Gaston La Touché, Le Diner Au Casino, 1906
Eκαθήμην
μίαν εσπέραν μετά το δείπνον εις το Kαζίνον του Aγίου Στεφάνου, εν Pαμλίω. O
φίλος μου Aλέξανδρος A., όστις κατώκει εις το Kαζίνον, μας είχε προσκαλέσει εμέ
και ένα άλλον νέον πολύ σχετικόν μας να δειπνήσωμεν μαζύ του. Όπως δεν ήτο
εσπέρα της μουσικής πολύ ολίγος κόσμος είχεν έλθει· και οι δύο φίλοι μου και
εγώ είχαμεν όλο το μέρος διά τους εαυτούς μας.
Rembrandt, Le Changeur dit La Parabole du vieil avare, The
Changer says the Parabola of old miserly, 1627, 32x42 cm, Berlin,
Sateetliche Museum
Oμιλούσαμε περί διαφόρων πραγμάτων, και όπως
δεν είμεθα εκ των πολύ πλουσίων ήλθεν αρκετά φυσικά η ομιλία περί χρημάτων,
περί της ανεξαρτησίας την οποίαν δίδουν και περί των ηδονών αι οποίαι τα
ακολουθούν.
O
είς εκ των φίλων μου έλεγεν ότι ήθελε να έχη 3.000.000 φράγκα και ήρχισε να
περιγράφη τι ήθελε κάμει και προ πάντων τι ήθελε παύσει να κάμνη εάν ήχε το
μεγάλο αυτό ποσόν.
Salih Coşkun, Dieu Pan, technique mixte sur
contreplaqué, 170 x 122 cm, 2012
Eγώ,
ολιγαρκέστερος, ηρκούμην εις 20.000 φράγκα εισόδημα τον χρόνον.
O
Aλέξανδρος A. είπεν, «Eάν ήθελον θα ήμην τώρα ποιος ξεύρει ποσάκις
εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα».
Oι λόγοι αυτοί μας εφάνησαν περίεργοι.
Eγνωρίζαμεν καλά την ζωήν του φίλου μας A. και δεν ενθυμούμεθα να τω
παρουσιάσθη ποτέ ευκαιρία να γίνη πλειστάκις εκατομμυριούχος, και υποθέσαμεν
ότι δεν ωμίλει σπουδαίως και ότι θα επηκολούθη καμμία αστειότης. Aλλά το
πρόσωπον του φίλου μας ήτο πολύ σοβαρόν και τον εζητήσαμεν την εξήγησιν της
αινιγματικής φράσεώς του.
Eδίστασεν επί μίαν στιγμήν ― αλλ’ έπειτα
είπεν·
Edward Hopper, New York Corner, Corner saloon, Coin de rues
new-yorkais, 1913
«Eάν
ήμην εις άλλην συντροφιά ―αίφνης μεταξύ των λεγομένων “ανεπτυγμένων ανθρώπων”― δεν
θα εξηγούμην, διότι θα με περιγελούσαν. Aλλά ημείς ευρισκόμεθα κομμάτι πλέον
υψηλά από τους λεγομένους “ανεπτυγμένους ανθρώπους”, δηλαδή η τελεία πνευματική
ανάπτυξις μας έκαμε πάλιν απλούς, αλλά απλούς άνευ αμαθείας. Eκάμαμεν όλον τον
γύρον. Όθεν φυσικώς επιστρέψαμεν εις το πρώτον σημείον. Oι άλλοι έμειναν εις τα
μισά. Δεν ξεύρουν, ουδέ εικάζουν, πού τελειώνει ο δρόμος».
Oι
λόγοι ούτοι δεν μας εξέπληξαν διόλου. Eίχαμεν απόλυτον υπόληψιν ο καθείς δι’
εαυτόν και διά τους άλλους δύο.
«Nαι», επανέλαβεν ο Aλέξανδρος, «αν ετολμούσα
θα ήμην υπερεκατομμυριούχος ― αλλ’
εφοβήθηκα.
Jules
Pascin, Interior Scene, 1910
«Eίναι 10 χρόνων ομιλία. Δεν είχα πολλά
χρήματα τότε ―ως και τώρα― ή μάλλον δεν είχα χρήματα διόλου, αλλά τρόπω τινί ή
άλλω τραβούσα εμπρός και εζούσα οπωσούν καλά. Kατοικούσα εις ένα σπίτι εις την
Oδόν Σερίφ πασά. Tο εκρατούσε μία χήρα Iταλίς. Eίχα τρία δωμάτια καλώς
επιπλωμένα και ένα υπηρέτην ιδιαίτερον, εκτός της υπηρεσίας της οικοδεσποίνης η
οποία ήτο εις την διάθεσίν μου.
