Emily Shanks, New Girl at School, 1892
«Ο
Επιθεωρητής!» είπε μια σιγανή φωνή και δεκατέσσερα κεφάλια καθηγητών γύρισαν
κατά την πόρτα.
Η
πόρτα άνοιξε απότομα και ο επιθεωρητής μπήκε βιαστικός, σκυφτός και πήγε
κατευθείαν στη θέση του Γυμνασιάρχη.
Όλοι
ορθοί σε στάση προσοχής. Τράβηξε την καρέκλα του Γυμνασιάρχη, γιατί αυτή ήτανε
η πολυτελέστερη. «Καλημέρα σας κύριοι!» και κάθισε.
Σήκωσε
τα μάτια του, χωρίς να σηκώσει και το κεφάλι και κοίταξε κυκλικά. Είδε πως
αρκετές καθηγήτριες ήτανε παρούσες: «… διότι το αρσενικόν είναι
επικρατέστερον», συνέχισε με φανερή βιάση να φανεί ευγενικός.
«Τουλάχιστον
στη Γραμματική» είπε μια παιγνιδιάρα φωνή.
Η
φωνή έρχονταν από την αριστερή άκρη του τραπεζιού. Ο Επιθεωρητής γύρισε αμέσως
κατά το μέρος της φωνής και τα μάτια του, μικρά μαύρα μάτια, που τα
μισοσκέπαζαν πυκνά κατάμαυρα φρύδια, που έπεφταν αχτένιστα απάνω στα βλέφαρα,
άστραψαν περίεργα. Το στενό μέτωπο διπλώθηκε σε τέσσερις βαθιές ρυτίδες, που το
στένευαν ακόμη περσότερο και έσυραν τα μαλλιαρά φρύδια κατά πάνω, ώσπου οι
άκρες τους ακούμπησαν στις ρίζες των μαλλιών, που ορθώνονταν τραχιά και
αλύγιστα, κομμένα τετράγωνα, σα βούρτσα καλής ποιότητας, από αληθινή
αλογότριχα.
-
Ουχί μόνον εν τη Γραμματική αλλά και εν τη ζωή ως πανταχού! κυρία μου, πώς
λέγεσθε;
Ήξερε
πολύ καλά, πώς λέγεται η καθηγήτρια.
-
«Ηλιάδου», απάντησε πρόθυμα η φωνή.
-Πολύ
καλά! θα σας έχομεν υπ’ όψιν μας κυρία Ηλιάδου!
-
Δεν είχα καμιά πρόθεση να σας θίξω κ. Γενικέ, είπε η φωνή με ησυχία.
-
Να με θίξεις… αυθαδεστάτη! συ! συ! να θίξεις εμέ;» και άπλωσε με τόση ορμή το
χέρι του κατά το μέρος της, με τον πελώριο δείχτη του κατ’ επάνω της, που ο
θεολόγος, που στέκονταν δεξιά του παραμέρισε ταραγμένος.
«Συ!
συ!» εφώναξε έξαλλος κουνώντας απειλητικά το χέρι του, «συ να θίξεις εμέ;» και
έκαμψε το τεντωμένο μπράτσο, ακουμπώντας με την ίδια ορμή το δείχτη στο κέντρο
του στέρνου του, που ανεβοκατέβαινε αναστατωμένο από τη σύγχυση.
Η
καθηγήτρια έμεινε άναυδη.
Οι
άλλοι εστέκονταν ορθοί μη τολμώντας να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον.
-
«Κύριε Επιθεωρητά!» διέκοψε την τρομερή σιωπή ο Γυμνασιάρχης· «… προφανώς
πρόκειται περί παρεξηγήσεως· η κυρία καθηγήτρια εκ των καλυτέρων του Γυμνασίου
μας» – κατάπιε κάπως παρατεταμένα, όπως ακριβώς συνήθιζε να κάνει κάθε, που
δίνοντας τόπο στην οργή, αναγκάζονταν να πει κάτι, που ο ίδιος δεν επίστευε –
«εκ των καλυτέρων του Γυμνασίου μας… προφανώς δεν ηννόει αυτό, το οποίον σεις
αντελήφθητε, βεβαίως ηστόχησεν ομιλήσασα απροκλήτως εις στιγμήν καθ’ όλα
ακατάλληλον· δια τούτο εκφράζων αναμφιβόλως και την επιθυμίαν των παρισταμένων
συναδέλφων σάς παρακαλώ θερμώς, κ. Επιθεωρητά, όπως την συγχωρήσητε».
Ο
Επιθεωρητής, που στο μεταξύ είχε κάπως συνέλθει και ταχτοποιούσε το μανικέτι
του, που είχε ξεπεταχτεί από το τράνταγμα του χεριού του, θεώρησε ικανοποιητικά
τα λόγια του Γυμνασιάρχη και δήλωσε με πολλή συγκατάβαση πως το «επεισόδιο
θεωρείται λήξαν», υπέδειξε στους μαθητές, που ήτανε ακόμα ορθοί να καθίσουν και
ζήτησε αμέσως να εξετάσει τα βιβλία της ύλης.
Όλα
τα χέρια προθυμοποιήθηκαν να τα περιμαζέψουν από τις άκρες του τραπεζιού και να
τα στοιβάξουν «ευσεβεστάτως» μπροστά στον κ. Επιθεωρητή, αλλά την ίδια στιγμή
χτύπησε το κουδούνι.
