Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Δήμητρα Μήττα, «Το σχέδιο»

Egon Schiele (1890–1918), Self-Portrait with Lowered Head (1912), 42.2 x 33.7 cm, Die Sammlung Leopold, Vienna, Austria. Wikimedia Commons.

Αποφάσισε να εγκαταλείψει το πρότυπο σχολείο -και τι σχολείο!-, τη λαμπρή καριέρα -και τι καριέρα!- και να ζητήσει μετάθεση σε ένα κοινό, κοινότατο σχολείο, και μάλιστα ούτε καν στην πόλη του. Πού; Ούτε και ο ίδιος δεν ήξερε, το έψαχνε. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, έλεγαν οι δικοί του, τρελάθηκε το παιδί (σαράντα οκτώ χρονών το παιδί), μήπως καμιά ερωτική απογοήτευση; Όμως δεν τον έβλεπαν και με καμιά κοπέλα, ούτε είχαν πέσει στην αντίληψή τους τίποτε τηλεφωνήματα, όπου η φωνή αλλάζει, γίνεται πιο βαθιά, σαν από σπήλαιο βγαλμένη, με γλυκά υπονοούμενα, ας πούμε “κλείσε, θα σε πάρω εγώ”, και με γλυκά παράπονα, ας πούμε “μα γιατί άργησες να μου τηλεφωνήσεις;” Και όσο και να τον έπρηζαν ότι θέλουν να τον δουν αποκαταστημένο, να τους κάνει και κανένα εγγονάκι, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι η κυρία Βασιλική ήθελε να τον σκέφτεται με άλλη γυναίκα –ανατρίχιαζε και μόνο στη σκέψη του νυφικού κρεβατιού. Αλλά αυτό ήταν πρόβλημα δικό της και ουδόλως απασχολούσε το σαρανταοχτάχρονο υπερδραστήριο και ανήσυχο «παιδί» που ετοιμαζόταν να κάνει μιαν απίστευτη για φίλους, γνωστούς, συγγενείς, γείτονες,  όποιον τέλος πάντων τον γνώριζε και τους γνώριζε, έστω και λίγο, ετοιμαζόταν να κάνει μιαν απίστευτη ρήξη. Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει στο νησί όπου περνούσε τα καλοκαίρια του τα τελευταία χρόνια.

Edvard Munch (1863–1944), Bathing Man (1918), oil on canvas, 160 × 110 cm, Nasjonalgalleriet, Oslo. Wikimedia Commons.

Εκεί ησύχαζε. Το πρωί έπαιρνε τα μπανιερά του και πήγαινε στην παραλία. Καθόταν με τις ώρες μέσα στη θάλασσα σαν πάπια που επιπλέει. Κάθε μέρα και κάθε χρόνο το ίδιο. Αν δεν ήταν και άλλοι λουόμενοι, έστω και αυτοί οι λίγοι που με κάποιον τρόπο ανακάλυπταν το ήσυχο νησί, μπορεί και να άραζαν δίπλα του γλάροι, να τον θεωρούσαν κάτι σαν δικό τους είδος· φόβιζε όμως τα όμορφα πουλιά η μπάλα θαλάσσης των παιδιών, το αδέξιο και θορυβώδες πλατάγισμα των ποδιών τους, οι φωνούλες της ευχαρίστησης, τα κλάματα της απογοήτευσης και της απαίτησης· οπότε στέκονταν στις άκρες και στις παρυφές της μικρής παραλίας, η οποία μετά το σούρουπο περιερχόταν στη δικαιοδοσία τους σαν απόλυτη ιδιοκτησία, χωρίς χαρτιά και υπογραφές που τους την κατοχύρωναν. Κάποτε έβγαινε από την ακινησία της πάπιας, κάτι τον ξυπνούσε, θυμόταν πού βρίσκεται και έλεγε πως καλό ήταν να ασχοληθεί και λίγο με το σώμα του –«έχω πλαδαρέψει»-, να κουνήσει χέρια πόδια, να κάνει καμιά ασκησούλα θαλάσσης. Αυτό το έλεγε με συχνότητα ευθέως ανάλογη με το πέρασμα των χρόνων και της ηλικίας του, καθώς η πολύωρη παραμονή μπροστά σε έναν υπολογιστή τα πολλά τελευταία χρόνια του είχε βγάλει διάφορα προβλήματα, πόνους στον αυχένα, μια ελαφρά πρόταξη του λαιμού προς τα εμπρός, καθώς είχε την τάση να πλησιάζει στην οθόνη, χαλάρωση στο δέρμα, μεγαλύτερη από το φυσιολογικό για την ηλικία του, κυρίως στα μπράτσα, όπου το κρέας κρεμόταν σαν πέτσα ραγισμένη, κοιλιά που ο ομφαλός της έδειχνε στη γη. Εξακολουθούσε να κάθεται με τις ώρες παρά τις υποσχέσεις αυτοπειθαρχίας: “Κάθε μία ώρα θα σηκώνεσαι και για δέκα λεπτά θα κάνεις ασκήσεις -εκεί είναι τα βαράκια, στη θέση τους, σε περιμένουν”. Και στη θέση τους παρέμεναν αμετακίνητοι φρουροί των διαψευσμένων συνεχώς προσδοκιών που είχε από τον εαυτό του για ένα νου υγιή μέσα σε ένα σώμα υγιές, δίδαγμα και ρητό που επέβαλε με επιτυχία στους ευγνωμονούντες γι' αυτό ακριβώς το θέμα μαθητές του -τους προσέφερε μια ολιστική θέαση της ύπαρξής τους μέσα στο σύμπαν.


Paul Louis Martin des Amoignes (1858–1925), In the Classroom (1886), oil on canvas, 68.5 × 110.5 cm, location not known. Wikimedia Commons.

Σε δεύτερο πρόσωπο μιλούσε πάντα στον εαυτό του και τον συμβούλευε σαν να ήταν κάποιος άλλος. Αυτό παρότρυνε και τους μαθητές του να κάνουν: «Είμαστε πολύ καλοί στο να συμβουλεύουμε τους φίλους μας, τους γνωστούς μας, να διακρίνουμε σε αυτούς λάθη και αστοχίες, προτερήματα και αρετές. Αυτό δυσκολευόμαστε να το κάνουμε στον εαυτό μας. Γι' αυτό και καλό είναι να τον αντιμετωπίζουμε σαν να είναι κάποιος άλλος. Τι θα συμβουλεύαμε κάποιον για ένα θέμα που μας απασχολεί; Τι λύσεις θα προτείναμε για κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει; Τι θα του λέγατε; Πώς θα του μιλούσατε, αν πράγματι ήσαστε ειλικρινείς μαζί του και δεν θέλετε να είστε απλώς αρεστοί σε αυτόν; Αντιμετωπίστε τον εαυτό σας σαν να είναι ένας ξένος, ούτε καν συγγενής, ούτε καν αδελφός. Καταγράψτε τα”. Εμμονή που είχε και με την καταγραφή: «Χάνονται, όσα δεν καταγράφονται χάνονται. Νομίζετε ότι θα τα θυμάστε για πάντα… Τόσο δυνατά συναισθήματα νιώθετε κάποιες φορές και τόσο έντονες τις σκέψεις σας που νομίζετε ότι θα τα θυμάστε αιώνια. Καημένα παιδάκια... Η μνήμη σας θα τα πολτοποιήσει όλα και στο τέλος θα τα θυμάστε με τον τρόπο που το μυαλό και η ψυχή σας αντέχουν, ή με βάση τις δυνατότητες που έχουν, η ψυχή και το μυαλό σας. Πολτός θα γίνουν όλα.» Ε, αυτός κι αν είχε εμπειρίες από πολτούς μνήμης. «Έπειτα, ανόητά μου παιδάκια, αν καταγράφετε και συχνά ανατρέχετε σε όσα γράφετε θα διαπιστώσετε κάτι το φρικτό, ή μάλλον αστείο: το πόσο επαναλαμβανόμενες είναι οι σκέψεις σας, τα συναισθήματά σας, τα γεγονότα της ζωής σας, τα παράπονά σας, ιδίως αυτά, αιωνίως επαναλαμβανόμενα, όπως ακριβώς οι ιστορίες της μαμάς σας ή της γιαγιάς σας, που τόσο σιχαίνεστε να ακούτε, κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Καταγράφοντας, καλά μου παιδιά, διαπιστώνετε πόσο λίγες και μικρές είναι οι αλλαγές και στη δική σας ζωή, όχι μόνο στης μαμάς σας ή του μπαμπά σας, που τόσο τους κατηγορείτε γι’ αυτό. Και τότε, μπορεί και να απογοητευτείτε ή να αγανακτήσετε με τον εαυτό σας. Εάν αγανακτήσετε, υπάρχει ελπίς για εσάς. Καλά μου παιδάκια.» Στο μεταξύ ο ίδιος σπάνια κατέγραφε, βαριόταν, “αύριο”, έλεγε. Μετά συσσωρευόταν η ύλη ζωής που έπρεπε να είχε καταγραφεί, από προχθές, χθες, σημερινή ύλη, τωρινό υλικό, «αργότερα» έλεγε, «αύριο», και το ημερολόγιο έμενε λευκό, ή μάλλον ωχρό, μια οι σελίδες του ήταν στο χρώμα της ώχρας, ήταν χαρτί από ανακύκλωση -σεβόταν τη φύση, είχε συναίσθηση του παροδικού περάσματός του στη γη, ευαισθητοποιημένος και συνειδητοποιημένος άνθρωπος της φύσης ήταν ο άνθρωπος που ούτε μισή ρίζα από χωριό δεν είχε.  
«Τώρα πρέπει να κουνήσεις λίγο χεράκια ποδαράκια, έλα, λίγο ακόμη, μην τεμπελιάζεις, θα σε μαλώσω, η αυτοπειθαρχία σου κρατάει όσο και η μνήμη του ψαριού. Πάλι με απογοήτευσες. Πώς τα καταφέρνεις κάθε φορά;»  Έβγαζε τη γλώσσα κοροϊδευτικά και απαξιωτικά στη φωνή που ενοχλητικά και απρόσκλητη είχε εγκατασταθεί και στα δύο ημισφαίρια του κρανίου του και οριζοντιωνόταν μπρούμυτα, με το κεφάλι μέσα στη θάλασσα, σαν πτώμα που επιπλέει, έβλεπε τον βυθό –«δεν μπορεί, όλο και κάποιο ενδιαφέρον θα παρουσιάζει»-, κυρίως άκουγε τους ήχους στην επιφάνεια της θάλασσας μέσα από το φίλτρο του νερού -”Κωστάκηηηηηηηηηηηηηηη...”-, ο κόσμος γινόταν απόκοσμος. Τα ψάρια τον τσιμπούσαν.    

*****
Edvard Munch (1863–1944), The Sun (1910–11), oil on canvas, 450 x 772 cm, Munchmuseet, Oslo. Wikimedia Commons.

«Έβγαινα. Ατένιζα τον ορίζοντα, ξεχνιόμουν όρθιος με το βλέμμα χαμένο ούτε κι εγώ ξέρω πού. Κάποτε συνερχόμουν -όταν ο ήλιος με ζάλιζε ή όταν ένιωθα τα πόδια μου να πρήζονται από την ορθοστασία μπροστά σ’ έναν ήλιο που ανέτειλε ή έδυε.»

*****

Κοιτούσε γύρω του και προσπαθούσε να δει τον εαυτό του και την εικόνα που παρουσίαζε με τα μάτια των άλλων λουομένων και των ντόπιων. «Μάλλον μοιάζω αστείος.» Κι αν δεν τον πρόσεχε κανένας; Πολύ ανακουφιστική σκέψη –«είμαι ένας ανύπαρκτος· όχι αόρατος, ανύπαρκτος»· και αστεία, έτσι του φαινόταν –«λες να μην υπάρχω στ’ αλήθεια;» Πάντως, αν ήταν ανύπαρκτος ήταν τόσο όσο και οι άλλοι γι' αυτόν. Αλήθεια, πότε είχαν μαζευτεί όλοι εκείνοι στην παραλία; Δεν τους είχε δει, δεν το είχε καταλάβει. «Μην αγνοείτε τη ζωή που κινείται γύρω σας, μην βυθίζεστε εντός σας, μην αγνοείτε τους άλλους, ακούτε τους ήχους, αρπάζετε με το βλέμμα τις εικόνες», δίδασκε στους μαθητές του. «Χωρίς όμως να χάνετε τον εαυτό σας, τις σκέψεις σας, τα συναισθήματά σας. Παραμένετε παρατηρητές του εαυτού σας». Αυτά δίδασκε. «Αααααααχ, δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις..., α  ρε δασκαλάκο...», μουρμούριζε. Ας μην τον κρίνουμε όμως. Αν δεν μπορούσε να κρατήσει νόμο, τουλάχιστον τραβούσε συνέχεια το αυτί στους μαθητές του -τρόπος του λέγειν-, ώστε να εφαρμόζουν αυτοί όσα εκείνος πρέσβευε ως ορθά. Και τα παρατηρούσε στην εφαρμογή τους.   
Πέρασε καιρός μέχρι να αρχίσουν οι ντόπιοι να τον προσέχουν σαν μια ιδιαίτερη περίπτωση που θα τους απασχολούσε μονιμότερα. Αυτό τους ευχαρίστησε, θα είχαν με κάτι να ασχολούνται και κάτι να ερευνούν.

