Πάμπλο Πικάσο, Γυναίκα με σταυρωμένα χέρια, 1901-1902
Έφυγε.
Σηκώθηκε και έφυγε. Από το σπίτι της.
Τα είχε
σχεδιάσει όλα, είχε κάνει και πρόβα. Τους τελευταίους έξι μήνες το έκανε
τέσσερις φορές για δύο μερόνυχτα, και μάλιστα σε διαφορετικές εποχές. Μία μέσα
Σεπτεμβρίου, μία αρχές Νοεμβρίου, μετά τον Γενάρη και ακόμη μία τέλη
Φεβρουαρίου. Ήθελε να είναι έτοιμη για τη στιγμή που θα γινόταν ο
πλειστηριασμός και θα έχανε το σπίτι της. Ο δρόμος γινόταν το σπίτι της. Με
270€ σύνταξη μπορούσε να κρατηθεί σε αυτό το σπίτι, το μεγάλο, το ανοιχτό, το
άλλο όμως, το δικό της, δεν μπορούσε να το κρατήσει. Και να πεις ότι δεν είχε
δουλέψει στη ζωή της... Το σπίτι της Κυράνας.
Erik Henningsen, Evicted, 1892
Άννα ήταν
το όνομά της, κάπου στα τριάντα της άρχισαν να την αποκαλούν κυρία Άννα, κυρά Άννα,
Κυράνα. Της άρεσε και το κράτησε. Το Άννα έμεινε στην ταυτότητά της και στο
στόμα της μάνας της. Μέχρι που πέθανε εκείνη και το Άννα ξεχάστηκε. Ή μάλλον
έμεινε στα χαρτιά του πλειστηριασμού. Τρεις κλήσεις δέχτηκε για να αδειάσει το
σπίτι. Τι να αδειάσει και πού να τα πάει τα συμπράγκαλα μιας ζωής. Και τι να τα
κάνει άλλωστε... Ποια απ’ αυτά ήταν πραγματικά χρήσιμα; Έβαλε σε μια μεγάλη
βαλίτσα ρούχα, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, και τη μετέφερε στο σπίτι μιας
γνωστής της. Την παρακάλεσε να την κρατήσει χωρίς να της δώσει πολλές πολλές
εξηγήσεις. Για τα άλλα αδιαφόρησε. Ας τα έκαμναν ό,τι ήθελαν. Οι νέοι
ιδιοκτήτες. Όταν θα έρχονταν να τη βγάλουν. Ήρθαν. Με ΜΑΤ.
-
Σιγά,
αγόρι μου, είπε στον Ματατζή. Θα γκρεμίσεις την πόρτα. Κρίμα είναι. Και τι
πόρτα... Από καρυδιά.
Με το κλομπ
στο χέρι έμεινε ο μεταμφιεσμένος σε αστακό νεαρός ένστολος, εκπαιδευμένος να
μένει ασυγκίνητος μπροστά στα μικρά οικογενειακά δράματα.
-
Να σε
κεράσω, αγόρι μου. Ελάτε κι εσείς μέσα, είπε στους υπόλοιπους κρατικούς
λειτουργούς του συστήματος. Περάστε.
Αμήχανοι οι
Ματατζήδες, με τις μάσκες αερίων να κρέμονται γύρω από το πηγούνι τους, μπήκαν
μέσα. Κεράσι γλυκό φτιαγμένο από τα χέρια της και νεράκι κρύο τους κέρασε.
-
Να
δροσιστείτε λίγο, τους είπε. Θα ζεσταίνεστε με όλα αυτά που φοράτε.
Δίσταζαν να
απλώσουν τα χέρια τους στο κέρασμα.
-
Καλό
το έκανα, είπε εκείνη παίρνοντας μια κουταλιά από το βαζάκι, μάλλον για να τους
δείξει ότι δεν είχε ρίξει κανένα δηλητήριο που θα τους έκανε να βγάλουν αφρούς
από το στόμα τους.
Ο Ματατζής
την έσπρωξε.
-
Δεν
πειράζει, αγόρι μου. Σε βάζουν και τα κάνεις αυτά. Σε βλέπουν κιόλας οι
προϊστάμενοί σου. Μη χάσεις τη δουλειά σου. Κάνε αυτό που πρέπει. Σπρώξε. Αν
θέλεις, χτύπα με κιόλας.