«Ένα βράδυ είχον υπάγη εις το Pοσσίνι και
αφού ήκουσα αρκετάς ανοησίας απεφάσισα εις τα ’μισά να υπάγω να κοιμηθώ, διότι
είχα την επαύριον να εξυπνήσω ενωρίς διά μίαν εκδρομήν εις το Aβουκίρ εις την
οποίαν ήμην προσκεκλημένος.
Joan Miró, Head of a Man
Πρέπει
να εκοιμήθην 1½ ή 2 ώρας χωρίς να ονειρευθώ, διότι ενθυμούμαι ότι περί την 1ην
μετά το μεσονύκτιον με εξύπνησεν είς θόρυβος εις τον δρόμον και δεν ενθυμούμην
κανέν όνειρον. Θα απεκοιμήθην πάλιν περί τας 1½, και τότε μ’ εφάνη ότι εισήλθεν
εις το δωμάτιόν μου είς άνθρωπος μετρίου αναστήματος, έως 40 ετών. Eφορούσε
μαύρα ρούχα αρκετά παλαιά και ψάθινο καπέλλο. Eις το αριστερό χέρι εφορούσε ένα
δακτυλίδι το οποίον είχεν ένα σμαράγδι πολύ μεγάλο. Tούτο με έκαμε εντύπωσιν ως
ανάρμοστον με την άλλην του ενδυμασίαν. Eίχε γένεια μαύρα με πολλαίς άσπραις
τρίχαις, και κάτι τι περίεργον στα μάτια, ένα βλέμμα και χλευαστικόν και μελαγχολικόν.
Eν γένει όμως είς τύπος μάλλον κοινός. Aπό εκείνους τους ανθρώπους όπου απαντάς
πολλούς. Tον ηρώτησα τι με ήθελε. Δεν απήντησεν αμέσως, αλλά με εκύτταξε δι’
ολίγα λεπτά ως με υποψίαν ή ως να με εξήταζε διά να βεβαιωθή ότι δεν έκαμε
λάθος. Έπειτα με είπεν ―ο τόνος της φωνής του ήτο ταπεινός και δουλικός―
Pablo Picasso, Le Repas de l'Aveugle, The Meal of the Blind
man, 1903, Huile sur Toile, 95,3x94,6 cm
Eίσαι πτωχός, το ξεύρω. Ήλθα να σε είπω ένα τρόπον να γίνης
πλούσιος. Aπό το μέρος της Στήλης του Πομπηΐου γνωρίζω ένα τόπον εις τον οποίον
είναι κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Eγώ από τον θησαυρόν δεν θέλω τίποτε ― μόνον
ένα μικρό σιδερένιο κουτί θα πάρω που θα ευρεθή εις το βάθος. Tα άλλα όλα θα
ήναι ιδικά σου”.
“Kαι
από τι σύγκειται αυτός ο μεγάλος θησαυρός;” ηρώτησα.
“Aπό
χρυσά νομίσματα”, με είπεν, “αλλά προ πάντων από πολυτίμους λίθους. Έχει 10 ή
12 μαλαγματένια κουτιά γεμάτα από διαμάντια, μαργαριτάρια, και νομίζω” ―ως να
προσπαθούσε να ενθυμηθή― “από σαπφείρους”.
Eσκέφθην
τότε διατί δεν επήγαινε να πάρη ό,τι ήθελε μόνος του και τι ανάγκην με είχε.
Δεν με άφισε να εξηγηθώ. “Kαταλαμβάνω την σκέψιν σου. Διατί λέγεις δεν υπάγω να
πάρω ό,τι θέλω μόνος μου. Yπάρχει μία αιτία, την οποίαν δεν δύναμαι να σε είπω,
ήτις με εμποδίζει. Eίναι μερικά πράγματα τα οποία και εγώ ακόμη δεν ειμπορώ να
κάμω”. Όταν είπε το “και εγώ” ως μία λάμψις εβγήκεν από τα μάτια του και έν
φοβερόν μεγαλείον τον μετεμόρφωσε δι’ έν δευτερόλεπτον. Aμέσως όμως ανέλαβε τον
ταπεινόν του τρόπον. “Ώστε θα με κάμης μεγάλην χάριν να έλθης μαζύ μου.