*****

«Ρωτούσαν τον ξενοδόχο για μένα. Πληροφορήθηκαν -εγώ πάλι πληροφορήθηκα από εκείνον όσα τους είχε πει- ότι είχα κανονική συμπεριφορά, δεν ήμουν ιδιότροπος, ήμουν μόνος, είχα βιβλία και ένα μικρό ραδιόφωνο. Σε αυτό -μου είπε ο ξενοδόχος- βρήκαν σε μένα μια μικρή λωλάδα, δεν κατάλαβα γιατί, αλλά το βρήκα ενδιαφέρον ότι οι συζητήσεις τους για μένα γυρνούσαν γύρω από αυτό, το ραδιοφωνάκι μου. Αυτοματοποιημένα τα είχα τα προγράμματα. Στο ένα το πρώτο πρόγραμμα για ειδησούλες και ενημερωτικές εκπομπές το πρωί, στο δύο το δεύτερο με μουσικούλες ελληνικές, στο τρία το τρίτο με κλασική και τζαζ, στο τέσσερα και στο πέντε τους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, τον πολιτιστικό και τον ενημερωτικό. Τι το παράξενο εύρισκαν στο οργανωμένο ραδιοφωνάκι μου;»

*****

Την τηλεόραση που είχε ζητήσει να βγάλουν από το δωμάτιο, αυτό τους είχε φανεί περίεργο. Όχι ότι οι ντόπιοι δεν άκουγαν ραδιόφωνο –παντού μ’ αυτό κυκλοφορούσαν, κυρίως στο ψάρεμα, ερασιτεχνικό και επαγγελματικό. Αλλά αυτός... Ένας πολιτισμένος της πόλης... Γιατί όσοι έρχονταν για τουρισμό στο νησάκι τους, το πρώτο πράγμα που κοιτούσαν στα δωμάτια ήταν αν έχει τηλεόραση. Πάντως, ο εξοβελισμός της τηλεόρασης και η εμμονή με το ραδιόφωνο ήταν τα μόνα περίεργα που βρήκαν επάνω του. Τα μόνα. Γιατί στα χρόνια που ακολούθησαν δεν ανακάλυψαν καμιά ιστορία πάθους στη ζωή του που να τον είχε οδηγήσει στη μοναξιά του νησιού τους, κανένα έγκλημα στο ενεργητικό του, καμιά οικονομική καταστροφή, τίποτε βρε αδελφέ, ένας κοινός, κοινότατος άνθρωπος. Τι απογοήτευση να αποφασίζουν ότι ο ένοικος του νησιού τους ήταν απλώς ένας καημένος αστός, κάτοικος μεγαλούπολης που καθόταν και χάζευε αυτό που για εκείνους ήταν φυσικό και αυτονόητο, τη φύση... Μια κότα που κακάριζε, έναν γάιδαρο που μουλάρωνε, μια κατσίκα που γυρνούσε μόνη της το βράδυ στο σπίτι. Μα δεν είχε ξαναδεί κατσίκα; αναρωτιόντουσαν με απορία. Και πού να τη δει ο χριστιανός; Στα ανσασέρ των πολυκατοικιών; Παιδί της πόλης ήταν με ούτε μισή ρίζα από χωριό, όπως έχω κιόλας πει.

*****
George Bellows (1882–1925), Cliff Dwellers (1913), oil on canvas, 102.1 × 106.8 cm, Los Angeles County Museum of Art, Los Angeles, CA. Wikimedia Commons.

«Τους έπεισα ότι δεν άντεχα τη ζωή της πόλης, το θόρυβο, την πολυκοσμία, την αδιαφορία του ενός για τον άλλον...».

*****

Σιγά που δεν θα τους έπειθε, αμόρφωτοι νησιώτες ήταν, ψωμοτύρι για την ευφυΐα του.

*****

 «Γι’ αυτό και εγκαταστάθηκα στην ύπαιθρο, τους είπα»,

*****

στην αγνή και αμόλυντη ύπαιθρο του κουτσομπολιού και της ακινησίας, της σταθερότητας και της επανάληψης.

*****

«Φυσικά και πριν αποφασίσω να εγκατασταθώ εκεί, έκανα έρευνα “αγοράς”. Πήγα και σε άλλα νησιά, στο νησί των φοιτητικών και μεταπτυχιακών του χρόνων, εκεί όπου κάθε χρόνο κατέφευγα, για να ησυχάζω».

*****
Fernand Khnopff (1858–1921), Silence (c 1890), pastel on paper, 87.8 x 44.3 cm, Musées Royaux des Beaux-Arts de Belgique, Brussels. Wikimedia Commons.

Τι ανάγκη πια κι αυτή να ησυχάζει... Το κεφάλι του ήθελε να ησυχάζει, να πάψει μέσα του να ακούει τη φωνή που του έλεγε τι πρέπει να κάνει. Αλλά κι αυτή η καημένη η φωνή δεν του τα έλεγε επιτακτικά, φιλικά τα έλεγε και με ένα χτύπημα στην πλάτη, τουλάχιστον στην αρχή: «Τώρα που θα βγεις μην ξεχάσεις τα κλειδιά σου, το κινητό σου, τι άλλο έχεις να κάνεις σήμερα; βάλτα σε σειρά, γράψτα». Ναι το χρυσό μου, ναι το γλυκό μου. Καμιά φορά τα έλεγε και ο ίδιος φωναχτά, συνομιλούσε –«έχω να κάνω αυτό, να μην ξεχάσω να κάνω εκείνο, να θυμηθώ να τελειώσω και τ’ άλλο…»,  Πόσα ήταν τέλος πάντων; Έστηνε και διαλόγους. Στο κεφάλι του. Με διαφόρους και για διάφορα θέματα. Καλά τα πήγαινε εκεί. Με τους πραγματικούς διαλόγους είχε πρόβλημα. Και με τους πραγματικούς ανθρώπους. Τα νεύρα του τεντώνονταν στην παραμικρή ανοησία –«δεν καταλαβαίνουν»-, μετά κατέβαζε τα αυτιά, μετάνιωνε, μάλωνε τον εαυτό του, τσατιζόταν μαζί του, τον επέπληττε, η εσωτερική φωνή μέσα του γινόταν τότε αμείλικτη: «ανόητε, ηλίθιε, πάλι σκατά τα έκανες, αλλά βέβαια, τέτοιος ήσουν πάντα, μήπως έμαθες και τίποτε; Μήπως άλλαξες; Φτου σου». Και στο τέλος, μη αντέχοντας την τοξικότητα σκέψεων και διαλόγων, έλεγε: «καλύτερα μόνος». Έτσι τις ένιωθε τις σκέψεις μερικές φορές, τοξικές. Ξεπηδούσαν ξαφνικά, και από το πουθενά, η μία μετά την άλλη, σαν βέλη, και διασταυρώνονταν, και τον χτυπούσαν στο δόξα πατρί. Και να σου και οι τύψεις που δεν μπορούσε να τον συνεφέρουν το πράσινο των δέντρων και το μπλε της θάλασσας και το γκρίζο ενός σύννεφου: «Δεν είσαι σε επαφή με τον εαυτό σου, δεν είσαι στο εδώ και τώρα, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στο κέντρο σου, αφήνεσαι έρμαιο στον έναν και στον άλλον, στο ένα και στο άλλο, μέλη όλοι και όλα ενός εσωτερικού θιάσου που έχουν εγκατασταθεί μέσα σου και σε σέρνουν από τη μύτη. Φτου σου. Εσύ τους επιτρέπεις να είναι παρόντες και να σε στροβιλίζουν με τις απαιτήσεις τους, με την απαίτησή τους να έχουν ζωή μέσα σου, εσύ τους τροφοδοτείς. Φτου σου.» Αμάν πια, συνέχεια φτου και φτου σου.
Πώς έγινε και πήγαινε συνέχεια σε εκείνο το νησί; Από εκεί ήταν ένας φίλος του που σπούδαζε στη Σουηδία. Εκείνος του έδειξε τον τόπο, κυρίως το χωριό του πλάι στη θάλασσα. Τότε ακόμη έρχονταν Σκανδιναβοί. Και Σκανδιναβές.

*****

«Ωραία παιδιά. Ωραίες συναναστροφές, καθαρές, χωρίς όνειρα και σχέδια και προσδοκίες για περαιτέρω. Καθαρά, ξεκάθαρα. Για μια βραδιά, για δυο, για ένα ποτάκι στα γρήγορα, στα όρθια.»

*****
Paul Nash (1892–1946), Landscape from a Dream (1936-38), oil on canvas, 67.9 x 101.6 cm, The Tate Gallery (Presented by the Contemporary Art Society 1946), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)