Ο
Επιθεωρητής σήκωσε πάλι τα μάτια, χωρίς να σηκώσει και το κεφάλι και κοίταξε
κυκλικά όλους.
«Τις
εξ υμών, κύριοι καθηγηταί έχει μάθημα;»
«Εγώ!»
ακούστηκαν διάφορες φωνές σε διάφορους τόνους.
«Σεις
τι μάθημα έχετε, κύριε Αστρίδη;» ρώτησε τον απέναντί του φιλόλογο.
-
Νέα Ελληνικά, κ. Επιθεωρητά!
Ο
Επιθεωρητής εμόρφασε δυσαρεστημένος.
Τα
«Νέα Ελληνικά» δεν ήτανε μάθημα! απορούσε πώς εισήχθησαν εις τα Γυμνάσια. «Σεις
κ. καθηγητά τι φρονείτε;»
Ο
κ. Αστρίδης ήτανε της ίδιας ακριβώς γνώμης, γι’ αυτό στην ώρα των Νέων
Ελληνικών προτιμούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από Νέα. Ήτανε ο Ελληνιστής
της Ε’ β’. Είχε παραλάβει το Τμήμα του από την Τρίτη Γυμνασίου και στα τρία
αυτά χρόνια η τάξη του την ώρα των Νέων Ελληνικών είχε ασκηθεί με επιμέλεια
στους κανόνες της αρχαίας αττικής διαλέκτου· «άλλωστε είναι και το μόνον που
παραμένει και εις τον μετέπειτα βίον· όλα λησμονούνται, οι κανόνες
παραμένουσιν! Τα «Νέα Ελληνικά» προς τι; εις τι θα ηδύνατο να ωφελήσει τας
μαθητρίας η ανάγνωσις και η ανάλυσις ασημάντων τινών διηγημάτων και ακατανοήτων
στίχων, νεοτέρων ποιητών και πεζογράφων; αλλά υπάρχουσι πράγματι τοιούτοι;» Ο
κ. Αστρίδης πολύ αμφέβαλλε. «Πλην σελίδων τινών του Παγανέλλη και ελαχίστων
ποιημάτων του Ραγκαβή, του Παράσχου και των Σούτσων, ουδέν άλλο άξιον λόγου
ηυτύχησε να αναγνώσει, τουλάχιστον ο ίδιος».
«Η
λοιπή άλλωστε λεγομένη Νεοελληνική Φιλολογία», πρόσθεσε ο Γυμνασιάρχης, «είναι
γεγραμμένη εις τοιαύτην γλώσσαν, ώστε καυχώμαι ότι επί τριακονταετίαν δεν
ήγγισα νεότερόν τι βιβλίον, πλην εννοείται των διδακτικών· ο κ. Αστρίδης έχει
απολύτως δίκαιον· δεν υπάρχουσι νεότεροι λογοτέχναι!»
«Ξεχνάτε
τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, το Θεοτόκη, τον Ξενόπουλο· τον Καζαντζάκη, το
Σολωμό, τον Παλαμά, το Γρυπάρη, το Χατζόπουλο, το Σικελιανό, το Μαλακάση», είπε
σχεδόν απνευστί ο καθηγητής της Έκτης βήτα, αλλά δεν τον άφησε ο Επιθεωρητής να
συνεχίσει.
«Διακόψατε
τον κ. Γυμνασιάρχη, κ. Λυμπερίου!» είπε αυστηρά.
«Και
ακριβώς κ. Επιθεωρητά, περί Παλαμά ήθελον να είπω και εγώ», συνέχισε ο
Γυμνασιάρχης. «Γίνεται τόσος λόγος περί αυτού και εν τούτοις πλείστοι όσοι, ως
μανθάνω παρ’ αξιοπίστων, οίτινες είχον την υπομονήν να αναγνώσωσι τούτον, διότι
εγώ, ομολογώ ότι ουδέποτε απεπειράθην τοιούτον τι, λέγουσιν ότι ο ποιητής ούτος
είναι ακατανόητος και όστις ισχυρίζεται ότι εννοεί τον Παλαμά» – εκοίταξε
ειδικά ορισμένους καθηγητές και καθηγήτριες – «είναι μωρός! Υπάρχουσι βεβαίως
και παλαιότεροί τινες· θα έλεγον ο Σολωμός…»
«Νοθογέννητος,
μέθυσος, παρ’ αξίαν ονομασθείς εθνικός ποιητής! εδιδάχθημεν περί αυτού εις το
Πανεπιστήμιον παρά του μακαρίτου καθηγητού μας», είπε με προθυμία ο κ.
Αστρίδης.
«Και
από τι πέθανε ο καθηγητής σας κ. Αστρίδη»; ρώτησε μια καθηγήτρια.
«Θα
έπρεπε από συγκοπή γι’ αυτά που ξεστόμισε!», απάντησε μια άλλη αγαναχτισμένη.
Όλοι
γύρισαν κατά το μέρος τους κατάπληκτοι.
-
«Αι δύο αυταί καθηγήτριαι, συνηθίζουσι πάντοτε, κ. Επιθεωρητά, να αστεΐζονται»
έσπευσε να πει χαμογελαστός ο Γυμνασιάρχης από τρόμο μη γίνει κι άλλο
επεισόδιο.
«Αυτή
όμως τη φορά, κ. Γυμνασιάρχη, μιλούμε σοβαρά», είπε η δεύτερη φωνή «και
απορούμε πώς δεν έπαθε το ίδιο και ο κ. Αστρίδης, που τόλμησε να επαναλάβει
τέτοια ασέβεια.»
