Σάββατο 29 Ιουνίου 1980, Royal Olympic Hotel
Αγαπημένες Γκουήνιθ και Μισέλ (και Καρλ;)
Αυτή είναι η τρίτη μου μέρα στην Αθήνα.
Σας γράφω καθισμένος δίπλα στην πισίνα του ξενοδοχείου, με το χαρτί στα γόνατά μου επειδή τα τραπέζια είναι πολύ ψηλά και οι καρέκλες πολύ κοντές.
Το ταξίδι δεν είχε καθυστέρηση, δεν ήταν όμως άνετο. Το αεροπλάνο απ’ τη Νέα Υόρκη για την Αθήνα ήταν φίσκα – όλες οι θέσεις ήταν γεμάτες. Με προϋπάντησαν ο καθηγητής Ηλιόπουλος, ένας φοιτητής κι ο ανεψιός του που ήταν στην ηλικία του Καρλ.
Έμεινα έκπληκτος με τον καιρό εδώ, είναι όπως στην Πασαντένα – αλλά 5 βαθμούς δροσερότερος.
Μοιάζει όμως κι η βλάστηση με τη δική μας, οι λόφοι φαίνονται ξεγυμνωμένοι κι έρημοι – με τα ίδια φυτά, τα ίδια κακτοειδή. Ακόμη και η ίδια χαμηλή υγρασία, οι ίδιες δροσερές νύχτες. Εδώ όμως τελειώνουν οι ομοιότητες.
Μιχάλης
Γεωργάς, Οδός Αθηνάς, 1988
Η
Αθήνα είναι πολύ απλωμένη, άσχημη και θορυβώδης, με χαώδη κυκλοφορία στους
γεμάτους καυσαέρια μποτιλιαρισμένους δρόμους – τ’ αυτοκίνητα τινάζονται μπρος
σαν κουνέλια όταν ανάψει το πράσινο, σταματούν με στριγκλίσματα φρένων όταν
γίνει κόκκινο και κορνάρουν συνεχώς με κίτρινο.
Αλέξης
Μπαρκώφ, Μοναστηράκι, 1933
Μοιάζει
με την πόλη του Μεξικού, μόνο που εδώ οι άνθρωποι δεν φαίνονται και τόσο φτωχοί
– αν και που και που θα συναντήσεις ζητιάνο στο δρόμο. Εσύ Γκουήνιθ θα
μπορούσες να αγαπήσεις την Αθήνα επειδή έχει τόσο πολλά μαγαζιά (όλα τους
μικρά). Στον Καρλ θα άρεσε να περπατήσει στα δαιδαλώδη σοκάκια που κρύβουν
τόσες εκπλήξεις, κυρίως στο παλιό τμήμα της πόλης.
Ο "τζόκεϋ" του
Αρτεμισίου, Ελληνιστική
περίοδος, περίπου 140 π.Χ., The
"Artemision Jockey". Bronze, ca. 140 BC. Recovered from the
sea near Cape Artemision in Euboea.
Χθες
το πρωί πήγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Στη Μισέλ θα άρεσαν όλα αυτά τα μεγάλα
αρχαία ελληνικά αγάλματα αλόγων – ειδικά κάποιο μπρούτζινο άγαλμα που παρίστανε
ένα μικρό αγόρι, ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Περπάτησα και είδα τόσο πολλά που
τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε. Επιπλέον μπερδευόμουν συνεχώς, δεν υπήρχαν
ικανοποιητικές κατατοπιστικές πινακίδες.
Τέλος
είχα βαρεθεί, επειδή είχα ήδη δει τόσα πολλά παρόμοια πράγματα. Υπήρχε όμως
κάτι διαφορετικό απ’ τα άλλα έργα, κάτι πολύ παράξενο, σχεδόν απίστευτο. Το
είχαν ανασύρει από τη θάλασσα το 1900, ήταν κάποιο είδος μηχανής με μεγάλους
οδοντωτούς τροχούς.