Τα τελευταία χρόνια δεν ταξίδεψε κατά κει. Όλο έλεγε ότι θα πάει και όλο κάτι συνέβαινε. Τώρα όμως..., τώρα πήγαινε με τη σκέψη, τη σιγουριά σχεδόν, ότι θα εγκατασταθεί εκεί.
Βρήκε το χωριό, όλο το νησί, σε μια στασιμότητα που τον ενόχλησε. Ούτε μπρος είχε κάνει, αλλά ούτε και πίσω.  Ίδιο κι απαράλλακτο όπως το είχε αφήσει, με το μεγάλο σπίτι στην κορυφή του βράχου, ιστορικό κτίριο, αναπαλαιωμένο μετά από δεκαετιών εγκατάλειψη και τώρα ξανά εγκαταλειμμένο. Χωρίς επίσημη χρήση τότε, χωρίς επίσημη χρήση και τώρα. Αλλά σε χρήση. Ανεπίσημη. Ξανά αποχωρητήριο έγινε, ξανά χώρος για ένα βιαστικό ή παθιασμένο σέξ -βογγητά ακούγονταν από τον επάνω όροφο του σπιτιού, δεν ήξερες αν ήταν από πάθος ή από τη δυσκολία να αποπατήσουν-, στον κάτω κυκλοφορούσαν τα πρεζόνια. Οι εραστές πατούσαν πάνω σε σύριγγες χρησιμοποιημένες, τα παπούτσια με τις λεπτές σόλες των κοριτσιών κινδύνευαν από τρυπήματα. Αλλά το πάθος..., α, το πάθος δεν λογαριάζει κινδύνους, δεν νοιάζεται για το μετά, το τώρα, η στιγμή της έκρηξης μετρούσε, για το μετά, για τις συνέπειες ποιος νοιάζεται; Εκείνη τη στιγμή, μετά βλέπουμε.
Σωστό παλατάκι θα πρέπει να ήταν το ευκαιριακό αυτό ξενοδοχείο παθών, σωματικών αναγκών και εξαρτήσεων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν κτίστηκε -για κάποιον πλούσιο, του είχαν πει το όνομά του αλλά ούτε που το θυμόταν τώρα. Οξυκόρυφες στέγες, φολυδωτά κεραμίδια, σαν την εσάρπα μιας θεάς –ποια ήταν;- στο μουσείο... –ποιο ήταν; Τώρα έχασκε τραυματισμένο από την υποκρισία Κράτους και Δήμου. Με τους δημοτικούς άρχοντες τα είχε βάλει κυρίως, και αυτούς έβριζε. Γιατί το βράδυ φώτιζαν με ειδικό φωτισμό και τον βράχο και το παλατάκι, ο Δήμος ξόδευε λεφτά γι’ αυτό, το θεωρούσε μέρος του τόπου, το διαφήμιζε στα τουριστικά φυλλάδια, τραβούσε κόσμο με αυτό. Αλλά κουβέντα δεν άρθρωναν οι ντόπιοι πολιτικάντηδες τι να το κάνουν αυτό το διαμαντάκι, που ανάθεμα κι αν ήξεραν πώς βρέθηκε στον τόπο τους, και πώς να δράσουν δραστικά ενάντια στην αδράνεια του κράτους. Ο ένας έριχνε το βάρος στον άλλον, ευκαιριακοί αεριτζήδες και ντόπιοι επιχειρηματίες –άκου επιχειρηματίες- με καραβάκια, παλιά ψαροκάικα, πρόσφεραν βόλτες, χωρίς όμως το ενημερωτικό φυλλάδιο να λέει πού θα πάνε, τι αξιοθέατα θα έβλεπαν οι πλούσιοι ξένοι, σε ποια παραλία θα σταματούσαν για μπάνιο οι κουτόφραγκοι, αν θα επιχειρούσαν κάποια πεζοπορία από κάποια παραλία προς το εσωτερικό του νησιού, σε τίποτε καταρράκτες ή σε αρχαία χνάρια. Αντίθετα, τόνιζαν ότι οι επισκέπτες στην εκδρομούλα τους θα έτρωγαν σουβλάκι χοιρινό και θα χόρευαν πάνω στο καράβι συρτάκι –δεν διευκρινιζόταν αν θα υπήρχε και κανένας τσολιάς, και κομπολόγια, και μουστάκες για να τις φορέσουν οι μόρτες... Τις νύχτες ένα μπαράκι, δίπλα ακριβώς στο σπίτι της φιλοξενίας του, κρατούσε ξάγρυπνους τους ένοικους και τους περίοικους. Πρόσφερε διασκέδαση στα πλήθη των νέων τουριστών που έρχονταν για να την καταναλώσουν, αλλά και στους ντόπιους -αχόρταγα πλήθη που κουνιόντουσαν στον ρυθμό μουσικών που γράφονταν πάνω στον χτύπο της καρδιάς, ντούπ ντούπ ντούπ, με καμιά νότα να ξεφεύγει πάνω κάτω στο καρδιογράφημα, ντούπου ντούπου ντούπου, ώστε να εναλλάσσεται το ένα τραγούδι με το άλλο -έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους. Στο δωμάτιο που κοιμόταν δεν τολμούσε να ανοίξει παράθυρο, ο ήχος εισέβαλε μέσα. Θεόκλειστα παντζούρια και παραθυρόφυλλα, κλειστή και η πόρτα, ένιωθε πως ήταν μέσα σε ένα μεγάλο στρόγγυλο τενεκέ που τον χτυπούσαν με ξύλα τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς, για να σπάσουν πλάκα με τον άνθρωπο που ζήτησε καταφύγιο εκεί μέσα. Ο τρελός του χωριού. Όταν τόλμησε να πει κάτι στον ιδιοκτήτη του μπαρ, να διαμαρτυρηθεί για την ένταση του ήχου και για το γεγονός ότι αυτό κρατούσε μέχρι τα χαράματα, εκείνος του είπε: «Δεν θα μου πείτε εσείς τι είναι καλό για το νησί μου» -πάλι καλά που του μίλησε στον πληθυντικό. Κι όμως, αυτός, ο ξένος, θα μπορούσε να πει περισσότερα για το νησί από τους ίδιους του κατοίκους που το ζούσαν κάθε μέρα και γι’ αυτό δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν, να το δουν. Θα μπορούσε να τους μιλήσει για τα σπίτια με την όμορφη αρχιτεκτονική που έδιναν ένα χαρακτήρα στον τόπο, και να τους κάνει να τα δουν και να τα εκτιμήσουν, ώστε να μην τ’ αφήνουν σαν γκρέμια εγκαταλειμμένα. Για τους κάδους απορριμμάτων που δεν υπήρχαν -τις προάλλες κυκλοφορούσε με μια μπανανόφλουδα, δεν είχε πού να την πετάξει, ήταν σίγουρος ότι μέχρι το τέλος του καλοκαιριού το χωριό θα ήταν ένας απέραντος μπανανοφλουδότοπος. Για τις αλυσίδες που έπρεπε να μπουν στην είσοδο του φωτισμένου σπιτιού, μέχρι να βρεθούν επιτέλους τα χρήματα και να φτιαχτεί ολοκληρωτικά και οριστικά, εκτός κι αν η εγκατάλειψη ήταν εκ του πονηρού, να φτάσει κάποια στιγμή που θα πουλιόταν κοψοχρονιάς, και σε ξένους, και με τη δικαιολογία έτοιμη στο στόμα: «Αφού δεν μπορούσαμε εμείς, καλύτερα που πουλήθηκε». Γιατί δεν μπορούμε εμείς; Πάντως, έτσι άκουσε ότι θα γίνει. Θα πουλιόταν, μαζί με μια μεγάλη περιοχή με παλιά μεταλλεία, εκεί όπου πήγαινε και κολυμπούσε, μέχρι τη σπηλιά. Λίγο πάνω από τα σαράντα πια, αναρωτιόταν αν θα φοβόταν να μπει μέσα -σιχαινόταν τους φόβους του, ήθελε να τους αντιμετωπίσει, και να τους δει, και να τους γνωρίσει, και να τους κοροϊδέψει, ώστε να πάψουν άλλοι να τον κοροϊδεύουν γι’ αυτούς. Ήθελε να ξεχωρίσει τι τον αηδίαζε –τα ποντίκια και οι μύγες- και τι τον φόβιζε –τα κουνούπια και οι νυχτερίδες.

Gustave Courbet (1819–1877), The Grotto of the Loue (1864), media and dimensions not known, Hamburger Kunsthalle, Hamburg, Germany. Image by anagoria, via Wikimedia Commons.

Κολύμπησε αργά, χωρίς βατραχοπέδιλα, έστριψε στον κάβο, δεν φαινόταν πια η παραλία απ' όπου είχε ξεκινήσει. Πλησίαζε, κοιτούσε προσεκτικά, και έξω και μέσα του. Δεν φοβόταν, ήταν ήρεμος. Μπήκε μέσα στη σπηλιά. Μαζί με τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων άκουγε και κάτι άλλο, υπόκωφο: «Για δες. Με τέτοιους ήχους έφτιαχναν οι άνθρωποι παλιά ιστορίες για περίεργα πλάσματα.» Κάπου κάπου έβλεπε κάποιες σκιές που κινούνταν. Αγριοπερίστερα είχαν καταλάβει τη σπηλιά, το χουρχουρητό τους άκουγε. Έμεινε να παρατηρεί, οι αισθήσεις του οξύνθηκαν, ακόμη και η χαλασμένη του ακοή έμοιαζε να έχει ευαισθητοποιηθεί. Η σπηλιά κατέληγε σε μια μικρή αμμουδίτσα, εκεί ξεκουραζόταν παλιά μαζί με τον φίλο του και μετά κολυμπούσαν προς τα πίσω. Μόνος του τώρα δεν βγήκε εκεί. Όχι, δεν είχε φοβηθεί, ήταν ήσυχος και ήρεμος. Σκέφτηκε μόνο ότι η αμμουδίτσα εκείνη ήταν κατάλληλος τόπος για παράνομους εραστές, δεν θέλησε να ενοχλήσει. Τι μεσολάβησε και  φοβήθηκε τις επόμενες μέρες;
Τα πουλιά. Φοβήθηκε τα πουλιά. Ότι θα μπορούσαν να του επιτεθούν –«ανάθεμα την κουλτούρα του και τα διαβάσματά του..., το κατέστρεψαν το παιδί, έλεγαν συχνά πυκνά οι δικοί του. Αυτή τη φορά του ήρθαν στο μυαλό σκηνές από ταινία του Χίτσκοκ, παλιά ταινία, ασπρόμαυρη, από τις πρώτες με εφέ, όχι όμως φτιαγμένα με υπολογιστές και τέτοια, στο χέρι όλα, κέντημα. Περιστέρια και σπουργίτια, τα πιο αθώα πουλιά –έτσι τα είχαν πολιτογραφήσει οι άνθρωποι-, σύμβολα της ειρήνης –τις πατούσες των περιστεριών είχαν για έμβλημά τους οι ειρηνιστές-, ορμούσαν στους ανθρώπους, χώνονταν στα σπίτια από τις σοφίτες, κατέστρεφαν τα προστατευτικά καλύμματα στα παράθυρά τους, κάθονταν απειλητικά στα συρματόσκοινα, μια ιδιότυπη επανάσταση της φύσης κατά του ανθρώπου. Μαέστρος του τρόμου ο Αλφρέδος έβαζε τα μάτια των πουλιών του στο μάτι της κάμερας, κι ούτε που νοιαζόταν αν τα χάρτινα πουλιά του που κάποιοι τα κινούσαν με διαφανή νήματα έμοιαζαν ρεαλιστικά ή όχι. Με ολοφάνερα ψεύτικα πουλιά δημιουργούσε πραγματικό τρόμο –«ξεχάστε τα ρεαλιστικά εφέ», έλεγε στους μαθητές του που τρελαίνονταν γι’ αυτά, νέα γενιά, τι περιμένεις; Η ξαφνική ανάμνηση της ταινίας φόβισε τον παρείσακτο της σπηλιάς... Τα χουρχουρητά του φάνηκαν επιθετικά, στους βράχους διέκρινε νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα –κι αν του ρουφούσαν το αίμα;-, τα ζουζούνια που κυκλοφορούσαν μεταξύ θάλασσας και βράχων του φάνηκαν ότι τον τσιμπούσαν στο σώμα, παντού... Άρχισε να ξύνεται. Και μετά, έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του προς το άνοιγμα της σπηλιάς στην ανοιχτή θάλασσα είδε τους δυο βράχους στην είσοδο να κουνιούνται. Φυσικό ήταν να έχει αυτή την ψευδαίσθηση -αντί να συγκεντρώσει το βλέμμα του στη θάλασσα που κουνιόταν και να αφήσει τις πέτρες στην αιώνια ακινησία τους, αυτός τα είδε όλα μαζί, πέτρες και θάλασσα, δεν απομόνωσε το ένα από το άλλο. Με την άκρη του ματιού του οι πέτρες κουνήθηκαν. Οι συμπληγάδες πέτρες. Αυτές ήταν... Οι Συμπληγάδες. Αν έκλειναν και τον έκλειναν μέσα στη σπηλιά; Θα πέθαινε ζωντανός, κανείς δεν θα άκουγε τις φωνές του. Οι βάρκες σπάνια πλησίαζαν εκεί και οι κολυμβητές θα αραίωναν σε λίγο, χειμώνιαζε –Ιούλιος ήταν;- πάγωσε. Θα έμενε μαζί με τα πουλιά, θα τον έτρωγαν. Οι παλιές ναυτικές ιστορίες που διάβαζε ζωντάνεψαν μπροστά του. Προσπάθησε να λογικευτεί και να φέρει την καρδιά του στον τόπο της. Αλλά πάλι… Γιατί; Αποκλειόταν να γίνουν εκείνη τη στιγμή, αυτή τη στιγμή που αυτός βρισκόταν μέσα στη σπηλιά, αποκλείονταν γεωλογικά φαινόμενα, να ξανακατρακυλήσουν βράχοι που πριν αιώνες είχαν σταθεί ακίνητοι; Τι απέκλειε να κινηθούν τώρα ξανά; Να ξεκολλήσουν κομμάτια; Ήταν σεισμογενής η περιοχή; Δεν θυμόταν, το θολωμένο του μυαλό δεν θυμόταν. Κολύμπησε βιαστικά προς την έξοδο, τα κύματα έκαμναν τους βράχους να μοιάζουν πως κλείνουν. Θα προλάβαινε να βγει ή θα του έκλειναν την ουρά του; Τα πόδια του δηλαδή. Βγήκε. Έσωσε τα πόδια του. Έπιασε τα δάχτυλά τους σαν να τα έπιανε για πρώτη φορά. Ωραία ήταν. Να θυμηθεί να κόψει τα νύχια του, είχαν μεγαλώσει.
Καμία από τις επόμενες μέρες δεν ξαναμπήκε στη σπηλιά. Ο φόβος είχε εγκατασταθεί μέσα του. Τον είχε καταλάβει. “Αύριο ίσως μπω”, έλεγε. Δεν έμπαινε, έφτανε μέχρι την είσοδο αλλά μέχρι εκεί. Στο μεταξύ τα παιδιά του νησιού μπαινόβγαιναν με θόρυβο.
Έμενε στο χωριό να παρακολουθεί τους μαγαζάτορες να βγάζουν τον επιούσιο σήμερα, τώρα, φέτος, κανένας σχεδιασμός για του χρόνου, καμιά συλλογική συνείδηση –«ελάτε ρε παιδιά να δούμε τι θα κάνουμε…»-, ο καθένας μόνος του, ο καθένας για τον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που ξέραν εδώ και χρόνια, καμιά αλλαγή, ούτε στα τραπεζομάντηλα, καρό με μπλε ή πράσινα τετραγωνάκια, ούτε στο μενού, ούτε στις ξεθωριασμένες από τον ήλιο φωτογραφίες με τα μενού. Μια αίσθηση λερωμένου και γκρι του άφηναν όλα τα μαγαζιά, μια γεύση αυτοεγκατάλειψης και αλαζονείας -«εμείς αυτό είμαστε, αυτό πουλάμε, και άμα σας αρέσει». Ούτε αυτοί έμπαιναν στη σπηλιά, οι μαγαζάτορες δηλαδή. Εξάλλου, για μισό χρόνο τόσα χρόνια όρθιοι μπροστά στο μαγαζί να ψαρεύουν πελάτες και τον άλλον μισό να ξεκουράζονται, την είχαν ξεχάσει τη σπηλιά των παιδικών και νεανικών τους χρόνων, και αυτήν και άλλες πολλές γύρω τριγύρω. Όσο για το ένα και μοναδικό καφενεδάκι με τα λουλούδια και τα φυτεμένα στο χώμα μυρωδικά –δυόσμους, λεβάντες, δενδρολίβανα, μέντες-, με τα στρόγγυλα τραπεζάκια που το καθένα ήταν βαμμένο με ξεχωριστά χρώματα και ήταν ζωγραφισμένες διαφορετικές εικόνες -στρογγυλοί πίνακες ήταν εκείνα τα τραπεζάκια-, όπου πάνω ο “κουλτουριάρης” μαγαζάτορας -έτσι τον αποκαλούσαν οι άλλοι για να τον προσβάλλουν και να θεωρήσουν το μαγαζί του χαμένη υπόθεση- ακουμπούσε περιποιημένα ποτήρια και πήλινα πιάτα που μέχρι το τέλος το καλοκαιριού τα έχανε όλα, του τα έκλεβαν ένα προς ένα, όμως τα αντικαθιστούσε και συνέχιζε, ήταν αποφασισμένος. Χαμηλά, πολύ χαμηλά έπαιζε και τη μουσική που ταίριαζε στο περιβάλλον και στο όνομα του μαγαζιού -Αρμονία. Σ’ εκείνο το καφενεδάκι καταλάγιαζαν λίγο οι σκέψεις του, σαν το περιβάλλον του μαγαζιού να λειτουργούσε καθησυχαστικά, τα θηρία ξάπλωναν ήρεμα στα πόδια του, έχωναν το κεφάλι τους στα μπροστινά τους πόδια, έκλειναν τα μάτια. Έσκυβε για να τα δει: «Κοιμάστε;» 
Το αποφάσισε. Δεν ήταν αυτό το νησί του αναχωρητισμού του. Στο άλλο θα πήγαινε, στο πιο μικρό. Εκεί που οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι, εκεί όπου οι κάτοικοι ήταν ολιγαρκείς, χωρίς μεγάλα σχέδια για μεγάλα μπαρ και χώρους διασκέδασης, ένα δυο ταβερνάκια φτιαγμένα για τους ίδιους και τους ελάχιστους φιλήσυχους τουρίστες του καλοκαιριού –για χάρη τους και για το χρήμα τους δεν άλλαξαν οι ντόπιοι τη ζωή τους.

