Bettanier Der
Schwarze, "Fleck anagoria", 1887
Δάσκαλος
δεν είναι εκείνος που μαθαίνει στα παιδιά μας τα σχολικά "γράμματα",
καλούς τρόπους ή μουσική, κολύμπι, ξιφασκία και άλλα αθλητικά ή ψυχαγωγικά
παιγνίδια. Αυτά τα "μαθήματα" είναι εξωτερικά, μένουν στην επιφάνεια,
σαν τα ρούχα που φορούμε (και τ’ αλλάζουμε ή τα πετούμε).
Αλέξανδρος
Χριστοφής, «Καυγάς στην Ταβέρνα», 1946.
Δεν
εισχωρούν παραμέσα, στην ψυχή μας, δεν μας πλάθουν, δεν διαμορφώνουν αυτό που
ονομάζουμε προσωπικότητά μας: το πνεύμα, το ήθος, το χαρακτήρα μας. (Πόσο
εύκολα λέγονται άλλα δύσκολα εννοούνται αυτές οι κομψές λέξεις...).
Federico
Zandomeneghi, “The singing lesson”,
1890.
Εκτός
εάν εκείνοι που τα προσφέρουν δεν περιορίζονται στην απλή μετάδοση εξωτερικών,
επιδερμικών γνώσεων, άλλα αποβλέπουν σ’ αυτό το σκοπό και μεταχειρίζονται τα
μαθήματα που διδάσκουν ως μέσα για να τον επιτύχουν. Τότε πραγματικά ο
φιλόλογος ή ο μαθηματικός, ο μουσικός ή ο γυμναστής είναι δάσκαλος και το έργο
του αξίζει να λέγεται παιδευτικό. Διαφορετικά μοιάζουν με τους ανύποπτους
«βοηθούς» που τους παίρνει μαζί του ο «τεχνίτης», για να του κουβαλούν τα
υλικά, να του δίνουν στο χέρι τα εργαλεία, ή και να εκτελούν μικροδουλειές,
χωρίς πρωτοβουλία και ευθύνη, αφού άλλωστε δεν έχουν σαφή και πλήρη γνώση ούτε
του τελικού σκοπού ούτε της μεθόδου που οδηγεί στην πραγμάτωσή του.
Παράσταση
εμπορικής συναλλαγής. Δύο νέοι ζυγίζουν σε μεγάλο ζυγό εμπορεύματα
χρησιμοποιώντας όχι σταθμά αλλά ισοβαρή εμπορεύματα (6ος αι. π.Χ.,
Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης).
Τέτοια
έργα, δευτερεύοντα και χωρίς βαθύτερη σημασία για την αγωγή των νέων ανθρώπων,
οι αρχαίοι Αθηναίοι τα ανάθεταν σε δούλους — όπως και τα οικιακά, τα έργα του
νοικοκυριού... Από το «δάσκαλο» περιμένουμε κάτι άλλο: ώριμος αυτός, γεμάτος
από την πείρα της ζωής πού αποκτάται με κόπο και με πόνο, να σταθεί κοντά στον
νέο, τον άπλερο άνθρωπο και να τον βοηθήσει να ωριμάσει, να ενηλικιωθεί
πνευματικά, να γίνει ένας αυθύπαρκτος άνθρωπος.
Υπάρχει
όμως και μια άλλη, πολύ σημαντική διαφορά που χωρίζει το Δάσκαλο από τους
άλλους Επαγγελματίες, και τον πλησιάζει προς όσους ασκούν μέσα στην κοινωνία
ευγενή, σοβαρά και για τούτο ευαίσθητα λειτουργήματα, όπως π.χ. είναι ο ιερέας,
ο δικαστής, ο πολιτικός. "Όταν καλούμε ένα αρχιτέκτονα να μας σχεδιάσει το
σπίτι που θα χτίσουμε, ή πηγαίνουμε σ’ ένα γιατρό να μας χειρουργήσει ή
διαπραγματευόμαστε ένα ζωγραφικό πίνακα που μας αρέσει, δεν ρωτούμε (θα ήταν
ανόητο να ρωτήσουμε) για το ήθος του αρχιτέκτονα, του γιατρού, του ζωγράφου, τι
είδος άνθρωπος είναι, τι χαρακτήρα έχει, αν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην
ευσυνειδησία, στην ευγένεια των αισθημάτων, στην αρετή του. Όλα αυτά —
πιστεύουμε — αφορούν την ιδιωτική ζωή, είναι άσχετα με το έργο πού του ζητούμε,
και επομένως δεν μας ενδιαφέρουν. Κι ένας ακόλαστος αρχιτέκτων, κι ένας
υποκριτής ή αναξιόπιστος χειρουργός, κι ένας άτακτος στη ζωή του καλλιτέχνης
μπορεί να κάνει άριστα τη δουλειά του.
