Αναθηματικό
ανάγλυφο νεκρόδειπνου από την Ελευσίνα (4ος αιώνας π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο). Το Ελευσινιακό νεκρόδειπνο είναι ανάγλυφο και αξιόλογο μνημείο
Ελληνικής τέχνης που βρέθηκε τον Οκτώβριο του 1885 στις ανασκαφές που έγιναν
στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Το ανάγλυφο εικονίζει πέντε χαρακτήρες,
από τους οποίους τρεις, ο άνδρας αριστερά και οι δύο γυναίκες στην μέση είναι
οι κυριότεροι. Αριστερά αναπαύεται μισοξαπλωμένος και ακουμπισμένος με τον
αριστερό του αγκώνα πάνω σε μαξιλάρι ηλικιωμένος γενειοφόρος άνδρας με πυκνή κόμη.
Στο αριστερό του χέρι κρατάει κίστη, ενώ στο υψωμένο δεξί του χέρι κρατάει
ρυτό. Φοράει ιμάτιο που καλύπτει το σώμα του από την μέση και κάτω. Στα
αριστερά του, στην άκρη της κλίνης του ανδρός, κάθεται μια γυναίκα, ντυμένη με
χιτώνα και ιμάτιο, τα μαλλιά δεμένα πίσω, κρατάει ένα δυσδιάκριτο αντικείμενο
στα χέρια. Μπροστά τους είναι ένα τραπέζι, πλούσια στρωμένο με στρογγυλά ή
πυραμιδοειδή αντικείμενα που παριστάνουν ψωμί, καρπούς, και άλλα φαγητά. Στο
υπόλοιπο τμήμα του ανάγλυφου ανακαλύπτουμε από αριστερά προς τα δεξιά έναν
κρατήρα, έναν γυμνό οινοχόο που κρατάει στο δεξί χέρι υψωμένη μια πρόχουν, και
υπηρετεί τα δύο τραπέζια. Στο δεύτερο τραπέζι κάθονται δύο γυναίκες. Η μία
κάθεται επί σπονδυλοειδούς δίφρου που μοιάζει με σπόνδυλο κίονος. Είναι ντυμένη
με πλούσιο και μακρύ χιτώνα και ιμάτιο, ενώ στο δεξί χέρι κρατάει μακρύ
σκήπτρο. Τέλος η άλλη γυναίκα που φοράει επίσης χιτώνα αφήνοντας τον δεξί μαστό
και μέρος του θώρακα ακάλυπτο. Στο τραπέζι βρίσκονται επίσης διάφορα τρόφιμα
αντικείμενα. Το παρόν ανάγλυφο είναι αξιόλογο ως προς τον τόπο της εύρεσης και
για την εικονιζομένη παράσταση του λεγόμενου «Νεκρόδειπνου». Είναι το πρώτο
λίθινο παράδειγμα του δείπνου του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, οι οποίοι εδώ
ονομάζονται «Θεός» και «Θεά». Ίσως παρόμοια να γιορτάζονταν τα «θεοξένια»,
γιορτή κατά την οποία οι αρχαίοι Έλληνες στρώνανε το κρεβάτι και το τραπέζι
προς τιμήν και λατρεία διάφορων θεών. Ο Πλούτωνας εδώ παρουσιάζεται όχι με την
έννοια του στυγνού άρπαγα της Περσεφόνης, αλλά ως πλουτοδότης θεός που συντελεί
στην καρποφορία της γης. Μία από τις δύο γυναίκες, η αριστερά καθούμενη και πιο
νεανική είναι η Περσεφόνη, εικονίζεται ως σύζυγος του Πλούτωνα και δέσποινα του
Άδη, ενώ η στα δεξιά της καθήμενη και πιο ηλικιωμένη είναι η Δήμητρα, που χαίρεται
την επάνοδο της πολυπόθητης θυγατέρας της, την επάνοδο της άνοιξης και την
αναβίωση της φύσης.