Ο
Αστρίδης την εκοίταξε με μίσος.
«Προσέχετε,
κυρίαι μου, διότι θίγετε το Πανεπιστήμιον», είπε ο Γυμνασιάρχης αγανακτισμένος
και κατακόκκινος, έτοιμος να πάθει συμφόρηση.
-
Και τι σχέση έχει το Πανεπιστήμιο με την ακαλαισθησία και τη μωρία μερικών
καθηγητών; Η ορθοφροσύνη, κύριε Γυμνασιάρχη, δεν έγινε δυστυχώς ακόμα κοινή
ιδιότητα των ανθρώπων και οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου είναι και αυτοί φευ!
άνθρωποι!...
Τι
φοβερή σκηνή θα ακολουθούσε, αν δεν ήτανε παρών ο Επιθεωρητής!
Οι
καθηγηταί καταταραγμένοι κοίταξαν τον κ. Επιθεωρητή.
Ο
Επιθεωρητής ούτε κοίταξε κατά το μέρος της, μόνο η φυσιογνωμία του πήρε μια
σκληρή και χαιρέκακη έκφραση· ήξερε αυτός, πως θα την τιμωρούσε παραδειγματικά,
χωρίς να εκτεθεί.
-
Την ενδιαφέρουσαν αυτήν συζήτησιν θα την συνεχίσωμεν άλλοτε, κύριοι! Τι μάθημα
έχετε, κύριε Θερμίδη;
-
Τριγωνομετρίαν εις την Ε’ β’.
-
Σεις, κ. Επισκόπουλε;
-
Λατινικά εις την Ε’ α’.
-
Α, μάλιστα! υπέροχον μάθημα! Καθαρώς φιλολογικόν. Τρίτον ή Δ’ κατά Κατιλίνα;
-
Τρίτον κ. Γενικέ.
-
Θα ευρίσκεσθε βεβαίως περί το τέλος.
-
Όχι ακόμα, κ. Επιθεωρητά.
-
Πολύ εβραδύνατε! να κινηθείτε, να κινηθείτε, ταχύτερον, κ. καθηγητά!
«Σεις,
δις Πελέκη;» ρώτησε την καθηγήτρια με τα κοντά μαλλιά και την ήσυχη έκφραση, τη
γεμάτη αυτοπεποίθηση.
-
Ιστορία εις το Α’ α’, κ. Επιθεωρητά.
-
Εις ποίον σημείον ευρίσκεσθε;
-
Εις την κάθοδον των Δωριέων.
-
Ωραία! Θα έλθω εις το μάθημά σας. Πηγαίνομεν κύριοι!
Και
σηκώθηκε πρώτος. Σηκώθηκαν όλοι και περίμεναν να περάσει ο κ. Επιθεωρητής. Τι
ατυχία, να βρεθεί στην άκρη του τραπεζιού ακριβώς μπροστά του η καθηγήτρια των
Γαλλικών, ακριβώς αυτή, που ενδιαφέρθηκε να μάθει από τι πέθανε ο καθηγητής του
κ. Αστρίδη.
-
Σεις, δις Σαριδάκη, δεν έχετε μάθημα;
-
Έχω, κ. Επιθεωρητά.
-
Και διατί το απεκρύψατε;
Η
καθηγήτρια των Γαλλικών απόρεσε.
-
Δεν το απέκρυψα κ. Επιθεωρητά. Δεν με ερωτήσατε.
-
Πώς; και δεν ηκούσατε την γενικήν προς όλους ερώτησιν;
«Την
ήκουσα, αλλά δεν ενόμισα ότι έπρεπε να απαντήσω εν χορώ», είπε και χαμογέλασε
από αμηχανία.
Ο
Επιθεωρητής δεν κρατήθηκε.
«Απεκρύψατε
την αλήθειαν και τολμάτε να γελάτε;» και χτύπησε με τη γροθιά του το τραπέζι με
τέτοια δύναμη, που τα μελανοδοχεία τινάχτηκαν ψηλά και γέμισαν την πράσινη
τσόχα του τραπεζιού με μελάνια.
Η
υποδιευθύντρια κοίταξε περίλυπη τη ζημιά.
Ακριβώς
σήμερα είχε γεμίσει όλα τα μελανοδοχεία, υποχωρώντας επιτέλους στην γκρίνια των
συναδέλφων, που δεν μπορούσαν πια να γράψουν την ύλη τους με τα κατακάθια του
μελανιού.
«Απεκρύψατε
την αλήθεια, με άλλους λόγους εψεύσθητε, κ. Καθηγήτρια…» ξανάπε αγριότερα ο
Επιθεωρητής, «εψεύσθητε και σας καλώ εις απολογίαν!»
Και
χτύπησε ακόμα δυνατότερα τη γροθιά του στο τραπέζι. Καταταραγμένος προχώρησε
κατά την πόρτα.
«Περάστε!»
είπε ασθμαίνοντας στην Πελέκη.
Εκείνη
δίστασε. «Να περάσει;» άκουσε τάχα καλά; ή θα συνέβαινε και τρίτο επεισόδιο.
«Περάστε!»
ξανάπε ο επιθεωρητής κι αυτή συμμορφώθηκε.
Οι
καθηγηταί βγήκαν ένας ένας πίσω από τον Επιθεωρητή.
