Félix Vallotton, Coucher de soleil à Villerville, To lay down sun with Villerville, 1917, huile
sur toile, 55,5x97 cm.
Το
δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
Μες
τις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα
χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία
χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.
Γρίφοι
λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε
όλη μέρα σαν τυφλοί
για
μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι
όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.
Στα
λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε
χάος το τοσοδά μας το μυαλό
-ο
φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει
σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.
Ακούς
και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει
η μοίρα που παλιά σου ‘χε δοθεί
-σε
ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα
κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.
Δεν
είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του
απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς
να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή
δειλή μέσα στους δρόμους;
Θα
‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια
πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι
που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που
“διελύθησαν ησύχως….'
André Masson, Le Cimetière, 1924.
(από
την «Ομίχλη του μεσημεριού», 1959)
Ο
Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα
Σερρών, 1932 – Αθήνα, 7 Αυγούστου 2014) γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών. Πέρασε τα
πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αδελφός του κριτικού Μανόλη
Λαμπρίδη, του ποιητή Ανδρέα Λεοντάρη, σύζυγος της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως
δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε
επίσης κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή "Γενική Αίσθηση". Συνεργάστηκε με τα
περιοδικά "Κριτική", "Εφημερίδα των Ποιητών",
"Επιθεώρηση Τέχνης", κ.ά., μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού
"Σημειώσεις". Το
ποιητικό του έργο τοποθετείται στο χώρο της δεύτερης μεταπολεμικής ελληνικής
ποιητικής γενιάς. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.