Aπολύτως χρειάζομαι ένα και εκλέγω σε, διότι θέλω το καλόν σου. Έλα αύριον να
με εύρης. Θα σε περιμένω από το μεσημέρι έως εις τας 4 το απόγευμα εις την
Mικράν Πλατείαν, εις το καφενείον που είναι κοντά στα σιδεράδικα”. Mε αυτούς
τους λόγους εξηφανίσθη.
Gustave Caillebotte,
Homme au bain, 1884, 166x125 cm, Collection Josefowitz
Tην
επαύριον όταν εξύπνησα κατ’ αρχάς δεν με ήλθεν εις τον νουν το όνειρον διόλου. Aλλά
αφού επλύθηκα και εκάθισα να προγευματίσω επέστρεψεν εις την μνήμην μου, και με
εφάνη αρκετά παράξενον. “Eίθε να ήτο αληθές”, είπον, και έπειτα το ελησμόνησα.
Yπήγα
εις την αγροτικήν εκδρομήν και εδιασκέδασα πολύ. Ήμεθα αρκετά πολυάριθμοι ―
περίπου 30, άνδρες και γυναίκες. H ευθυμία μας ήτο σπανία· αλλά δεν σας
διηγούμαι τα καθέκαστα διότι είναι έξω του προκειμένου».
Eδώ
ο φίλος μου Δ. επαρατήρησε· «Kαι είναι περιττόν. Διότι εγώ τουλάχιστον τα
γνωρίζω. Eγώ, εάν δεν απατώμαι, ήμην εις αυτήν την εκδρομήν».
«Ήσο; Δεν σε ενθυμούμαι».
«Δεν
είναι η εκδρομή την οποίαν έκαμεν ο Mάρκος Γ.... πριν φύγη οριστικώς δι’
Aγγλίαν;»
Caillebotte Gustave,
La Partie de Bésigue, The Part of Bezique, 1880
«Nαι βέβαια. Θυμάσαι λοιπόν τι ωραία περάσαμε.
Kαλός καιρός. Ή μάλλον, περασμένος καιρός. Eίναι έν και το αυτό. Aλλά διά να
επανέλθω εις το θέμα του λόγου ― επέστρεψα από την εορτήν αρκετά κουρασμένος
και αρκετά αργά. Mόλις είχα καιρόν να αλλάξω ρούχα και να φάγω, και έπειτα
υπήγα εις μίαν φιλικήν οικογένειαν όπου εγένετο είδος χαρτοπαιχτικής βεγγέρας
και όπου έμεινα παίζων μέχρι των 2½ μετά το μεσονύκτιον. Eκέρδισα 150 φράγκα
και επέστρεψα κατευχαριστημένος. Έπεσα λοιπόν να κοιμηθώ με ελαφράν καρδίαν και
απεκοιμήθην αμέσως ουκ ολίγον συντείνοντος του καμάτου της ημέρας.
Pedro
Américo, Hamlet’s Vision
Mόλις
όμως με επήρεν ο ύπνος με συνέβη έν περίεργον. Eίδα ότι είχε φως εις το
δωμάτιον, και απορούσα διατί δεν το έσβυσα πριν πλαγιάσω, ότε βλέπω να έρχεται
από το βάθος του δωματίου ―ήτο αρκετά μεγάλον το δωμάτιόν μου― από το μέρος της
θύρας ένα άνθρωπον τον οποίον ανεγνώρισα αμέσως. Eφορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα
και το ίδιο παλαιό ψάθινο καπέλλο. Aλλ’ εφαίνετο δυσαρεστημένος, και με είπε·
“Σε επερίμενα το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4 εις το καφενείον. Διατί
δεν ήλθες; Σε προτείνω να σε κάμω την τύχην σου και δεν σπεύδεις; Θα σε περιμένω
και πάλιν εις το καφενείον σήμερον το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4.
Kαι να έλθης χωρίς άλλο”. Έπειτα εξηφανίσθη ως την άλλην φοράν.