Στο
γραφείο έμεινε μόνο ο Γυμνασιάρχης, η υποδιευθύντρια και η καθηγήτρια των
Γαλλικών. Είχε ταραχτεί τόσο πολύ, που της ήταν αδύνατο να μπει στην τάξη της.
Έπεσε απάνω σε μα καρέκλα απελπισμένη.
Είναι
φοβερό να σε καλεί σε απολογία ο Επιθεωρητής. Είτε δίκαια το κάνει είτε άδικα,
αυτό σε ζημιώνει επαγγελματικά και βαραίνει σε όλη σου τη ζωή. Τρέχα γύρευε
τώρα να βρεις το δίκιο σου.
Στο
δημόσιο βίο ο υπάλληλος είναι τόσο αδύναμος και ανυπεράσπιστος, που ο ίδιος ο
Γυμνασιάρχης τη λυπήθηκε και αποφάσισε να τη βοηθήσει.
«Είναι
αλήθεια πως δεν το άξιζε· ήτανε Κρητικιά, βενιζελική και δημοτικίστρια· λένε,
μάλιστα, πως αριστέριζε κιόλας· ο ίδιος δεν το είχε εξακριβώσει, όμως δεν
υπάρχει αμφιβολία πως έτσι θα ήτανε· τι περιμένεις από δημοτικιστάς!»
Γενικά
είχε όλες εκείνες τις ιδιότητες, που κάνουν έναν εκπαιδευτικό αποκρουστικό,
αξιομίσητο και οριστικά «στάσιμο».
«Αλλά
έλα που η καθηγήτρια των Γαλλικών του ήρεσεν ιδιαιτέρως!»
Εκοίταξε
την υποδιευθύντρια με αποτροπιασμό. «Τι ιδέα να ορίζεται ως υποδιευθύντρια η
αρχαιοτέρα των φιλολόγων!... η καρακάξα! πόσες ευκαιρίες δεν του είχε
καταστρέψει!»
Έσκυψε
τα μάτια του στα χαρτιά του και κοκκίνισε.
«Ας
είναι! τελευταίως εγίνετο μεγάλη κίνησις μεταξύ των Γυμνασιαρχών, όπως
ορίζονται ως υποδιευθύντριαι αι νεότεραι των φιλολόγων· η υποδιευθύντρια
απαιτεί πολύν κόπον· τι να κάμωσι και αι δυστυχείς αρχαιότεραι καταβεβλημέναι,
όπως είναι εκ της πολυώρου και πολυετούς διδασκαλίας!»
Ξανακοίταξε
την υποδιευθύντρια σκυμμένη στα βιβλία της.
«Είναι
αληθές ότι εξετέλει μετά πολλής ευσυνειδησίας το καθήκον της».
Τα
μάτια του έπεσαν άθελα στο σκυμμένο κεφάλι με τα ίσια σταχτερά μαλλιά, το
μέτωπό της το γεμάτο φροντίδες· το στόμα της με τις δυο βαθιές ρυτίδες στις
άκρες του και τα χέρια της, που έτρεμαν λαφριά, καθώς έγραφε. Ήξερε ότι η
κούραση, που έδειχνε το πρόσωπό της δεν ήτανε μόνο από την εργασία του
σχολείου· στους αδύνατους ώμους της εσήκωνε ολόκληρη οικογένεια: ένα πατέρα
αξιόλογο, μα παράλυτο, μια ηλικιωμένη μητέρα και μια αδελφή ανίκανη για κάθε
εργασία.
Είχε
και δυο αδελφούς, αλλά αυτοί παντρεύτηκαν νωρίς· έκαμαν δική τους οικογένεια
και έπαψαν να βοηθούν το σπίτι. Έτσι, όλο το βάρος έπεσε σ’ αυτούς τους
σκυμμένους ώμους, που κοίταζε τώρα χωρίς συμπάθεια: «έτερον εκάτερον!»
δικαιολογήθηκε στον εαυτό του και γύρισε κατά την καθηγήτρια των Γαλλικών. Τα
γαλανά μάτια του ακούμπησαν με απερίγραπτη γλύκα απάνου στα ξαναμμένα μάγουλα
της καθηγήτριας και χάιδεψαν τα λαμπερά, νεανικά, μαύρα μαλλιά της.
«Τι
ξεκούραση!» Αλλά τι έπαθε και ο νους του δεν ξεκολλούσε από μια εικόνα; Ο
παράλυτος πατέρας ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του μπροστά στην ανοιχτή
μπαλκονόπορτα, που έβλεπε κατά την Ακρόπολη. Η μητέρα καθισμένη σε χαμηλή
καρέκλα πλέκει τις βελόνες της με τα στεγνά της δάχτυλα, τα γεμάτα κόμπους· η
αδελφή πηγαινοέρχεται αδιάφορα και η υποδιευθύντρια καθιστή στα πόδια του
πατέρα της, του διαβάζει την εφημερίδα από το κύριο άρθρο, ως την τελευταία
ρεκλάμα. Φαίνεται πως αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη ώρα της υποδιευθύντριας.
Κάπου κάπου σταματάει και χαϊδεύει τα άρρωστα πόδια του γέρου.
-
Τώρα θα έπρεπε να ήσουν στο σπίτι σου, Ελένη, και όχι εδώ με μας!
«Οι
προκομμένοι οι γιοι μου βιάστηκαν να παντρευτούνε,» στέναξε η μητέρα· «οι
άντρες, βλέπεις, πρέπει να κάνουνε όλα τα κέφια τους αμέσως· δε γίνεται να
περιμένουν. Ετούτη είναι η αδυναμία των γυναικώνε: να καταπίνουνε τις επιθυμίες
τους και να καρτεράνε. Τι καρτεράνε;» Στέναξε κι έσκυψε να πιάσει τη θηλειά που
ξεγλίστρησε από τη βελόνα της.
«Οι
μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες…», μουρμούρισε ο γέρος.
«… συ έπρεπε να είχες παντρευτεί και όχι οι γιοι μου!»
Η
υποδιευθύντρια χαμογέλασε.
«Δεν
καταλαβαίνω, πατέρα, για ποιο λόγο θα έπρεπε τώρα να περιποιούμαι τους γονείς
ενός άλλου και όχι τους δικούς μου!»
Άφησε
την εφημερίδα και έτριψε απαλά τα άρρωστα πόδια του πατέρα της.
Αυτή
η σκηνή γύριζε στο νου του Γυμνασιάρχη. Την είχε ζήσει ένα δειλινό, που πήγε
για τυπική επίσκεψη στην υποδιευθύντρια.
Ήξερε,
πως κάθε πρωί η υποδιευθύντρια, προτού να ’ρθει στο Γυμνάσιο έτρεχε στην
κεντρική αγορά, ψώνιζε, έφερνε τα ψώνια σπίτι και όριζε τι θα μαγείρευαν για
τον πατέρα και για τους άλλους. Ο άρρωστες έπρεπε να τρώει καλύτερα και επειδή
ο μισθός της υποδιευθύντριας δεν αρκούσε για να τρώνε όλοι το ίδιο, έπρεπε να
γίνονται δύο μαγειρέματα, αλλά σε τρόπο, που να μην το καταλάβει ο γέρος και
αρνηθεί· έπρεπε λοιπόν να γίνονται διάφοροι συνδυασμοί και για όλα αυτά
φρόντιζε η υποδιευθύντρια κάθε πρωί πριν έρθει στο Γυμνάσιο.
Κι
ωστόσο στο Γυμνάσιο έφτανε πρώτη.
Ήξερε,
πως χωρίς την εργασία της υποδιευθύντριας η οικογένεια θα ’μενε στο δρόμο· όμως
αυτό δεν επηρέαζε καθόλου τις σχηματισμένες ιδέες του για τις γυναίκες και για
τη θέση τους στην κοινωνία. «Προς τι εργάζεται η υποδιευθύντρια; δεν θα ήτο
προτιμότερον και δι’ εαυτήν και δια τους άλλους – ελογάριαζε και τον εαυτό του
– να είχε παραμείνει εις τον οίκον της, ακολουθούσα τον φυσικόν γυναικείον
προορισμόν της; Αι γυναίκες είναι προορισμέναι δια τον οίκον!» συνεπέρανε
σηκώνοντας επίσημα το κεφάλι, μισοκλείνοντας τα μάτια και βυθίζοντας το βλέμμα
στο κενόν, όπως κάνουν συνήθως οι εμβριθείς άνδρες, όταν βγάζουν παρόμοια
μνημειώδη συμπεράσματα. Μα το ποιος θα πλήρωνε το νοίκι «αυτού του οίκου» δεν
απασχολούσε ούτε στιγμή το μυαλό του Γυμνασιάρχη το συνηθισμένο να εργάζεται
θεωρητικά και «μονομερώς». «Έτερον εκάτερον».
Εκοίταξε
την καθηγήτρια των Γαλλικών με λαιμαργία.
«Γυνή,
η βασιλίς του οίκου!» επλατάγισε τη γλώσσα του στο πελώριο στόμα του. «Διατί η
δυστυχής αυτή» – έριξε μια βιαστική ματιά οίκτου στην υποδιευθύντρια- «να
εισέλθει εις τον δημόσιον βίον; και άπαξ παρέκλινε της φυσικής τροχιάς» – η
παρέκκλιση της καθηγήτριας των Γαλλικών δεν τον ενοχλούσε καθόλου – «γιατί να
γίνει υποδιευθύντρια και ακριβώς εις το ιδικόν του Γυμνάσιον; δεν υπήρχον άραγε
και άλλα Γυμνάσια θηλέων εν Αθήναις;»
«Όχι!
αι γυναίκες δεν ήσαν δια δημοσίαν υπηρεσίαν!» Τα μάτια του έπεσαν ανήσυχα στα
μαλλιά της νέας καθηγήτριας. Ζαλίστηκε, δεν ήξερε τι ήθελε, ούτε τι έλεγε. Ένα
κύμα θυμού ανέβηκε στο κεφάλι του και το φαλακρό του κρανίο εκοκκίνισε. Ο θυμός
του σηκώθηκε εναντίον του εαυτού του, εναντίον της νέας καθηγήτριας, μα ξέσπασε
εναντίον της υποδιευθύντριας: «Δια ποίον λόγον αι υποδιευθύντριαι έπρεπε να
είναι διαρκώς εις το Γυμνάσιον;»
-
Κυρία υποδιευθύντρια, δεν κάνεις μια βόλτα εις τους διαδρόμους; Ο κ. Γενικός είναι
στο Α’ α’· για ρίξε μια ματιά, μη θορυβώσι μαθήτριαι εις τους διαδρόμους;
Η
υποδιευθύντρια σηκώθηκε· περνώντας μπροστά του, τον κοίταξε πλάγια με το βλέμμα
της κότας.
