Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Αντονέν Αρτώ, Σκατά στο πνεύμα. Antonin Artaud, «Là où ça sent la merde ça sent l'être»

Μετά τον ρομαντισμό,
ο συμβολισμός,
ο ντανταϊσμός,
ο σουρεαλισμός,
ο λετρισμός
και ο μαρξισμός,
δηλαδή εκατό “σχολές” πολιτικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής ανατροπής, υπάρχει μια λέξη, ένα πράγμα, που έμεινε όρθιο, μια αξία που έμεινε αναλλοίωτη, που διατήρησε σε πείσμα όλων την υπεροχή της, είναι η λέξη και το πράγμα πνεύμα,
η αξία που προσδίδεται στο πνεύμα,
η αξία του πράγματος πνεύμα,
λες και θ’ αρκούσε να προφέρουμε την μαγνητική αυτή λέξη,
λες και θ’ αρκούσε να την αφήσουμε να ξεπηδήσει στη γωνιά μιας σελίδας, για να έχουν ειπωθεί όλα.

Σαν να εννοείτο, πράγματι,
και σαν αρχή και σαν ουσία, ότι το πνεύμα είναι η έμφυτη έννοια, η αξία υπόδειγμα,
η λέξη κορυφή,
που από το σημείο αυτό και πέρα, ο παλιός αταβιστικός αυτοματισμός του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος θα έπαυε να κλυδωνίζεται.

Γιατί το φορείο θα ήταν καλά στερεωμένο στη θέση του.

Παντού ήταν αναμφισβήτητο, μετά από, δεν ξέρω κι εγώ πόσα, χρόνια Καββαλισμού, ερμητισμού, μυσταγωγίας, πλατωνισμού και ψυχουργίας,
ότι το σώμα είναι τέκνο του πνεύματος, του οποίου φαίνεται να είναι η διόγκωση,
το σύμφυρμα ή ο μαγικός σωρός
και πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σώμα που να μην είναι, στο τέλος της φυσικής πορείας, η κατάληξη μιας σκοτεινής σύζευξης του πνεύματος με την ίδια του τη δύναμη, το όριο μιας διαδρομής επιλεγμένης απ’ το ίδιο το πνεύμα κατά την πορεία του,
σαν να μην μπορούσε να υπάρχει σώμα, εάν δεν υπήρχε κάπου το πνεύμα,
σαν η κατάσταση που αποκαλείται σώμα, το πράγμα που ονομάζουμε σώμα, να ήταν ουσία και φύσει κατώτερο από την κατάσταση πνεύμα και να πήγαζε απ’ αυτήν.

Charioteer or kouros, Archaic small bronze from Bathy on Samos. Berlin.

Σαν το σώμα να ήταν η άμαξα και το πνεύμα, το άλογο, που οδηγείται από ένα άλλο πνεύμα που ονομάζεται αμαξάς.


Σαν το σώμα να είναι οι εργάτες του εργοστασίου και το πνεύμα, το αφεντικό, το οποίο έχει επινοήσει το αλυσσόδεμα των εργατών στη διαδικασία παραγωγής.

Σαν το σώμα να ήταν το κορμί όλων των στρατιωτών που σκοτώνονται υπό τις διαταγές αυτού του μεγάλου πνεύματος, του Στρατηγού, που τους στέλνει να σφαγιασθούν.

Σαν να ήταν αυτονόητο για τη ζωή ότι το σώμα είναι αυτή η βρωμερή ουσία μέσα στην οποία το πνεύμα κάνει το ποδόλουτρό του, όπως ένας καπουτσίνος ξεπλένει τις μπότες του μέσα στο λουτρό αίματος του πολέμου.

Και το σώμα δεν έχει παρά να το βουλώσει.

Θα ήθελα να δω το σώμα ενός πνεύματος να οργανώνει τα μελλοντικά του κοιμητήρια.

Αλλά πιο πριν, θα ήθελα να μιλήσω για τους εφιάλτες.

Αστεία ανακολουθία, δεν είναι;

Να περνάς έτσι ξαφνικά και κτηνώδικα από το πνεύμα στους εφιάλτες.