Ο δίσκος με
το βαζάκι το γλυκό, τα μισοάδεια νεροπότηρα και τα λερωμένα κουταλάκια έμειναν
στον μπουφέ της εισόδου. Εκείνη βρέθηκε στον δρόμο. Με μια βαλίτσα με ροδάκια,
για να τη σέρνει εύκολα, και με το καροτσάκι που πήγαινε για ψώνια. Η 68χρονη
Κυράνα. Σαν να πήγαινε εκδρομή.
Augustus Leopold Egg, Past and Present,
No. 3, 1858
Με τα
ελάχιστα για την επιβίωσή της εγκαταστάθηκε δίπλα στον σταθμό. Είχε δει πού μένανν
οι άλλοι άστεγοι και βρήκε και αυτή τη γωνιά της. Αξιοποίησε και την εμπειρία
που είχε από κατασκηνώσεις και ελεύθερο camping στα νιάτα της και βολεύτηκε μια χαρά. Για έναν ύπνο την ήθελε
αυτή τη γωνιά. Γιατί για τη μέρα είχε κάνει το πρόγραμμά της.
Με την
πενιχρή της σύνταξη, έβγαλε μηνιαία κάρτα για να κινείται όσες φορές την ημέρα
ήθελε με όποια λεωφορεία ήθελε. Προς
όποια κατεύθυνση. Άλλες φορές για να γνωρίσει περιοχές ή να πάει σε μουσεία και
εκθεσιακούς χώρους, άλλοτε πάλι, τον χειμώνα, επειδή κρύωνε. Το λεωφορείο έγινε
το σπίτι της.
Της έμεναν
235€, μείον 7.50€ για τα απορρυπαντικά, ίσον 227.50. Το ποσό αυτό το άφηνε στην
τράπεζα και κάθε μέρα τραβούσε μόνο όσα έπρεπε για να βγάζει τον μήνα. Διακόσια
είκοσι επτά και πενήντα δια του τριάντα ένα. Επτά και τριάντα τρία την ημέρα.
Έτρωγε
μετρημένα, όσο πραγματικά χρειαζόταν. Τίποτε από βουλιμία ή για την
ευχαρίστηση. Έτσι έκοψε κι εκείνη τη συνήθεια που είχε στο σπίτι της να
τσιμπολογάει ακατάπαυστα. Τι στο καλό την έπιανε και έπρεπε να απασχολεί το
στόμα της συνέχεια, ειδικά μετά το μεσημέρι; Έκοψε και τα πολλά αλάτια... Έτσι
δεν χρειαζόταν παραπάνω νερό, το οποίο από την αρχή κιόλας το είχε περιορίσει
κατά πολύ, γουλιά γουλιά το έπινε. Για να μην χρειάζεται να πηγαίνει συχνά
πυκνά στην τουαλέτα. Περιόριζε διαρκώς τις σωματικές της ανάγκες. Καλοντυμένη
όπως ήταν, τουλάχιστον στην αρχή, κανένας δεν καταλάβαινε ότι ήταν μια άστεγη.
Στον σταθμό πίστευαν ότι ήταν ταξιδιώτισσα. Με μια μεγάλη τσάντα έμπαινε στις
τουαλέτες, έβγαζε γάντια και απορρυπαντικά, διάλεγε μία, την καθάριζε και μετά
τη χρησιμοποιούσε.
Έκανε
πρόγραμμα. Σε ποιο μουσείο θα πήγαινε, ποια έκθεση θα έβλεπε, ποια τουαλέτα θα
χρησιμοποιούσε. Κάθε μέρα στον δρόμο. Και μια φορά την εβδομάδα, πήγαινε στο
κέντρο αστέγων για να κάνει ένα μπάνιο. Εκτός από το καλοκαίρι. Τότε έπαιρνε το
λεωφορείο και πήγαινε στην πιο κοντινή παραλία της πόλης. Παλιά έκαμναν μπάνιο
εκεί, τώρα μόνο ηλιοθεραπεία. Έβαζε το μαγιό της και έμενε μέχρι αργά το
απόγευμα εκεί. Νωρίτερα είχε κάνει το μπάνιο της με το γλυκό νερό –ακόμη
υπήρχαν τα ντουζ στην παραλία-, το νεράκι ήταν ζεστό από τον ήλιο, λουζόταν και
πεντακάθαρη γυρνούσε στην πόλη. Μια φορά τον μήνα πήγαινε και στον κινηματογράφο.