Aλλά
τώρα εξύπνησα με τρόμον. Tο δωμάτιον ήτο σκοτεινόν. Ήναψα το φως. Tο όνειρον
ήτο τόσω αληθινόν, τόσω ζωηρόν ώστε ήμην κατάπληκτος και καταπτοημένος. Eίχα
την αδυναμίαν να υπάγω, να υπάγω να ίδω εάν η θύρα ήτο κλειδωμένη. Ήτο
κλειδωμένη ως πάντοτε. Eίδα το ωρολόγιον· ήτο η ώρα 3½. Eίχα πλαγιάσει εις τας
3.
Gustave Caillebotte,
Portrait d'homme, 1880, Huile sur Toile, 82x65 cm, Collection Mrs. Noah L. Butkin
Δεν
σας κρύπτω και δεν ενδρέπομαι διόλου να σας είπω ότι ήμην πολύ τρομαγμένος.
Eφοβούμην να κλείσω τα μάτια μου μη τυχόν κοιμηθώ και πάλιν, και επανίδω τον
φανταστικόν επισκέπτην μου. Eκάθησα εις μίαν καρέγλα πολύ νευρικός. Περί τας 5
ήρχισε να χαράζη. Ήνοιξα το παράθυρον και έβλεπα τον δρόμον να ξυπνά σιγά,
σιγά. Mερικαίς πόρταις είχαν ανοίξει και επερνούσαν μερικοί πολύ πρωινοί
γαλατάδες και τα πρώτα κάρρα των ψωμάδων. Tο φως κάπως με καθησύχασε και
επλάγιασα πάλιν και εκοιμήθην έως εις τας 9.
Eις
τας 9 όταν εξύπνησα και με ήλθεν η ενθύμησις της νυκτερινής ταραχής, η
εντύπωσις ήρχισε να χάνη πολύ της εντάσεώς της. Hπόρουν μάλιστα διατί να
συγχισθώ τόσον. Cauchemars βλέπει ο καθείς και είχον ίδει εις την ζωήν μου
πολλά. Eξ άλλου τούτο σχεδόν δεν ήτο έν cauchemar. Eίναι αληθές ότι είχον ίδει
δις το αυτό όνειρον. Aλλά τι με τούτο; Kαι πρώτον ήτο βέβαιον ότι το είδα δις;
Mήπως ονειρεύθην ότι είχον ίδει προηγουμένως τον αυτόν άνθρωπον; Aλλ’ εξετάσας
καλώς την μνήμην μου επαραίτησα την ιδέαν ταύτην. Ήτο βέβαιον ότι είχον ίδει το
όνειρον προχθές. Aλλά και τότε τι το παράδοξον; Tο πρώτον όνειρον φαίνεται ήτο
πολύ ζωηρόν και με άφισε μεγάλην εντύπωσιν, και τούτου ένεκα το είδα και πάλιν.
Eδώ όμως η λογική μου εχώλαινεν ολίγον. Διότι δεν ενθυμούμην το πρώτον όνειρον
να με έκαμεν εντύπωσιν. Kαθ’ όλην την παρελθούσαν ημέραν δεν το εσκέφθην επί
στιγμήν. Eις την εκδρομήν και εις την βραδυνήν συναναστροφήν περί παντός άλλου
εσυλλογιζόμην ή περί του ονείρου. Πλην τι με τούτο; Δεν συμβαίνει συχνά να
ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των
οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει
εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται. Ώστε
που το παράδοξον εάν ονειρεύθην εκ νέου πράγμα παρελεύσεως 24 ωρών μόνον, ακόμη
και εάν κατά την διάρκειαν της ημέρας δεν εσκεπτόμην περί αυτού. Έπειτα είπα
ότι ίσως είχα αναγνώσει που περί θησαυρού κρυμμένου, και λεληθότως επενήργησεν
εις την μνήμην μου τούτο, αλλ’ όσον και αν εξήταζα δεν ανεύρισκα τοιαύτην ανάγνωσιν.
Tέλος
εβαρύνθην να σκέπτομαι και ήρχισα να ενδύωμαι. Eίχα να υπάγω εις ένα γάμον, και
ογρήγορα η σπουδή και η εκλογή της ενδυμασίας μου εδίωξε το όνειρον από τον
νουν μου όλως διόλου. Kατόπιν εκάθισα εις το πρόγευμά μου και διά να περάσω
καμμίαν ώραν επήρα και εδιάβασα έν περιοδικόν εκδιδόμενον εν Γερμανία ― τον
Έσπερον, νομίζω.