*****

«Δεν θα ανακατευτώ καθόλου στις ζωές τους».

*****

Θα έκαμνε τη δουλειά του και σιγά σιγά, χρόνο με τον χρόνο, θα κατάφερνε να διαμορφώσει και αυτός κάτι, να αφήσει τη σφραγίδα του, αυτός ο ξένος στον τόπο να τον μπολιάσει. Αρκεί να έμενε εκεί μόνιμα ή τουλάχιστον για αρκετά χρόνια –θα τα κατάφερνε; Θα διαμόρφωνε, ένα κομμάτι του θα το έτρωγαν οι νέοι εκεί, θα επιβίωνε το πνεύμα του στη σάρκα τους.
Δύο συγκυρίες τον έκαναν να το αποφασίσει να αφήσει πρότυπα σχολεία και καριέρες. Τα εκπαιδευτικά σενάρια –αμάν- και η κυρία Νίτσα.
Αχ η κυρία Νίτσα... Την απομάκρυναν από την υπηρεσία, την απέπεμψαν μετά από τριάντα δύο χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας, την πέρασαν από ένορκη διοικητική εξέταση και την έθεσαν σε διαθεσιμότητα μέχρι να τη βγάλουν σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Σε διαθεσιμότητα ποιον; Την κυρία Νίτσα. Και γιατί; Πού να το πεις και να γελάσεις; Πώς να το πεις; Νέα ήθη, καινούριοι κανόνες και νόμοι, αποστειρωμένοι, φοβισμένοι, καχύποπτοι, τάχαμ’ δήθεν για να προφυλάσσουν, στην πραγματικότητα για να ελέγχουν τις σχέσεις των ανθρώπων, το σώμα τους, τις κινήσεις τους. Οι νόμοι. Και οι άνθρωποι. Πλανιόταν στον αέρα η φράση “σεξουαλική παρενόχληση”. Δεν είμαστε καλά… Η κυρία Νίτσα σεξουαλική παρενόχληση! Απαγορεύεται, λέει, οι δάσκαλοι να έρχονται σε σωματική επαφή με τα παιδιά –αυτή ήταν η ενδεκάτη εντολή: ου εγγίζεις. Ούτε να τα αγκαλιάζουν, ούτε να τα φιλούν, τίποτε. Τα παιδιά έπρεπε να προφυλαχθούν από τις πιθανές κακές προθέσεις διεστραμμένων ενηλίκων. Καλέ πότε ήταν που στη Γηραιά Αλβιόνα, ένας δικός μας, μπροστά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, όπου χάζευε τους καινούριους τίτλους, πανύψηλος και αδύνατος, γονάτισε για να φτάσει όσο γινόταν πιο κοντά στο ύψος ενός πεντάχρονου παιδιού που είχε πει στη μαμά του «μαμά, δες τι ψηλός που είναι», για να του πει «νά, δες, τώρα έγινα κοντός, ίσα με σένα». Και έβαλε τις φωνές η μάνα, μαζεύτηκαν γύρω τους πολλοί που έδειχναν έτοιμοι να υπερασπίσουν τον σαστισμένο πιτσιρικά από τον απαίσιο ξένο, κι ας φώναζε ο βιβλιοπώλης ότι τίποτε κακό δεν είχε γίνει, ότι ήταν μπροστά στην όλη σκηνή, ότι ο άνθρωπος έπαιζε με το παιδί. Και να η αστυνομία, να και οι ανακρίσεις, και μη χειρότερα… Τελικά, σώθηκε το παιδάκι από τον διεστραμμένο που αποδείχθηκε μη διεστραμμένος αλλά όχι από τη μάνα που αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον ψηλό ξένο, γιατί αλλιώς η κυρία θα διωκόταν για ψευδή καταμαρτύρηση και για σπίλωση υπόληψης. Άσε που κάτι θα έμεινε στο παιδί απ’ αυτή την ιστορία –μα για τους κακούς ξένους, μα για την υστερική μάνα, μα για την άμεση ανταπόκριση της αστυνομίας, κάτι τέλος πάντων... Μια ανάμνηση. Φωνές. Και τι συμπαθητικός που ήταν εκείνος ο ψιλόλιγνος γίγαντας, θύμιζε μια φιγούρα από τα παραμύθια του. Μα γιατί του πήραν τον γίγαντά του;

Jean Geoffroy (1853-1924), In School (c 1900), further details not known. Wikimedia Commons.

Και άντε τώρα να βρεθεί λύση και για την κυρία Νίτσα. Γιά πείτε εσείς... Πώς να απομακρύνει όλους τους μπόμπιρες που κρέμονταν επάνω της σαν τσαμπιά σταφύλι; Πώς να μην αγκαλιάσει παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει αγκαλιά, φροντίδα, τρυφερότητα; Πώς να τα αφήσει μόνα τους; Γιατί η κυρία Νίτσα -αλήθεια ποιο ήταν το επίθετό της;- έβλεπε και παρατηρούσε, περνούσε από δίπλα τους και ήξερε ποια παιδιά ήταν αγριεμένα, θυμωμένα με ένα βουβό θυμό, πονεμένα, χτυπημένα. Δεν θα τα αγκάλιαζε αυτά τα παιδιά; Δεν θα τα παρηγορούσε; Στο ειδικό δικαστήριο οι γονείς διχάστηκαν, πρέπει να απομακρυνθεί, δεν πρέπει, πρέπει να αγκαλιάζει δεν πρέπει, να τα αγκαλιάζει όλα ή μόνο τα δικά μας; Ποιος μωρέ; Η κυρία Νίτσα; Και τι δηλαδή; Έπρεπε να κάθεται στην αυλή και στην αίθουσα με τα χέρια πίσω, μέχρι να καταλάβουν τα πιτσιρίκια ότι δεν μπορούν να την αγγίζουν πια; Τη γιαγιά κυρία Νίτσα.
Όσο για τα εκπαιδευτικά σενάρια... Αχ αυτά τα εκπαιδευτικά σενάρια. Ειδικός έγινε σε αυτά, τα υποστήριξε με σθένος, επιχειρηματολόγησε, τον μετεκπαίδευσαν στο εξωτερικό, επιμορφώθηκε, μετά επιμόρφωσε άλλους, δημιούργησε πυρήνες. Άρχισε να φτιάχνει πειραματικά σενάρια για τα μαθήματά του, με όρεξη, ειδικός, παιδί μου. Είχε βρεθεί το νέο φάρμακο κατά της αποστήθισης, οι μαθητές θα παρήγαγαν μόνοι τη γνώση τους με εργαλείο τις νέες τεχνολογίες –οι εταιρείες ετοιμάστηκαν για μαζικές πωλήσεις υπολογιστών και οι πολιτικοί στην προεκλογική περίοδο διαγκωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα υποσχεθεί περισσότερους υπολογιστές δωρεάν στους μαθητές, εκεί βασιζόταν η εκπαιδευτική πολιτική τους. Ενοχλήθηκε από αυτές τις κινήσεις, οικονομικές και πολιτικές, παρέμεινε όμως ιεραπόστολος στη μάχη κατά της γνώσης που αποστηθίζεται, ιεραπόστολος της ιδεολογίας που ήθελε τους μαθητές μέσα από εκπαιδευτικά σενάρια να καθοδηγούνται από βήμα σε βήμα, πώς να ανακαλύπτουν τη γνώση μόνοι τους, πώς να βρίσκουν πληροφορίες για ένα θέμα μόνοι τους. Καλό αυτό. Να την ψάχνουν τη γνώση, όχι να τους τη φυτεύουν με παπαγαλία και να ξεχνιέται αυτή η γνώση μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις, να μην είναι μια γνώση που δεν επηρεάζει τη συνείδηση. Εργατοώρες και εργατοώρες αφιέρωναν οι μαθητές στη μελέτη, αλλά ήταν από τις πιο μη ανταποδοτικές, από τις πιο άγονες εργατοώρες που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Να παράξουν μόνοι τους  τη γνώση, να οδηγηθούν σε αυτή μέσα από την έρευνα και όχι να κάθονται παθητικά και να ακούν –και τι να συγκρατήσει πια και αυτό το αυτί; Είχε όνειρα και σχέδια για την εκπαίδευση ο άνθρωπος. Ταγμένος ήταν.