Το
σημαντικό ήταν να κρατήσει ένα πρόγραμμα και ένα ρυθμό στη ζωή της. Και την
καθαριότητα. Πειθαρχία. Σκούπιζε το πεζοδρόμιο γύρω από το τσαρδάκι της, έβαλε
και γλαστράκια γύρω τριγύρω. Τα πότιζε.
Την
έκλεψαν. Της έσκισαν τα νάυλον που είχε στερεώσει με ξύλα για να χώνεται από
κάτω – αυτό ήταν το αντισκηνάκι της, εκεί ήταν και το στρωματάκι της με τον
υπνόσακο. Και το καροτσάκι για τα ψώνια τής πήραν, εκείνο με το οποίο είχε
φύγει από το σπίτι της –εκεί μέσα είχε τις αλλαξιές της, παντελόνια, μπλούζες,
όλα από δύο· και μια φόρμα για τον ύπνο της. Έκλεψε κι εκείνη ένα καροτσάκι από
σούπερ μάρκετ. Αγόρασε αλυσίδα και κλειδαριά –εκείνο τον μήνα χρειάστηκε να
φάει ακόμη λιγότερο για να τα καταφέρει με την απρόβλεπτη ζημιά– και κάθε πρωί
μάζευε τα πράγματά της, τα έβαζε στο καρότσι, κατέβαζε το καπάκι του και το
αλυσόδενε σε κάποιον κορμό δέντρου. Τη νύχτα έστηνε το κρεβάτι της. Τώρα δυσκολευόταν
περισσότερο με την καθαριότητα. Εξακολουθούσε να κόβει τα αγριόχορτα γύρω από
τα δέντρα.
John Keane, Fear at the Bus Stop,
1992
Έπαιρνε το
λεωφορείο και έκανε μακρινές διαδρομές. Πέρα δώθε. Αφού είχε τη μηνιαία κάρτα.
Η Δευτέρα την ταλαιπωρούσε, ήταν κλειστά τα μουσεία. Πήγαινε όμως σε
εκθεσιακούς χώρους –έμαθε όλες τις γκαλερί της πόλης. Παρακολουθούσε και τις
παρουσιάσεις βιβλίων –κυρίως στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της πόλης, στο γυάλινο
κτίριο. Έμενε ώρες στο αναγνωστήριο διαβάζοντας ή κάνοντας πως διαβάζει.
Εξασφάλιζε έτσι τη ζέστη της το χειμώνα και την τουαλέτα –στον όροφο με την
αίθουσα διαλέξεων, βγαίνοντας από το ανσασέρ δεξιά. Έμαθε και το πρόγραμμα των λαϊκών αγορών και
κάθε μέρα ήταν σε άλλη. Αργά το μεσημέρι έφτανε, την ώρα που οι αγρότες και οι
έμποροι της λαϊκής μάζευαν τα πράγματά τους για να φύγουν. Πετούσαν απούλητα φρούτα
και λαχανικά –κάποια ήταν καλά, λιγότερο σάπια από άλλα. Τα μάζευε στη μεγάλη
τσάντα της, όλοι οι άστεγοι έχουν μια μεγάλη τσάντα, και τα πήγαινε στο
τσαρδάκι της· ή έστρωνε σε κάποιο παγκάκι σε πάρκο –της άρεζε πολύ εκείνο που
ήταν απέναντι από το μεγάλο θέατρο της πόλης, πλάι στον πεζόδρομο με τα καφέ
και τα εστιατόρια. Έβαζε κάτω μία ή δύο χαρτοπετσέτες, ανάλογα με το μέγεθός
τους, και άπλωνε την πραμάτεια της. Είχε φαΐ. Έτσι, απολάμβανε τις μπουκιές
της.