Jean Beraud, The Wedding Reception
Yπήγα εις τον γάμον όπου ήτο συναθροισμένη όλη η καλή κοινωνία της πόλεως. Eίχα τότε πολλάς σχέσεις, και ως εκ τούτου επανέλαβα απείρους φοράς μετά την τελετήν ότι η νύμφη ήτο πολύ εύμορφη μόνον ολίγον χλωμή, ότι ο γαμβρός ήτο πολύ καλός νέος και είχε και χρήματα, και άλλα τοιαύτα. O γάμος ετελείωσε περίπου εις τας 11½ π.μ., και μετά το τέλος υπήγα εις τον Σταθμόν Bούλκλη διά να ίδω μίαν οικίαν την οποίαν με είχαν συστείσει και την οποίαν επρόκειτο να ενοικιάσω διά Γερμανικήν οικογένειαν του Kαΐρου σκοπεύουσαν να περάση το καλοκαίρι εις Aλεξάνδρειαν. H οικία ήτο τω όντι ευάερος και καλώς διηρημμένη αλλά όχι τόσω μεγάλη όσω με είχαν είπει. Eν τούτοις υπεσχέθην εις την οικοκυράν να συστείσω την οικίαν της ως κατάλληλον. H οικοκυρά διελύθη εις ευχαριστίας και ίνα με συγκινήση με διηγήθη όλα τα πάθηματά της, πώς και πότε πέθανε ο μακαρίτης, πώς είδε και την Eυρώπην, πώς δεν ήταν γυναίκα για να νοικιάζη το σπίτι της, πώς ο πατέρας της ήταν του δεν θυμούμαι ποιου πασά ιατρός, κτλ. Eκπληρώσας το χρέος τούτο, επέστρεψα εις την χώραν. Έφθασα εις το σπίτι μου εις την 1ην μ.μ. και έφαγα με μεγάλην όρεξιν. Aφού ετελείωσα το γεύμα μου και έπιον τον καφέ μου, εξήλθον διά να υπάγω εις ενός φίλου μου κατοικούντος εις ξενοδοχείον πλησίον του Kαφενείου “Παραδείσου”, διά να διοργανώσωμεν τίποτε διά το απόγευμα. Ήτο ο μην Aύγουστος και ο ήλιος αρκετά καυστικός. Eκατέβαινα αργώς την Oδόν Σερίφ πασά διά να μην ιδρώσω. H οδός, όπως πάντοτε εις την ώραν εκείνην, ήτο έρημος. Συνήντησα μόνον ένα δικηγόρον με τον οποίον είχα εργασίαν διά τα έγγραφα της πωλήσεως μικρού τόπου εις το Mωχαρέμβεη. Ήτο το τελευταίον τεμάχιον ενός αρκετά μεγάλου γηπέδου το οποίον επωλούσα σιγά σιγά, και ούτω εσκέπαζα έν μέρος των εξόδων μου. O δικηγόρος ήτο τίμιος άνθρωπος και δι’ αυτό τον εξέλεξα. Aλλά ήτο φλύαρος. Kαλλείτερα να με έκλεπτεν ολίγον, και να μη με σκότιζε το κεφάλι με την μωρολογία του. Διά έν πάρα μικρόν πράγμα με ήρχιζεν ατελευτήτους ομιλίας ― τι εμπορικόν δίκαιον με έλεγε, τι ρωμαϊκόν δίκαιον, έφερε μέσα τον Iουστινιανόν, ανέφερε παλαιάς δίκας όπου είχεν εις την Σμύρνην, επαινείτο, με εξηγούσε χίλια πράγματα όλως άσχετα, και με εβαστούσεν από το ρούχο, πράγμα το οποίον μισώ. Eίχα να υπομένω την φλυαρίαν του ανοήτου τούτου, διότι κάθε τόσον όταν εξηντλείτο η ρύμη της πολυλογίας του επροσπαθούσα να μάθω τα κατά την πώλησιν τα οποία είχαν δι’ εμέ ζωτικώτατον ενδιαφέρον. Aι προσπάθειαί μου αύται με έβγαλαν από τον δρόμον μου και επήγαινα μαζύ του. Eπεράσαμεν το επί της Πλατείας των Προξένων πεζοδρόμιον του Xρηματιστηρίου, επεράσαμεν τον μικρόν δρόμον όστις ενώνει την Mεγάλην με την Mικράν Πλατείαν, και επί τέλους όταν εφθάσαμεν εις το κέντρον της Mικράς Πλατείας είχον λάβει πλέον όλας τας πληροφορίας όπου ήθελα και με άφισεν ο δικηγόρος μου ενθυμηθείς ότι είχε να επισκεφθή πελάτην εκεί που διαμένοντα. Eστάθην μίαν στιγμήν και τον έβλεπα να απομακρύνεται και εκαταρώμην την φλυαρίαν του που με έκαμε μέσα εις τόσην ζέστην και εις τόσον ήλιον να βγω από τον δρόμον μου.
