεια της οποίας στην
Παλαιστίνη κυβερνούσαν οι Σελευκίδες.
»Την εποχή εκείνη, πολλοί
Ιουδαίοι είχαν ενστερνιστεί τον ελληνιστικό τρόπο ζωής και κυρίως οι αρχιερατικές
οικογένειες και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Αυτό δημιούργησε ιδιαίτερη
δυσαρέσκεια σε μεγάλη μερίδα του λαού, προκαλώντας εξεγέρσεις, όπως η λεγόμενη
Μακκαβαϊκή επανάσταση, ενώ άλλοι ορθόδοξοι Ιουδαίοι ωθούνται προς την οργάνωση
διαφόρων κινημάτων. Μεταξύ αυτών είναι και η κίνηση της ίδρυσης της Κοινότητας
του Κουμράν. Ιδρυτής της ήταν ο λεγόμενος Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης, ο οποίος
ήρθε σε άμεση ρήξη με το ιερατείο της Ιερουσαλήμ», εξηγεί η ίδια.
Και
πώς προέκυψαν τα πολύτιμα χειρόγραφα στις σπηλιές; «Η κοινότητα στο απομονωμένο περιβάλλον του Κουμράν ζούσε με έναν
αυστηρό τρόπο, που θυμίζει κατά κάποιο τρόπο τις σημερινές μοναστικές
κοινότητες. Διέθετε εγκαταστάσεις μελέτης και αντιγραφής των ιερών κειμένων,
τράπεζα, εργαστήρια και δεξαμενές καθαρμών. Η ζωή τους διεπόταν από αυστηρούς
και συγκεκριμένους κανόνες. Εξαιτίας της αναφοράς του Ιωσήπου και του Πλινίου
του Πρεσβύτερου σε μία τέτοια κοινότητα που είχε το όνομα Εσσαίοι, η σύγχρονη
έρευνα ταύτισε την Κοινότητα του Κουμράν με τους Εσσαίους. Όταν πλέον, η
Κοινότητα εγκαταλείπεται εξαιτίας της κατάκτησης του εβραϊκού κράτους από τους
Ρωμαίους (68 π.Χ.), τα μέλη της φαίνεται πως φροντίζουν να κρύψουν τα πολύτιμα
χειρόγραφά τους στις γύρω σπηλιές», σημειώνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Όσο
για τη σπουδαιότητα των συγκεκριμένων χειρογράφων, η ίδια επισημαίνει: «Η σημασία τους είναι εξαιρετική για τη
βιβλική επιστήμη και κυρίως για τη μελέτη του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης.
Έχουν βρεθεί περίπου 900 χειρόγραφα, τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν από τον
3ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ. Πέρα από τους κανόνες της διαβίωσης των
μελών της Κοινότητας, βρέθηκαν και χειρόγραφα που περιέχουν βιβλία της Παλαιάς
Διαθήκης. Πρόκειται τόσο για μεγαλύτερα όσο και για μικρότερα αποσπάσματα και η
σημασία τους έγκειται στο ότι είναι αρχαιότερα από την επεξεργασία του κειμένου
της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία έγινε από τους Μασορίτες, έργο που ξεκίνησε από
τον 7ο αι. μ.Χ. Σώζεται ολόκληρο το κείμενο του Ησαΐα, αλλά και αποσπάσματα από
άλλα βιβλία του ιουδαϊκού κανόνα και ερμηνευτικά υπομνήματα σε αυτά. Αυτό
σημαίνει πως, πριν από την παγίωση του κανόνα της εβραϊκής Βίβλου από τους
Μασορίτες, κυκλοφορούσαν διάφοροι τύποι χειρογράφων με μεγαλύτερες ή μικρότερες
αποκλίσεις από το σημερινό γνωστό βιβλικό κείμενο, γεγονός που εξηγεί γιατί
παρουσιάζονται διαφορές μεταξύ του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης και των
αρχαίων μεταφράσεών της».
Researchers have
discovered a new cave near the northwestern shore of the Dead Sea. Although it
does not contain any scrolls, it does have hints that it once did, including
leather binding (pictured).
Στη
σπηλιά, ωστόσο, δεν βρέθηκαν χειρόγραφα. Γιατί η ανακάλυψή της κρίθηκε τόσο
σημαντική; «Η πρόσφατη ανακάλυψη του 12ου
σπηλαίου στην περιοχή του Κουμράν αναμφίβολα έχει μεγάλη σημασία για την
επιστήμη της μελέτης των κουμρανικών χειρογράφων. Βέβαια, μας αφήνει με τη
γεύση του μισού, καθώς το σπήλαιο είχε ήδη συληθεί και δεν βρέθηκαν τα
χειρόγραφα. Όμως, δεν παύει να μας δίνει την ελπίδα πως ίσως να υπάρχουν και
άλλα ασύλητα σπήλαια που η αρχαιολογική έρευνα θα καταφέρει να εντοπίσει.
Επιπλέον, όπως γίνεται συνήθως, αυτά τα χειρόγραφα αργά ή γρήγορα θα
διοχετευθούν στην παράνομη αγορά των αρχαιοτήτων και θα φτάσουν κάποια στιγμή
προς μελέτη και στα κατάλληλα επιστημονικά χέρια», καταλήγει η κα
Παπαναστασοπούλου.
Πηγή:
ΑΠΕ-ΜΠΕ (Ελένη Μάρκου)