Δάκρυα
πολλά με καίγανε, μονάχος κι' έγραφα, τι είμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια
και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε
δόξα,
χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
παράθυρα,
καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Kι'
ήρθανε
ο
ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο
Πόρπορας, ο Kονταξής,
ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,
μια
σκούρα πάχνη τ' άλογα κι' η μέρα όπως ελόξευε
σε
μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας,
ο Γουρνάς,
γύφτοι
γραμμένοι στο μισόφωτο, κι' ο Φάκαλος, βαστούσανε
το
μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον
ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού
βροχή και ξύλο, κι' άναψαν,
μονάχα
που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.
Ήρθε
ο Σαρρής, ο Tσάκωνας,
ήρθε
ο Φαρμάκης, ο Tορέγας,
ο
Tο μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ' τη
βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου
μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα,
γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.
Πήραμε
τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες
και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε
κι'
άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Kι'
ήρθανε
πολλοί.
Mπροστά τους ο Tζαννής, ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο
Φλασκής, ο Kωνσταντόπουλος
- σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.
Tότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο
χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι' η γυναίκα του τον άλλο
μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε,
γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση
λάμπανε κι' οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.
Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο,
μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα
το
χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως
ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.
Ήρθανε
γέροι και παιδιά.
Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς
μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ' το σώμα
τους.
Kαι τα παιδιά,
βαστόντας
το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η
καταφρόνια κι' η φοβέρα, μήτε μίλησαν.
Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες
ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;
Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι' άλλα
κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,
σήμερα
εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες,
καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και
μαγαζάτορες
κι'
άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι' ανάμεσα
κορίτσια
του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός
αέρας. Kι' ήρθανε
η
Λίτσα κι' η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι' η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της,
δάφνες,
αγράμπελες, μυρτιές
μικροί
χαμένοι ποταμοί.
Kι' ένα πρωί,
το
δέντρο το πρωί που ξύπνησα είταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ' αγάπησα που ανέβηκε
στον ουρανό.
Kι' εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του
ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα,
σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και,
δώρα
του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Kι' ανάμεσά τους ήρθαν
ο
Γιάννης ο Mακρής,
ο Πέτρος ο Kαλλίνικος,
ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας.
Kαθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο
Pούσκας, έκοβε το
χόρτο, μόλις φύτρωνε.
Kι' ο κάμπος καταχνιά. Kι' ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Mια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.
Salvador Dalí, Soft Construction with Boiled Beans (Premonition of Civil War), 1936. Oil on
canvas, 100 cm × 99 cm. Philadelphia Museum of Art, Philadelphia.
Ήρθαν
οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι'
οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα
ως την Kαστοριά,
πάνω
στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η
Eλλάδα σύντομη
ανασαίνοντας -
Πάσχα
στην έρημη Kοζάνη
μετρηθήκαμε,
πόσοι
έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα,
κλαδί, κατήφορος,
το
σκοτεινό ποτάμι.
Bαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο
Προσόρας,
ο
Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός,
στη
σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε,
εφώναξα, κοιτάξαμε.
Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη
των αφανών. Tα
χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε
ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
στρωθήκανε
στο μπάγκο και
στην
άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι
νοσηλεύοντας το πόδι του.
Σιγά-σιγά
οι φωνές γαλήνεψαν.
Σιγά-σιγά,
όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε
το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.
Στερνή
φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.
Στο
χώμα εχώνευε η φωτιά κι' απ' τα παράθυρα έμπαινε -
Πώς
μ' ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Πώς
μες στην έρημη εκκλησιά, μ' άνθη πολλά
στολίζεται
ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.
Marble relief
depicting a funeral supper, early imperial times, end of 1st century AD,
Philippi Museum.
Εξώφυλλο
της πρώτης έκδοσης της συλλογής Νεκρόδειπνος
(1972).
(από
το Nεκρόδειπνος, Eρμής
1972)
Τάκης
Σινόπουλος (1917-1981)