Johann Heinrich Füssli, Le Cauchemar, The Nightmare, 1790-1791, 76,5x63,5 cm, Goethe Museum, Frankfurt

Οι εφιάλτες προέρχονται απ’ τους παληανθρώπους, απ’ όλους τους αρνητές του σώματος, απ’ όλους τους πλήρεις πνεύματος, που ασκούν μαγεία για να ζήσουν και που δεν έχουν βιώσει παρά μόνο πνεύμα, δηλαδή τη μαγεία.

Χωρίς τους υποστηρικτές της καθαρότητας του πνεύματος,
του καθαρού πνεύματος σαν αρχή των πραγμάτων και του Θεού ως καθαρού πνεύματος,
δεν θα υπήρχαν εφιάλτες.

Και όλοι βέβαια, από τότε που υπάρχει η γη, έχουν να παραπονεθούν για έναν εφιάλτη, να του προσάψουν, μόλις ξυπνήσουν, ότι τους βασάνισε τη νύχτα, χωρίς όμως να δώσουν μεγαλύτερη σημασία,
χωρίς να δώσουν προσοχή στην σοβαρότητα του γεγονότος.

André Masson, Cheval attaqué par un poisson, 1939

Δεν γνωρίζουν ότι ο εφιάλτης είναι η είσοδος του παραλογισμού από το κενό, η αναρχία μέσα στην κανονική λογική του μυαλού τους, το δηλητήριο που ρίχνεται στην ευμάρεια, μια παρέμβαση από κάτω προς τα πάνω, ότι είναι η σταγόνα του μίσους κάποιου άλλου, που κυλάει στη βραδυνή αναπνοή τους, η ενστάλαξη μιας νύμφης του πνεύματος, ένα δάκρυ καθαρού πνεύματος που αθόρυβα εισήχθη στο σώμα τους, από κάθε τι που είναι αδυναμία, απουσία, κενό, μίσος, αρρώστεια ή επιθυμία.

Ο εφιάλτης λοιπόν, για την πλειοψηφία των κοιμωμένων στη γη δεν είναι παρά μια ωραία ιστορία που διηγούνται μόλις πεταχτούν απ’ το κρεβάτι.

Κάτι σαν διήγημα του Έντγκαρ Πόε, του Ερμάν Μελβίλ, του Χόφμαν, του Λαμότ Φουκέ, του Ναθαναέλ Χώθορν, του Λιούις ή του Καμίσο,
των οποίων το όνειρό τους παρέχει το υλικό για την απεικόνιση τάχα της ζωής,
αλλά δεν υποψιάζονται,
δεν αντιλαμβάνονται,
πως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μεθοδικά, μέσα στο όνειρο, τον τρόπο για να σταματήσουν τη ζωή, να αποκτήσουν αυτοί οι ίδιοι ζωή, εις βάρος της στρεβλωμένης αγωνίας του κοιμώμενου που αυτοί έχουν κυριεύσει.

Με ποιο τρόπο;

Επωφελούμενοι απ’ τον ύπνο του ανθρώπου,
από την χαλάρωση που προσφέρει ο ύπνος στον άνθρωπο, για να ξεριζώσουν από τη φυσιολογική ροή του μοριακού τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου, μια μικρή φέτα ζωής, ένα μικρό αιμάτινο δίκτυο ατόμων που θα τους χρησιμεύσει για να θρέψουν τη δική τους ζωή.

Ένας εφιάλτης δεν είναι ποτέ τυχαίο συμβάν, αλλά συμφορά ολόδική μας, ξαμολημένη από μια πουτάνα, από το στόμα ενός βαμπίρ που μας βρίσκει πολύ πλούσιους σε ζωή και που δημιουργεί, με ορισμένες σταλαγματιές αλληλεπιδράσεων μέσα στις σκέψεις μας,
καταστροφικά κενά στις διαδρομές των αναπνοών του κοιμώμενου σώματός μας το οποίο νομίζει ότι έχει γλιτώσει από τις έγνοιες.