Έμοιαζε
πολύ με το εσωτερικό ενός ξυπνητηριού με ελατήριο. Υπήρχαν πολλοί τροχοί,
προσαρμοσμένοι μεταξύ τους, με πού κανονικά «δόντια», καθώς και βαθμολογημένοι
κύκλοι με χαραγμένες πάνω τους ελληνικές επιγραφές. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν
κανένα είδος απομίμησης. Υπήρχε ένα σχετικό άρθρο στο Scientific American.
Χθες το απόγευμα πήγα στην Ακρόπολη, που βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της πόλης. Ένας ψηλός βραχώδης λόφος, επίπεδος στην κορυφή του, πάνω στον οποίο έχει χτιστεί ο Παρθενώνας κι άλλοι ναοί και ιερά. Ο Παρθενώνας είναι πολύ όμορφος, όμως ο αρχαίος ναός στη Σεγέστα της Σικελίας, που είδαμε μαζί Γκουήνιθ, είναι πιο εντυπωσιακός επειδή εκεί σου επιτρέπουν να μπεις μέσα – δεν μπορείς να μπεις μέσα στον Παρθενώνα, ούτε να περπατήσεις γύρω από τους κίονές του.
Η αδερφή του καθηγητή Ηλιόπουλου – είναι επαγγελματίας αρχαιολόγος – ήρθε μαζί μας για να μας ξεναγήσει και μας έδωσε κάθε είδους πληροφορία, χρονολογίες, λεπτομέρειες, αποσπάσματα απ’ τον Πλούταρχο Κομ.
Απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα, οι Έλληνες παίρνουν πολύ στα σοβαρά το παρελθόν τους. Διδάσκονται στα σχολεία τους Αρχαία Ελληνικά, 10 ώρες την εβδομάδα (επί 6 ολόκληρα χρόνια).
Πάσχουν από κάποιου είδους προγονολατρεία, δίνουν πάντα έμφαση στο πόσο υπέροχοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες – και όντως ήταν υπέροχοι. Όταν όμως τους πεις «Ναι, κοίταξε όμως πόσο πιο μπροστά απ’ τους αρχαίους Έλληνες προχώρησε ο σύγχρονος άνθρωπος» – εννοώντας με αυτό την ανάπτυξη της πειραματικής επιστήμης, των μαθηματικών, την τέχνη της Αναγέννησης, το μέγα βάθος τους συγκριτικά με τη ρηχότητα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κλπ. – απορούν: «Τι εννοείς; Τι το κακό είχαν οι αρχαίοι Έλληνες;»
Συνεχώς προβάλλουν την ιστορία τους εις βάρος του παρόντος, φτάνοντας μέχρι του σημείου να θεωρούν τα σημερινά θαύματα ως αδικαιολόγητη έλλειψη εκτίμησης προς το παρελθόν.
Niccolò
Fontana Tartaglia
Οι
Έλληνες φίλοι μου θορυβήθηκαν όταν με άκουσαν να λέω ότι αυτό που έδωσε τη
μεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη των μαθηματικών στην Ευρώπη ήταν η ανακάλυψη της
λύσης των τριτοβάθμιων εξισώσεων από τον Ταρτάλια.
Αν
και αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός είχε από μόνο του πολύ μικρή αξία, πρέπει να
είχε σημαντική επίδραση στην ψυχολογία των επιστημόνων της εποχής, επειδή τους
έδειξε ότι οι νεώτεροι άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν πράγματα που κανένας
αρχαίος δεν είχε μπορέσει να τα κάνει.
Η
απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ την πνευματική κηδεμονία των αρχαίων του
επέστρεψε να φτάσει στην Αναγέννηση. Αυτό που μαθαίνουν οι σύγχρονοι Έλληνες
στα σχολεία τους είναι να πτοούνται αναλογιζόμενοι πόσο πίσω έχουν μείνει σε
σύγκριση με τους υπέροχους προγόνους τους.
Ρώτησα
την αδελφή του καθηγητή Ηλιόπουλου, την αρχαιολόγο, για τη μηχανή που είχα δει
στο μουσείο – αν είχαν βρεθεί άλλες τέτοιες μηχανές ή απλούστερες, που οδήγησαν
στην κατασκευή της – αλλά ούτε που καταλάβαινε για τι τη ρωτούσα.
