Το
χρυσό στεφάνι της Ανθηδόνας.
Μυστικά
για τη φημισμένη, πολύτιμη πορφυρή βαφή, που χρησιμοποιούνταν για το ανεξίτηλο
βάψιμο των υφασμάτων. Τα βήματα των πρώτων κατοίκων της πόλης, οι οποίοι
περιδιάβαιναν σε δρόμους που βρίσκονται σε θέσεις ίδιες με σημερινούς, αλλά και
ο τάφος της στεφανοφορεμένης Ανθηδόνας (που σημαίνει «μέλισσα»), μιας εκ των
πρώτων κατοίκων της πόλης, είναι μερικές από τις πολύτιμες μαρτυρίες για τη ζωή
των κατοίκων στη Θεσσαλονίκη κατά την αρχαιότητα, που ήρθαν στο φως από τις
ανασκαφές κατά τη διάρκεια των εργασιών του μετρό.
Αυτές,
σε συνδυασμό με στοιχεία για το κρηναίο οικοδόμημα αυτοκρατορικών χρόνων στη
Μέση Οδό της Θεσσαλονίκης, ναός άγνωστης προς το παρόν θεότητας που
αποκαλύφθηκε στην Αγορά της Αρχαίας Πέλλας, αλλά και η μελέτη και σύγκριση
γνήσιων χρυσών στεφανιών με κάλπικα θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της
φετινής 26ης επιστημονικής συνάντησης για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία
και τη Θράκη, η οποία θα πραγματοποιηθεί από 20-22 Μαρτίου, στην αίθουσα
τελετών του παλιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η
προϊσταμένη της ΙΣΤ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Βασιλική
Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, σε ανακοίνωσή της την Πέμπτη 21 Μαρτίου, στις 11.30, θα
αναφερθεί στο έργο της εφορείας και τα ευρήματα από τις εργασίες του μετρό
Θεσσαλονίκης κατά το 2012. Η ίδια υπογράμμισε τη σημασία του οικισμού που ήρθε
στο φως στην περιοχή του αμαξοστασίου της Πυλαίας, όπου εντοπίστηκαν ευρύχωρες
κατοικίες και μια οικοτεχνική δράση, με κανονική πολεοδόμηση -με οριζόντιους
και κάθετους δρόμους- αλλά και με εκτεταμένη παραγωγή της πολύτιμης πορφυρής βαφής:
«Στο αμαξοστάσιο της Πυλαίας αποκαλύφθηκε τμήμα ενός οργανωμένου
προκασσάνδρειου πολίσματος που αναπτύχθηκε επάνω σε χαμηλό, φυσικό έξαρμα του
εδάφους στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και χρονολογείται από τις αρχές του 4ου
έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Δυο μεγάλοι διασταυρούμενοι δρόμοι δημιουργούν
οικοδομικές νησίδες στις οποίες αναπτύσσονται μεγάλα κτίρια, κατοικίες με
ευρύχωρα δωμάτια, λιθόστρωτες αυλές, θυραία ανοίγματα και υπόστυλους χώρους.
Εντοπίστηκαν, ακόμα, δύο κεραμικοί κλίβανοι, πλήθος άλλων αρχιτεκτονικών
καταλοίπων, όπως λιθόστρωτες επιφάνειες, κτιστές κατασκευές, απορριμματικοί
λάκκοι, καθώς και σημαντικός αριθμός κινητών ευρημάτων, όπως αλιευτικά και
υφαντικά βάρη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, όμως, και οι μεγάλες ποσότητες
θρυμματισμένων οστρέων για την παραγωγή πορφύρας, που υποδεικνύουν τις
δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού, συγκεκριμένα την παραγωγή της
πολύτιμης πορφυρής βαφής για το βάψιμο των υφασμάτων. Επεξεργάζονταν τον αδένα
του όστρακου, έπαιρναν το υγρό και το χρησιμοποιούσαν για την ανεξίτηλη βαφή».