Είναι οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν αυτούς τους εφιάλτες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι πνεύματα που θέλησαν να παραμείνουν στο πνεύμα χωρίς να προχωρήσουν πιο μακριά στη ζωή.

Και τι είναι το πνεύμα;

Το πνεύμα πραγματικά.

Εννοώ πέρα από τη Φιλοσοφία.

Και γιατί το σώμα να προέρχεται από το πνεύμα και όχι το πνεύμα από το σώμα;

Γιατί το πνεύμα να περιέχει τις αξίες και το σώμα να θεωρείται απλώς η άθλια κατοικία τους, η υλική τους ενσάρκωση;

Serge Ivanoff, Death, 1925

Λες και υπήρξε ποτέ κάποιο μυστήριο που ονομάζεται ενσάρκωση.

Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα;

Αν σκεφτούμε καλά, καμία.

Γιατί το σώμα ξέρουμε τι είναι, αλλά το πνεύμα,
ποιος είπε πως ήταν η αρχή εκείνου απ’ όπου ξεπηδά ό,τι υπάρχει στη ζωή;

Είναι το πνεύμα που έχει τα δεδομένα.

Μέσα σ’ αυτό είναι που βλέπουμε τις ιδέες, τα μητρικά αυτά μαστάρια απ’ τα οποία τρέφεται ο,τιδήποτε έχει ενέργεια.

Αλλά, μας την σπας, Πλάτωνα. Και σεις, Σωκράτη, Επίκτητε, Επίκουρε, Καντ, ακόμα κι εσύ Καρτέσιε.

Γιατί μπορούμε εύκολα ν’ αντιστρέψουμε το πρόβλημα και να πούμε πως το πνεύμα δε θα είχε υπάρξει, ούτε οι αξίες και τα δεδομένα του, αν το σώμα, που τις διέδωσε, δε βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που το πνεύμα, πάντα βρισκόμενο σε ακινησία, αρεσκόταν απλώς να τις κοιτάζει, περιμένοντας να τις σοδομίσει απ’ την πρώτη στιγμή.

Αφού χωρίς την αρχή του σοδομισμού, δεν θα απέμενε πλέον στο πνεύμα παρά να αδειάσει εξίσου τη γη και το μεγάλο κενό των πλανητών, το οποίο ο Πλάτωνας, αυτός ο θλιβερός ημιμαθής, νόμισε κάποια μέρα ότι ήταν επιπλωμένο με ιδέες, που κανείς ποτέ δεν συνάντησε.

Γιατί το πνεύμα είναι μια πομφόλυγα, μια απάτη.

Ένα είδος στοιχειωμένου καπνού που δε ζει παρά μόνο απ’ ό,τι απομυζά από το σώμα, για να κάνει με κόπο μια κίνηση και όχι μια σκέψη ή μια υπόθεση.

Γιατί τι είναι αυτές οι σκέψεις, οι υποθέσεις, οι αξίες και οι ιδιότητες;

Έννοιες χωρίς ζωή που υλοποιούνται μόνο όταν το σώμα τις αποβάλει, δημιουργώντας μια μεγάλη εφίδρωση για να τις αναγκάσει να το εγκαταλείψουν.

Eugène Delacroix, La barque de Dante, Détail, The boat of Dante, Detail, 1822,  Musée du Louvre, Paris

Γιατί το σώμα δεν έχει ποτέ ανάγκη να του προσδιορίσουμε τι έκανε.

Χωρίς τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος, δεν θα γεννιόταν ποτέ καμιά σκέψη και δεν είναι από το σώμα που γεννιέται, αλλά ενάντιά του, με την ευκαιρία μιας κίνησης δικής του, της οποίας η σκέψη, δηλαδή η σκιά, θέλησε να ζήσει από μόνη της, υπό την επήρεια των λεγόμενων πνευμάτων.

Αυτών των εξόριστων αερικών που ήθελαν να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς όμως να κοπιάσουν για να την κερδίσουν.