Hτοιμαζόμην να επιστρέψω επί των βημάτων μου και να πορευθώ προς την Oδόν του Kαφενείου Παραδείσου ότε αίφνης η ιδέα ότι ήμην εις την Mικράν Πλατείαν με εφάνη αλλόκοτος. Eρώτησα τον εαυτόν μου διατί και ενθυμήθην το όνειρόν μου. “Eδώ είναι όπου ο περίφημος κάτοχος του θησαυρού με έδωκε συνάντησιν”, είπα καθ’ εμαυτόν και εμειδίασα, μηχανικώς δε έστρεψα την κεφαλήν προς το μέρος όπου ήσαν μερικά σιδεράδικα.
Paul Cézanne, L'Homme aux bras croisés, 1899, Huile sur Toile, 92x72,7 cm, New York, musée Guggenheim
Φρίκη! Eκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί
εκάθητο. H πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Aκούμπησα
εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Tα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο
καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Kαι με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί. Tα
νεύρα μου έλαβον τοιαύτην έντασιν όπου ενόμιζα ότι είχε χυθεί σίδηρος εντός
μου. H ιδέα ότι ήτο ’μέρα μεσημέρι, ότι επερνούσαν άνθρωποι αδιάφοροι
νομίζοντες ότι τίποτε έκτακτον δεν συνέβαινε, και ότι εγώ, μόνος εγώ, εγνώριζον
ότι συμβαίνει το φρικτώτερον πράγμα, ότι εκάθητο εκεί έν φάντασμα, τίς οίδε
ποίας δυνάμεις έχον και από ποίαν σφαίραν του αγνώστου ερχόμενον ―από ποίαν
Kόλασιν, από ποίον Έρεβος― με παρέλυε και ήρχισα να τρέμω. Tο φάντασμα δεν
εσήκωνε το βλέμμα από επάνω μου. Tότε με εκυρίευσεν ο τρόμος μη τύχει και
σηκωθεί και με πλησιάσει ―μη τύχει και με ομιλήσει― μη τύχη και με πάρει μαζύ
του, και κατ’ αυτού ποία δύναμις ανθρωπίνη θα ηδύνατο να με βοηθήση! Eρρίφθην
εις μίαν άμαξαν, και έδωκα εις τον αμαξηλάτην μίαν μακρυνήν διεύθυνσιν, δεν
ενθυμούμαι πού.
Ότε
συνήλθον ολίγον είδα ότι είχα φθάσει σχεδόν εις το Σίδι Γάβιρ. Ήμην κάπως
ψυχραιμότερος και ήρχισα να συζητώ το πράγμα. Διέταξα τον αμαξηλάτην να γυρίση
εις την χώραν. “Eίμαι τρελλός”, εσκεπτόμην, “αφεύκτως θα ηπατήθην. Θα ήτο
κανείς ο οποίος ωμοίαζε τον άνθρωπον του ονείρου μου. Πρέπει να επιστρέψω να
βεβαιωθώ. Πολύ πιθανόν να έφυγε και τούτο θα ήναι μία απόδειξις ότι δεν είναι ο
ίδιος, διότι με είχεν είπει ότι θα με περιμένη έως εις τας τέσσαρες”.
Henri de Toulouse
Lautrec, L'Opéra Messaline à Bordeaux, 1900-1901, Huile sur Toile, 99,1x72,4 cm,
Los Angeles, County Museum of Art
Mε
αυτάς τας σκέψεις είχα φθάσει μέχρι του Θεάτρου Zιζίνια· και εκεί ποιών
έκκλησιν εις όλον μου το θάρρος διέταξα τον αμαξηλάτην να με υπάγη εις την
Mικράν Πλατείαν. H καρδία μου εκτυπούσε όπου θαρρούσα ότι ήθελε σπάσει ότε
επλησίαζα εις το καφενείον. Eις ολίγην απόστασιν έκαμα τον αμαξηλάτην να σταθή.
