Στις
5 Ιούνιου 1816 η φρεγάτα του Γαλλικού Ναυτικού "Μέδουσα", μαζί με
άλλα 3 πλοία, σαλπάρει από το Εξ της Γαλλίας για το Saint Louis της Σενεγάλης,
για να παραλάβει την αποικία από τους Βρετανούς από τους όποιους τους χαρίστηκε
σαν απόδειξη της ευαρέσκειας τους για την αποκατάσταση της βασιλείας στην
Γαλλία. Ο Ναπολέων έχει ηττηθεί πριν ένα χρόνο στο Βατερλώ και στο θρόνο είχε
ανέλθει ο Λουδοβίκος XVIII.
Κυβερνήτης
στην "Μέδουσα" τοποθετήθηκε ο 53χρονος αριστοκράτης Viscount Hugues
Duroy de Chaumereys που δεν είχε ξανακυβερνήσει πλοίο και είχε και 25 χρόνια
απομακρυνθεί από την θάλασσα. Ο Chaumereys ήταν πιστός μοναρχικός και μετά από
μια αποτυχημένη επιδρομή των μοναρχικών είχε διαφύγει στην Αγγλία.
Το
πλοίο μετέφερε περίπου 400 άτομα, μεταξύ των οποίων τον νέο κυβερνήτη της
Σενεγάλης και τους στρατιώτες του, μια ομάδα αποίκων οι περισσότεροι
δημοκρατικοί που θέλουν αν κάνουν μια νέα αρχή στην ζωή τους, και 160 μέλη του
πληρώματος.
Ο
ανεπαρκής Chaumereys αντί να βασιστεί στους υπό αυτόν αξιωματικούς πολλοί από
τους οποίους ήσαν δημοκρατικοί και έμπειροι γιατί είχαν λάβει μέρος στους
πρόσφατους πολέμους βασίστηκε στα λεγόμενα ενός επιβάτη που ισχυριζόταν πως
γνώριζε τις τότε κακά χαρτογραφημένες ακτές της Αφρικής.
Θέλοντας
να φτάσει πιο γρήγορα από τα άλλα πλοία η Μέδουσα έπλευσε κοντά στις
αφρικανικές ακτές και έτσι τα ξεπέρασε μεν αλλά έχασε και την επαφή με αυτά.
Δυστυχώς όμως το πλοίο κόλλησε σε μια ξέρα ανοικτά της Μαυριτανίας, έριξε
αρχικά ότι μπορούσε από περιττά βάρη ελπίζοντας ότι με την παλίρροια θα
ξεκολλούσε, όμως δεν ξεκόλλησε, αλλά παρ΄όλα αυτά ο κυβερνήτης δεν επέτρεψε στο
πλήρωμα να πετάξει τα κανόνια του πλοίου γιατί φοβήθηκε τον αντίκτυπο που θα
είχε αυτό στη Γαλλία και έτσι τελικά αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει.
Στις 6 μόνο λέμβους του πλοίου επιβιβάστηκαν οι προύχοντες, οι βαθμοφόροι και οι ναυτικοί, ενώ 148 άνδρες και μια γυναίκα, ανέβηκαν σε μια μικρή και ελαφριά σχεδία που έφτιαξαν εκ των ενόντων οι μαραγκοί του πλοίου, έχοντας μια σακούλα γαλέτες, λίγο κρασί, και δύο φλασκιά νερό που καυγαδίζοντας μεταξύ τους ,το έχυσαν. Με το βάρος τόσων ανθρώπων η σχεδία ήταν μισοβυθισμένη και το νερό έφτανε περίπου μέχρι την μέση τους. Επάνω στην "Μέδουσα" έμειναν 17 άτομα από τα οποία μετά 52 μέρες βρέθηκαν ζωντανοί και μισότρελοι μόνο 3.
Την σχεδία την έσερνε μια βάρκα και είτε τυχαία είτε εκ προθέσεως ο υποπλοίαρχος έκοψε το σχοινί που ήταν δεμένη και έτσι αυτή μένει ακυβέρνητη για 13 μέρες μέχρι να την βρει το πλοίο "Άργος". Φρικτές ιστορίες είχαν γίνει αυτό το διάστημα επάνω στην σχεδία από τους διψασμένους και πεινασμένους ναυαγούς. Καυγάδες με δολοφονίες και τραυματισμούς, πληγωμένοι να πετάγονται στην θάλασσα, άλλοι να παραφρονούν, άλλοι να πεθαίνουν από πείνα και αφυδάτωση, κανιβαλισμοί σε πτώματα που τα ξέραιναν στον ήλιο για μπορέσουν να τα φάνε χωρίς αηδία. Τελικά βρέθηκαν ζωντανοί σε άθλια κατάσταση 15, και από αυτούς οι 5 πέθαναν λίγο μετά την διάσωση τους.
Η τραγωδία αυτή προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην εποχή της και την εκμεταλλεύτηκε ανάλογα η βοναπαρτική αντιπολίτευση της εποχής .
Ο κυβερνήτης της "Μέδουσας" πέρασε από στρατοδικείο το οποίο και τον αθώωσε γιατί οι Γάλλοι δεν ήθελαν να γελοιοποιηθούν στα μάτια των Βρετανών για την ανικανότητα του αριστοκράτη κυβερνήτη που είχαν τοποθετήσει στο πλοίο.Βέβαια πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στο κήπο του μέσα στην γενική περιφρόνηση και όταν κυκλοφορούσε στον δρόμο τα παιδιά του πετούσαν πέτρες.
Η ιστορία αυτή συγκλονίζει τον νεαρό ζωγράφο Jean-Louis-Théodore Gericault (1791-1824), ο οποίος προερχόμενος από πλούσια οικογένεια, είχε την οικονομική δυνατότητα να ξοδέψει αρκετά χρήματα προκειμένου να ζωγραφίσει ένα τεράστιο πίνακα διαστάσεων 4,91Χ 7,16 μέτρων όπως είναι το "Ναυάγιο της Μέδουσας".
Επίσης θέλοντας να απεικονίσει πιστά την τραγωδία που διαδραματίστηκε επάνω στην σχεδία, διαβάζει ένα φυλλάδιο που έγραψαν δύο από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Henri Savigny και ο Alexandre Correard, οι οποίοι και απεικονίζονται στο κάτω μέρος του ιστού, κατασκευάζει δε ένα ακριβές αντίγραφο της σχεδίας στο εργαστήριο του το οποίο και μετέφερε απέναντι από το νοσοκομείο Βeaujon στο οποίο πήγαινε και παρατηρούσε τα πρόσωπα των μελλοθανάτων και τα νεκρά σώματα στο νεκροτομείο. Χρησιμοποίησε επίσης και ζώντα μοντέλα και ο Ευγένιος Ντελακρουά είναι το πτώμα με τα απλωμένα χέρια και το πρόσωπο κάτω στο κέντρο της σύνθεσης. Για να ολοκληρώσει απερίσπαστος το έργο του, κουρεύεται και κλείνεται για 8 μήνες στο ατελιέ του.
Όταν το πλοίο της σωτηρίας των ναυαγών φάνηκε στον ορίζοντα και το είδαν οι ναυαγοί, αυτό για δύο ώρες περίπου χάθηκε πάλι, μέχρι τελικά να τους βρει και να τους σώσει. Στον πίνακα δεν γνωρίζουμε αν αποτυπώνεται η στιγμή που έχει φανεί το Άργος ή απομακρύνεται και οι επιζώντες προσπαθούν απελπισμένα να τραβήξουν την προσοχή του.
Ο πίνακας εκτίθεται για πρώτη φορά στο Σαλόνι Ζωγραφικής που άνοιξε στις 25 Αυγούστου 1819, αποτελεί ένα από τα βασικά εκθέματα της έκθεσης και λόγω της φήμης του που έχει προηγηθεί της έκθεσης του, έχει λογοκριθεί ο τίτλος του που γράφεται στο βιβλίο της έκθεσης ως Σκηνή Ναυαγίου.
Το έργο προκαλεί αίσθηση στο κοινό από έντονο θαυμασμό μέχρι αποστροφή.
Ταυτόχρονα του αποδίδονται πολλές ερμηνείες, ως αλληγορία που σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση στην χώρα μέχρι το τότε γιγαντούμενο κίνημα για την απελευθέρωση των μαύρων, λόγω του κεντρικού ήρωα που είναι μιγάς ή μαύρος. Παρ΄όλη την απήχηση που είχε το έργο ο Gericault δεν βρήκε αγοραστή και εξέθεσε το έργο του στην Ευρώπη και την Αγγλία με πληρωμή εισιτηρίου, τακτική που δεν ήταν ασυνήθης εκείνη την εποχή.40.000 άνθρωποι το είδαν μόνο στο Λονδίνο το οποίο ενθουσιάστηκε από το έργο.
Πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση του έργου του ο Gericault πέθανε σε ηλικία μόλις 32 ετών από φυματίωση της σπονδυλικής στήλης .
Με την μεσολάβηση ενός φίλου του, μετά τον θάνατο του, ο πίνακας αγοράστηκε από την Γαλλική κυβέρνηση και εκτίθεται στο Λούβρο γλυτώνοντας από την πρόθεση μερικών γάλλων ευγενών που είχαν σκοπό να τον τεμαχίσουν και να τον πουλήσουν σε κομμάτια.