«Πόθεν ω Σώκρατες, φαίνει;» (Έκδοση του
κειμένου με ελληνικές και λατινικές επεξηγήσεις, 1854). First page from “Protagoras” by Plato, printed
1854.
Στο
δάσκαλο όμως που έχει αμφίβολο ήθος, εμπαθή και διαστρεμμένο χαρακτήρα, πως να
παραδώσουμε το παιδί μας να το μορφώσει; Σ’ αυτόν (καθώς λέγει ό Πλάτων στο
περίφημο προοίμιο του "Πρωταγόρα"
με το στόμα του Σωκράτη) πάμε και δίνουμε όχι το σώμα, αλλά την ψυχή μας· είναι
λοιπόν δυνατόν να αδιαφορήσουμε για τον ψυχικό του κόσμο, για το ποιόν της
προσωπικότητάς του; —Μα είναι λαμπρός μαθηματικός, εξαίρετος φιλόλογος,
θαυμάσιος γυμναστής... — Παρ’ όλες όμως αυτές τις ιδιότητες του μπορεί να μην
είναι «άνθρωπος» στις ηθικές διαστάσεις του, οπότε κάνει για ερευνητής, για
συγγραφέας, για συνδικαλιστής, άλλα δεν κάνει για δάσκαλος. Κάτι περισσότερο,
κάτι πιο πέρα από τα προσόντα αυτά χρειάζεται ο δάσκαλος· μέταλλο ψυχής γνήσιο
και υψηλής ποιότητας. (Ο αναγνώστης θα έχει, πιστεύω, καταλάβει άτι στη σειρά
τούτων των σκέψεων η "αρετή" δεν εννοείται με στενή έννοια, ούτε
προσδιορίζεται με τα κοινά μέτρα).
Ο
Ευάγγελος Παπανούτσος γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά. Σπούδασε στα πανεπιστήμια
Αθηνών, Βερολίνου, Τυβίγγης και Παρισίων. Διετέλεσε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας,
του γερμανικού Πανεπιστημίου της Τυβίγγης. Και "τιμής ένεκεν"
διδάκτωρ του Δικαίου, του σκωτικού Πανεπιστημίου του Αγίου Ανδρέου. Η συμβολή
του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι πασίγνωστη.
Υπηρέτησε την εκπαίδευση από το 1920, και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες
της ιεραρχίας, έως ότου (μετά την απελευθέρωση της χώρας) διορίστηκε γενικός
διευθυντής και αργότερα (1950 και 1963) γενικός γραμματέας στο Υπουργείο
Παιδείας. Δίδαξε επί 20 χρόνια φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά στον
μορφωτικό σύλλογο "Αθήναιον". Διετέλεσε αντιπρόεδρος του
"Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου" και βουλευτής επικρατείας στην πρώτη
Δημοκρατική Βουλή. Με τη διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του Περιοδικού
"Παιδεία" (1946-1961) και
100 τόμοι Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1954-1958). Το
συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην ελληνική, αλλά
και στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική. Πέθανε το 1982.
Ποια
ακριβώς είναι, μέσα στον χαρακτηρολογικό πίνακα, η ιδιομορφία του δασκάλου;
Πολλά γνωρίσματά της έχουν επισημάνει όσοι έχουν συστηματικά μελετήσει το θέμα.
Θα περιοριστώ σε τρία, τα κατά τη γνώμη μου σπουδαιότερα.
Vladimir Makovsky, «Στο σχολείο του χωριού», “At the village school”, 1883.
Στόφα
δασκάλου έχει εκείνος που παραμένοντας ενήλικος μπορεί να γίνεται παιδί — και κάθε
χρόνο, με τα νέα παιδιά που έρχονται στα χέρια του, να γίνεται ένα νέο παιδί.
Τούτο μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς: o αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται
παραμένοντας παιδί στην ψυχή άνθρωπος δηλαδή αγνός, δροσερός, εύπλαστος.