Giorgio de Chirico, School of gladiators, 1953

Στη δημιουργία τέτοιων εκπαιδευτικών σεναρίων εκπαίδευε τους συναδέλφους του καθηγητές και πώς να τα εφαρμόζουν μέσα στην τάξη –σεναριογράφοι έγιναν όλοι. Μέχρι που σιγά σιγά ένιωσε πως αισθανόταν ασφυκτικά, ειδικά όταν στεκόταν όρθιος, λίγο σκυμμένος πάνω από τον ώμο συναδέλφου του που καθόταν μπροστά σε έναν υπολογιστή, και τον κατηύθυνε: Βήμα πρώτον, κάνε αυτό, βήμα δεύτερον, κάνε τούτο, βήμα τρίτο, κάνε τ’ άλλο. «Στα πέντε πρώτα λεπτά πρέπει να κάνετε μια εισαγωγή που να συνδέει την καινούρια θεματική σας με την προηγούμενη κατακτημένη γνώση. Πέντε ακόμη λεπτά που θα δίνετε την αφόρμηση για το καινούριο σας θέμα. Δεκαπέντε λεπτά έρευνα των μαθητών στο διαδίκτυο. Τρία λεπτά για να παρουσιάσει η κάθε ομάδα τα ευρήματά της, δύο λεπτά για να αντιπαρατεθούν, ένα λεπτό για να πληκτρολογήσουν το συμπέρασμα, μισό λεπτό για να κλείσουν τους υπολογιστές, δέκα δευτερόλεπτα για να επανέλθουν στο θρανίο, πέντε δευτερόλεπτα, τέσσερα, τρία, δύο, ένα, τέλος χρόνου. Τη γνώση την κατακτήσαμε. Ζήτωωωωωωω.» Το θέμα ήταν η οργάνωση του χρόνου, το οργανόγραμμα, παιδί μου. Μάλιστα. Που σημαίνει: έχουμε τόσες διδακτικές ώρες μέσα στη σχολική χρονιά, σε αυτές χωρούν τόσα διδακτικά σενάρια, άρα η διδακτέα ύλη θα είναι τόση. Τόσο επί τόσο ίσον τόσο, ούτε παρά τόσο ούτε συν τόσο. Έσκαγε από την πολύ οργάνωση.  
Του έλειπε η ελεύθερη γνώση, ο διάλογος πάνω σε ένα θέμα, η αντίρρηση, η διαμάχη, η σώμα με σώμα επιχειρηματολογία, ο έντιμος και με κανόνες διαπληκτισμός, η αμφισβήτηση της αυθεντίας, η γνώση που έκανε τα μυαλά να σκέφτονται, να αντιδρούν και να αμφισβητούν. Το πρόβλημα με αυτού του είδους τη γνώση είναι ότι δεν εφαρμοζόταν σαν καλούπι μέσα στην τάξη. Αλλά ας την κάναν αυτή τη γνώση οι συνάδελφοι ό,τι ήθελαν μέσα στην τάξη τους, μπορεί και να μην τη χρησιμοποιούσαν αυτή καθαυτή ποτέ, μη σώσει και τη χρησιμοποιούσαν. Έφτιαχνε όμως ελεύθερα μυαλά –φτου κακά. Η άλλη γνώση, αυτή με τα εκπαιδευτικά σενάρια, δίδασκε στους δασκάλους τεχνικές πώς να φτάνουν οι μαθητές τους σε μια γνώση έτοιμη, σε πληροφορίες, όχι όμως σε κριτική των πληροφοριών και σε αναρωτήσεις -γιατί έγινε αυτό, γιατί έγινε το άλλο, γιατί έτσι, γιατί αλλιώς. Έκανε υπομονή, «ας το δούμε να εφαρμόζεται και μετά βλέπουμε, μπορούμε να προχωρήσουμε σε διορθωτικές κινήσεις».
Έσκασε όταν είδε τα πρώτα βίντεο με πειραματικές διδασκαλίες μέσα στις τάξεις με βάση τα εκπαιδευτικά σενάρια. Όλοι οι «σεναριογράφοι» της ομάδας του μαζεύτηκαν να τα δουν. Σχολιάστηκε προπάντων και κυρίως το προσεγμένο ντύσιμο των σεναριογράφων-παρουσιαστών, η ευγένεια και η συγκαταβατικότητά τους απέναντι στους μαθητές-εκπαιδευόμενους, η ηρεμία με την οποία αντιμετώπιζαν τα όποια ζητήματα προέκυπταν απρόοπτα, η πιστή και ακριβής εφαρμογή των οδηγιών, η με ιερατική ευλάβεια τήρηση του χρόνου. Όλα καλά. Μπράβο. Τώρα, γιατί αυτουνού του ερχόταν να βάλει τις φωνές, Κύριος οίδε... Αλλά έτσι ήταν πάντα του, ιδιότροπος, κυρίως με τα αποστειρωμένα περιβάλλοντα, εκεί που δεν κυκλοφορούν μικρόβια. Ξεφυσούσε. Το μπαμ το έκανε στο τέταρτο σενάριο.   
Ο καθηγητής είχε εφαρμόσει ένα σενάριο πάνω στον λόγο ενός αρχαίου –διάβολε, πώς τον λέγανε; ανάθεμα τη μνήμη μου- για τις αρνητικές επιπτώσεις της αναρχίας. Στην αρχή ωραία κυλούσε η διαδικασία. Οι μαθητές δούλευαν σε ομάδες πάνω στα φύλλα εργασίας που τους είχε μοιράσει ο καθηγητής-σεναριογράφος, συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, ένας σε κάθε ομάδα υπενθύμιζε τον χρόνο για να μην πλατειάζουν στις συζητήσεις και να μένουν συγκεντρωμένοι στο θέμα, να μην πηδούν από το ένα στο άλλο, όπως κάνουν οι πολιτικοί της τηλεόρασης. Θαύμα. Ύστερα κάθε ομάδα παρουσίασε τα πορίσματά της. Πολύ ωραία, ικανοποίηση από όλους, επιδοκιμασία, μπράβο, έξυπνο σενάριο, καλό θέμα, καλή εφαρμογή. Αυτός παρέμενε κήτος φυσητήρας της θάλασσας. Του θύμιζε τις στημένες διδασκαλίες των δικών του δασκάλων, όταν ήταν να ρθουν επιθεωρητές στις τάξεις τους για να παρακολουθήσουν ένα μάθημά τους. Εκείνο το μάθημα ποτέ δεν ήταν αληθινό, οι μαθητές ήταν μιλημένοι, προετοιμασμένοι, κάναν ησυχία, απαντούσαν σε ερωτήσεις, σήκωναν πολλοί τα χέρια, υποδειγματικές τάξεις. Κάτι δεν του πήγαινε καλά και εδώ, όμως δεν μπορούσε να πει και τίποτε –έτσι είχαν εκπαιδευτεί από εκείνον, έτσι έκαμναν. Μέχρι τη στιγμή που στο βίντεο ένας μαθητής, εκτός προγράμματος και οργανογράμματος, εκτός θέματος –Παναγία μου!-, έκανε τη φοβερή ερώτηση: «Κύριε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον λόγο της αναρχίας που δουλεύουμε τώρα και στην αναρχία ως φιλοσοφικό και πολιτικό σύστημα του Μπακούνιν;» Πρασινοκοκκίνησε ο σεναριογράφος καθηγητής: «Δεν είναι το θέμα μας αυτό. Πρέπει να μάθουμε να επικεντρωνόμαστε στα ερωτήματα που τίθενται κάθε φορά, ώστε να μην καταλήγουμε σε συζητήσεις καφενείου, όπου από το ένα θέμα πετάγονται οι ταβλαδόροι στο άλλο». «Κύριε, το κάναμε στο μάθημα της Φιλοσοφίας, γι’ αυτό ρωτώ». «Άλλο είναι το θέμα μας», επέμεινε ο Κύριος· «θα πρέπει να μένετε στην εκάστοτε στοχοθεσία». Έξαλλος ο δικός μας σταμάτησε το dvd –μόνο που δεν έσπασε τον υπολογιστή με την ορμή του- και ούρλιαξε: «Και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή, ρε συνάδελφε, να συζητηθεί ένα τέτοιο θέμα;» Ω ρε μάνα μου, άναψε και κόρωσε, εγκεφαλικό θα πάθαινε. Βρόντηξε την πόρτα πίσω του. 
Το απόστημα όμως που μάζευε το πύον της δυσαρέσκειάς του –ποια δυσαρέσκεια; οργή να λες καλύτερα- έσπασε όταν συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό το πράγμα,  όλη αυτή η επιμόρφωση γινόταν, γιατί ο απώτερος στόχος ήταν η κατάργηση των σχολείων, η μάθηση θα γινόταν από μακριά, εξ αποστάσεως που λένε-, ο εκπαιδευτής –δεν θα λεγόταν πια δάσκαλος- θα παρακολουθούσε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εκπαιδευόμενους –δεν θα λέγονταν μαθητές- που θα καλούνταν να διαβάσουν μια ύλη και να εκπονήσουν μια εργασία πάνω σε αυτή. Πολύ ωραίο όλο αυτό, εφαρμοζόταν κιόλας στους ενήλικες, αλλά σε εφηβάκια; Θα βρίσκονταν, λέει, σε ζωντανές συναντήσεις μόνο δυο τρεις φορές τον χρόνο, τις υπόλοιπες δέκα ή δώδεκα φορές η τάξη θα ήταν εικονική, οι οθόνες των υπολογιστών τους… «Ξέρετε πόσα χρήματα θα εξοικονομηθούν;», διακήρυτταν οι κυβερνώντες. Τέρμα τα σχολικά κτίρια, τέρμα οι σχολικοί εξοπλισμοί, τέρμα τα εργαστήρια φυσικής και χημείας, τέρμα φύλακες και επιστάτες, τα σχολεία θα γίνονταν μουσειακό είδος, τα θρανία και τα εργαστήρια –πώς στο καλό θα γίνονταν τα πειράματα; Και οι δάσκαλοι, τέρμα και αυτοί.  «Διευκολύνουμε και τους εκπαιδευτικούς», διακήρυξαν προεκλογικά οι εθνο-γονείς. «Δεν θα χρειάζεται να φεύγουν από τα σπίτια τους και να δουλεύουν σε μέρη μακρινά, δεν θα διαχωρίζονται τα ζευγάρια, το ένα στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση της χώρας, τα παιδιά δεν θα στερούνται τους γονείς τους, η ελληνική οικογένεια, στυλοβάτης της κοινωνίας, στηρίζεται». Δάσκαλοι και μαθητές δεν θα γνωρίζονταν μεταξύ τους, δεν θα ακουμπούσε ο ένας τον άλλον, δεν θα μύριζε ο ένας τον άλλον –επιτέλους, δεν θα χρειαζόταν τόση κατανάλωση αποσμητικών-, οι μαθητές δεν θα τσακώνονταν στις αυλές, δεν θα φλερτάριζαν, δεν θα έπρηζαν το κεφάλι του καθηγητή τους, δεν θα του ζητούσαν τον λόγο για το καθετί. Μάλιστα. Ο καινούριος άνθρωπος των νέων εποχών που καθοδηγούνταν να φτάνει μόνος του και ελεύθερα στη γνώση… Θα την κατακτούσε, θα την έφτιαχνε, θα την ανακάλυπτε. Την προκαθορισμένη γνώση. Μόνος. Ελεύθερος. Απαλλαγμένος. Παγίδα και καρότο... Μόνο που αυτός, ο δικός μας, αυτός για τον οποίο μιλάμε, δεν το ήθελε αυτό.