Έτσι
συναντηθήκαμε με αυτήν και το γιό της (αυτόν που έχει την ηλικία του Καρλ και
με κοιτάει σαν να είμαι κάποιος ηρωικός αρχαίος πρόγονός του, επειδή κι αυτός
σπουδάζει Φυσική) στο μουσείο και της την έδειξα. Μου ζήτησε να της εξηγήσω το
ενδιαφέρον μου και την έκπληξή μου για τη μηχανή.
Με
την βοήθεια του βασιλιά Πτολεμαίου, ο οποίος διέθεσε το αναγκαίο σώμα
βηματιστών, ο Ερατοσθένης μέτρησε την απόσταση Συήνης - Αλεξάνδρειας, την
οποίαν βρήκε 5.000 στάδια (S, βλ. σχήμα). Μετά μέτρησε τη γωνία, που
σχηματίζεται στην Αλεξάνδρεια από την κατακόρυφο του τόπου και των ακτίνων του
Ήλιου, και την βρήκε ίση με το πεντηκοστό της περιφέρειας κύκλου και λίγο
περισσότερο ακόμη [περίπου 8 πρώτα λεπτά (γωνία φ στο σχήμα)]. Με τον παρακάτω
απλό τρόπο υπολόγισε το μήκος της περιμέτρου της Γης ίσο προς 252.000 στάδια.
«Δεν
είχε μετρήσει ο Ερατοσθένης την απόσταση Γης-Ήλιου; Μήπως αυτό δεν απαιτούσε πολύπλοκα
επιστημονικά όργανα;»
Ω,
πόση άγνοια έχουν οι άνθρωποι που έκαναν κλασικές σπουδές. Κι ύστερα
αναρωτιέμαι γιατί δεν εκτιμούν την εποχή τους, δεν ανήκουν σ’ αυτήν, δεν την
καταλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο σκέφτηκε ότι ίσως η μηχανή αυτή να ήταν πράγματι
εντυπωσιακή, με πήγε λοιπόν στο πίσω μέρος του μουσείου πιστεύοντας ότι
οπωσδήποτε θα υπήρχαν εκεί κι άλλες παρόμοιες και ότι θα μπορούσε να βρει πλήρη
βιβλιογραφία του θέματος.
Λοιπόν,
τελικά βρήκαμε ότι δεν υπήρχαν άλλες τέτοιες μηχανές. Όσο για την πλήρη
βιβλιογραφία, αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας κατάλογος που περιείχε τρία
άρθρα (μέσα σ’ αυτά κι εκείνο που είχα διαβάσει στο Scientific American) – όλα
είχαν γραφτεί από τον ίδιο άνθρωπο, έναν Αμερικανό απ’ το Γέηλ!
Υποθέτω
πως οι Έλληνες πιστεύουν ότι όλοι οι Αμερικανοί πρέπει να είναι ανιαροί, αφού
ενδιαφέρονται για μηχανές ενώ υπάρχουν όλα αυτά τα όμορφα αγάλματα και η
υπέροχη μυθολογία με τις ιστορίες των θεών και θα μπορούσαν να ασχοληθούν με
αυτά.
(Πράγματι,
κάποια κυρία απ’ το προσωπικό του μουσείου παρατήρησε, όταν της είπαν ότι ο
Αμερικανός καθηγητής ήθελε να μάθει περισσότερα για το έκθεμα 15087: «Απ’ όλα
αυτά τα ωραία πράγματα του μουσείου γιατί αυτός στάθηκε ειδικά σε εκείνο το
έκθεμα; Τι το τόσο σημαντικό έχει;»)
Όλοι
εδώ παραπονιούνται για τη ζέστη, και ασχολούνται με το αν μπορείς να την
αντέξεις, όταν στην πραγματικότητα είναι ακριβώς όπως στην Πασαντένα, μόνο 5
βαθμούς κατά μέσο όρο δροσερότερα.
