Σημαντικές
αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο κάστρο της θεάς Κυβέλης. Statuettes of
Dionysus and Pan have now come to light in Kotyora.
Ενάμιση
χρόνο μετά τα δημοσιεύματα που έστελναν σήμα κινδύνου για το κάστρο της θεάς
Κυβέλης στα Κοτύωρα (τουρκικά: Ordu) εξαιτίας του γειτονικού λατομείου, νέες
αρχαιολογικές ανακαλύψεις έρχονται να φέρουν νέο κύμα δημοσιότητας στα
νοτιοδυτικά της πόλης της Πόντου.
Οι
ανασκαφές συνεχίστηκαν και φέτος στο Κάστρο Κουρούλ, όπως είναι η επίσημη
ονομασία του αρχαιολογικού χώρου. H σκαπάνη έφερε στο φως αγαλματίδια του
Διόνυσου και του Πάνα. Επίσης, εντοπίστηκε φιγούρα ζώου.
Kurul Castle is
located at the peak of the Kurul Rocks in Ordu’s Bayadı village and dates back
to the age of King Mithridates VI, who ruled over Pontus and Armenia Minor in
northern Anatolia from about 120 B.C. to 63 B.C. Archaeological digs started in
2010 in the castle. The castle’s 250-300 stairs were unearthed during
excavations, as well as a number of earthenware roof tiles and ceramic pieces.
Examinations of the findings showed that a settlement had existed in the castle
between the first and second centuries B.C.
Φέτος
στο κάστρο Κουρούλ εργάζονται 15 αρχαιολόγοι υπό τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο
Γκαζί Σουλεϊμάν Γιουσέλ Σενγιούρτ. Μαζί με τις ανασκαφές συνεχίζονται και οι
εργασίες αναστήλωσης, ώστε ο αρχαιολογικός χώρος να γίνει και πάλι επισκέψιμος
από το 2019. Το κάστρο βρίσκεται στον οικισμό Μπαγιαντί νοτιοδυτικά της πόλης
των Κοτυώρων και χρονολογείται στην εποχή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη.
Το
άγαλμα της θεάς Κυβέλης που ανακάλυψαν Tούρκοι αρχαιολόγοι στα Κοτύωρα του Πόντου.
Πρόκειται για άγαλμα 2.100 ετών, ύψους 1,10 μέτρων και βάρους 200 κιλών, που
αναπαριστά τη θεά Κυβέλη την ώρα που κάθεται. In 2016, a
2,100-year-old 110-centimeter marble sculpture of mother goddess Kybele,
depicted while sitting on her throne, was found at the site, which was hailed
by one of Turkey’s most important recent archaeological finds.
Τον
Σεπτέμβριο του 2016 έγινε διάσημο εξαιτίας του αγάλματος της θεάς Κυβέλης που
βρέθηκε άθικτο. Το εκπληκτικής ομορφιάς μαρμάρινο άγαλμα, ηλικίας 2.100 ετών
που δείχνει τη θεά καθισμένη σε θρόνο, πλέον βρίσκεται στο μουσείο των
Κοτυώρων.
Τα
Κοτύωρα, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα αποτελούσαν αποικία και φόρου υποτελής των
Σινωπαίων, διατηρώντας όμως ιδία αρμοστεία. Κατά την Περσική κυριαρχία
διατηρούσε την αυτονομία της όπως και όλες οι άλλες πόλεις της περιοχής αυτής.
Με την ίδρυση του Βασιλείου του Πόντου, από τους Μιθριδάτες, υποτάχθηκε σ΄
αυτό. Από τα Κοτύωρα, όπου παρέμειναν εκεί οι Μύριοι επί 45 ημέρες μετά από
πολλές κακουχίες επιβιβάστηκαν σε πλοία και απέπλευσαν για Σινώπη και από εκεί
επέστρεψαν στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι κατά την περίφημη εκείνη κάθοδο των
Μυρίων οι Κοτυωρίτες όχι μόνο δεν δέχθηκαν να φιλοξενήσουν αυτούς στις οικίες
τους αλλά τους αρνήθηκαν και την αγορά τροφίμων. Προ αυτής της κατάστασης ο
Ξενοφών διέταξε τη βίαιη κατάληψη οικιών καθώς και την δια της βίας προμήθεια
τροφίμων και από τα πέριξ χωριά. Η εχθρική αυτή εκδήλωση των κατοίκων ήταν
αποτέλεσμα των εισηγήσεων του αρμοστή της πόλης και όχι τόσο αυθόρμητη. Τελικά
προσήλθαν πρέσβεις της Σινώπης και αφού στην αρχή απείλησαν πόλεμο στη συνέχεια
επήλθε συμφιλίωση και έτσι οι Κοτυωρίτες παρείχαν κάθε διευκόλυνση στους
μυρίους. Κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. τα Κοτύωρα αναφέρονται από τον Αρριανό ως μικρή
κώμη, ενώ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους έπαψε ν΄ αναφέρεται πλέον. Kotyora
was a colony and paid tribute to the Sinopians. Homer names it Kitoros in the
Iliad. During Persian rule it kept its autonomy as did all cities in this
region. With the founding of the Kingdom of the Pontus by the Mithridatids, it
became subjugated to it. It was in Kotyora that the Ten Thousand stayed for 45
days and after many hardships, boarded ships and sailed for Sinopi and from
there returned to Greece. It should be noted that during this famous March of
the Ten Thousand, the Kotyorites not only refused to put them up in their homes
but denied them the purchase of provisions. Faced with this situation Xenophon
ordered the houses to be forcibly occupied as well as the purchase of food by
force from the surrounding villages. This hostile behavior shown by the locals
was proposed by the city’s commissioner and not so spontaneous. Finally
ambassadors arrived from Sinopi and having first threatened war, were then
reconciled and thus the Kotyorites offered their services to the Ten Thousand.
