O
Λι Φριντλάντερ είναι ξακουστός ανάμεσα στους κριτικούς και στους ομοτέχνους του
για τις λιτές και εκφραστικές φωτογραφίες του. Τις απλές αλλά πυκνές και
πολυνοηματικές. Τα θέματά του είναι όλα παρμένα από την κοινή καθημερινή ζωή.
Γι' αυτό και ορισμένοι απορρίπτουν τη δουλειά του, ρωτώντας τι εξαιρετικό
υπάρχει στην καθημερινότητα που να αξίζει να απαθανατισθεί και να γίνει έργο
τέχνης, πέρα από ενσταντανέ και στιγμιαίες αποτυπώσεις;
Εάν
η δουλειά του δεν ήταν σπουδαία, δεν θα ήταν ούτε τόσο γνωστή ούτε τόσο
αναγνωρίσιμη. Αυτές οι απρόσωπες όψεις των καταστημάτων, οι άδειες
διασταυρώσεις των δρόμων της πόλης είναι εκείνα που όλοι αναγνωρίζουν παντού.
Τα
θέματα τούτα δεν είναι πράγματα τα οποία γνωρίζουν, βιώνουν και αναγνωρίζουν
λίγοι άνθρωποι, κάποιες ομάδες, αλλά είναι καμωμένα από ένα ολόκληρο έθνος, το
οποίο και τα βιώνει καθημερινά. Αυτή είναι μια ζωή που γνωρίζουν οι
μεγαλουπόλεις, με μικρές μόνο διαφορές. Είναι θέματα πανταχού παρόντα και γι'
αυτό μέρος της ζωής όλων των ανθρώπων.
Αυτή
η «κοινότης» ακριβώς είναι ο λόγος για τις διιστάμενες απόψεις, όχι τόσο για
την ποιότητα της δουλειάς του Φριντλάντερ, όσο για τη σπουδαιότητά της. Οι
φωτογραφίες οι ίδιες όμως, κάθε άλλο παρά «κοινές» είναι, κάτω από την
επιφάνειά τους. Γιατί η κάθε μια τους έχει πολλές όψεις και νοήματα. Μολονότι
τα αυτοκίνητα και τα κτίρια σε ένα τυπικό δρόμο του Φριντλάντερ είναι οικεία,
τα φαινομενικά τυχαία στοιχεία που κλείνει στο πλαίσιό της μια φωτογραφία του
είναι μια μαγική σχεδόν αναδιάταξη της οικείας πραγματικότητας.
Στη
φωτογραφία π.χ. «Νέα Υόρκη, 1963», εμφανίζονται ένας άνδρας και μια γυναίκα να
βαδίζουν ο ένας προς τον άλλο, χωρισμένοι όμως από γυάλινους τοίχους, οι οποίοι
δεν δηλώνουν μόνο τις διαφορές του φύλου, αλλά και ταξικές διαφορές. Αυτές
είναι φανερές και στο ντύσιμό τους· ο άνδρας με το φτηνό, καρό πουκάμισο,
ανήκει στην εργατική τάξη και η γυναίκα με τις γόβες, το προσεγμένο χτένισμα
του κομμωτηρίου και την άσπρη τσάντα, στη μεγαλοαστική. Δεν είναι ξεκάθαρο,
ακόμη, ποιος μπαίνει από τις γυάλινες πόρτες και ποιος βγαίνει. Και ανάμεσα στα
είδωλα στο γυαλί, είναι και η μορφή του ίδιου του φωτογράφου που πλαισιώνει τη
σιλουέτα της γυναίκας, σαν να την προεκτείνει. Όσο περισσότερο κοιτάζει κανείς
αυτήν τη φωτογραφία, τόσο πληθαίνουν τα ερωτήματα τα οποία επικεντρώνονται σε
μια κλειδαριά, στο κέντρο της φωτογραφίας, η οποία μοιάζει να περιμένει ένα
κλειδί, όπως τα ερωτήματα τις απαντήσεις, για ν' ανοίξει.
O
Φριντλάντερ ήταν το 1967 ένας από τους τρεις φωτογράφους, οι άλλοι ήταν η
Νταϊάν Αρμπους και ο Γκάρι Γουαϊνογκράντ, στους οποίους ήταν αφιερωμένη η
έκθεση «Νέα στοιχεία» του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Ήταν η νέα γενιά των
φωτογράφων, οι οποίοι μέσα από τα στοιχεία της καθημερινότητας επεδίωκαν να
ανοίξουν ένα νέο, πιο προσωπικό δρόμο…
Στη
φωτογραφία του «Αλμπουκέρκη, Νέο Μεξικό, 1972», ένας σκύλος στέκει αμέριμνος
στη γωνιά του δρόμου. Γύρω του, ένας κρουνός νερού, οι φανοστάτες και
τηλεφωνικοί θάλαμοι σχηματίζουν μιαν αινιγματική γεωμετρία. Όλα λένε κάτι πέρα
από το ότι είναι εκεί, αλλά είναι ασαφές τι είναι αυτό. Εάν όμως αφαιρεθεί από
το σύνολο και ένα μόνο από αυτά τα στοιχεία τα οποία τη συναπαρτίζουν, τότε η
σύνθεση καταρρέει.
H
τέχνη του Φριντλάντερ είναι ότι βρίσκει τα αόρατα νήματα της εμπειρίας που
συνδέουν φαινομενικά άσχετα πράγματα, νήματα, τα οποία εμείς που ζούμε αυτήν
την καθημερινή εμπειρία δεν τα βλέπουμε έως ότου αυτός μας τα υποδείξει. Σε
αυτού του είδους την παρατήρηση, η ευαισθησία και η λογική συγχωνεύονται και το
αποτέλεσμα αποδίδεται εικαστικά.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