Nebojsa Zdravkovic, L’armoire (The Wardrobe), vers 2000

Υπήρχε κι ένας τρίτος λόγος, πιο κρυφός αυτός, πιο προσωπικός, πιο μυστικός που θέλησε να φύγει. Η κρυφή και ανομολόγητη ομοφυλοφιλία του μέσα σε μια κοινωνία βαθιά υποκριτική, όχι ελεύθερη αλλά ελευθεριάζουσα, που έψαχνε ποια κανάλια χρησιμοποιούσαν τραβηγμένες περιπτώσεις της Μυκόνου ως παρουσιαστές ή συμπαρουσιαστές σε εκπομπές, όλους αυτούς που με την ομοφυλοφιλία τους έμοιαζε να διασκεδάζουν το φιλοθεάμον και βαθιά συντηρητικό κοινό της τηλεόρασης των οικονομικών συμφερόντων. Η μεταδημοκρατική κοινωνία στην οποία ζούσε μιλούσε ελεύθερα για όλα τα θέματα, διαλεγόταν, δεν απαγόρευε, όμως στηλίτευε, κυνηγούσε στα σοκάκια τους διαφορετικούς, τους σημάδευε, τους χαράκωνε, τους έριχνε βιτριόλι, τους παραμόρφωνε -το κυνήγι των μαγισσών είχε ξαναξεκινήσει. Μια δημοκρατική δικτατορία. Δεν αναγνωριζόταν εύκολα, δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα -τι να πρωτοαντιμετωπίσεις; Το νέο μοντέλο ζωής δεν τον εύρισκε σύμφωνο. Δεν θα το υπηρετούσε. Και επειδή ένιωθε ότι δεν μπορούσε να το πολεμήσει έφυγε στο μικρό νησί, αυτός ο λαμπρός επιστήμων. «Μα τόση γνώση χαμένη… Κρίμα τον άνθρωπο...». Βάι βάι...
Έξι χρόνια έζησε εκεί. Ξέρετε τι σημαίνει έξι χρόνια; Παρέλαβε παιδιά στην πρώτη γυμνασίου και τα έφτασε μέχρι την τρίτη λυκείου. Ναι, αυτός ο άκληρος είχε αρκετά παιδιά, και άφηνε τη σφραγίδα του, στην ψυχή τους και στον τόπο τους. Πατέρας και μάνα γι' αυτά τα παιδιά. Ας ήταν καλά η κρυφή του φύση. Ο κύριος Ντίνος, ο σεβαστός κύριος Ντίνος, αγαπημένος μαθητής της κυρίας Νίτσας.
Στην αρχή έμενε στο μικρό ξενοδοχείο που έμενε κι όταν ερχόταν σαν τουρίστας στο νησί. Μετά, γοητεύτηκε από το σπίτι της κυρίας Φωτεινής, παλιάς καπετάνισσας του τόπου. Το σπίτι μεγάλο, αρχοντικό, είχε γνωρίσει δόξες, αλλά ογδοντατεσσάρων πια η κυρία Φωτεινή και ο κύριος Αποστόλης, ο άνδρας της, ήδη σε άλλες πολιτείες. Όσο για το παιδί τους, έγινε παιδί της πόλης, πολύ περισσότερο το εγγόνι που ανάθεμα κι αν είχε πατήσει στο σπίτι των παππούδων παραπάνω από δύο φορές μετά την ενηλικίωσή του και την υποχρεωτική συνύπαρξη με τους γονείς του στις διακοπές. Επιτέλους, ελεύθερος ο νεαρός απολάμβανε στο δωμάτιό του τα διάφορα γκατζετάκια. Στο σπίτι της κυρίας Φω, έτσι την αποκαλούσε, θέλησε να εγκατασταθεί. «Μη, κύριε καθηγητά», του είπαν κάποιοι ντόπιοι, «άστο κυρ δάσκαλε», του είπαν άλλοι, «βρε τον δασκαλάκο» είπαν μεταξύ τους, όταν εκείνος αποφάσισε ότι αυτό το σπίτι ήθελε και εκεί θα έμενε. Α μα πια...
Το σπίτι βρισκόταν στην άκρη ενός κλειστού κολπίσκου -με μεγάλο αυλάκι έμοιαζε. Γαλαζοπράσινα τα νερά του θύμισαν ταινίες όπως «Η γαλάζια λίμνη» ή «Επιστροφή στη γαλάζια λίμνη», τέτοια πράγματα, ρομαντικά. Κολυμπώντας εκεί μέσα, σύντομα ξέχασε και ταινίες και άλλες παρομοιώσεις. Έγινε η λίμνη του, η δική του λίμνη. Πότε πρόλαβε και μπήκε αυτό το «του»; Λίμνη ΤΟΥ. Έτσι την ένιωθε. Το σπίτι ήταν πράγματι παλιό κι εκείνος διάλεξε να μείνει στο πιο παλιό κομμάτι του, στο αρχικό κτίσμα, όχι στα παράνομα πολυτελείας συμπληρώματα. Ένα δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα, κουρελούδες κάτω, γυμνή η στέγη πάνω από το κρεβάτι, μια στοιχειώδης ντουλάπα και ράφια. Μπροστά το μπαλκόνι ΤΟΥ, σαν ένα ακόμη δωμάτιο, με κρεβάτι δίπλα στη βρύση, με ξύλινα κάγκελα και μια ρόδα κάρου στη μέση που μέρα με τη μέρα του έμοιαζε με τιμόνι καραβιού –καπετάνιος ένιωσε μέσα σε λίγες μέρες σ’ ένα καράβι ακίνητο, πέτρινο, που όμως την πλώρη του. Ή την πρύμνη του; Πώς λεγόταν το μπρος μέρος του καραβιού; Ανάθεμα τον Καρκαβίτσα και άλλους θαλασσινούς συγγραφείς που είχε διαβάσει· τίποτε πια δεν συγκρατούσε αυτό το κεφάλι του; Αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχε χρόνο πια να μάθει και να αφομοιώσει ναυτικές ορολογίες -κάτοικος μόνιμος του νησιού γινόταν πια, τι στην ευχή; Το μπρος, λοιπόν, μέρος του καραβίσιου σπιτιού του ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα –περίμενε τον χειμώνα για να δει μέχρι πού θα έφτανε το κύμα. Το μουρμουρητό που ένιωθε ότι έβγαινε μέσα από τους τοίχους του σπιτιού, μουρμουρητό ανθρώπων που ζούσαν παλιά στο σπίτι ενωνόταν με τον παφλασμό της θάλασσας, ήρεμο ή δυνατό κυματισμό, και τον υπόκωφο ήχο μέσα από τις μικρές σπηλιές σαν στεναγμοί, οδύνης ή ηδονής, από γέννα ή για θάνατο. Μυστήρια και μυστικά έβλεπε και άκουγε παντού. Όπως κι εκείνο το βράδυ που είδε πάνω στους βράχους, στην άκρη του μικρού του κόλπου, δυο φώτα άσπρα, άλλοτε να φέγγουν δυνατά προς το μπαλκόνι του τιμονιού του, άλλοτε να αδυνατίζουν και άλλοτε να χάνονται. Τι ήταν; Έμεινε όλη τη νύχτα ξάγρυπνος παρακολουθώντας. Πριν το χάραμα τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα. Όταν ξύπνησε, διέκρινε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Δικά  τους ήταν τα φώτα, φακοί που στερεώνονταν στο κεφάλι τους για να βλέπουν και να έχουν ελεύθερα τα χέρια τους, ώστε να δολώνουν, να ξεδολώνουν, ν’ αγκιστρώνουν, να ξαγκιστρώνουν, να ρίχνουν τα ψάρια που πιάναν στον πλαστικό κουβά. Λίγο μετά την ανατολή του ήλιου μάζεψαν τα σύνεργα και την ψαριά τους και έφυγαν ακροπατώντας στα μυτερά βράχια με μια άνεση που θύμιζε χορευτές στις πουέντε –αυτός τρυπιόταν ακόμη. Λύθηκε κι αυτό το μυστήριο. Πάει, κρίμα. Η ελπίδα για κάτι μεταφυσικό ή υπερφυσικό μετατράπηκε σε προσδοκία να καταλάβει τον άνθρωπο που παλεύει με τη φύση.

Pierre Bonnard (1867-1947), The Riviera (c 1923), oil on canvas, 79 x 76.2 cm, The Phillips Collection, Washington, DC. The Athenaeum.

Στο κτήμα της κυρίας Φω φύονταν όλα τα μυρωδικά, δυόσμοι, μαϊδανοί, δεντρολίβανα, άνηθοι, βασιλικοί. Και δέντρα –οι δαμασκηνιές και οι συκιές τον ενδιέφεραν κυρίως. Και ντομάτες, πιπεριές, κρεμμύδια, σκόρδα -αυτά τα δύο πάλι κατέληγαν σε μια πράσινη ουρά, πώς τα ξεχωρίζουν να πάρει η ευχή; «Δεν βαριέσαι, θα βάλω και από τα δυο...». Κάθε μεσημέρι ξεκινούσε την περιήγησή του και έκοβε ό,τι ήθελε για τη σαλάτα του. Η πανδαισία των χρωμάτων και των οσμών της φύσης μεταφερόταν στο πιάτο του –το φωτογράφιζε κάθε φορά. Κι ωστόσο, οι ντόπιοι επέμεναν: «Μη δασκαλάκο, φύγε από το σπίτι». Όταν ξέσπασε η πρώτη του στο σπίτι εκείνο καλοκαιρινή μπόρα, κατάλαβε γιατί του το έλεγαν –δεν ήταν από κακία ή από αντιπάθεια για την κυρία Φω του. Η θάλασσα έγινε γκρι και απειλητική, αστραπές, βροντές, αέρηδες έκαναν την μπαλκονόπορτά του να βροντά –οι μεντεσέδες ήταν όλοι χαλασμένοι και το τζάμι στο παραθυράκι της σπασμένο, κρυμμένο έντεχνα πίσω από ένα κίτρινο μάλλινο πανί. Πάγωσε εκείνη τη βραδιά, κι ας ήταν καλοκαίρι. Και την επομένη. Περίμεναν όλοι ότι θα φύγει, ήταν και η τουαλέτα έξω, άντε τώρα νυχτιάτικα με κρύο τον χειμώνα να βγαίνεις από το δωμάτιο για να πηγαίνεις εκεί.
Έμεινε, και τσίκι τσίκι, το μπαλκονοδωμάτιο φτιαχνόταν. Τον χειμώνα τον πλάκωσε  η μοναξιά. Δεν έφυγε. Έκαμνε παρέα στην ηλικιωμένη κυρία Φω. Καθόταν κάθε βράδυ δίπλα της με ένα φλιτζάνι τσάι –το έφερνε από το δωμάτιό του- και άκουγε ιστορίες από τα παλιά. Εκείνες τις ώρες έμοιαζε, και ένιωθε, με οκτάχρονο, δεκάχρονο παιδί με κοντά παντελονάκια, ξαπλωμένο στο δάπεδο μπροστά στα πόδια της γιαγιάς στην κουνιστή πολυθρόνα της. «Μην τα πιστεύεις όλα, δάσκαλε», του έλεγαν οι ντόπιοι που τον έβλεπαν ενθουσιασμένο με την κυρία Φω, που διάλεξε τον άνδρα της γιατί ήταν τίμιος και όχι κάποιον άλλον που της έκανε επίδειξη του πλούτου του. Η Φω του αγάπησε τον έντιμο ωραίο Αποστόλη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κι ας παντρεύτηκε μαζί και μια πεθερά που ανταγωνίζονταν τη μάνα της για την αγάπη της –«ίσα έπρεπε να μοιράζω το φαγητό για να μην παραπονιέται καμιά πως την αγαπώ λιγότερο». Και πώς μεγάλωσαν και οι δυο και έφυγαν πρώτα η πεθερά της, μετά η ιδιότροπη μάνα της. «Δουλέψαμε πολύ με τον Αποστόλη μου, δεν βρήκαμε τίποτε από τους γονείς μας, κι όμως τα καταφέραμε και φτιαχτήκαμε». Κι έδειχνε φωτογραφίες παλιές που τους έδειχναν χαρούμενους και στα γλέντια επάνω. Και του ‘δειξε και το βιβλίο εντυπώσεων από όσους είχαν κατά καιρούς νοικιάσει δωμάτιο στο αρχοντικό τους που στο μεταξύ το είχαν μετατρέψει σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. «Να δεις εσύ, συγγραφείς και ηθοποιοί έρχονταν εδώ, σπουδαίοι άνθρωποι». Όλοι, μα όλοι εκφράζονταν με τα καλύτερα λόγια για την ίδια και τον κυρ Αποστόλη τον νεκρό, και για το σπίτι με τη γυμνή στέγη και για τον κολπίσκο με τα πράσινα νερά και για το κτήμα με τα δέντρα και τα κηπευτικά. Και οι ντόπιο να επιμένουν: «Πώς νομίζεις ότι βγήκε τόσος πλούτος; Πού βρέθηκε; Τι έκαναν στην Κατοχή και οι γονείς της και ο άνδρας της;» Αλλά αυτός προτιμούσε να ακούει τα παραμύθια της κυρίας Φω, κι ας ήταν παραμύθια, εξωραϊσμένες μνήμες, ξεγυμνωμένες από πράξεις και σκέψεις ντροπής. Επιτέλους, ξέφευγε από την αλήθεια και τον έλεγχό της –να την ελέγχει και να τον ελέγχει διαρκώς για την ειλικρίνειά του.

Fernand Khnopff (1858–1921), The Abandoned City (1904), charcoal, black pencil and pastel on paper on canvas, 76 x 69 cm, Musées Royaux des Beaux-Arts de Belgique, Brussels. The Athenaeum.