Jan Steen, «Ο Δάσκαλος του σχολείου», “The school teacher”, 1668.
Αδύνατο
να φαντασθεί κανείς πόσο δύσκολο, υπεράνθρωπο σχεδόν, είναι αυτό που του
ζητούμε: να συνθλίψει μέσα του το χρόνο, να γερνάει φυσιολογικά και όμως να
μένει νέος στην ψυχή, για να μπορεί να έχει εύκολη την πρόσβαση στα αισθήματα,
στις σκέψεις, στις επιθυμίες του νέου ανθρώπου που θα διαπαιδαγωγήσει, να τον
«καταλαβαίνει», να χαίρεται και να διασκεδάζει μαζί του, να σκέπτεται τις
σκέψεις του, να επιθυμεί τις επιθυμίες του, να πονάει τον πόνο του. Να
κατορθώνει δηλαδή εκείνο που δεν μπορούν να επιτύχουν οι γονιοί (πιο πολύ ο
πατέρας παρά η μητέρα) όταν η ηλικία έχει υπέρμετρα μεγαλώσει την απόσταση που
τους χωρίζει από τα παιδιά τους. «Μιλούν» παραπονούνται «μιαν άλλη γλώσσα,
ακατανόητη για μας».
Ο
δάσκαλος λοιπόν πρέπει ακριβώς να καταλαβαίνει, να μιλεί αυτή τη γλώσσα, για να
συνεννοείται με τους νέους, για να μπορεί να έρχεται πολύ κοντά τους και να τους
παραστέκεται στις δυσκολίες που θα βρουν πορευόμενοι την (ανώμαλη και
επικίνδυνη) οδό της ζωής.
Όσοι
βλέπουν με σκεπτικισμό τούτο το «πλησίασμα» και κάποτε ανησυχούν για τις
συνέπειές του, θα αναθεωρήσουν τη στάση τους άμα σκεφτούν ότι, εάν δεν πάμε
κοντά στο παιδί, δεν θα το φέρουμε ποτέ κοντά μας, και όσο μακριά του
στεκόμαστε, τόσο κι εκείνο θα σταθεί ακόμα πιο μακριά από μας. Με αυτό το
πρίσμα θεωρούμενο το έργο του δασκάλου είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο από όσο
ήταν στις άλλες εποχές. Γιατί με τον ιλιγγιώδη ρυθμό που εξελίσσονται σήμερα οι
κοινωνίες μας, η απόσταση (όχι χρόνου,
αλλά αντιλήψεων και διαθέσεων, «νοοτροπίας») που χωρίζει τη μια γενεά από την
άλλη έχει γίνει εκπληκτικά μεγάλη. Ο κόσμος μας δεν είναι πια ο δικός τους και
για να μετατεθεί κανείς στη δική τους «πραγματικότητα», όπως μόνο ο αληθινός
δάσκαλος μπορεί να το κάνει, είναι σωστός άθλος. Ποτέ δεν ήταν το παιδευτικό
λειτούργημα τόσο δύσκολο όσο σήμερα.
Jamie
Wyeth, “Monhegan's Schoolteacher”.
Το
δεύτερο που ζητούμε από το δάσκαλο είναι: στις σχέσεις του με το μαθητή σ’ ένα
στόχο να βλέπει πάντοτε σταθερά — πώς να αχρηστέψει τον εαυτό του. Ξέρετε άλλο
επάγγελμα που αποκλειστική επιδίωξή του έχει να αχρηστεύει τις υπηρεσίες του; Ο
νους μας πηγαίνει στο ‘ιατρικό' όταν μας θεραπεύσει, Ο γιατρός παύει να μας
είναι χρήσιμος. "Αν όμως καλοεξετάσουμε τα πράγματα, δεν θα εξαιρέσουμε
ούτε το γιατρό, γιατί και το σώμα πού υπερνίκησε μια νόσο, φθείρεται διαρκώς με
την ηλικία και έχει πάντοτε την ανάγκη του γιατρού. Με το δάσκαλο συμβαίνει το
αντίθετο. Επιτυχημένος είναι εκείνος ο δάσκαλος που έκανε με το έργο του τόσο
ώριμο το μαθητή του, ώστε εκείνος να μη τον χρειάζεται πια. Αυτό είναι το
μεγάλο κατόρθωμα, ο θρίαμβος του δασκάλου: να κάνει τον νέο άνθρωπο σε τέτοιο
βαθμό αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο — στον τρόπο που μεθοδεύει τις παρατηρήσεις και
τις σκέψεις του, που κάνει τις εκτιμήσεις του, που καταρτίζει το πρόγραμμα της
δράσης του, που βλέπει και σημασιολογεί τον κόσμο και τη ζωή — ώστε να μην έχει
πλέον ανάγκη από τη χειραγώγηση κανενός άλλου, ούτε φυσικά του δασκάλου του.
