Diego Vélasquez, La
Tunique de Joseph, Détail le chien
Είμαι
πια αρκετά μεγάλη και, επιτέλους, μπορώ να επιτρέπω στον εαυτό μου να κλαίει
μέσα στις σκοτεινές αίθουσες του κινηματογράφου, χωρίς να με νοιάζει τι θα
σκεφτούν οι άλλοι, όταν θα ανοίξουν τα φώτα και θα δουν τα κόκκινα μάτια μου.
Στο κάτω κάτω, δεν κλαίω μόνο εγώ αλλά και τα πιτσιρίκια που παρακολουθούν το
έργο με εκείνον τον άνθρωπο που δεν πίστευε στον Άη Βασίλη, μέχρι που έγινε ο
ίδιος. Το πολύ πολύ κάποια να γυρίσουν και να πούν: "Η γιαγιά αυτή
κλαίει". Αλλά είναι Χριστούγεννα και τα Χριστούγεννα μπορεί να αφεθεί
κανείς πιο εύκολα στην ανάγκη του να κλάψει.
Αφήνομαι
στο κύρτωμα της πλάτης μου -με κουράζει να την κρατώ ίσια. Αφήνομαι στη μυωπία
μου που έχει κι άλλο αυξηθεί, γιατί με κουράζει να βλέπω. Με μεγάλη ανακούφιση
καταφεύγω στις βιταμίνες για να αντιμετωπίσω την αδυναμία του κορμιού μου ή
στην αντιβίωση, για να ξεπεράσω ένα χαζοκρυολόγημα, ενώ πιο παλιά με τα ζόρια ο
φίλος γιατρός κατάφερνε να μου δώσει ακόμη και ασπιρίνη: "Σώπα, βρε
αδελφέ", του έλεγα. "άσε τα πράγματα να κάνουν τον κύκλο τους".
Τώρα, χρειαζόμουν κάποιον άλλον να μάχεται για μένα.
Henri
de Toulouse-Lautrec, Little Dog
Βγαίνω
γρήγορα από τον κινηματογράφο και παίρνω το λεωφορείο για το σπίτι. Θα με
περιμένει πίσω από την πόρτα. Παλιά το έβαζα στο καλάθι του. Αλλά τυραννιόταν
το δύστυχο το ζώο, μέχρι να βγει από εκεί μέσα και να συρθεί μέχρι την πόρτα,
χώνοντας τη μουσούδα στη χαραμάδα της εξώπορτας. Ύστερα το άφηνα πάνω στον
καναπέ, να αναγκαστεί να μένει στη θέση του και να μην ταλαιπωρείται με τα
συρσίματα. Αλλά και πάλι σερνότανε μέχρι
την άκρη του καναπέ και αφηνόταν σε ένα πέσιμο που του προκαλούσε πόνο. Τώρα
πια το αφήνω στο πάτωμα. Σέρνεται πιο εύκολα. Καμιά φορά κατεβαίνω μόνο για να
ψωνίσω από τη γειτονιά. Το καταλαβαίνει από το ντύσιμό μου, από το γεγονός ότι
χώνω το πορτοφόλι και τα κλειδιά μου στην τσέπη του παλτού, χωρίς να παίρνω
τσάντα. Κι ωστόσο, το βρίσκω και πάλι πίσω από την πόρτα, να αγκομαχά από την
προσπάθεια. Κάποια εποχή, δεν άντεχα να το σκέφτομαι να παιδεύεται και το έβαζα
εγώ δίπλα στην πόρτα. Ύστερα όμως σκέφτηκα ότι το σύρσιμο μέχρι την πόρτα ήταν
η μόνη του άσκηση.
Τα
πίσω του πόδια είναι νεκρά εδώ και δώδεκα χρόνια. Από εκείνη την Πρωτοχρονιά
του 1996. Όταν ο άνδρας μου, τόσο ήσυχος άνθρωπος, το έσπασε στο ξύλο. Το
έλιωσε, όπως έλιωσε αυτός από τον εγωισμό που το δικό του σκυλί δεν ήθελε να
του μιλήσει με την ανθρώπινη λαλιά, όπως το έκαναν όλα τα σκυλιά της περιοχής
κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όπως του είχε μιλήσει την περασμένη και την
προπερασμένη χρονιά, και όλες τις χρονιές από τότε που γεννήθηκε το ζωντανό. Το
πέταξε κάτω, το τσαλαπάτησε, δεν θυμάμαι πόσες φορές κατέβασε ένα μπρούτζινο
κηροπήγιο επάνω του, στο κεφάλι, στο κορμί, στο πρόσωπο, στην κοιλιά, ακόμη
όταν γύρισε ανάσκελα και έδειξε την κοιλιά του, για να δείξει ότι παραδιδόταν.
Θυμάμαι ακόμη, το βλέπω και στον ύπνο μου, ότι όρμηξα στο ζώο, το έπιασα από το
κεφάλι και το ταρακούνησα. "Μίλα επιτέλους".
Mark
Rothko, Red, Orange on Red
Τα
χέρια μου είχαν γεμίσει αίματα και τα μάτια μου από τα μάτια της αγαπημένης και
για τους δυο μας σκύλας. Στάθηκα ανάμεσα στον άνδρα μου και σ' αυτήν, να την
προφυλάξω. Με πέταξε κάτω εκείνος. Λερωθήκαμε από το αίμα της. "Εγώ θα
μιλήσω", του φώναξα.
Αισθάνθηκα
ένα δυνατό δάγκωμα στον αστράγαλό μου. Με ξαναδάγκωσε. Πρόλαβα να δω τα μάτια
της, προτού λιποθυμήσει και τα κλείσει. Μάτια σε βαθύ καφέ χρώμα, υγρά, με μια
υγρασία που κατρακυλούσε και μούσκευε το μούτρο, μουσούδα ξερή, πόδια χυμένα
πέρα δώθε, βγαλμένα από το σώμα της, ουρά πεταμένη στο πάτωμα. Την αρπάξαμε και
βγήκαμε στον δρόμο. Τρέχαμε να προλάβουμε, προτού ξεκολλήσουν τα μέλη και
σκορπιστούν στον δρόμο. Στον προθάλαμο του κτηνιατρείου, στάθηκα μπροστά στον
καθρέφτη και άπλωσα το αίμα, που ακόμη ήταν νωπό στα χέρια μου, στο πρόσωπο,
στα μπράτζα, στο φουστάνι, παντού όπου μπορούσα, να κοκκινήσω ολόκληρη, να γίνω
εγώ ο σκύλος με τα χυμένα μέλη.
Pablo
Picasso, Femme au chien, Woman with the
dog
Τα
πρώτα χρόνια, το ζώο δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου. Το έπαιρνα στην αγκαλιά
μου και το έβγαζα στο μπαλκόνι, εγώ να διαβάζω κανένα βιβλίο κι εκείνο να κρεμά
το κεφάλι του ανάμεσα στα κάγκελα, για να δει κάτω, και τα αυτιά του να
μακραίνουν και να φτάνουν ίσαμε τον δρόμο. Πηγαίναμε διακοπές μαζί. Καθόμασταν
με τις ώρες στη θάλασσα, παράξενο ζευγάρι, να μας κοιτούν κάτω από την ομπρέλλα
μας. Τον χειμώνα, κάθε απόγευμα, βγαίναμε στα γύρω βουνά, με όποιον καιρό. Την
ακουμπούσα κάτω και καθόμουνα και εγώ δίπλα της, ακίνητοι και οι δυο αφού
εκείνη δεν μπορούσε να τρέξει, να μας παγώνει το χιόνι, να μας λούζει η βροχή.
Της μιλούσα: "Δες. Χιόνι. Βροχή. Ήλιος. Ανατολή. Ηλιοβασίλεμα.".
Συλλάβιζα τις λέξεις, σαν να μάθαινα σε παιδί να μιλά.
Λίγο
λίγο, δυνάμωσαν τα πόδια της. Όχι σπουδαία πράγματα. Τουλάχιστον μπορούσε να
σέρνεται. Δεν γάβγιζε σχεδόν ποτέ, κάπου κάπου μόνο μουρμούριζε. Το ίδιο και
στον ύπνο της. Μου μιλούσε όμως με τα μάτια. Αυτά της τα μάτια. Χώνονταν μέσα
στα δικά μου και έλεγα ότι τώρα, νά τώρα, θα μου μιλήσει, κι ας μην ήταν
παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Pierre
Bonnard, Femme tenant un chien
Και
κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, το γλυκό μου έβαζε το κεφάλι πάνω στα μπροστινά
πόδια, κρεμούσε τα αυτιά -γινόντουσαν ακόμη πιο μακριά- και έμενε εκεί με τις
ώρες. Μου φαινόταν ότι βασανιζόταν από αυτή την ανθρώπινη λαλιά που πήγαινε να
βγει από το λαρύγγι της. Αγωνιζόταν να τη σταματήσει, προτού η γλώσσα πάρει την
κατάλληλη θέση στο στόμα και ενωθούν οι φθόγγοι σε λέξεις. Τα μάτια υγραίνονταν
περισσότερο. Προς το βράδυ, σερνόταν κατά την πόρτα. Έμενε εκεί μέχρι που
ερχόταν εκείνος, αγαπημένος άνδρας εδώ και τόσα χρόνια. Αγωνιζόταν να κουνήσει
την ουρά, για να του δείξει πόσο χαιρόταν, αλλά και αυτή ήταν σακατεμένη.