Η
στεφανοφορεμένη Ανθηδόνα
Έφερε
ένα από τα πολυσυζητημένα χρυσά στεφάνια -το ένατο για την ακρίβεια, που ήρθε
στο φως κατά τη διάρκεια των εργασιών του μετρό- μια από τις πρώτες κατοίκους
της πόλης, αφού η ταφή της προσδιορίζεται τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ.
Εξίσου ενδιαφέρον, όμως, φαίνεται ότι ήταν και το όνομά της, όπως αποκαλύπτει
εγχάρακτη επιγραφή που βρέθηκε εντός του τάφου της, στο νεκροταφείο που
αποκαλύφθηκε στο σταθμό Δημοκρατίας. Η κ. Μισαηλίδου εξηγεί: «Στο σταθμό
Δημοκρατίας βρέθηκε το νεκροταφείο δίπλα στο δρόμο, που αναπτύσσεται έξω από το
δυτικό τείχος της αρχαίας πόλης και στα βόρεια της αρχαίας οδού που ξεκινούσε
από την Πύλη του Βαρδαρίου με κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την ύπαιθρο χώρα.
Αποκαλύφθηκε ένας σημαντικός αριθμός τάφων ποικίλης τυπολογίας (λακκοειδείς με
ή χωρίς κάλυψη, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί), αρκετοί εκ
των οποίων σηματοδοτούνταν με βωμοειδείς κατασκευές. Βασικές ταφικές πρακτικές
αποτελούν ο ενταφιασμός και η καύση, ενώ τους νεκρούς συνόδευαν προσωπικά
αντικείμενα και προσφορές των οικείων τους, όπως νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια,
κοσμήματα, ειδώλια, εργαλεία κ.ά. Κατάλοιπα νεκρικών τελετών αποτυπώνονται σε
πλήθος ταφικών πυρών με προσφορές πήλινων αγγείων καθημερινής χρήσης,
λυχναριών, καθώς και μεγάλου αριθμού μυροδοχείων. Ανάμεσα στα σημαντικότερα
ευρήματα είναι ο τάφος της Ανθηδόνας στον οποίο η νεκρή φορούσε χρυσά
σκουλαρίκια και στο κεφάλι της ένα χρυσό στεφάνι ελιάς. Πρόκειται για ένα όνομα
που δε συναντιέται στη Μακεδονία, υπήρχε μια βοιωτική πόλη μ' αυτό το όνομα,
και ως ουσιαστικό σημαίνει ''μέλισσα''».
Δρόμος
ελληνιστικών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο σταθμό της Αγίας Σοφίας.
Η
ίδια, τέλος, υπογραμμίζει την ολοφάνερη συνέχεια της πόλης και τη μεγάλη της
έκταση ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, όπως προκύπτει και από τις
εργασίες στο σταθμό Αγίας Σοφίας: «Εκεί αποκαλύφθηκε τμήμα του πολεοδομικού
ιστού της αρχαίας πόλης. Συγκεκριμένα, κάτω από το μαρμαρόστρωτο δρόμο βρέθηκαν
τα επάλληλα οδοστρώματα ενός δρόμου τον οποίο χρησιμοποιούσαν ακόμα και οι
πρώτοι κάτοικοι της πόλης μετά την ίδρυσή της από το βασιλιά Κάσσανδρο, δρόμος
που ήταν σαφώς φαρδύτερος και μεγαλύτερος του μαρμαρόστρωτου δρόμου».
Το
διοικητικό και εμπορικό κέντρο μιας κοσμοκρατορίας
Πιθανότατα
ναός, σημαντικής για την περιοχή θεότητας, εντοπίστηκε στην Αγορά της Αρχαίας
Πέλλας, ενώ επιβεβαιώνεται η ύπαρξη δεύτερου ορόφου του οικοδομήματος. Ο
αρχαιολόγος Γιάννης Ακαμάτης μιλώντας για την πανεπιστημιακή ανασκαφή στην
περιοχή το 2012 στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ (σχετική ανακοίνωση στις 21 Μαρτίου, στις
9.15) εξηγεί: «Στην πρωτεύουσα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και των διαδόχων
τους, την Πέλλα, ανασκάπτεται το εμπορικό και διοικητικό της κέντρο. Σε μια
έκταση πάνω από 70.000 τ.μ., στην καρδιά της αρχαίας πόλης, γύρω από μια
τεράστια κεντρική πλατεία σταδιακά αποκαλύπτεται ένα συγκρότημα από στοές και
σειρές χώρων πίσω τους, στους οποίους ήταν εγκατεστημένα τα αρχεία, η έδρα των
αρχόντων της πόλης, άλλες δημόσιες υπηρεσίες, εργαστήρια και καταστήματα.
Αποδεικνύεται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το οικοδόμημα ήταν διώροφο αφού
εντοπίστηκαν περίπου σε 50 χώρους του τα πρώτα σκαλοπάτια. Επιπλέον, πάρα πολλά
κεραμίδια έχουν τη σφραγίδα ''ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ'' που φανερώνει ότι προέρχονται από το
βασιλικό εργαστήριο και ότι το κτίριο ήταν από τα σημαντικότερα».
Ο
ίδιος συμπληρώνει ότι στην περιοχή του δημόσιου αρχείου «εντοπίστηκε ορθογώνιο
οικοδόμημα, ελεύθερο από όλες τις πλευρές και διαιρείται σε δύο άνισους χώρους
με εγκάρσιο τοίχο. Η μορφή του είναι ναόσχημη και έχει εξωτερικές διαστάσεις
16,20 Χ 7,90, ενώ πιθανότατα η είσοδος διαμορφωνόταν στην πλευρά αυτή με δύο
κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Η επιμέλεια τοποθέτησης του οικοδομικού υλικού
και η άριστη επεξεργασία της επιφάνειάς τους δηλώνουν και την υψηλή ποιότητα
της κατασκευής, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την παρουσία κονιαμάτων
λευκού, ερυθρού και μαύρου χρώματος. Η θέση του είναι κεντρική και το
οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο κατασκευάστηκε ο ναός παρέμεινε ελεύθερο για την
εξυπηρέτηση των αναγκών της λατρείας. Επομένως, και η λατρευόμενη σε αυτόν θεότητα
ήταν σημαντική για την πόλη της Πέλλας και το μακεδονικό βασίλειο. Γενικά κατά
τη φετινή ανασκαφική περίοδο βρέθηκε μεγάλος αριθμός νομισμάτων εκ των οποίων
λίγα είναι και αργυρά. Μεταξύ των ευρημάτων είναι και πήλινα και αποθηκευτικά
αγγεία, πολλά εκ των οποίων με ενσφράγιστες λαβές, αποσπασματικά ειδώλια,
λυχνάρια, αλλά και μεταλλικά αντικείμενα (όπως τμήμα προστατευτικό της γνάθου
από περικεφαλαία)».