Πώς
γίνεται όμως αυτός ο διανοητικός και ηθικός απογαλακτισμός;
Sophia Stella
Soseilos, “Different Ways Of Viewing Life”,
1990.
Πρώτα
πρέπει να τον θελήσει και να τον επιδιώξει ο δάσκαλος, πράγμα πολύ σπάνιο, άμα
συλλογιστεί κανείς πόσο εγωιστής και ματαιόδοξος, δεσποτικός και αδιάλλακτος
γίνεται o άνθρωπος όταν
συμπεριφέρεται προς τους άλλους από «θέσιν ισχύος».
Και
έπειτα πρέπει να μπορεί να τον επιτύχει, γιατί πολύ λίγοι είναι ικανοί για ένα
τέτοιο λεπτό και δύσκολο έργο.
«Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί τον Αλκιβιάδη
στο σπίτι της Ασπασίας». Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).
Κλασικό
και απαράμιλλο υπόδειγμα δασκάλου απ’ αυτή την άποψη θα παραμείνει ο αρχαίος
Σωκράτης (όπως μας τον παρουσιάζουν τα κείμενα των μαθητών του, του Πλάτωνα και
του Ξενοφώντα). Αυτός — έλεγε στους νέους που ζητούσαν τα φώτα του — δεν ξέρει
τίποτα και όπως ή μητέρα του, η Φαιναρέτη η μαμή, ξεγεννούσε τις επίτοκες μητέρες,
δεν γεννούσε τα παιδιά που έφερνε στον κόσμο, το μόνο που μπορούσε κι εκείνος
να τους προσφέρει, είναι να τους παρασταθεί στον πνευματικό τοκετό, για να
γεννήσουν υγιείς Ιδέες, όχι ανάπηρα πλάσματα. Η «μαιευτική» είναι λοιπόν η
μέθοδος και η τέχνη του αληθινού δασκάλου· με αυτήν ότι μαθαίνει ο νέος είναι
δική του κατάκτηση, όχι ξένη εισφορά. Κάτι περισσότερο: με αυτήν μαθαίνει το
«πώς να μαθαίνει», μόνος και αυτοδύναμος. Το πώς επομένως θα πάψει να
χρειάζεται το δάσκαλο.
Άφησα τελευταία την κύρια ιδιότητα (ορθότερα: την πρώτη αρετή) του δασκάλου: την Αγάπη του στο παιδί. Στο παιδί που δεν είναι δικό του, άλλα γίνεται δικό του όταν συνδεθεί μαζί του με την παιδευτική σχέση. Στο παιδί ως παιδί, ως ένα δηλαδή νέο και τρυφερό βλαστάρι, που δεν έχει ακόμα ξεδιπλώσει τα φύλλα του, άλλα κλείνει μέσα του τόσους θησαυρούς — νοημοσύνης, ευαισθησίας, δραστηριότητας — και περιμένει τη δική του στοργή και φροντίδα για ν’ ανθοβολήσει, ν’ αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί. Είναι απίστευτο με πόση αγάπη (ανιδιοτελή, θερμή, αφειδώλευτη) αφοσιώνεται ο αληθινός δάσκαλος στους μαθητές του. Το παιδί που του εμπιστεύτηκαν να διδάξει, γίνεται ό άξονας της ζωής του, αυτό της δίνει το περιεχόμενο και το νόημά της.
Johann
Heinrich Pestalozzi. Ο Pestalozzi ήταν παιδαγωγός γεννημένος στη Ζυρίχη το
1746. Επηρεάστηκε από την φυσιοκρατία και ιδιαίτερα από τον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ. Υποστήριξε ότι ο
προορισμός του ανθρώπου είναι η δια της ανθρωπιστικής αγωγής και παιδείας
ανάπτυξη της εσωτερικής του φύσης, ώστε να γίνει ηθική και θρησκευτική
προσωπικότητα. Ήταν ο ιδρυτής του πρότυπου σχολείου στο οποίο δίδασκε ο ίδιος.