Όταν κάποιος δεν έχει σώμα και είναι ένα τίποτα, όταν δεν έχει ακόμα αναπνεύσει, απαιτείται φοβερή θέληση για να καταφέρει να κατασκευάσει ένα τέτοιο σώμα και να κατακτήσει μ’ αυτό τη δυνατότητα να αναπνέει καθολικά.

Και αυτό δεν είναι θέμα σκέψης, αλλά μιας τρομερής φρίκης την οποία πρέπει να υπερπηδήσει.

Σ’ αυτό το σημείο είναι που ψόφησε ο μεγάλος αγύρτης,
ο απατεώνας,
ο μέγας γαμημένος από την πλημμύρα των καθαρών ουσιών,
που ως αρχή και ουσία και χωρίς σώμα για να τους αντισταθεί, δεν είναι παρά η τρύπα του αιώνιου περάσματος κάθε σκέψης ή υπόθεσης για ύπαρξη,
ο Θεός,
πνεύμα καθαρό, σκιά και δυνητικότητα.

Πολύ δειλά για να επιχειρήσουν να αποκτήσουν σώμα, τα πνεύματα, πτητικά αέρια, πιο ελαφριά και από κάθε επεξεργασμένο σώμα,
περιφέρονται στο στερέωμα ή στο κενό και η απουσία ζωής, το κενό τους, η απέραντη νωθρότητά τους τα περιορίζει στο πνεύμα.

Βλέποντας το σώμα του ανθρώπου να υπερτερεί, κατέληξαν να φαντάζονται ότι το ξεπέρασαν.

Για να μη περιφρονηθούν και απωθηθούν από τον άνθρωπο,
προσπάθησαν να προσδώσουν σ’ αυτό το κενό που αποκαλούμε πνευματική κατάσταση, στον ευνουχισμό του σώματός τους, αρσενικού ή θηλυκού, στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ο,τιδήποτε έχει ζωή
και ενέργεια, ένα είδος επικίνδυνης σεμνότητας που στηρίχτηκε στην πιο βρωμερή μαγεία.

Το πνεύμα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο από το παράσιτο του ανθρώπου, το σαράκι που άξιζε στο σώμα του, από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωύφιο που δε θέλει να αναγνωρίσει την αξία της ζωής του.

Monsu Desiderio, Les Enfers, Hells, 1601-1700, Musée des Beaux-Arts et d'Archéologie de Besançon

Αλλά πώς ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τα αποκρουστικά αυτά βδελύγματα ο Θεός;

Αυτό η Ιστορία δεν το απεκάλυψε ποτέ.

* * *

Και λέω, ΣΚΑΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Γνωρίζω καλά, από ποιες οργιώδεις περιπτύξεις των νυφών κατέληξε το πνεύμα να υπερισχύσει του σώματος, το οποίο ήταν προγενέστερο.

Γνωρίζω καλά ότι αυτό που αποκαλούμε πνεύμα δεν είναι παρά ένας πολτός χωρίς ύπαρξη, που απαξίωσε να σαρκωθεί και, για να αποκτήσει σώμα και να εξασφαλίσει την τροφή του, στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτό που θα έχαναν τα εν ζωή σώματα,
στηρίχθηκε πάνω στα σώματα που θα αφαίμασσε.

Το σώμα που εργάζεται δεν έχει χρόνο να σκεφθεί και να παράξει, καθώς λένε, ιδέες.
Οι ιδέες είναι απλώς το κενό του σώματος.

Αλληλεπιδράσεις απουσίας και έλλειψης ανάμεσα σε δυο κινήσεις καταυγάζουσας πραγματικότητας, που το σώμα με την παρουσία του δεν έπαψε να επιβάλλει.

Δεν είναι μόνο ότι η ύλη ενεργοποιήθηκε πριν τη σκέψη,
είναι κυρίως ότι δεν ενεργοποιήθηκε,
δεν κατευθύνθηκε ποτέ προς το μέρος όπου η ψυχική αντίληψη σκιρτά, στο μέρος όπου εκδηλώθηκε η ζωή, διαλεκτική ή συλλογιστική, στο μέρος όπου η κουλτούρα κατόρθωσε να ξεκινήσει.