«Παλιόμουτρο!
σε καταλάβαμε, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς!»
«Πραγματικώς,
κ. Γυμνασιάρχα, πρέπει να ρίξω μια ματιά στους διαδρόμους» και κοίταξε τη νέα
καθηγήτρια χωρίς συμπάθεια.
Στο
απάνω πάτωμα ησυχία. Κάπου κάπου μια αγριεμένη φωνή: «Προσοχή!» κι ένα χτύπημα
του ποδιού στο βάθρο της έδρας.
Κατέβηκε
στο α’ πάτωμα· στην πόρτα της αυλής στέκονταν μια μαθήτρια της Β’ γ’ και έριχνε
ψίχουλα σε τρία περιστέρια.
-
Τι συμβαίνει, Φραγκιά; γιατί δεν είσαι στην τάξη σου;
Το
κορίτσι κατέβασε το κεφάλι
-
Μ’ έβγαλε έξω ο κ. Θερμίδης, είπε συγχυσμένο.
-
Ο κ. Θερμίδης; φαντάζομαι τι θα ’κανες για να θυμώσει ο κ. Θερμίδης, που είναι
τόσο επιεικής.
Το
κορίτσι άρχισε να κλαίει. Δεν είχε κάμει απολύτως τίποτε και ούτε και θα την
έβγαζε έξω ο κ. Θερμίδης, αν δεν το ζητούσε ο κ. Επιθεωρητής.
-
Μα ο κ. Επιθεωρητής ήρθε στην τάξη σας;
-
Όχι! αλλά καθώς περνούσε είδε στον πίνακά μας γραμμένη μια λέξη και έκαμε
φασαρία· ρώτησε ποια την έγραψε και πρόσταξε να ’ρθει αμέσως να τη διορθώσει!
Εγώ είχα γράψει στον πίνακα «άτακτες». Σηκώθηκα λοιπόν και τη διόρθωσα. Τότε
αυτός έγινε έξω φρενών· με είπε «αμαθεστάτη» και παράγγειλε στον κ. Θερμίδη,
που έμπαινε εκείνη τη στιγμή να με βγάλει έξω.
-
Τι διόρθωση έκαμες;
Το
κορίτσι κοίταξε την υποδιευθύντρια φοβισμένα.
-
Έσβησα το κάπα και έγραψα χτ: άταχτες· αυτό δεν είναι το σωστό; Αφού είναι δυο
ψιλά μαζί, το ένα δεν πρέπει να γίνει δασύ;
«Ναι,
βεβαίως, είναι και αυτός ένας κανών· αλλά δεν εδιδάχθης, ότι οι ίδιοι κανόνες
δεν ισχύουσι δι’ όλας τας εποχάς;»
Το
κορίτσι την κοίταξε με απορία. Όχι, αυτό δεν το ήξερε· ο κανόνας είναι κανόνας!
αλλά αφού το έλεγε η κ. υποδιευθύντρια δεν έπρεπε να αμφιβάλει. Άλλωστε της
ήτανε και εντελώς αδιάφορο· σφόγγισε τα μάτια της και έψαξε στην τσέπη της για
ψίχουλα.
«Το
μάθημα διεξήχθη καλώς και δια της συμμετοχής πλείστων όσων μαθητριών, θα έλεγον
όλης της τάξεως και τούτο ομολογώ ότι είναι άριστον· η προσφορά όμως του νέου,
εγένετο κατά τρόπον παράδοξον: το νέον δεν προσεφέρθη υπό της καθηγητρίας ως
είναι το κανονικόν· αλλ’ εξήχθη δι’ ερωτήσεων εκ των μαθητριών και μόνον εις
τινα σημεία συνεπληρώθη υπ’ αυτής. Τούτο με εξένισεν. Υμάς;» Και εκοίταξε
κυκλοτερώς τους καθηγητάς.
Οι
περισσότεροι φιλόλογοι έδειξαν μεγάλη απορία και μόνο ο κ. Λυμπερίου εξήγησε με
πολλές περιστροφές, για να μη δυσαρεστήσει τον κ. Επιθεωρητή και τους
συναδέλφους του, πως ο τρόπος δεν ήτανε άστοχος.
Η
Πελέκη άκουε σιωπηλή.
«Η
γνώμη μου είναι…» υψώθηκε μια καθαρή
φωνή μόλις έπαψε ο κ. Λυμπερίου· «ότι ο τρόπος αυτός είναι άριστος!»
Οι
καθηγηταί εγύρισαν κατά το μέρος της νέας καθηγήτριας έκπληκτοι.
«Καλέ
τι της ήρθε!»
Η
καθηγήτρια των Γαλλικών, που ήτανε φίλη της την εκοίταξε με τρόμο. Η νέα
έρχονταν από τόπο ήμερο και πολιτισμένο· είχε πρωτοδιοριστεί σε Γυμνάσιο και
δεν ήξερε ακόμα πώς συμπεριφέρονται οι εκπαιδευτικοί μεταξύ τους: ποτέ δε λένε
τη γνώμη τους· και απέναντι προϊσταμένων δεν έχουνε γνώμη. Για ό,τι θα τραβούσε
τώρα η νέα καθηγήτρια, αυτή θα ήτανε υπεύθυνη, που δεν την είχε κατατοπίσει.