Δίνει μεγάλη βαρύτητα στην οικογένεια που ανατρέφει και παιδαγωγεί το παιδί και
θεωρεί τη σχολική αγωγή ως συμπλήρωμα της οικογενειακής και σαν μια
προπαρασκευή για την αγωγή στη ζωή και με τη ζωή.
Έχουμε
και στο κεφάλαιο τούτο της ψυχολογίας του δασκάλου ένα κλασικό και απαράμιλλο
υπόδειγμα: την άγια μορφή του Pestalozzi. Σ’ ένα ατελείωτο έργο του («ο άρρωστος Pestalozzi προς το υγιές Κοινόν»,
1812) εξομολογείται: «Όταν μέσα στη
συναίσθηση της μεγάλης καταστροφής, μέσα στην πιο μεγάλη αγανάκτησή μου για όσα
με περιτριγύριζαν, έβρισκα ένα παιδί στο δρόμο και τόβαζα κοντά στο στήθος μου
και το μάτι του εσωτερικού του ουρανού μόλις έστω άγγιζε το σκληρό μου βλέμμα,
τότε χαμογελούσε αμέσως το μάτι μου όπως το μάτι τού παιδιού και ξεχνούσα
ουρανό και γη, ξεχνούσα ακόμη — θάλεγα — και του Θεού και των ανθρώπων τη
δικαιοσύνη και ζούσα μέσα στη μακαριότητα της ανθρώπινης φύσης και της άγιας
αθωότητας της, έτσι καθώς χανόμουν κυριολεκτικά, ή μάλλον ξανάβρισκα τον εαυτό
μου μέσα στο παιδί πού κρατούσα πάνω στο στήθος μου, ξαναχαιρόμουν τότε πάλι με
βαθιά συγκίνηση για την ύπαρξή μου με την άγια χαρά που έβαζε μέσα στην
ερημωμένη μου ψυχή η ύπαρξη του παιδιού που καθόταν απάνω μου». Ας προσέξουμε σ’ αυτή τη θαυμάσια σελίδα τη φράση του μεγάλου Ελβετού: «Ξανάβρισκα τον εαυτό μου μέσα στο παιδί».
Με την αγάπη που διεγείρει ανεξάντλητα την παιδαγωγική ακτινοβολία, o αληθινός
δάσκαλος ξαναβρίσκει τον εαυτό του μέσα στο παιδί.
Ευαγ.
Παπανούτσος, «Οι δρόμοι της ζωής». Κεντρικό
θέμα των μελετών που περιέχει είναι: ο σύγχρονος άνθρωπος και τα προβλήματά
του. Που φυσικά δεν εξετάζονται εξαντλητικά, γιατί ο τύπος του ολιγοσέλιδου
δοκίμιου δεν επιτρέπει μεγάλην έκταση στην έρευνα. Ό,τι υπόσχομαι είναι μια
σύντομη, κατατοπιστική περιήγηση στον προβληματικό χώρο και η επισήμανση των
κυριότερων δυσκολιών του. Αλλά και έτσι πιστεύω ότι το βιβλίο τούτο θα είναι
χρήσιμο. Θα βοηθήσει τον στοχαστικό αναγνώστη να προχωρήσει στη διερεύνηση των
ζητημάτων με δική του πρωτοβουλία και να μορφώσει δική του γνώμη. Τόσο
περισσότερο μάλιστα όσο κατά πάγια συνήθειά του ο συγγραφέας αποφεύγει τις
δογματικές αποφάνσεις και αγαπά να διαλέγεται με τους αναγνώστες του: να τους
δίνει το λόγο και να προσέχει τις αντιρρήσεις τους. Ο σκοπός του ενημερωτικός
και διδακτικός - αλληλοδιδακτικός, θα έλεγα καλύτερα. Να ξεκαθαρίσει θέλει ο
ίδιος μερικές κρίσεις και εκτιμήσεις του, και ταυτόχρονα να κάνει προσεκτικούς
τους αναγνώστες του στις περιπλοκές που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος του καιρού
μας (σε εθνική και σε διεθνική κλίμακα) με την τροπή που έδωσε στη σκέψη και
στη δράση του... Ε. Π. Παπανούτσος.
Πηγή:
http://antikleidi.com