During the 2nd c. AD, Kotyora is referred to by Arrian as a small town, while
in Byzantine times it was no longer mentioned. The sculpture of Cybele sitting
on her throne placed in a rectangular naiskos dates to the time of Mithridates,
king of Pontus and Armenia Minor in northern Anatolia from 120 to 63 BC. In
Anatolian mythology Kybele, Phrygian: Matar Kubileya/Kubeleya "Kubeleyan
Mother was the personification of earth.
© S.Yücel Şenyurt
Η
πόλη είναι κτισμένη στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις υπώρειες του όρους
Μπόζτεπε και δίπλα από τον ποταμό Μελάνθιο, που ρέει ανατολικά της πόλης. Ο
Ξενοφών αναφέρει την πόλη ως αποικία της Σινώπης, ο δε Όμηρος στην Ιλιάδα την
αποκαλεί Κύτωρο. Το όνομα Κοτύωρα προέρχεται από τον βασιλιά της Παφλαγονίας
Κότυο και την ώρα (φρούριο). Μετά την ίδρυση του βασιλείου του Πόντου από τους
Μιθριδάτες, τα Κοτύωρα (Ορντού) υποτάχθηκαν σ' αυτούς. Ο Στράβων αναφέρει ότι
οι κάτοικοι των Κοτυώρων αποίκησαν την Φαρνακία, γεγονός που μας δείχνει ότι
την εποχή εκείνη τα Κοτύωρα είχαν πολύ μεγάλο πληθυσμό.
Η
παρουσία των Ελλήνων στην πόλη από τον 18ο αι., και η ενίσχυση της ελληνικής
κοινότητας με κατοίκους από διάφορους ελληνικούς οικισμούς της εκκλησιαστικής
περιφέρειας της μητρόπολης Νεοκαισάρειας από τα μέσα του 19ου αι., έδωσαν πληθυσμιακή
και αναπτυξιακή ώθηση στην πόλη, η οποία άρχισε να μεγαλώνει σημαντικά, την
ίδια περίοδο που η ναυτιλία στον Πόντο παρουσίαζε ραγδαία ανάπτυξη. Τις
τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και τις δύο πρώτες του 20ού τα Κοτύωρα
καθίστανται οικονομικό κέντρο της περιοχής και της ενδοχώρας και φιλοξενούν
όσους Έλληνες από τα χωριά της περιοχής θέλουν να εγκατασταθούν σε αυτήν.
Έτσι
σταδιακά οι Έλληνες παίρνουν στα χέρια τους την παραγωγή και το εμπόριο της
πόλης, αποκτούν οικονομική ευρωστία, αναπτύσσονται κοινωνικά και δημιουργούν
μια αξιοθαύμαστη αστική κοινότητα. Τα ελληνικά Κοτύωρα στα μέσα του 19ου αι.
είχαν δύο κύριες συνοικίες, της Υπαπαντής (τη Παναΐας ή το Πέραν μαχαλάν),
στους πρόποδες του όρους Μπόζτεπε, στη δυτική είσοδο της πόλης, και του Αγίου
Γεωργίου (τη Τσαϊρί τη μαχαλάν), που ήταν ανατολικά, κοντά στην αγορά. Η
συνοικία της Υπαπαντής είχε τα πιο εντυπωσιακά σπίτια, αφού εκεί έμεναν οι
εύπορες οικογένειες της πόλης. Προς τα τέλη του 19ου αι. κάτοικοι των χωριών
της Χαλδίας ίδρυσαν και άλλη συνοικία στα Κοτύωρα, του Αγίου Νικολάου. Η πόλη
απέκτησε ρυμοτομία και καλούς δρόμους στρωμένους με λευκή πέτρα.
Κάθε
συνοικία είχε τη δική της ομώνυμη εκκλησία, ενώ σημαντική ήταν και η
εκπαιδευτική δράση, με ένα τουλάχιστον σχολείο σε κάθε συνοικία. Κατά τον
Παπαμιχαλόπουλο, ο πληθυσμός της πόλης στις αρχές του 20ού αι. έφτανε τους
10.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.500 ήταν Έλληνες, οι 2.500 Τούρκοι και
οι υπόλοιποι Αρμένιοι.
Η
ενδοχώρα ήταν εύφορη και από το λιμάνι της πόλης εξάγονταν προς την Ευρώπη, την
Αίγυπτο και την Αραβία πολλά γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Διοικητικά,
μέχρι την Ανταλλαγή, η πόλη ήταν πρωτεύουσα υποδιοίκησης (επαρχίας) που
υπαγόταν στο νομό Τραπεζούντας και διατηρούσε έξι ναχιγιέδες (δήμους), στους
οποίους υπάγονταν 309 χωριά με 120.000 κατοίκους. Από αυτούς, οι μισοί περίπου
ήταν Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν στα χρόνια των διωγμών
και της Γενοκτονίας.