Σερνόταν μαζί του από την πόρτα μέχρι τον καναπέ, στη γωνιά όπου καθόταν,
εκείνη την ίδια γωνιά εδώ και τόσα χρόνια, το ίδιο συμμαζεμένα κάθε φορά, για
να πιάνει όσο το δυνατό λιγότερο χώρο. Δεν το είχε πάρει ακόμη απόφαση, τώρα
ακόμη μετά από τόσα χρόνια, ότι τον θέλαμε και τον περιμέναμε, ότι τον
αγαπούσαμε. Και οι δυο. Άσχετα αν δεν έγινε να ζήσουμε μαζί.
Μέναμε
και οι δυο, εγώ κι εκείνος, με κατεβασμένα τα κεφάλια, να μου κρατά σφιχτά το
ένα χέρι και να συναντιέται το άλλο μας στο σώμα του σκυλιού. Τρώγαμε μαζί,
ακούγαμε μουσική, βλέπαμε τις ειδήσεις και την αλλαγή της ώρας στην τηλεόραση.
Λέξη δεν λέγαμε. Ούτε το καθιερωμένο φιλί της Πρωτοχρονιάς δεν ανταλλάσσαμε.
Σφίγγαμε ο ένας το χέρι του άλλου, να μου μένει σημάδι στο δάχτυλο από το
δαχτυλίδι που μου έκανε δώρο μια Πρωτοχρονιά, αρραβώνας που ποτέ δεν
κοινοποιήθηκε, και βλέπαμε το σκυλί να λυτρώνεται από την ανθρώπινη λαλιά που
θα μπορούσε να μιλήσει και που την έχανε πάνω στην αλλαγή της ώρας.
Pierre
Bonnard, Marthe au Chien
Τον
αγαπούσα και με αγαπούσε. Και μαζί λατρεύαμε το σκυλί. Τώρα ακόμη, μετά από
δώδεκα χρόνια. Δεν τον παντρεύτηκα, κι ας πήρα διαζύγιο από τον άνδρα μου. Μας
χώριζε ένας φόνος ..., έστω μια απόπειρα φόνου που προκαλέσαμε, ακόμη και άθελά
μας. Το σκυλί είχε μείνει παράλυτο, για να μην μας προδώσει. Το σκυλί που, αν
είχε μιλήσει εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1996, θα εξακολουθούσε να πηγαίνει στο
κυνήγι με τον άνδρα μου, κι ας μην έφερναν ποτέ κανένα θήραμα. Καμιά φορά
σκεφτόμουνα ότι, αν ήταν άνθρωπος, θα μας πάντρευε. Αλλά βέβαια, εγώ δεν θα
είχα καμιά αντίρρηση να με παντρέψει ο σκύλος μου σαν σκύλος μια παραμονή
Πρωτοχρονιάς. Ούτε κι εκείνος.
Ανατριχιάζω στη σκέψη τί θα απογίνουμε όταν φύγει, όταν πεθάνει. Είναι πια και δεκαέξι χρονών. Καμιά φορά, θυμώνω μαζί του που δεν μίλησε. Γιατί, αν είχε μιλήσει, θα παίρναμε κι εμείς τον δρόμο μας, όπως τόσα ζευγάρια κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν μιλούσαν οι σκύλοι. Ζευγάρια χώριζαν και έσμιγαν, σχέσεις και καρδιές χαλούσαν, παρεξηγήσεις λύνονταν, μυστικά αποκαλύπτονταν, μάσκες έπεφταν. Mόνο το δικό μας σπίτι δεν είχε τέτοια. Του άνδρα μου και το δικό μου. Μόνο εμείς ήμαστε πάνω από αλήθειες και ψέματα, μάσκες και μυστικά. Εμείς ήμαστε διάφανοι. Κι όταν ο σκύλος μιλούσε, απλώς διασκεδάζαμε όλοι. Την άλλη μέρα, τρέχαμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα σε σπίτια συγγενών και φίλων, να μπαλώσουμε προδοσίες, να βρούμε δικαιολογίες, να τους μαθαίνουμε να συγχωρούν.