Όλα
τα μαγαζιά και τα γραφεία κλείνουν από τη 1.30 μμ. έως τις 5.30 μμ. «λόγω
ζέστης». Μου φαίνεται ότι είναι μια καλή ιδέα (όλοι παίρνουν τότε έναν υπνάκο)
επειδή μετά μένουν ξύπνιοι ως αργά το βράδυ – τρώνε βραδινό μεταξύ 9.30 και 10
μμ., όταν έχει δροσιά.
Τις
ημέρες αυτές οι άνθρωποι εδώ γκρινιάζουν για κάποιο καινούργιο νόμο: για την εξοικονόμηση
ενέργειας όλα τα εστιατόρια κι οι ταβέρνες πρέπει να κλείνουν στις 2 στις πρωί
κι όλοι λένε ότι αυτό θα καταστρέψει τη νυχτερινή ζωή στην Αθήνα.
Τώρα
είναι οι μαγικές ώρες μεταξύ 1.30 και 5.30 μετά το μεσημέρι, και τις
χρησιμοποιώ για να σου γράψω. Μου λείπεις, αληθινά θα ήθελα νάμουν σπίτι.
Υποθέτω ότι έχω χάσει την όρεξή μου για ταξίδια. Θα μείνω εδώ μιάμιση μέρα και
μου έδωσαν ένα σωρό πληροφορίες για μια όμορφη παραλία (με βότσαλα), έναν
σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο (αν και τελείως ερειπωμένο) κλπ., δεν πρόκειται όμως
να πάω πουθενά γιατί είναι πολύ χρονοβόρο.
Κώστας
Τσόκλης, Βάρκα, 1982
Οι
διαδρομές με πούλμαν διαρκούν δυο ως τέσσερις ώρες. Όχι, να λείπει. Θα μείνω
εδώ και θα προετοιμάσω τις ομιλίες που θα κάνω στην Κρήτη (μου ζήτησαν να κάνω
επιπλέον διαλέξεις σε καμιά εικοσαριά Έλληνες φοιτητές, όλοι τους θα πάνε στην
Κρήτη μόνο για να με ακούσουν. Σκέφτηκα να παρουσιάσω κάτι σαν τις διαλέξεις
που έδωσα στη Νέα Ζηλανδία, δεν έχω όμως πάρει καθόλου μαζί μου σημειώσεις! Πρέπει
λοιπόν να τις ξαναδουλέψω.
Σας
έχω επιθυμήσει όλους, ειδικά όταν πηγαίνω τη νύχτα στο κρεβάτι – δεν υπάρχει
εδώ σκύλος να τον χαϊδέψω και να του πω καληνύχτα!
ΜΕ
ΑΓΑΠΗ, ΡΙΤΣΑΡΝΤ
Υ.Γ.
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ, ΜΗ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣΑΙ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΕΣ. ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.
ΠΗΓΗ:
Richard P. Feynman: «Τι σε νοιάζει εσένα τι σκέφτονται οι άλλοι;», εκδόσεις:
Τροχαλία 1993
Σχετικά
με τις διαλέξεις που έδωσε o Feynman το 1980 στην Κρήτη, γράφει στην εισαγωγή
του βιβλίου «Σίγουρα θα αστειεύεστε κύριε Φάϊνμαν», εκδόσεις κάτοπτρο, ο
Γιώργος Γραμματικάκης:
“Δεν πιστεύω ότι μπορώ να ζήσω χωρίς τη διδασκαλία. Ο λόγος είναι ότι όταν έχω στερέψει από ιδέες και δεν με βγάζει πουθενά μπορώ να πω στον εαυτό μου, “τουλάχιστον ζω, τουλάχιστον κάνω κάτι, προσφέρω σε κάποιους”, - είναι απλά ψυχολογικό.” Richard Feynman (1995)
(…) Τον Richard Feynman είχαμε πάντως την τύχη να ζήσουμε και στην Ελλάδα. το 1980, συμμετείχε σε ένα από τα καθιερωμένα πλέον συνέδρια φυσικής στοιχειωδών σωματίων που γίνονται στο Κολυμπάρι Χανίων.