Έμαθε και
το πρόγραμμα των εφημεριών στα νοσοκομεία. Τι καλά που ήταν εκεί... Την
περνούσαν για συνοδό. Έμπαινε στα δωμάτια, χαιρετούσε τον κόσμο, έπιανε
κουβέντα, την κερνούσαν. «Α, με συγχωρείτε, να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα σας;
Για να μην τρέχω στην άλλη πτέρυγα...». Περίμενε στους διαδρόμους την ώρα που
οι νοσοκόμες μάζευαν τα φαγητά από τους ασθενείς. Όλο και κάποιος δεν είχε
φάει, είχε αφήσει το ψωμί του, το γλυκάκι του, το φρούτο του... Τα μάζευε στη
μεγάλη τσάντα της. Κι αν της ερχόταν καμιά φορά να κλάψει, έτσι στα καλά
καθούμενα ή γιατί λυπόταν για κάποιον εκεί μέσα, από συμπαράσταση, ακουμπούσε
στον τοίχο του νοσοκομείου και έκλαιγε, χωρίς αναστολές, χωρίς να κρύβεται από
τα βλέμματα των άλλων. Εκεί μέσα τα δάκρυα ήταν αυτονόητα.
Το
καλοκαίρι καθόταν με τις ώρες στα παγκάκια, στα πάρκα ή στα πεζοδρόμια.
Παρατηρούσε τους ανθρώπους, αργότερα η ανάγκη την έκανε να κοιτά κάτω, χαμηλά,
στα πόδια τους, για κανένα νόμισμα. Μάζευε και τα μονόλεπτα. Με πενήντα λεπτά
ένα κουλούρι.
Δυο χρόνια
πέρασαν. Πειθαρχία και πρόγραμμα. Αυστηρή εφαρμογή. Καμία ρωγμή. Να τις
προλάβει. Πάντα προσεκτική την ώρα που έτρωγε, για να μη λερωθεί, είδε μια
μικρή σταγόνα λάδι να πέφτει στο ρούχο της πάνω στο στήθος από την μπούκα το
ψωμί που είχε βουτήξει σε λαδάκι. Θα μπορούσε να την προλάβει, να την πιάσει
στον αέρα. Την παρακολούθησε στην πορεία
της. Η σταγόνα στάθηκε ολοστρόγγυλη στο ρούχο, γυαλιστερή γυαλιστερή, ύστερα
άρχισε να απλώνεται, μέχρι που απορροφήθηκε από το ύφασμα. Αδιάφορη για τη
σταγόνα που τη λέρωνε η Κυράνα συνέχισε να τρώει. Τα ψίχουλα μαζεύονταν στην
ποδιά της. Το ίδιο και τα πουλιά. Η μυρωδιά της άλλαζε.
Alexios Shandermani, Homeless
Άλλαξε
ριζικά τον χειμώνα του 2015. Οι θερμοκρασίες έπεσαν πολύ. Τα νάυλον στο
τσαρδάκι της δεν την προστάτευαν. Πήγε στον ξενώνα των αστέγων. Γεμάτος.
Ξαναγύρισε στο τσαρδάκι. Άφησε τα σκυλιά να μπουν μέσα στην τρύπα της και να
χουχουλιάσουν δίπλα της. Τη ζέσταναν. Αφημένη στους λεκέδες και στην ανάγκη για
ζεστασιά προσκολλήθηκε στους σκύλους της. Στα μουσεία δεν την άφηναν πια να
μπει μέσα, πολύ περισσότερο στα πολυκαταστήματα. Κανέναν δεν ξεγελούσε. Όσο για
τις εκκλησιές είχαν τοποθετηθεί με επιμέλεια κιγκλιδώματα με βαριές αλυσίδες
για το βράδυ, ώστε κανένας να μη μένει στον χώρο ανάμεσα στους πρώτους κίονες
μετά τη σκάλα και την καθαυτό είσοδο του ναού.
Δυο χρόνια
ακόμη. Πού να πάει; Άρχισε να τριγυρνά κοντά στο παλιό της σπίτι. Καθόταν στο
παγκάκι απέναντι. Και τα βράδια, πολύ αργά, άνοιγε την κόκκινη καγκελόπορτα και
κούρνιαζε στη μικρή αυλίτσα με τα τέσσερα στριφτά σκαλοπατάκια. Το πρωί,
χαράματα, έφευγε. Μέχρι που την τσάκωσαν. Ένα ζευγάρι κοντά στην ηλικία της, ο
άνδρας λίγο μεγαλύτερος. Πώς της φάνηκε για γνωστός; Ήταν ο... Λάθος. Λάθος.