Την πρώτη χρονιά, μετά το τέλος του σχολικού έτους, πήρε το καράβι και γύρισε στην πόλη του. Να δει τους δικούς του, όσοι είχαν απομείνει -πέθαιναν ένας ένας-, φίλους, την πόλη γενικά, καμιά έκθεση, κανένα θέατρο, κάποιο πολιτιστικό γεγονός –έτσι ζούσε παλιά. Πριν περάσουν δέκα μέρες ξαναγύρισε στο νησί. Α παπα, δεν έμενε ούτε μέρα άλλη στην πόλη, όποιος ήθελε να τον δει ας ερχόταν εκείνος στο νησί του. Τι ήταν αυτό που τράβηξε με το αυτοκίνητο; Την πρώτη φορά που έπεσε κάποιος επάνω στο καπό -ευτυχώς πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα- είπε ότι ήταν ατύχημα, μια κακή στιγμή. Αυτός έφταιγε; Ο άλλος που έπεσε επάνω του; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Μετά βρέθηκε σε ένα επεισόδιο παρόμοιο με το δικό του, μόνο που του φάνηκε ότι αυτός που είχε γλυτώσει είχε θυμώσει, έβρισε τον οδηγό. Την επομένη διάβασε για έναν οδηγό που τον συνέλαβαν, γιατί είχε πατήσει κάποιον πάλι μέσα στην πόλη και ενώ κινούνταν με χαμηλή ταχύτητα. Τι στο καλό συμβαίνει; Άρχισε να οδηγεί πολύ προσεκτικά, σχεδόν μηδενική ταχύτητα, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά μήπως και ξεπηδήσει κάποιος μπροστά του στα καλά καθούμενα. Γιατί περπατούσαν τόσο απρόσεκτα οι άνθρωποι; Να αυτοκτονήσουν ήθελαν; Και τα αυτοκίνητα είχαν γίνει λιγότερα. Γιατί; Άσε που του την έδιναν και όλοι εκείνοι οι σεκιουριτάδες που φύλαγαν και προφύλαγαν τα πάντα, ως και κάποιους έρημους τουρίστες που πήγαν φωτογραφίσουν μια βιτρίνα επώνυμου καταστήματος τους σταμάτησαν. Γιατί; ρώτησαν οι άνθρωποι απορημένοι. Για το κόπι ράιτ της βιτρίνας τούς απάντησε ο ένστολος, για την ιδέα που είχε ο διακοσμητής –μήπως ήταν καλλιτέχνης;- να κρεμάσει κούκλες ανάποδα και μετά κάποιος μηχανισμός να τις ανεβάζει, να τις γυρνάει ώστε να στέκονται όρθιες, μετά να καμπυλώνει τα γόνατά τους και να τις καθίζει  σε κούνιες, όπου αιωρούνταν σαν κοπελίτσες στο δάσος. Το κόπι ράιτ ήταν μην τυχόν και αντέγραφαν οι ερασιτέχνες φωτογράφοι τη βιτρίνα και έχανε ο σχεδιαστής της τα νόμιμα δικαιώματά του; Ή μήπως γιατί οι έρημοι οι σεκιουριτάδες είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν τον καθένα ύποπτο ενοχής, ότι δηλαδή οι τάχα μ’ δήθεν αφελείς τουρίστες ήταν επιμελώς μεταμφιεσμένοι επαγγελματίες της κλοπής; Και όσο πιο νέος ο σεκιουριτάς και με αγωνία μη χάσει τη δουλειά του τόσο με μεγαλύτερη επιμέλεια φρουρούσε, και εφάρμοζε με ακρίβεια τους νόμους, και τους κανόνες. Γιατί ποιος του έλεγε ότι κάποιος από αυτούς που εμφανίζονταν ως αφελείς τουρίστες δεν ήταν κάποιος ανώτερός του, κάποιος του μαγαζιού που, παριστάνοντας τον τουρίστα, τον έλεγχε αν κάνει σωστά τη δουλειά του, τον αξιολογούσε. Ο καθένας υποψιαζόταν τον καθένα. Ως και οι έρωτες μπήκαν στο στόχαστρο της καχυποψίας. Πότε πρόλαβαν και έγιναν αυτές οι αλλαγές; Γύρισε στο νησί του. Α πα πα... 
Χρόνο με τον χρόνο οι επισκέπτες του νησιού λιγόστευαν. Κάτι λίγοι ξέμπαρκοι έφταναν. Αυτό δεν του ήταν πρόβλημα. Το πρόβλημά του, και το πρόβλημα όλων των ντόπιων, ήταν ο ανεφοδιασμός. Όχι τόσο σε τρόφιμα, όσο σε ειδήσεις. Εφημερίδες και βιβλία, αυτά του έλειπαν. Είχε κλείσει και η κυβέρνηση την κρατική ραδιοτηλεόραση –«για να την εξυγιάνουμε», είπαν, «κοστίζει πολλά λεφτά στον λαό», επαναλάμβαναν σαν ρεφραίν τραγουδιού· άλλοι πάλι λέγαν άλλα, «την έκλεισαν, γιατί δεν υποστήριζε το κυβερνητικό έργο», κακόβουλους τους ονόμασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «να διώξουν άχρηστους συμβούλους και κλητήρες που προσλαμβάνονται σε κάθε προεκλογική περίοδο», έτσι θα εξυγιανθεί, επέμεναν οι άλλοι. Έπεσε μαύρο στις συχνότητες, το σήμα των ιδιωτικών καναλιών δεν έφτανε μέχρι το νησί –καθόλου δεν τον χαλούσε αυτό- και έμεινε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο της γείτονος χώρας να ενημερώνει και να διασκεδάζει τον κόσμο. Μάλιστα. Μόνο που αυτός δεν ήξερε τη γλώσσα, κάποιοι ντόπιοι άρχισαν να τη μαθαίνουν –τι να κάνουν οι άνθρωποι... Εξάλλου, εκεί πήγαιναν κι όταν κάποιος αρρώσταινε και χρειαζόταν νοσοκομείο. Από εκεί αγόραζαν και τα χρυσάφια για γάμους και βαφτίσια. Μάλιστα.   
Στο μεταξύ οι πρώτοι του μαθητές πέρασαν όλοι στο πανεπιστήμιο, στις λεγόμενες «καλές» σχολές, αυτές με τα πολλά μόρια –άκου καλές αυτές που έβγαζαν ανέργους... Τα ιδιωτικά κανάλια ενδιαφέρθηκαν για το νησί και για τον καθηγητή που επιτέλεσε το θαύμα, του τηλεφώνησαν, τον πολιόρκησαν, αυτός αρνήθηκε την οποιαδήποτε συνομιλία. Όχι που θα καθόταν να τον χρησιμοποιήσουν για να γεμίσουν τον τηλεοπτικό χρόνο των ειδήσεών τους, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, να βγάλουν λεφτά από τη δική του δουλειά. Οι παλιοί του μαθητές, φοιτητές πια, κράτησαν επικοινωνία μαζί του, αλληλογραφία, δεν δεχόταν κανέναν άλλον τρόπο επικοινωνίας, ούτε «sms», ούτε «mails»,  ούτε «βιβλιοφάτσα», ούτε γκρίκλις, τίποτε. Μόνο γράμματα, ταχυδρομείο –κι ας ερχόταν καράβι μια στις τόσες. «Έλα, δάσκαλε», του έγραφαν. Και σ’ αυτό το επαναλαμβανόμενο «έλα» έπιανε κάτι  περίεργους κραδασμούς –«αλλιώς μας τα ’χες πει κυρ-δάσκαλε...».
Αποφάσισε να κατεβεί στην πρωτεύουσα, στην πόλη του δηλαδή, και να τους δει. Η αφορμή ήταν μια είδηση που τα κανάλια πρόβαλαν σαν πρώτη, σαν ένα γεγονός που βεβήλωνε, λέρωνε τους πολίτες πρώτης κατηγορίας που σύχναζαν σε ένα πολυτελείας εστιατόριο. Ο υπεύθυνος υπάλληλος του εστιατορίου είχε δεχτεί τηλεφώνημα για κράτηση τραπεζιού για δέκα άτομα. Πού να ήξερε ποιοι ήταν αυτοί οι δέκα άνθρωποι; Τι έφταιγε αυτός;
Δέκα φτωχοντυμένοι, άνδρες και γυναίκες, ντυμένοι με ρούχα που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας -και πώς να ταίριαζαν που τα ρούχα αυτά ήταν όσα δεν είχαν ακόμη λιώσει από το πολύ φόρεμα; Φούστα καφέ σε συνδυασμό με μπλούζα λευκή διακοσμημένη με μωβ μεγάλα πουά, παπούτσια αθλητικά ή παράταιρα –ένα αθλητικό, το άλλο γόβα-, τσάντα πλαστική, καπέλο ψάθινο της θάλασσας. Οι άνδρες τζην παντελόνι με τριμμένο παμπάλαιο μεταξωτό πουκάμισο, απομεινάρι άλλων εποχών· αντί για παπούτσια κάποιοι φορούσαν σαγιονάρες. Φυσικό ήταν αυτοί οι δέκα άνθρωποι να προκαλέσουν τα βλέμματα των θαμώνων. Στην αρχή σκέφτηκαν ότι μπορεί να ήταν κάποιο δρώμενο, κάποια θεατρική παράσταση, το αμήχανο βλέμμα όμως των σερβιτόρων και του αρχισέφ, η διακριτική τους προσπάθεια να αποτρέψουν τη δεκαμελή παρέα από το να καθίσουν στο στρωμένο ροτόντα τραπέζι, να τους βγάλουν έξω ευγενικά, ώστε να μην προκληθεί φασαρία στο καθώς πρέπει μαγαζί και να μην αμαυρωθεί η φήμη του, τους μπέρδεψε. Ήταν και το προσωπικό μυημένο στο θεατρικό δρώμενο; Έπαιζαν εκείνη την ώρα; Προσποιούνταν τον ρόλο τους; Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
Άνθρωποι που εδώ και καιρό είχαν χάσει τις δουλειές τους και σε λίγες μέρες έπρεπε να αδειάσουν τα σπίτια τους -τα είχαν χάσει, μερικοί γιατί δεν είχαν να πληρώσουν τις δύο, τρεις τελευταίες δόσεις του δανείου τους. Και τι να αδειάσουν; Πού να τα βάλουν τα πράγματά τους; Πού να μετακομίσουν; Άρχισαν να φτιάχνουν τη συνοικία των αστέγων, ο καθείς και το χαρτόκουτό του. Είχαν κάποια χρήματα ακόμη για να περάσουν μερικές μέρες, ίσως και μήνα. Όμως τι μετά από ένα μήνα, τι τώρα. Αποφάσισαν αυτά τα τελευταία χρήματα να τα διαθέσουν σε ένα γεύμα σε πολυτελείας εστιατόριο. Καιρό είχαν να μπουν σε τέτοιους χώρους, κάποιοι δεν είχαν μπει ποτέ τους, και έμειναν να κοιτάζουν τους κρυστάλλινους πολυελαίους, τα κατάλευκα κεντημένα τραπεζομάντηλα, τις κυρίες με τα πολυτελείας ενδύματα, τα μοκασίνια των κυρίων. Οι σερβιτόροι τους έφεραν τον κατάλογο. Προσηλώθηκαν στην ανάγνωσή του, φαγητά –«τι περίεργα ονόματα...»- και τιμές. Διάλεξε ο καθένας ό,τι ήθελε, πρόσθεσαν και δύο μπουκάλια κόκκινο κρασί και μετά έκαναν τη σούμα για να δουν αν τους έφταναν τα χρήματα –χρειάστηκε να αλλάξουν κάποιες παραγγελίες, και τη μάρκα των κρασιών, ώστε να έρθουν στα ίσα. Οι πλούσιοι θαμώνες των άλλων τραπεζιών έμειναν να τους κοιτάζουν που γεύονταν την κάθε μπουκιά -την έλιωναν στον ουρανίσκο τους-, που γυρνούσαν το κρασί μέσα στο στόμα τους και πλατάγιζαν τη γλώσσα τους. Εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι επρόκειτο για θεατρικό δρώμενο, για ένα χάπενινγκ από περίεργους καλλιτέχνες, αλλιώς ήταν αηδιαστικό το θέαμα και από αηδιαστικούς ανθρώπους που φορούσαν αηδιαστικά ρούχα. Στο μεταξύ κάποιες κυρίες κοίταζαν με ενδιαφέρον τον συνδυασμό ρούχων, παπουτσιών και αξεσουάρ της περίεργης ομάδας· υποψιάστηκαν ότι ήταν η πρόταση κάποιου σχεδιαστή μόδας και αυτή ήταν η επίδειξη που έκαμνε, όχι σε πασαρέλα αλλά στο τραπέζι ενός εστιατορίου πολυτελείας. Ομόφωνα πάντως κατέληγαν οι πάντες στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει το κράτος να ελέγχει τα πολιτιστικά προϊόντα με μια, ας πούμε, πολιτιστική αστυνομία, ώστε να μην προσβάλλεται η εκλεπτυσμένη αισθητική, οι ευαίσθητες μύτες, τα καλλιεργημένα μάτια και αυτιά τους –«Ξέρετε πόσες παραστάσεις έχουμε δει εμείς; Έχουμε πείρα εμείς, γούστο, κριτήρια...». Δεν μπορούσε να τους ξεγελά ο καθένας...


Louis Anquetin, L’Intérieur de chez Bruant: Le Mirliton, (1886 – 1887), oil on canvas, 145 × 157 cm, Private collection. Wikimedia Commons.
   