Ανατριχιάζω στη σκέψη τί θα απογίνουμε όταν φύγει, όταν πεθάνει. Είναι πια και δεκαέξι χρονών. Καμιά φορά, θυμώνω μαζί του που δεν μίλησε. Γιατί, αν είχε μιλήσει, θα παίρναμε κι εμείς τον δρόμο μας, όπως τόσα ζευγάρια κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν μιλούσαν οι σκύλοι. Ζευγάρια χώριζαν και έσμιγαν, σχέσεις και καρδιές χαλούσαν, παρεξηγήσεις λύνονταν, μυστικά αποκαλύπτονταν, μάσκες έπεφταν. Mόνο το δικό μας σπίτι δεν είχε τέτοια. Του άνδρα μου και το δικό μου. Μόνο εμείς ήμαστε πάνω από αλήθειες και ψέματα, μάσκες και μυστικά. Εμείς ήμαστε διάφανοι. Κι όταν ο σκύλος μιλούσε, απλώς διασκεδάζαμε όλοι. Την άλλη μέρα, τρέχαμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα σε σπίτια συγγενών και φίλων, να μπαλώσουμε προδοσίες, να βρούμε δικαιολογίες, να τους μαθαίνουμε να συγχωρούν.
Όλα
αυτά μέχρι τη χρονιά που μπήκε μυστικό και στο δικό μας σπίτι. Εκείνη τη χρονιά
ο σκύλος δεν μίλησε. Ποιον προσπάθησε να προφυλάξει; Για ποιανού την αγάπη το
έκανε; Τη δική μου; Του ανδρός μου; Ή του άλλου που μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας;
Μπορεί και για όλους.
Γνωριστήκαμε
όπως γνωρίζονται ένα σωρό άνθρωποι. Αγαπηθήκαμε χωρίς να ξέρουμε ο ένας τον
άλλον, και αποφασίσαμε να το αφήσουμε να πάει μέχρι εκεί που θα πήγαινε από
μόνο του. Θα μπαίναμε στη σχέση και θα μας οδηγούσε εκείνη. Δεν θα βιάζαμε
τίποτε. Δεν θα προκαλούσαμε τίποτε. Με επισκεπτόταν στο σπίτι που έμενα με τον
άνδρα μου και περνούσε κάποια ώρα μαζί μου κοιτώντας με, μυρίζοντας τον αέρα
που σήκωνα, καθώς περνούσα δίπλα του. Μερικές φορές νόμιζα ότι θα του αρκούσε
και μόνο να με κοιτά. Καμιά φορά μου έμοιαζε τόσο γεμάτος από το αίσθημά του
που μου δημιουργούσε ένα αίσθημα μοναξιάς. Σαν να μην τον ενδιέφερε τί ένιωθα
εγώ. Τον ζήλεψα για τον έρωτά του. Μου έπιανε το χέρι. Μετά προχώρησε κι άλλο.
"Μη", του έλεγα, "μας βλέπουν". "Ποιοί;" με
ρωτούσε. "Τα πράγματα, οι φωτογραφίες". "Δεν είναι κανείς",
μου έλεγε. Έπαψα να βλέπω όλους αυτούς που με κοίταζαν μέσα από τις κορνίζες
τους, τα πράγματα που άγγιζαν οι άνθρωποι της νόμιμης σχέσης. Τον σκύλο τον
έκλεινα στο άλλο δωμάτιο. Τον ακούγαμε όλη την ώρα να γρατζουνά την πόρτα.
Μέχρι
που μια μέρα, από τη λαχτάρα μου να προλάβω να τον αγκαλιάσω, δεν σφάλισα καλά
την πόρτα. Ο σκύλος είδε. "Τώρα;", τον ρώτησα. "Θα δούμε",
μου είπε, "η Πρωτοχρονιά είναι ακόμη μακριά".
Gustave
Caillebotte, Le Chien Paul, The Paul dog
Τον αφήναμε πια στο δωμάτιο μαζί μας. Ο σκύλος τρελαινόταν από τη χαρά του, όταν τον έβλεπε. Ανέβαινε κατευθείαν στον καναπέ και θρονιαζόταν ανάμεσά μας. Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά.
Τον αφήναμε πια στο δωμάτιο μαζί μας. Ο σκύλος τρελαινόταν από τη χαρά του, όταν τον έβλεπε. Ανέβαινε κατευθείαν στον καναπέ και θρονιαζόταν ανάμεσά μας. Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά.