Χρυσά
στεφάνια και κρήνες
Στεφάνι
κισσού που μελετήθηκε στο πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Από
ατόφιο χρυσάφι ήταν φιλοτεχνημένα τα περίφημα μακεδονικά στεφάνια, ενώ κίβδηλα
αποδεικνύονται σε αρκετές περιπτώσεις τα προϊόντα λαθρεμπορίας ή
αρχαιοκαπηλίας. Τις πληροφορίες αυτές προσφέρει το «Πρόγραμμα φυσικοχημικής
μελέτης χρυσών τεχνουργημάτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης» για το
οποίο θα μιλήσουν ο χημικός Χρήστος Κατσίφας και η αρχαιολόγος Δέσποινα
Ιγνατιάδου στις 21 Μαρτίου, στις 13.45. Όπως διευκρίνισε ο κ. Κατσίφας, «το
πρόγραμμα ξεκίνησε το 2011 από το εργαστήριο χημικών αναλύσεων του μουσείου σε
συνεργασία με το τμήμα μεταλλοτεχνίας με σκοπό τη διαμόρφωση μιας βάσης
δεδομένων που θα εμπλουτίζεται και η οποία θα καταστεί χρήσιμη και για τη
σύγκριση με δεδομένα από προϊόντα λαθρεμπορίας ή λαθρανασκαφών. Η μελέτη
ξεκίνησε με τα χρυσά μακεδονικά στεφάνια, ύστερης κλασικής περιόδου, από τάφους
της κεντρικής Μακεδονίας όπως το Δερβένι, η Ευρωπός και η Πύδνα. Μελετώνται
επίσης και μη ανασκαφικά στεφάνια, προϊόντα λαθρανασκαφών». Ο ίδιος διευκρίνισε
ότι από την εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνικών προέκυψε η τοις εκατό
περιεκτικότητα σε χρυσό και άλλων δευτερευόντων στοιχείων ανάλογα με τη
γεωγραφική περιοχή: «Διαπιστώθηκε υψηλή περιεκτικότητα σε χρυσό των στεφανιών
που προέρχονται από τους τάφους του Δερβενίου (98%-99,4%) σε σχέση με εκείνα
από τους τάφους της Πύδνας (80%-90%). Η χαμηλότερη περιεκτικότητα σε χρυσό εντοπίστηκε
στα μη ανασκαφικά στεφάνια (70%-80%) τα οποία αποτελούν προϊόν λαθρανασκαφών
και στερούνται ιστορικών στοιχείων. Με βάση τις παραπάνω ομαδοποιήσεις
καθίσταται δυνατή η διαπίστωση κίβδηλων ή μη προϊόντων αρχαιοκαπηλίας».
Κρηναίο
οικοδόμημα αυτοκρατορικών χρόνων στη Μέση οδό της Θεσσαλονίκης.
Το
«Κρηναίο οικοδόμημα αυτοκρατορικών χρόνων στη Μέση Οδό της Θεσσαλονίκης» αφορά
η ανακοίνωση των Πολυξένης Αδάμ-Βελένη και Γιώργου Βελένη, που θα γίνει στις 21
Μαρτίου, στις 11.00. H κ.
Βελένη διευκρινίζει ότι «αφορμή γι’ αυτή την ανακοίνωση στάθηκε το μείζον
ζήτημα που προέκυψε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη με τις σωστικές ανασκαφές στις δύο
κεντρικές στάσεις του μετρό (της οδού Αγίας Σοφίας και της οδού Βενιζέλου στη
διασταύρωσή τους με την Εγνατία). Πρόκειται για ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα στη
διασταύρωση των οδών Εγνατία και Μητροπολίτου Γενναδίου που είχε σκαφτεί το
1926, είναι σήμερα ακόμη ορατό και από παρερμηνεία ήταν γνωστό μέχρι πρόσφατα
ως εξέδρα. Το 1994, καθαρίσαμε το μικρό αρχαιολογικό χώρο και με έκπληξη
διαπιστώσαμε ότι αυτή ''πατούσε'' πάνω στο οδόστρωμα της Μέσης Οδού, της
σημερινής Εγνατίας. Έτσι, πολύ πριν αρχίσουν οι εργασίες του μετρό γνωρίζαμε σε
ποιο βάθος ακριβώς θα βρισκόταν το αρχαίο μαρμάρινο οδόστρωμα. Το κτίσμα είναι
μία ημιεξαγωνική κρήνη με έναν κρουνό, ο οποίος κοσμούνταν με ένα γλυπτό από
όπου έτρεχε το νερό. Ήταν διακοσμημένη με τέσσερις πεσσούς με φυτική
διακόσμηση, οι οποίοι σώζονται μέχρι τις μέρες μας, και ήταν στεγασμένη με
φατνώματα διακοσμημένα και πάλι με γιρλάντες ανθέων και φυτών. Όλος αυτός ο
διάκοσμος ανέπλαθε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον στην καρδιά της ρωμαϊκής
Θεσσαλονίκης».
ΠΗΓΗ:
Αγγελιοφόρος