«Η
γνώμη σας! η γνώμη σας! η γνώμη σας!» είπε τρεις φορές με ειρωνεία ο
Επιθεωρητής· «και τολμάτε να έχετε γνώμην; και ποία είσθε σεις, ήτις έχετε
γνώμην!»
«Η
φιλόλογος Γεωργή» απάντησε με ευγένεια η καθηγήτρια και κοίταξε κατάματα τον
Επιθεωρητή.
Ο
Επιθεωρητής, είτε γιατί εθεώρησε ανάξιό του να συζητεί με το ασήμαντο αυτό
υποκείμενο είτε γιατί η γαλήνη που είχε η φωνή, η έκφραση και τα σοβαρά μάτια
αυτού του υποκειμένου απλώθηκε και ίσαμε την ψυχή του, ησύχασε απότομα· τράβηξε
με τα δυο του δάχτυλα το κολάρο του δεξιά και αριστερά, σαν για να το πλατύνει
και χωρέσει ανετότερα ο λαιμός του και γύρισε προς την Πελέκη.
-
Επιθυμώ να ακολουθείτε το εγχειρίδιον, κυρία καθηγήτρια, και αι μαθήτριαι να το
αποστηθίζωσιν· είμαι υπέρ της αποστηθίσεως.
-
Μου επιτρέπετε να σας ερωτήσω τι σκοπόν έχει η αποστήθιση;
-
Γλωσσικόν! δια της αποστηθίσεως ολόκληροι εκφράσεις και γλωσσικοί τύποι
παραμένουσιν εν τη μνήμη των μαθητριών και ούτως εθίζονται να εκφράζονται ορθώς
και εις ευπρεπή γλώσσαν.
-
Αλλά για το σκοπό αυτό έχουμε, κ. Επιθεωρητά, άλλα μαθήματα, καθαρά γλωσσικά,
αν και δεν παραδέχομαι, πως η αποστήθιση γλωσσικών τύπων και εκφράσεων βοηθάει
τη γλώσσα. Αυτοί οι τύποι μένουν στη μνήμη των παιδιών, αλλά ξεκάρφωτοι και δεν
αφομοιώνονται με το λεχτικό το δικό τους· γιατί λοιπόν να χάνουμε πολύτιμο
χρόνο και δύναμη, για μάταια πράγματα; άλλωστε ο σκοπός τους μαθήματος της
ιστορίας δεν είναι γλωσσικός.
Egon Schiele, Double Portrait (Chief Inspector Heinrich Benesch and His Son Otto), 1913
Ο
Επιθεωρητής εκοίταξε τους φιλολόγους έκπληκτος.
-
«Μάταιον πράγμα ονομάζει η καθηγήτρια, την εκμάθησιν της ελληνικής γλώσσης!»
απόρεσε ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγηταί χαμογέλασαν με οίκτο για την
καθηγήτρια.
«…
σκοπός της ιστορίας είναι…»
«Δε
θα μας διδάξετε, κυρία μου,» διέκοψε αυστηρά ο Επιθεωρητής· «σκοπός όλων των
μαθημάτων είναι εις και μόνος: ο γλωσσικός! οι επιμέρους σκοποί είναι
δευτερεύοντες· πρώτος και σπουδαιότατος ο γλωσσικός και ούτος επιτυγχάνεται
μόνον δια της αποστηθίσεως. Αυτή είναι η γνώμη μου!» Και χτύπησε τη γροθιά του
με δύναμη απάνω στο τραπέζι.
Πάλε
τα μελανοδοχεία τινάχτηκαν ψηλά και πιτσίλησαν με μελάνια την πράσινη τσόχα του
τραπεζιού.
«Αυτή
είναι η γνώμη μου!» ξανάπε με έμφαση γυρίζοντας κατά την Πελέκη.
Το
αίμα τής ανέβηκε στο κεφάλι.
«Να
την κρατήσετε, κύριε Επιθεωρητά», είπε κι αυτή συγχυσμένη.
Ο
Επιθεωρητής την κοίταξε κάμποσα λεπτά σιωπηλός· η σκληρή και χαιρέκακη έκφραση
φάνηκε πάλι στο πρόσωπό του. Γιατί να συζητεί σε επικίνδυνα θέματα;
Είχε
τον τρόπο να τιμωρεί χωρίς να εκτίθεται.
Ο
επιστάτης του σχολείου μπήκε μ’ ένα δίσκο, με δυο καφέδες και γλυκό του
κουταλιού και τον τοποθέτησε ανάμεσα στον Επιθεωρητή και το Γυμνασιάρχη.
-
Τι θα ελέγατε δι’ ένα καφεδάκι κ. Επιθεωρητά;
-
Πολύ ευχαρίστως! κ. Γυμνασιάρχα· θα είναι μια ευχάριστος ανάπαυλα.
-
Σας εκουράσαμε σήμερον!
-
Είμαι εθισμένος εις τα τοιαύτα και ουδόλως με επηρεάζουσιν.
Ο
Θεολόγος με τα πολιτικά εμειδίασε: «αυτά έχει το υπούργημά σας κ. Γενικέ!»
«Πραγματικώς»
είπε η κ. υποδιευθύντρια, που είχε εντωμεταξύ γυρίσει από την περιοδεία της
στους διαδρόμους και κάθισε στα αριστερά του Γυμνασιάρχη. Έγινε σιωπή.
Ο
Επιθεωρητής πήρε την κουταλιά το βύσινο και ήπιε το παγωμένο νερό.