Δεν μπορεί να της πήρε το σπίτι ο... Αλλά και πώς της φάνηκε ότι και το δικό
του βλέμμα την κοίταξε αλλιώς; Της έδωσαν λίγο φαγητό και της ζήτησαν να φύγει
από την πόρτα τους. Η ομιλία του... Το βράδυ που γύρισε βρήκε την καγκελόπορτα
κλειδωμένη. Πού να πάει; Δεν ήξερε σε ποιο πρόγραμμα να πειθαρχήσει.
Vanessa Bell, Summer camp,
1913
Τέλη
Σεπτεμβρίου, μάζεψε τα πραγματάκια της, πήρε το λεωφορείο και έφτασε στο
παραθαλάσσιο χωριό που εκτεινόταν μέχρι τη ρίζα του βουνού, όπου παλιά -πότε
ήταν;- φιλοξενούνταν, κυρίως Μάιο και Ιούνιο, όταν ακόμη δεν είχαν μαζευτεί
παραθεριστές. Τότε έκαμνε βόλτες μακρινές. Προπάντων της άρεζε το κάμπινγκ, που
εκείνη την περίοδο άνοιγε, οπότε δεν είχαν έρθει ακόμη όσοι άφηναν τροχόσπιτα
και αντίσκηνα στημένα και τον χειμώνα –νοίκιαζαν τον χώρο και άφηναν εκεί το
υπαίθριο σπιτικό για να το βρουν την επόμενη χρονιά, λίγο ταλαιπωρημένο από τις
κακοκαιρίες αλλά πάντως εκεί. Λίγο συμμάζεμα, μπάλωμα στις τρύπες που είχαν
ανοίξει από τους αέρηδες ή από κλαδιά που έπεφταν, σκούπισμα τα ξερά φύλλα από
την «αυλίτσα», μετά έβγαιναν οι πλαστικές καρέκλες, τα τραπεζάκια, η κεραία για
την τηλεόραση στηνόταν, οι μπαταρίες την έβαζαν σε λειτουργία, όπως και τα
ψυγεία και τις άλλες συσκευές, προπάντων να φορτίζουν οι υπολογιστές και τα
κινητά. Πολιτισμός πλάι στη θάλασσα. Όλες οι ανέσεις. Όλο το καλοκαίρι.
Προπάντων τα Σαββατοκύριακα. Αρκετοί ομόρφαιναν τον χώρο τους με γλάστρες και
κατασκευές από πέτρες, με ζωγραφιές και ξωτικά, μια πολιτεία ολόκληρη με παιδιά
και ποδήλατα, καυγάδες οι μεγάλοι, πρώτοι έρωτες για τα μικρά. Εκεί κατέφυγε η
κυρία Κυράνα. Τέλη Σεπτεμβρίου. 73, 74 χρονών πια; Αλήθεια, πόσο ήταν; Πόσος
καιρός είχε περάσει;
Οι
τελευταίοι κατασκηνωτές μάζευαν τα πράγματά τους, οι ιδιοκτήτες του χώρου
ετοιμάζονταν για το κλείσιμο του χειμώνα. Οι χώροι ασφαλίστηκαν, η συρόμενη
πόρτα της εισόδου δέθηκε με αλυσίδες. Έφυγαν. Ορθάνοιχτο και ανασφάλιστο το
κάμπινγκ από την πλευρά της θάλασσας. Μπήκε με την άνεσή της. Τριγύρισε
κοιτάζοντας προσεκτικά. Δοκίμασε μήπως κάποιο τροχόσπιτο είχε ξεχαστεί
ξεκλείδωτο. Κανένα, και αυτή δεν ήξερε, και δεν ήθελε να μάθει να παραβιάζει
κλειδαριές. Τα αντίσκηνα ήταν πιο εύκολα. Εγκαταστάθηκε σε ένα. Βρήκε
στρωσίδια, κρεβάτια, κουβέρτες. Βασίλισσα. Μετά από καιρό είχε ένα σπιτικό. Και
ρούχα. Μόνο που ήταν καλοκαιρινά. Ας είναι. Τα φορούσε πάνω από τα δικά της τα
χειμωνιάτικα. Έτσι, για να νιώθει ότι φορά καινούρια και καθαρά. Βρήκε και
τρόφιμα, όσπρια και ζυμαρικά, καφέ, ζάχαρη. Όταν τελείωσαν από το αντίσκηνό
της, έψαχνε σε άλλα. Και κάθε τρίτη μέρα ανέβαινε στο χωριό για να αποσύρει το
ελάχιστο ποσό και να ψωνίσει τα ελάχιστα. Ή κάθε τέσσερις –ανάλογα με τον
καιρό. Κουραζόταν, μιάμιση ώρα να πάει, δύο να γυρίσει. Το περπάτημα κάνει
καλό, αλλά η ανηφόρα ήταν μεγάλη και στην κατηφόρα έπρεπε να προσέχει τις
νεροσυρμές που βροχή τη βροχή βάθαιναν. Το έδαφος ήταν γλιστερό και φοβόταν τα
πεσίματα, από παιδί τα φοβόταν. Μόνη σε όλη τη διαδρομή από την παραλία μέχρι
το χωριό, μόνη στο κάμπινγκ.