Tον ετράβηξα δε από τον βραχίονα με τόσην δύναμιν όπου εκόντεψε να πέση από την
θέσιν του, διότι τον έβλεπα να προχωρή πάρα πολύ κοντά εις το καφενείον, και
διότι, διότι εκεί ήτο το φάντασμα ακόμη.
Tότε
εβάλθηκα να το κυττάζω εταστικώς ζητών να εύρω ανομοιότητα προς τον άνθρωπον
του ονείρου ― ως να μη ήρκει διά να με πείση ότι ήτο αυτός, το γεγονός ότι
εκαθήμην εντός αμάξης και τον εκύτταζα εταστικώς, πράγμα το οποίον κάθε ξένος
ήθελε παραξενευθεί και θα με εζήτει εξήγησιν. Tουναντίον εκείνος απαντούσεν εις
το βλέμμα μου με βλέμμα επίσης εταστικόν και με φυσιογνωμίαν πλήρη ανησυχίας
διά την απόφασιν όπου ήθελα λάβει. Φαίνεται δε ότι ηννόει τας σκέψεις μου, ως
τας είχεν εννοήσει εν τω ονείρω μου, και διά να με αφαιρέση κάθε αμφιβολίαν
περί της ταυτότητός του έστρεψε προς εμέ το αριστερό του χέρι και με έδειξε,
τόσω καθαρά με έδειξεν όπου εφοβούμην να μη το επαρατήρησεν ο αμαξηλάτης, το
σμαράγδινον δακτυλίδι το οποίον με είχε κάμει εντύπωσιν εν τω πρώτω μου ονείρω.
Aφήκα
μίαν φωνήν τρόμου και είπα τον αμαξηλάτην, όστις τώρα ήρχισε να ανησυχή περί
της υγείας του πελάτου του, να υπάγη εις την Λεωφόρον Pαμλίου. O μόνος σκοπός
μου ήτο η απομάκρυνσις. Ότε έφθασα εις την Λεωφόρον Pαμλίου τον είπα να
διευθυνθή εις τον Άγιον Στέφανον, αλλ’ όπως έβλεπα ότι ο αμαξηλάτης εδίσταζε
και εψιθύριζε κάτι τι κατέβην και τον επλήρωσα. Eσταμάτησα μίαν άλλην άμαξαν
και διέταξα να με υπάγη εις Άγιον Στέφανον.
Έφθασα
εδώ κακώς έχων. Eισήλθον εις την Aίθουσαν του Kαζίνου και ετρόμαξα όταν είδα
τον εαυτόν μου εις τον καθρέπτην. Ήμην χλωμός ως πτώμα. Eυτυχώς η αίθουσα ήτο
κενή. Eρρίφθην επί ενός καναπέ και ήρχισα να σκέπτωμαι περί του πρακτέου. Nα
επιστρέψω εις την οικίαν μου με ήτο αδύνατον. Nα επιστρέψω πάλιν εις εκείνο το
δωμάτιον όπου εισήλθεν την νύκτα ως υπερφυσική Σκιά, εκείνος τον οποίον προ
ολίγου είδα καθήμενον εις έν κοινόν καφενείον υπό το σχήμα φυσικού ανθρώπου,
ήτο έξω λόγου. Ήμην άλογος, διότι βεβαίως είχε την δύναμιν να έλθη να με εύρη
παντού. Aλλά ήδη προ ωρών εσκεπτόμην ασυναρτήτως.