-
«Ύδωρ νεαρόν! επιτυχέστερον επίθετον δεν θα ηδύνατο να εύρει ο θείος Πίνδαρος
δια το ζείδωρον ύδωρ» είπε ο Επιθεωρητής, χτυπώντας τη γλώσσα του
ευχαριστημένος. Κοίταξε όλους. Ήτανε σύμφωνοι; Σύμφωνοι όλοι!
«Γι’
αυτό και ο λαός το προβίβασε σε ουσιαστικό» είπε η Γεωργή «και το διατήρησε
ίσαμε σήμερα «νερό!» καμιά γλώσσα δεν έχει τόσο εκφραστική λέξη γι’ αυτό το
υγρό δώρο του Θεού»
«Παρεφθαρμένον!»
είπε με αηδία ο Αστρίδης «δεν έχει καμίαν πλέον σχέσιν με το αρχαίον «νεαρόν»
του Πινδάρου.
«Έτερον
εκάτερον» είπε ο Γυμνασιάρχης και χαμογέλασε· και τότε χαμογέλασαν όλοι.
Αγλαΐα
Παπά, Προσωπογραφία της Κατίνας Παπά.
Οικογενειακό αρχείο φωτογραφιών έργων τέχνης. Φωτογράφιση Γ. Κάρτερ.
Η
Κατίνα Παπά γεννήθηκε στο χωριό Γιαννιτσάτες στη Βόρειο Ήπειρο. Ο πατέρας της, Γεώργιος Παπάς, ήταν
δάσκαλος και είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάπα, το 1875. Τις μαθητικές
της σπουδές τις έκανε στο Αρσάκειο και στο Γυμνάσιο της Κέρκυρας. Αποφοίτησε με
άριστα και παίρνοντας το τιμητικό βραβείο «Ντάγκλας». Το 1915 γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1919, μετά το πτυχίο της
διορίστηκε καθηγήτρια στην Κέρκυρα. Εκεί, με την Ειρήνη Δενδρινού και τον
«Λογοτεχνικό Όμιλο», εξέδωσαν την Κερκυραϊκή Ανθολογία στην οποία συνεργάστηκαν
γνωστοί συγγραφείς και ποιητές κι ανάμεσά τους ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο
Δημήτρης Καμπούρογλου κ.ά. Αργότερα, στην Αθήνα, φοίτησε για δυο χρόνια στη
νεοϊδρυθείσα Παιδαγωγική Ακαδημία, έχοντας δασκάλους τον Αλέξανδρο Δελμούζο,
τον Δημήτρη Γληνό και τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Το 1930 πήρε κρατική υποτροφία
και σπούδασε θεραπευτική παιδαγωγική στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο
πανεπιστήμιο του Μονάχου και στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στο Ζέμερινγκ της
Αυστρίας παρακολουθεί τα μαθήματα του διάσημου ιδρυτή της Ατομικής Ψυχολογίας
Άλφρεντ Άντλερ. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα εργάστηκε ως καθηγήτρια στο
6ο Γυμνάσιο θηλέων, όπου εφάρμοσε επιτυχώς, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τη
θεραπευτική παιδαγωγική.
Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1935 με τη συλλογή διηγημάτων Στη συκαμιά από κάτω, η οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η δεύτερη συλλογή της έχει τίτλο Αν άλλαζαν όλα. Κι αυτό το βιβλίο της απέσπασε ευνοϊκότατα σχόλια από κριτικούς. «Αλήθεια, σας ζηλεύω», της έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης. «Τι ζωντάνια, τι ευαισθησία και χάρη, τι ταύτιση σκοπού και πραγματοποίησης!».
Στον χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1935 με τη συλλογή διηγημάτων Στη συκαμιά από κάτω, η οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η δεύτερη συλλογή της έχει τίτλο Αν άλλαζαν όλα. Κι αυτό το βιβλίο της απέσπασε ευνοϊκότατα σχόλια από κριτικούς. «Αλήθεια, σας ζηλεύω», της έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης. «Τι ζωντάνια, τι ευαισθησία και χάρη, τι ταύτιση σκοπού και πραγματοποίησης!».
Τη χρονιά που πέθανε η Κατίνα Παπά, το 1959, εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων. Τα κατάλοιπα των έργων της, το θεατρικό Ξένος, τα ποιήματά της, καθώς και τις πολλαπλές εκδόσεις των βιβλίων της, ανέλαβε και πραγματοποίησε το 1963 η αδελφή της, η ζωγράφος Αγλαΐα Παπά. Διηγήματά της μεταφράστηκαν και ανθολογήθηκαν στη Γερμανία. Το πεζογραφικό της έργο τοποθετείται στα πλαίσια της προσπάθειας της γενιάς του Τριάντα για ανανέωση του παραδοσιακού αφηγηματικού λόγου και απεμπλοκή από τις φόρμες της ηθογραφίας, με βασικά χαρακτηριστικά του τη βαθιά ψυχολογική προσέγγιση των χαρακτήρων, το λυρισμό, τη συναισθηματική φόρτιση της συγγραφέως, τη συμμετοχή της στα συναισθήματα των ηρώων της, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, την αξιοσημείωτη ευλυγισία στην επεξεργασία της πλοκής και στη γλωσσική έκφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Κατίνας Παπά βλ. Μέλμπεργκ Μαργαρίτα. «Κατίνα Παπά», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Ζ΄, σ.8-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.