"Τί
θα κάνουμε;", τον ρώτησα. Και δεν μπορούσε να μου πει πια: "Έχουμε
ακόμη καιρό". Από μια άποψη, χαιρόμουνα που ο σκύλος είχε δει. Υπήρχε
τουλάχιστον ένας από τον οποίο δεν χρειαζόταν να κρύβομαι. Υπήρχε τουλάχιστον
κάποιος με τον οποίο μπορούσα να πω ό,τι σε κανέναν άλλον. Ήταν ο φίλος.
"Μόνο που δεν τρώτε από το ίδιο πιάτο", μου έλεγαν και ο άνδρας μου
και αυτός που εγώ θεωρούσα για άνδρα μου. Δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να φάω
από το ίδιο πιάτο με το σκύλο μου. Καμιά φορά μου ερχότανε να βάλω το πιάτο μου
στο πάτωμα, να σκύψω στα τέσσερα και να φάμε παρέα, χωρίς πηρούνια και
κουτάλια.
"Θα
κάνω στον σκύλο ό,τι μου πεις εσύ", είπα μια μέρα στον αγαπημένο. Την ίδια
τη στιγμή που ξεστόμισα εκείνη την κουβέντα, κατάλαβα ότι του έστηνα παγίδα. Αν
μου έλεγε να τον σκοτώσουμε, θα τον ξαπόστελνα και θα άφηνα το ζώο να κάνει
ό,τι ήθελε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Δοκίμαζα την αγάπη του. Προσπάθησα να
αισθανθώ τύψεις γι' αυτό, γιατί μέχρι τότε η αγάπη μου ήταν θρησκευτική έκσταση
και πίστη. Και η δική του. Ξαφνικά όμως χρειάστηκα αποδείξεις, έβαλα την αγάπη
μου στη λογική της απόδειξης. Ένιωσα και πάλι τη θρησκευτική μου πίστη, όταν
μου είπε: "Δεν θα κάνουμε τίποτε. Θα αφήσουμε να γίνει ό,τι είναι να
γίνει". Αφέθηκα στην απόλαυση του μυστικού ιερού μου γάμου με μάρτυρα τον
σκύλο. Ξαναβρήκα την εποχή της αθωότητας της αγάπης μου που την είχα χάσει για
λίγο ζητώντας του αποδείξεις, που την έχανα κάθε λίγο και λιγάκι, όταν
σκεφτόμουν τους άλλους, τον άνδρα μου, τη γυναίκα του, τους γονείς μας, τους
γείτονες, τον κόσμο. Ήταν οι στιγμές που έμπαινα στην αποπνικτική γεύση και
στην ασφυξία της ενοχής.
Το
ζώο δεν μίλησε. Μίλησα εγώ.
Χώρισα
από τον άνδρα μου. Έπιασα ένα μικρό διαμέρισμα και ζω με τον σκύλο μου. Ο
αγαπημένος έμεινε με τη γυναίκα του, όταν εγώ αρνήθηκα να τον παντρευτώ, αλλά
της αποκάλυψε την αλήθεια. Είχαμε κερδίσει τη διαφάνειά μας.
Antoine
van Dyck, Thomas Wentworth, premier comte
de Strafford, Détail le chien
Έρχεται κάθε βράδυ και μένει μαζί μου για μια ώρα. Καμιά φορά με επισκέπτεται και ο άνδρας μου. Ο πρώην άνδρας μου. Ο σκύλος σέρνεται κοντά του και ακουμπά το κεφάλι στο πόδι του. Του το καίει. Κάποτε συναντιούνται οι δυο τους. Οι δυο μου άνδρες. Στην αρχή, κάθονταν μακριά ο ένας από τον άλλον. Όμως έβλεπα τον σκύλο, τον σκύλο μου, τον σκύλο μας, να παιδεύεται, καθώς σερνόταν μια μέχρι τον ένα και μια μέχρι τον άλλον. Τους παρακάλεσα να καθήσουν δίπλα δίπλα, για να μην παλεύει το ζωντανό με την αδυναμία του. Χώθηκε ανάμεσα στα πόδια τους. Τώρα πια κάθονται δίπλα δίπλα.
Σκέφτομαι τι θα γίνει την ημέρα που ο σκύλος θα φύγει.
Δήμητρα Μήττα
Από
τη συλλογή διηγημάτων Γραμματοσειρές και Φωτογράμματα