Εκεί, στη φιλόξενη ατμόσφαιρα της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης έγινε αμέσως το κέντρο της προσοχής αλλά και κάποιου δέους. Διότι αν και ήδη με ταλαιπωρημένη υγεία, δεν έλειψε από κανένα σεμινάριο – πάντα στο πρώτο κάθισμα! – και τα σχόλιά του, συχνά σε τόνο ειρωνικό, πρόδιδαν μια μεγαλοφυΐα σε εγρήγορση. σε ένα κοινό φοιτητικό που συγκεντρώθηκε την τελευταία στιγμή – και, πρέπει να τονιστεί, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου – έδωσε μια σειρά μαθημάτων για την κβαντική ηλεκτροδυναμική. Δεν ήταν ο «κλασικός» δάσκαλος, με την έννοια της ήρεμης και δομημένης διδασκαλίας.
Νευρώδης, κινητικός,, απαιτούσε τεταμένη προσοχή για την προσοχή του λόγου ή της γραφής του: «Σε αυτά τα μαθήματα θα ερμηνεύσω τον Κόσμο» είπε στην αρχή, και πίσω από την υπερβολή της φράσης και τα περίφημα διαγράμματα, με τα οποία ταχύτητα καλύπτονταν ο πίνακας, αναδεικνυόταν η εμμονή του στο καίριο και η σημασία των πρωτογενών ερωτημάτων.
Στο περιθώριο, άλλωστε, του συνεδρίου – αν, βέβαια, παρόντος του Feynman, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε τέτοιο «περιθώριο» – κατά την ώρα του φαγητού ή στην παραλία, στις εκδρομές ή τα ήρεμα καλοκαιρινά βράδια, αυτός ο «ενεργητικά ανεύθυνος» άνθρωπος, σύμφωνα με δική του έκφραση, δρούσε αδιάκοπα συζητώντας για φυσική ή αστειευόμενος, μιμούμενος άλλους ή σχολιάζοντας ανθρώπους και πράγματα.
Ο υπογράφων συμμετείχε στην οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου. Και αυτή η άχαρη συνήθως αρμοδιότητα τούτη τη φορά περιείχε στιγμές ευλογίας. Διότι με τον Αντώνη Βεργανελάκη, που ήταν όπως πάντα η ψυχή του συνεδρίου, ζήσαμε από κοντά μια μικρογραφία του βιβλίου που η τύχη το’ φερε να προλογίζω σήμερα. Ο Feynman, φιλικός αλλά και κάπως απόμακρος, έδειχνε μια φανερή περιέργεια για κάθε πλευρά του επιστητού.
Έκανε τις πιο απροσδόκητες ερωτήσεις, ωστόσο έμοιαζε εξαρχής καχύποπτος για την απάντηση. Αποκάλυπτε, κυρίως ως προς τις φυσικές επιστήμες, έναν απέραντο πλούτο γνώσεων και μνήμης. Δεν έπαυε όμως επίσης να ειρωνεύεται την πληθώρα των δημοσιεύσεων που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη φυσική, αφού τώρα «πολλοί ψάχνουν για λάθος πράγματα σε λανθασμένη κατεύθυνση».
Παρά την κλονισμένη υγεία του, διέθετε αξιοσημείωτη ζωτικότητα, και ήθελε να απολαύσει κάθε στιγμή της καθημερινότητας. Έτσι, επέμενε να επαναλάβουμε μια κουραστική διαδρομή απλώς επειδή το προηγούμενο βράδυ μας είχαν υποσχεθεί λαγό που είχε θηρευτεί παράνομα. Και όταν στο φαράγγι της Σαμαριάς εκδηλώσαμε την επιθυμία να ακολουθήσουμε μια όμορφη κοπέλα που μας προσπέρασε, παρατήρησε: «Από την ίδια ανίατη ασθένεια έπασχα κι εγώ σε όλη μου τη ζωή» (…)