Pablo Picasso, Woman with Bangs,
1902
Τις πρώτες
μέρες της βασιλείας της στο αντίσκηνο φοβόταν, άκουγε θορύβους από παντού και
γυρνούσε να δει. Έκλεινε τα μάτια της να κοιμηθεί και τα άνοιγε αμέσως, ένιωθε
ότι κάποιοι έμπαιναν στο αντίσκηνο. Μετά συνήθισε, «θόρυβοι είναι, και τι κακό
να μου κάνουν;». Μόνη. Ξέχασε και την υποψία της για το ποιοι ήταν οι
καινούριοι ένοικοι του σπιτιού της, άδειασε και τον ύπνο της από όνειρα και
κούρνιασε κάτω από σκεπάσματα και υπνόσακους. Η υγρασία την τρύπησε, ο πυρετός
την έλιωσε και μεταξύ λήθαργου και ξύπνιου τα όνειρα ξαναγύρισαν. Μπορεί πάλι
να μην ήταν όνειρα ή να ήταν μισοόνειρα -σαν να τα έφτιαχνε η ίδια ήταν, σαν να
κολλούσε εικόνες από το παρελθόν ασύνδετες μεταξύ τους. Ποιος της είχε πάρει τα
όνειρά της; Κάποιος την είχε αφήσει μόνη να παλεύει με την πραγματικότητα, οι
λογαριασμοί, τα λάστιχα του αυτοκινήτου που έπρεπε να αλλαχθούν, το σέρβις,
εκείνο το άτιμο το sms
που προειδοποιούσε για την
ανανέωση της ασφάλειας, οι βενζίνες, τα ντουβάρια που νότιζαν, η ψυχή που
έσταζε κρυφά, γιατί στα φανερά ο ρεαλισμός της ανάγκης της επέβαλε σιωπή και τη
λογική που έλεγε «Ε τι να κάνουμε; Μόνο εμείς είμαστε έτσι; Όλος ο κόσμος». Η
λογική... Μόνη. Ο συνοδοιπόρος της –έτσι ήθελε να αυτοαποκαλείται– δήλωνε
μαστροχαλαστής, επομένως δεν μπορούσε να φτιάξει τίποτε· ότι δεν είχε αίσθηση
προσανατολισμού, και πώς να πάει το αυτοκίνητο στο συνεργείο;, ότι ήθελε να ζει
τη ζωή στα άκρα· να σκέφτεται τον άνθρωπο στο διάστημα και την καινούρια ζωή
εκεί· αν βρέθηκε νερό στον πλανήτη Άρη... Όμως είχε ανάγκη και την παρουσία της
να βάζει τάξη στη ζωή του, τάξη στις ντουλάπες του, τάξη στην τσέπη του, ώστε να
βγάζει τον μήνα με τα χρήματα που έπαιρνε και να ζει αξιοπρεπώς χωρίς όμως να
συμμετέχει στα έξοδα που του εξασφάλιζαν ζεστασιά, ρεύμα, μετακινήσεις... Την
εγκατέλειπε στον μεσαίο δρόμο του ρεαλισμού. Και πώς να το αντέξει; Γι’ αυτό κι
όταν έχασε το σπίτι της, το ένιωσε σαν εκδρομή, σαν ευκαιρία για μια περιπέτεια
επιβίωσης, πάλι επιβίωσης, αλλά με άλλους όρους και με άλλους τρόπους. Η πλάτη
της και η ψυχή της δεν άντεχαν άλλη μοναχική πραγματικότητα, με την ψευδαίσθηση
μάλιστα ότι υπήρχε ένας συνοδοιπόρος, ούτε καν συγκατοικος, περισσότερο ένοικος
ενός ξενοδοχείου, με απαιτήσεις για ποιότητα στις υπηρεσίες. Ο πυρετός στο
αντίσκηνο της έδωσε πάλι όνειρα.