Είναι ότι το σώμα υπήρχε ανέκαθεν,
το σώμα, και ότι ο τρόπος ζωής και ύπαρξής του δεν είχε ποτέ να κάνει με το πνεύμα ή τη σκέψη, ούτε καν μ’ αυτό που αποκαλούμε ψυχή.

Το σώμα είναι ένα γεγονός που δεν έχει ανάγκη από ιδέες ή ευαισθησίες, αλλά που, απ’ τα βάθη της άραχλης σπηλιάς του, εποπτεύει τη στιγμή που ακόμα και η καρδιά δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί ότι υπάρχει.

Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν βλέπω τον Κλωντέλ

Πωλ Κλωντέλ (1868 - 1955): Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, επηρεασμένος από τον χριστιανισμό.

να ζητά τη βοήθεια των πνευμάτων των αρχών του αιώνα, μπορώ ακόμα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γελάσει, αλλά όταν βλέπω στον Καρλ Μαρξ ή στον Λένιν την λέξη πνεύμα, σαν την ίδια και απαράλλαχτη παλιά αξία, όταν βλέπω την επίκληση της αιώνιας αυτής οντότητας σαν σημείο αναφοράς των πραγμάτων
λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει λέρα και παρτούζα και πως ο Θεός έγλειψε τον κώλο του Λένιν
και πως πάντα έτσι γινόταν
και πως δεν αξίζει να συνεχίσω,
δεν πειράζει,
είναι μόνο
ένας  γαμημένος  λογαριασμός
που  πρέπει  να  τακτοποιηθεί.

Lokundam
a papa
da mamma
lamamama
a papa
dama

lokin
a kata
repara
oleptura
oema
lema
oersti
opopo
erstura
oerstura
opopo

dima

Η αντιύλη υπακούει στη βαρύτητα; Antigravity gets first test at Cern's Alpha experiment

An artist's conception of an anti-hydrogen atom being released from the trap after 1,000 seconds.


Επιστήμονες του CERN πραγματοποιούν ένα από τα πιο παράξενα πειράματα, εξετάζοντας εάν η αντιύλη υπακούει στη βαρύτητα ή πέφτει προς τα πάνω. Οι επιστήμονες πειραματίζονται με την αντιύλη ως πιθανό μέσο για τη δημιουργία ενός συστήματος προώθησης διαστημικών οχημάτων με βάση την αντιβαρύτητα. Τα σωματίδια αντιύλης ενεργούν αντίστροφα από την κανονική ύλη, φέροντας ίσο αλλά αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο. Οι ερευνητές δεν είναι ακόμα βέβαιοι για το πώς η αντιύλη ανταποκρίνεται στη βαρύτητα, αλλά η επικρατούσα θεωρία είναι ότι «πέφτει» προς τα πάνω αντί προς τα κάτω.

O θάλαμος του πειράματος αντιύλης Alpha χρησιμοποιεί μαγνητικά πεδία για να απομονώσει άτομα αντι-υδρογόνου. The Alpha experiment's antimatter chamber uses magnetic fields to sequester antihydrogen atoms.

Το πείραμα Alpha του CERN μπορεί να είναι το επόμενο βήμα για την επιβεβαίωση αυτής της ιδέας. To Alpha (Antihydrogen Laser Physics Apparatus) είναι μία συσκευή λέιζερ αντιυδρογόνου που έχει σχεδιαστεί για να παγιδεύει άτομα αντιύλης προς μελέτη. Το αντιυδρογόνο είναι ένα άτομο που αποτελείται από ένα αντιπρωτόνιο και ένα ποζιτρόνιο, τα αντισωματίδια του πρωτονίου και ηλεκτρονίου αντίστοιχα.

Το 2011, οι ερευνητές του Alpha κατάφεραν να παγιδεύσουν άτομα αντιυδρογόνου για 1.000 δευτερόλεπτα. Νωρίτερα αυτό το έτος, επέστρεψαν πίσω σε αυτά τα δεδομένα προκειμένου να ελέγξουν με ποιον τρόπο η αντιύλη αντιδρά στη βαρύτητα.

«Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, απελευθερώσαμε τα άτομα αντιυδρογόνου και εξετάσαμε την εξολόθρευσή τους», δήλωσε ο Τζέφρυ Χανγκστ, μέλος της πειραματικής ομάδας. «Εξετάσαμε όλα αυτά τα δεδομένα για να δούμε εάν υπάρχει οποιαδήποτε επίδραση της βαρύτητας στις θέσεις στις οποίες εξολοθρεύεται. Αναζητούσαμε άτομα που να πέφτουν στο σύντομο χρονικό διάστημα (30 χιλιοστά του δευτερολέπτου) που υπάρχουν όταν κλείνει το μαγνητικό πεδίο και πριν χτυπήσουν τον τοίχο», πρόσθεσε.


Διάγραμμα της διάταξης παραγωγής αντι-υδρογόνου και της περιοχής παγίδευσής του, στο πείραμα ΑLPHA.

Έως τώρα, οι επιστήμονες ήταν σε θέση να καθορίσουν δύο πράγματα. Εάν ένα άτομο αντιυδρογόνου πέφτει προς τα κάτω, η βαρυτική μάζα του δεν μπορεί να είναι πάνω από 110 φορές μεγαλύτερη από ότι αδρανειακή μάζα του. Αν πέφτει προς τα πάνω, η βαρυτική του μάζα μπορεί να είναι το πολύ 65 φορές μεγαλύτερη.

Η βαρυτική μάζα είναι η μάζα ενός σώματος, όπως αυτή μετράται από τη βαρυτική έλξη της σε άλλα σώματα, και είναι αυτή που παράγει το «βάρος» ενός αντικειμένου που έλκεται από τη Γη.

Αδρανειακή μάζα είναι η μάζα του σώματος όπως μετράται από το πόσο έντονα έχει επιταχυνθεί από μια δεδομένη δύναμη.

Ενώ τα στοιχεία ήταν πολύ ενδιαφέροντα, δεν ήταν αρκετά σαφή. Ωστόσο, η ομάδα Alpha αισιοδοξεί ότι τα πρόσφατα ευρήματα μπορούν να οδηγήσουν σε πιο ξεκάθαρα συμπεράσματα στο άμεσο μέλλον.




«Δεν είναι μία πολύ επιτυχημένη προσπάθεια ακόμα, αλλά είναι η πρώτη φορά που κάποιος έχει τη δυνατότητα να μιλήσει για αυτό», δήλωσε ο Χανγκστ.

«Στην πραγματικότητα έχουμε ένα μηχάνημα που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το ερώτημα, και αυτό είναι συναρπαστικό για εμάς εδώ. Έχουμε πολλές επιλογές για τη μελέτη της αντιύλης και αυτή εδώ είναι μία που έχει πλούσιο μέλλον», κατέληξε.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Πάσχα Ρωμέϊκο»

Ουμβέρτος Αργυρός, Ανάσταση, π. 1932

Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.

Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδίαστίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώεμειδίων. 

Άγγελος Γιαλλινάς, Κέρκυρα - Το Ποντικονήσι, 1894

Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αούστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (SirPierro = SirPeter).

Προσωπογραφία του Διονυσίου Σολωμού από άγνωστο καλλιτέχνη

Είχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
                                                  
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη

πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;


Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει

και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκταση, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν, ο απατεώνας δεν έχει λύπηση». Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ'η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!» 

Francis Bacon, Portrait of Pope Innocent X, 1953

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...


* * *

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβήυψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο... δυτικός!

Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του,όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξων ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.


* * *

Κωνσταντίνος Μαλέας, Εκκλησάκι με Δέντρα, π. 1920


Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότονελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως.

-Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις...

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.

-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

-Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.

-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!

-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;

-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

-Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

-Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;

-Απ' την Αθήνα.

-Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Ανάσταση;

-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

-Να φχαριστάς, καϋμένε...

Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

-Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

-Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.

-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.


* * *

Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.


(1891)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης