Giorgio de Chirico,
The Mute Orpheus, 1971. Αυτός που υπερτονίζει το παρελθόν του είναι
ακριβώς αυτός που δεν έχει να επιδείξει τίποτε στο παρόν.
Ξεκινώ
από μια διαπίστωση. Οι νεοελληνικές μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών
κειμένων, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι πάρα πολύ κακές. Αυτό το
συμπέρασμα βγαίνει αν συγκρίνει κανείς μεταφράσεις κλασικών αρχαιοελληνικών
έργων στις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες και στα νέα ελληνικά. Προσπαθώντας να
αιτιολογήσω το γεγονός, μπορώ να επικαλεστώ μια τετριμμένη και μια πιο
εκλεπτυσμένη εξήγηση.
'Reconsider Athens' είναι ο τίτλος της
νέας δημιουργίας του Bleeps που βρίσκεται στην περιοχή του Μεταξουργείου.
Η
εκλεπτυσμένη εξήγηση είναι ότι ο μεταφραστής παγιδεύεται από την κοινότητα της
νέας ελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Λειτουργώντας ως
«ενδογλωσσικός» μεταφραστής, διστάζει να προτάξει την αυτονομία της νέας
ελληνικής και συνειδητά ή ασυνείδητα έλκεται από τη διαφορετική μορφολογία και
σύνταξη της αρχαίας. Έτσι το μεταφρασμένο κείμενο, ενώ ανήκει τυπικά στη νέα
ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο του και χρειάζεται τη συνεχή
βοήθεια του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου (αν υποθέσουμε ότι ο αναγνώστης μπορεί
κάτι να καταλάβει από αυτό).
Είναι
μάλιστα ενδιαφέρον ότι ακόμη και στις πιο πρόχειρες σύγχρονες εκδόσεις
μεταφρασμένων κειμένων παρατίθεται και το βαρύγδουπο πρωτότυπο – να είναι καλά
η αρχαιογλωσσία μας και η χαλαρή μας αντίληψη περί πνευματικών δικαιωμάτων. Το
υποτιθέμενο, και υπαρκτό κατ’ αρχήν, πλεονέκτημα της κοινότητας της γλώσσας του
μεταφραστή και της γλώσσας του κειμένου έχει μετατραπεί σε εμπόδιο.
Απεικόνιση
του Ιάμβλιχου.
Στην
ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και ο υπερβολικός σεβασμός -που είναι μάλλον φόβος-
του μεταφραστή απέναντι στον μεταφραζόμενο συγγραφέα. Πώς να τολμήσεις να
μεταφράσεις έναν όρο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αν «ακούγεται» ακόμη κάπως
στα νέα ελληνικά, έστω κι αν σήμερα σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Έτσι,
για να αναφέρω ένα παράδειγμα, στη βραβευμένη με το φετινό κρατικό βραβείο
«ενδογλωσσικής» μετάφρασης έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών του Προτρεπτικού του
Ιάμβλιχου, λέξεις της αρχαίας ελληνικής, όπως «ζεῖ»,
«ἀδάμας», «χρήζει», «ὀξίς», «ἀποκνῶ», μεταφράζονται με τις φαινομενικά
κοντινές νεοελληνικές «ζει», «διαμάντι», «με τη χρήση του», «αιχμή του ξίφους»,
«τεμπελιάζω», όταν οι σωστές θα ήταν «βράζει», «χάλυβας», «χρειάζεται,
ταιριάζει», «δοχείο για ξύδι», «διστάζω» [βλ.Θ. Στεφανόπουλου, «Κρατικά βραβεία
και (αν)αξιοκρατία», The
books’ journal 47 (2104), σ. 24-26].
Το
παράδειγμα όμως που μόλις ανάφερα μάλλον δεν έχει να κάνει με το δέος του
μεταφραστή απέναντι στο βαρυσήμαντο κείμενο, αλλά εντάσσεται στην εξήγηση που
προηγουμένως χαρακτήρισα τετριμμένη. Γιατί θα έπρεπε οι νεοελληνικές
μεταφράσεις μας να είναι καλές, όταν από πουθενά δεν τεκμαίρεται το υψηλό
επίπεδο της αρχαιογνωσίας μας; Ποιοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να
μεταφράσουν κείμενα διάσημα για την πυκνότητα και τη δυσκολία τους, σε όλες
αυτές τις απίθανες εκδόσεις που έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια την
ελληνική αγορά (και τηλεαγορά) του βιβλίου; Σε ποιες σπουδές και ποιες γνώσεις
στηρίζονται;
The scene in this
Athenian vase painting by the Dolon Painter c. 380-370 B.C.E. depicts Antigone
brought before Kreon by two guards.
Οι
αρχαιολάτρες και οι φιλόλογοι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, για διαφορετικούς
λόγους η κάθε ομάδα, πανηγύρισαν πριν από μερικά χρόνια όταν επέστρεψε η
διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Δεν διερωτήθηκαν όμως γιατί,
ύστερα από έξι χρόνια πολύωρης εβδομαδιαίας διδασκαλίας, ο μαθητής ελάχιστα
αρχαία μαθαίνει, ενώ φυσιολογικά θα μάθαινε ακόμη και κινέζικα – και όχι μια
υποτιθέμενη εκδοχή της δικής του γλώσσας. Ούτε φαίνεται να ισχύει η διαδεδομένη
άποψη ότι διαθέτουμε καλούς κλασικούς φιλολόγους, αν σκεφτεί λ.χ. κανείς ότι,
έπειτα από δύο αιώνες υποχρεωτικής διδασκαλίας της Αντιγόνης στη Μέση
Εκπαίδευση, δεν διαθέτουμε ούτε μία ικανοποιητική σχολιασμένη μετάφρασή της στα
νέα ελληνικά.
Κοινό
όμως φαίνεται ότι υπάρχει για τις μεταφράσεις που κυκλοφορούν και τις εκδόσεις
που τις φιλοξενούν, και μάλλον είναι ένα κοινό που αυξάνεται συνεχώς. Όπως
αυξάνεται και η ημιμάθειά μας, σε ευθεία αναλογία με την αρχαιολατρία και τον
εθνοκεντρισμό, που διεκδικείται πλέον και από κάποια τμήματα της άλλοτε
επιφυλακτικής Αριστεράς. Αυτός όμως που υπερτονίζει το παρελθόν του είναι
ακριβώς αυτός που δεν έχει να επιδείξει τίποτε στο παρόν.
Giorgio de Chirico,
Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος, λάδι σε μουσαμά, 45 x 60 εκ.,The
Enigma of an Afternoon of Autumn, 1909.
Ο
Πλάτων έχει πλήρη επίγνωση της μεγαλοσύνης των σύγχρονων ομοεθνών του, όταν
εξαίρει την αιώνια νεότητα των Ελλήνων απέναντι στην αρχαιότητα των Αιγυπτίων.
Τι λέτε να πιστεύει αντιστοίχως ο Νεοέλλην εκδότης και κοινοβουλευτικός
εκπρόσωπος όταν εκδίδει βιβλία με τίτλους όπως «Εστιν ουν και η αρχαία Αίγυπτος
Ελλάς» και «Η ελληνική καταγωγή των Σουμερίων», δίπλα σε πολυάριθμες
μεταφράσεις κλασικών κειμένων;
Του
Βασίλη Κάλφα, καθηγητή Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
Πηγή:
Εφημερίδα των Συντακτών