Τέλος της
άνοιξης μάζεψε τα πράγματά της, καθάρισε και τακτοποίησε το αντίσκηνο, έγραψε
ένα ευχαριστήριο σημείωμα ζητώντας συγγνώμη για την κατανάλωση που είχε κάνει και
πήρε την ανηφόρα προς τη δημοσιά. Ξαναγύρισε στην πόλη, βρήκε πάλι μια γωνιά
και άρχισε ξανά να παρατηρεί τα πόδια των ανθρώπων. Οι λέξεις τους έπεφταν στα
αυτιά της. Πόσο χρονών ήταν πια; Γιατί δεν πέθαινε;
***********
Hugo Simberg, The wounded Angel,
1903
Ο έρωτας
χάθηκε στους δρόμους της πόλης. Τριγυρνάει βρώμικος με λερωμένα νύχια και
μπερδεμένα μαλλιά. Οι άνθρωποι κάνουν λάθος. Τον ψάχνουν με τη μορφή ενός
μικρού αγοριού, ενός παιδιού με φτεράκια. Προκατειλημμένοι από τις εικόνες
αιώνων, δεν τον αναγνωρίζουν στο πρόσωπο της άστεγης γριάς. Το πρόσωπό της
είναι ζαρωμένο, χωρίς χυμούς, δεν είναι όμορφη, δεν μυρίζει ευχάριστα. Οι
άνθρωποι δεν της δίνουν σημασία, την αποκλείουν ευθύς εξαρχής από το οπτικό
τους πεδίο, την αποφεύγουν, γι’ αυτό και έπαψαν να ερωτεύονται. Όμως. δεν
μπορεί, κάποια στιγμή θα τη δουν. Θα την πλύνουν, θα τη χτενίσουν, θα τη
φροντίσουν τρυφερά, θα μαζέψουν από γύρω τα φτεράκια και τα πουπουλάκια που
αιωρούνται και θα τα κολλήσουν ξανά στους ώμους της. Θα της δώσουν ένα
μπαστουνάκι και θα τη βγάλουν στον δρόμο, να τη δουν οι άνθρωποι και να την
αναγνωρίσουν. Αντί γι’ αυτό, τη μάζεψε ένα πρωί το καροτσάκι του Δήμου, μια
γριά με άσπρα φτερά, σαν τα μαλλιά της γκρίζα από τη βρωμιά, που ποιος ξέρει
που τα είχε βρει και γιατί τα είχε φορέσει. Στο ψυχιατρείο που την έκλεισαν την
άφησαν να τριγυρνά με τα φτερά της, σαν έρωτας, ή σαν άγγελος, μαυροφορεμένος
και ηλικιωμένος. Αλήθεια, φοράνε μαύρα οι Άγγελοι; Γερνάει ο ροδαλός Έρωτας;
Την ημέρα
που η κυρία Κυράνα πέθανε εμφανίστηκαν φτεράκια που αιωρούνταν στον ουρανό,
κάποια μπλέχτηκαν στα κλαδιά των δέντρων, κάποια τραυματίστηκαν από τις κεραίες
των τηλεοράσεων στις ταράτσες των πολυκατοικιών, κανένα όμως δεν έφτανε στη γη
και κανένα δεν καρφώθηκε στα μαλλιά ενός κοριτσιού.
Carlos Schwabe, Evening Bells,
1891
Δήμητρα Μήττα, «Στο Δόξα Πατρί», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016