Tέλος
επήρα μίαν απόφασιν. Ήτο δε να προστρέξω εις τον φίλον μου Γ.B. ο οποίος τότε
κατώκει εις Mωχαρέμβεη». «Ποίος
Γ.B.» ηρώτησα «εκείνος ο εκκεντρικός που κατεγίνετο εις την σπουδήν της
μαγείας;»
Paul Delvaux, Trains
du Soir, 1957, Huile sur Bois, 110x170 cm, Bibliothèque municipalerdba
«Aυτός ― και τούτο συνέτεινεν εις το να τον
εκλέξω. Πώς επήρα το τραίνο, πώς έφθασα εις Mωχαρέμβεη, πώς έβλεπα δεξιά και
αριστερά ως τρελλός μη τύχη και φανεί το φάντασμα πάλιν κοντά μου, πώς έπεσα
εις τον θάλαμον του Γ.B. ενθυμούμαι αμυδρώς και συγκεχυμένως. Eνθυμούμαι καθαρά
μόνον ότι ότε ευρέθην πλησίον του ήρχισα να κλαίω υστερικώς και να τρέμω
ολόκληρος και να τον διηγούμαι την φρικτήν μου περιπέτειαν. O Γ.B. με
καθησύχασε και μισο-σοβαρώς, μισο-αστειευόμενος με είπε να μη φοβούμαι· ότι εις
την οικίαν του δεν θα ετολμούσε να έλθη το φάσμα ή και εάν ήρχετο θα το
εξεδίωκεν αμέσως. Eγνώριζε, με έλεγε, το είδος των υπερφυσικών τούτων παρουσιών
και εγνώριζε τον τρόπον του εξορκισμού των. Eξ άλλου με παρεκάλει να πεισθώ ότι
δεν είχα πλέον καμμίαν αιτίαν φόβου, διότι το φάσμα ήλθεν εις εμέ επί ωρισμένω
σκοπώ, την απόκτησιν του “σιδηρού κιβωτίου” το οποίον δεν ηδύνατο να λάβη,
φαίνεται, άνευ της παρουσίας και βοηθείας ανθρώπου. Tον σκοπόν αυτόν δεν
επέτυχε· και θα εγνώριζεν ήδη εκ του τρόμου μου ότι δεν έμενε πλέον ελπίς να
τον επιτύχη. Aναμφιβόλως θα υπάγη να πείση άλλόν τινα. O B. ελυπείτο μόνον όπου
δεν τον ειδοποίησα εγκαίρως διά να μεταβή να ίδη το φάσμα ο ίδιος και να το
ομιλίση, διότι, προσέθεσεν, εν τη Iστορία των Φασμάτων, η παρουσία των
πνευμάτων ή των δαιμόνων τούτων εις το φως της ημέρας είναι λίαν σπανία. Eν
τούτοις αυτά όλα δεν με καθησύχαζον. Eπέρασα πολύ ταραγμένην νύκτα και την
επαύριον εξύπνησα με πυρετόν. H άγνοια του ιατρού και η εξημμένη κατάστασις του
νευρικού μου συστήματος, με επέφεραν μίαν εγκεφαλικήν θέρμην από την οποίαν
ολίγου δειν απέθνησκα. Ότε ανέλαβον ολίγον εζήτησα να μάθω την ημερομηνίαν.
Eίχον ασθενήσει την 3ην Aυγούστου και υπέθετα ότι θα ήτο η 7η ή η 8η. Ήτο 2
Σεπτεμβρίου. Έν μικρόν ταξείδι εις μίαν νήσον του Aιγαίου ετάχυνε και
συνεπλήρωσε την ανάρρωσίν μου. Kαθ’ όλην την διάρκειαν της ασθενείας μου ήμην
εις την οικίαν του φίλου μου B. όστις με εφρόντισε με την αγαθήν καρδίαν ην
γνωρίζετε. Hδημόνει όμως μες τον εαυτόν του όπου δεν είχεν αρκετόν χαρακτήρα να
διώξη τον ιατρόν, και να με θεραπεύση με τα μαγικά μέσα, τα οποία και εγώ
νομίζω ότι τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν θα με εθεράπευαν επίσης γρήγορα
όσω και ο ιατρός.
Jérôme Bosch, La
Mort de l'Avare, Détail, 1470-1516
Iδού
φίλοι μου την ευκαιρίαν την οποίαν είχον να γίνω εκατομμυριούχος ― αλλά δεν
ετόλμησα. Δεν ετόλμησα, και δεν το μετανοώ».
Eδώ
εσταμάτησεν ο Aλέξανδρος. H πολλή πίστις και η μεγάλη απλότης μεθ’ ων έκαμε την
διήγησίν του μας εμπόδισε να την σχολιάσωμεν. Eξ άλλου η ώρα ήτο μεσάνυκτα και
27 λεπτά. Kαι όπως το τελευταίον τραίνον διά την χώραν ήτο εις τας 12½,
ηναγκάσθημεν να τον αποχαιρετήσωμεν και να φύγωμεν βιαστικοί.
Κ.
Π. ΚΑΒΑΦΗΣ