Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συμμετέχει στη σπονδυλωτή έκθεση Έργα Τέχνης από το Λούβρο στη Θεσσαλονίκη, με την έκθεση Το Μουσείο μέσα στο Μουσείο. (Έως 27 Ιανουαρίου 2013. Χώρος: Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μονή Λαζαριστών).
Στην
έκθεση ο επισκέπτης θα δει τη φωτογραφική σειρά Les Yeux du Louvre του Ιταλού
φωτογράφου Mimmo Jodice, που παρουσιάστηκε το 2011 σε επιμέλεια της Marie-Laure
Bernadac. Ο Mimmo Jodice αποτυπώνει με τον φωτογραφικό του φακό πρόσωπα από
ζωγραφικά αριστουργήματα της συλλογής του Λούβρου και τα αντιπαραθέτει με
φωτογραφικά πορτραίτα εργαζομένων στο Μουσείο.
Ο
Mimmo Jodice, αφαιρώντας όλα τα προσδιοριστικά και αφηγηματικά στοιχεία και
επικεντρώνοντας την προσοχή του αποκλειστικά στα πρόσωπα και ειδικότερα στα
μάτια «απεικονιζόμενων» σε πίνακες από τη συλλογή του μουσείου διαφορετικών
εποχών αλλά και στα πρόσωπα εργαζομένων του μουσείου που φωτογράφησε,
δημιούργησε μια ζωφόρο, όπου το παρελθόν και το παρόν αλληλοσυμπληρώνονταν και
ευθυγραμμίζονταν.
Το
αποτέλεσμα εξασκούσε έναν έντονο μαγνητισμό αλλά και μια σχετική ενόχληση στους
θεατές, που ένοιωθαν παγιδευμένοι από τα βλέμματα αυτών που τους κοίταζαν σαν
να ήταν εισβολείς σ’ ένα χώρο που δικαιωματικά τους ανήκε.
Η
καταιγιστική ανθρώπινη παρουσία και η ένταση από την αναγκαστική ανταπόδοση του
βλέμματος των θεατών έφερνε στο προσκήνιο την ενορχηστρωμένη παγίδα του
«ματιού» της φωτογραφικής κάμερας και, κατ’ επέκταση, αυτού του καλλιτέχνη.
Οι
«αστερισμοί» βλεμμάτων που ύφανε ο Mimmo Jodice με την ευθυγράμμιση των ματιών
παλιών και νέων κατοίκων του Λούβρου και με την προϋπόθεση πραγματικής
ανθρώπινης παρουσίας για τη διαδραστική λειτουργία του έργου, δημιούργησαν ένα
ιδιαίτερα έντονο και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό των προθέσεών του περιβάλλον.
Στοιχειοθετώντας
ένα «αρχείο» προσώπων και βλεμμάτων, όπου η αυστηρότητα του ασπρόμαυρου τονίζει
τη λειτουργία κωδικοποίησης, ο καλλιτέχνης εξομοιώνει πρόσωπα και εποχές.
Ταυτόχρονα,
υπενθυμίζει αφενός τη διαχρονικότητα της τέχνης και αφετέρου την ισχύουσα
δυναμική της οριζόντιας διάταξης και την επικαιρότητα της πανάρχαιας ζωγραφικής
τέχνης σε όλες τις εκδοχές της, παραδοσιακές και σύγχρονες.
Η
έκφραση των ματιών, είναι άλλωστε γνωστό και από τις φωτογραφίες στα ΜΜΕ, είναι
αυτή που αποδίδει ή προδίδει την ταυτότητα ενός προσώπου. Είναι ακόμη γεγονός
ότι η χρήση του σύγχρονου μέσου «ανανεώνει» ριζικά την υλική εικόνα του έργου,
κάνοντάς το πιο προσιτό, πιο παρόν.
Τέτοια
έργα-εγκαταστάσεις με αποκλειστική χρήση της φωτογραφικής γλώσσας –και μάλιστα
της κλασικής ασπρόμαυρης– προβάλουν σύγχρονους προβληματισμούς για τη γονεϊκή
σχέση ζωγραφικής και φωτογραφίας.
Ο
Mimmo Jodice, γνωστός για τις εγκαταστάσεις του σε χώρους δημόσιας χρήσης,
διερευνά με την ενότητα αυτή το σημείο συνάντησης –αν όχι ταύτισης– της
φωτογραφίας με τη ζωγραφική, δίνοντας στη ζωγραφική φωτογραφικές ιδιότητες και
ζωγραφικές στη φωτογραφία, και εκθέτει το αποτέλεσμα στον πλέον αρμόζοντα χώρο:
το μουσείο.
Γεννημένος
στη Νάπολη το 1934, ο Mimmo Jodice είναι ένας από τους σημαντικότερους ιταλούς
σύγχρονους φωτογράφους. Το έργο του εμφανίζεται ως ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο,
μια πορεία μνήμης στον μεσογειακό πολιτισμό, τα ερείπια και τα πρόσωπά του.
Αυτοδίδακτος ως προς την καλλιτεχνική εκπαίδευση, μετά από μια σύντομη απόπειρα
στη ζωγραφική και τη γλυπτική, ξεκινά ως φωτογράφος στα μέσα της δεκαετίας του
εξήντα.
∆εξιοτέχνης
του ασπρόμαυρου, φωτογραφίζοντας με 50mm, εργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της
καριέρας του πάνω στις δυνατότητες της όρασης, τη γραμμή του βλέμματος και την
αντίληψη του αμφιβληστροειδούς. Το έργο του βρίσκεται στη συμβολή δύο τάσεων: η
μια κοντά στην πραγματικότητα, άμεση, η δεύτερη πιο εγκεφαλική, εννοιολογική.
Στο
ξεκίνημά του, ο Mimmo Jodice κόβει και κολλάει τη φωτογραφία, διαχωρίζει τα
αντικείμενα και επεξεργάζεται τους χρωματικούς τονισμούς, απομονωμένος για
πολλές ώρες στο σκοτεινό του θάλαμο με στόχο αυτό που αποκαλεί: Έρευνες και
πειραματισμοί.
Ο
Μίμο Τζόντισε (αριστερά) με τον Άντυ Γουόρχολ (κέντρο) και τον Γιόζεφ Μπόϋς.
Στη
Νάπολη, τη μήτρα τροφοδοσίας του, την πόλη όλων των αντιθέσεων, αυτών του φωτός
αλλά και εκείνων της ιστορίας, θα συναντήσει μέσω του γκαλερίστα του Lucio
Amelio, όλη τη διεθνή αβανγκάρντ: τον Andy Warhol, τον Γιάννη Κουνέλλη, τον
Joseph Beuys, και θα συνδεθεί φιλικά με τα μέλη της arte povera. Η κοινωνική
επανάσταση της δεκαετίας του ’70 κινητοποιεί τον Mimmo Jodice, ο οποίος στρέφει
αποφασιστικά την κάμερά του προς τον δρόμο αλλά και προς όλη την ανθρωπότητα
του περιθωρίου, τις φυλακές, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία.
Το
απόμακρο βλέμμα του συγκρίνεται πλέον με αυτό ενός ανθρωπολόγου. Συνεργάζεται
με ιστορικούς και κοινωνιολόγους. Το έργο του έχει μεγάλη απήχηση και γίνεται
αντικείμενο πολλών βιβλίων εκ των οποίων το Il ventre del colera (1973) και το
Chi e devoto, Feste popolari in Campania (1974). Με το λεύκωμα Vedute di
Napoli, που εκδόθηκε το 1980, ο Mimmo Jodice προσεγγίζει ένα νέο είδος,
γοητευμένος από το μεσογειακό τοπίο, την τέχνη και την αρχαιολογία.
Αποστασιοποιημένος από τις κοινωνικές ανησυχίες, καλλιεργεί πλέον μια μεταφυσική
προσέγγιση της φωτογραφίας, ταυτόχρονα εξαγνισμένη, σιωπηλή και οπτασιακή. Η
τεχνοτροπία αυτή απεικονίζεται επίσης και στο Citta visibili, σειρά του 2006
σχετικά με την αρχιτεκτονική των μεγάλων πόλεων, που δημοσιεύθηκε με την
ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα. Ο Mimmo Jodice βραβεύθηκε
επίσης με το τιμητικό βραβείο Feltrini το 2003.