Οι καθώς πρέπει του εστιατορίου περίμεναν ότι ανά πάσα στιγμή θα γινόταν κάτι που θα τους αποκάλυπτε την υπόθεση του έργου. Αλλά το μόνο που έβλεπαν επί μιάμιση ώρα ήταν ανθρώπους να τρώνε, να ρεύονται, άκουγαν γλώσσες να πλαταγίζουν, έβλεπαν τα δάχτυλα να χώνονται στο στόμα για να καθαρίσουν δόντια από τροφές. Ήταν σαν παλιά ταινία με χωριάτες, με εξαιρετικά πειστικές ερμηνείες –«είναι η καταγγελία στον επιφανειακό καθωσπρεπισμό», αποφάνθηκε λεπτή ύπαρξη, σπουδασμένη στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης και με μεταπτυχιακό και διδακτορικό στην Αμερική. Η κορύφωση του δρώμενου ήρθε, όταν έφτασε η ώρα της πληρωμής. Οι «Περίεργοι» -έτσι τους είχαν κιόλας ονομάσει οι «ΚαθωςΠρέπει»- έβγαζαν από τις τσέπες τους ψιλά, κέρματα, μονά ευρώ, πενηντάλεπτα, εικοσάλεπτα, δεκάλεπτα, πεντάλεπτα, δίλεπτα, μονόλεπτα, τα συγκέντρωσαν, τα μέτρησαν προσεκτικά και τα άφησαν σε μια από τις γωνιές του τραπεζιού. Το γκαρσόν έριξε όλα τα κέρματα σε δίσκο, όπως στην εκκλησία –ο ήχος τράβηξε για μια ακόμη φορά την προσοχή όλων. Οι υπεύθυνοι του ταμείου αναγκάστηκαν να τα μετρήσουν ένα ένα, μέχρι να φτάσουν στο τελικό ποσό -έλειπαν είκοσι λεπτά, πώς να τα ζητήσουν;
Την άλλη μέρα αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο. Μεγαλοδημοσιογράφος πελάτης του μαγαζιού έβγαλε την είδηση. θυμήθηκε την παλιά τέχνη του ρεπόρτερ λαγωνικού, εκεί απ’  όπου είχε ξεκινήσει, πριν βάλει τη γραβάτα των βραδινών ειδήσεων ιδιωτικού μεγαλόσχημου καναλιού, και ακολούθησε τους πελάτες-«ηθοποιούς» όταν αυτοί έφυγαν. Έκτακτο δελτίο έβγαλε το κανάλι στη μία μετά τα μεσάνυχτα, μην τυχόν και τους προλάβει άλλος. Λοιπόν, οι πελάτες της προηγούμενης βραδιάς δεν ήταν ηθοποιοί ούτε εκκεντρικοί καλλιτέχνες. Ήταν άνθρωποι που επέλεξαν να φάνε το τελευταίο τους γεύμα σε ακριβό εστιατόριο, από την επομένη θα διεκδικούσαν το ίδιο φαγητό με σκύλους και γάτες στους σκουπιδοτενεκέδες, όχι βέβαια στις πολυτελείας συνοικίες -εκεί τα σκουπίδια συγκεντρώνονταν σε κάδους που βυθίζονταν μέσα στη γη και τα απορριμματοφόρα με ειδικούς μηχανισμούς τα ανέβαζαν επάνω και τα φόρτωναν στους ειδικούς κάδους που τα πολτοποιούσαν, ίχνος σκουπιδιού δεν έμενε στις πολυτελείας συνοικίες.
Εσπευσμένα η διεύθυνση του εστιατορίου προέβη σε μια σειρά ενεργειών, για να αποκαταστήσει τη φήμη του. Διαβεβαίωσε τους ευγενείς πελάτες ότι ο χώρος είχε απολυμανθεί, το τραπεζομάντηλο και οι πετσέτες από το τραπέζι των πτωχών είχαν καεί, τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα είχαν όλα γίνει δωρεά στο πτωχοκομείο της πόλης - έξυπνη αυτή η τελευταία κίνηση, άγγιζε τα φιλάνθρωπα αισθήματα των πλούσιων και εκλεπτυσμένων πελατών τους-, οι λεκάνες στις τουαλέτες είχαν όλες περάσει από ενδελεχή υγειονομικό έλεγχο, το ίδιο και οι νιπτήρες, οι καθρέφτες, ό,τι είχε αγγιχτεί από τους ύπουλους εισβολείς. Επίσης, ο υπεύθυνος πελατών τιμωρήθηκε για την πλημμελή άσκηση καθηκόντων του με απόλυση. Χρειάστηκε, ακόμη, να παραγγείλουν από το εξωτερικό εξαιρετικά εδέσματα, εξωτικά ποτά, παλαιά ποτά, να φέρουν σεφ που το όνομά του φιγουράριζε πλάι στων ευγενέστερων του ανθρώπινου είδους στις φυλλάδες του κουτσομπολιού, να ανεβάσουν πολύ τις τιμές. Και όλα αυτά για να δείξουν στον κόσμο ότι το εστιατόριο ήταν κύρους, και μάλιστα υψηλότερου από πριν. Στο μεταξύ, ο μεγαλοδημοσιογράφος που αποκάλυψε την αλήθεια για το συμβάν, αντί να πάρει μπόνους όπως περίμενε, απολύθηκε. Δεν ήταν καιρός στη μεταδημοκρατική κοινωνία τους να δημιουργούνται ανασφάλειες για την ικανότητα των φορέων να διατηρούν τους διαχωρισμούς. Αν είναι δυνατόν.

*****

Ο δικός μας απομονωμένος πρώτα πήρε το καραβάκι για το μεγάλο διπλανό νησί, μετά το μεγάλο καράβι για τη γενέθλια πόλη. Πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια έβλεπε τόσο κόσμο -ξένοι, τουρίστες ήταν, τους μάζευε το καράβι από νησί σε νησί. Οι μόνοι Έλληνες ήταν κάποιοι του πληρώματος –κάποιοι, όχι όλοι. Προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με έναν από αυτούς, με τον άνθρωπο στο μπαρ. Οι απαντήσεις του ήταν μονολεκτικές -πού οι παλιές εποχές που οι κουβέντες έρχονταν αυθόρμητα:
«Ωραίος ο καφές, σπάνια τον πετυχαίνουν. Μπράβο σας.»
Ευχαριστώ, κύριε.»
«Είστε καιρό σε αυτό το καράβι;»
«Αρκετό, κύριε.»
«Βγαίνετε στα λιμάνια εσείς;»
«Όποτε είναι δυνατό, κύριε.»
Αμάν κύριε και κύριε... Τι συνομιλία να κάνει; Καμιά πληροφορία δεν πήρε. Τίποτε δεν κατάλαβε. Και τι λιτή τυπικότης, τι ευγένεια, τι επαγγελματισμός...
Αποβιβάστηκε. Αναγνώρισε τα γνωστά του μέρη, τη μεγάλη πλατεία της πόλης, τους κάθετους προς τη θάλασσα δρόμους, τα καφέ που πήγαινε. Χάρηκε. Δεν περίμενε ότι θα χαιρόταν, νόμιζε ότι είχε αποκοπεί. Κάθισε στο καφέ που συνήθιζε. Ήθελε να δει αν θα τον αναγνώριζαν. Τον αναγνώρισε το παλιό γκαρσόνι, «Καλημέρα κύριε Ντίνο», τίποτε άλλο. Ούτε πώς είστε, ούτε τι κάνετε, ούτε πού χαθήκατε, πώς περνάτε, καμιά συζήτηση. Και το βλέμμα του, όχι ακριβώς γυάλινο, μάλλον απλανές, ή καλύτερα απαθές. Τελείωσε γρήγορα τον καφέ του και βγήκε ξανά στον δρόμο. Τα ίδιο βλέμμα που είχε δει στο παλιό γκαρσόνι, και στον μπάρμαν του καραβιού, το έβλεπε σε όλους. Ως και οι άστεγοι, ως και αυτοί που έψαχναν στους σκουπιδοτενεκέδες. Τι στην ευχή... Και το βάδισμα… Δεν μπορούσε να το πει ήρεμο, κάτι άλλο ήταν, ούτε καν απαθές, ουδέτερο μάλλον.


Charles Demuth (1883–1935), In Vaudeville (Dancer with Chorus) (1918), watercolor and graphite on off-white wove paper, 33 x 20.7 cm, Philadelphia Museum of Art, Philadelphia, PA. Wikimedia Commons.

Χρόνια αυτός ασχολιόταν με το θέατρο. Χρόνια μελετούσε πώς τα πάθη, οι σκέψεις, τα συναισθήματα των ανθρώπων αποτυπώνονταν στο σώμα τους. Αυτό δίδασκε στα παιδιά του, δηλαδή στους μαθητές του. Το πώς συσσωρευόταν στο σώμα όλα αυτά. Ότι το σώμα, οι κινήσεις του, ο τρόπος που στέκεται είναι μια γλώσσα που αποκαλύπτει, την αγωγή, τη διαπαιδαγώγηση, τα πάντα. Ένα σώμα ερωτευμένο, τους έλεγε, είναι ένα σώμα ανοιχτό, μεγάλο, ένα σώμα λυπημένο είναι μικρό, στενό, οι ώμοι πλησιάζουν ο ένας στον άλλον. Στον θυμωμένο άνθρωπο η απόσταση ανάμεσα στα φρύδια μικραίνει, αντίστοιχα στον άνθρωπο που γελά, χαμογελά ή υπομειδιά αλλάζει η απόσταση από τη γωνία των χειλιών μέχρι τα αυτιά. Ένας άνθρωπος σε στενοχώρια έχει και στενό εσωτερικό σώμα, στενεύει ο δρόμος της αναπνοής, αναπνέει βαθιά, όχι όμως με ελεύθερο διάφραγμα, και στιγμές στιγμές του βγαίνουν αναστεναγμοί, ακριβώς για να διευρύνει το μέσα του, να αποκτήσει μεγαλύτερο χώρο και να αναπνέει πιο άνετα, να μην νιώθει ότι πνίγεται. «Η ποιότητα είναι συνάρτηση της ποσότητας, αγαπημένα μου παιδιά. Να δείτε τι παθαίνει ο φοβισμένος άνθρωπος, ο αγχωμένος· έχει ένα έντερο σε διαρκή λειτουργία, επισκέπτεται την τουαλέτα συχνά –τα ‘κανε πάνω του από τον φόβο του, έτσι δεν λέμε;». Τέτοια τους έλεγε και μετά τους έπαιρνε και περπατούσαν στους δρόμους μαζί, τους έδειχνε ανθρώπους και τους καλούσε να διαβάσουν το σώμα τους, όπως άλλοι διάβαζαν τον καφέ ή τα αστέρια, τους καλούσε να ανακαλύψουν το παρελθόν αυτών των ανθρώπων, να μαντέψουν για τους γονείς και τα παιδικά τους χρόνια.
Στην αρχή το έκανε αυτό με τους τουρίστες, με ανθρώπους που οι μαθητές του και ο ίδιος δεν γνώριζαν. Μετά προχώρησε στη μελέτη των ανθρώπων του νησιού. Αυτούς τους ήξεραν καλά οι μαθητές του με το όνομά τους, το επάγγελμά τους, την οικογένειά τους και τις σχέσεις τους μέσα στην οικογένεια, με τα κουσούρια και τα προτερήματά τους -εκείνος ήταν ο κυρ Πέτρος, «περήφανος άνθρωπος αλλά μίζερος», η άλλη η κυρία Άννα, «καλή κυρία αλλά κουτσομπόλα», η δεσποινίς Χρυσούλα από εδώ, «επιμένει να τη φωνάζουμε δεσποινίς αν και είναι μεγάλη, κομπλεξική είναι», ο χήρος τάδε, η ανύπαντρη δείνα, τα παιδιά εκείνων. Με αυτούς τους πολύ οικείους ανθρώπους ήταν πιο δύσκολη η μελέτη, αλλά και η αποκάλυψη της αλήθειας, οδυνηρή μερικές φορές. Άνθρωποι που αυτά τα νεαρά παιδιά τους ήξεραν σαν ευτυχισμένους, αποκαλύπτονταν βαθιά δυστυχισμένοι και ανικανοποίητοι από τη ζωή τους, από τις σχέσεις τους. Όταν εφάρμοσαν το μοντέλο μελέτης που τους υπέδειξε στην οικογένειά τους, αρκετοί ανακάλυψαν γονείς βαθιά δυστυχισμένους, γονείς που μισιούνταν μεταξύ τους. Έδειχνε στους μαθητές του πώς να αντέχουν την αλήθεια. «Η κόλαση είναι οι άλλοι, δάσκαλε», του έλεγαν –τσιτάτο που το έγραφαν στις λευκές άκρες των βιβλίων τους. «Σωπάτε, καλέ», τους απαντούσε. «Αν δεν είναι οι άλλοι, να καθρεφτιζόμαστε σε αυτούς, πώς θα καταλάβουμε ποιοι είμαστε; Ποια είναι τα όριά μας;» «Η μάνα μου, δάσκαλε, όταν της λέω ότι θέλω να φύγω, να πάω να σπουδάσω, να γυρίσω τον κόσμο, να βγω λίγο από εδώ, ύστερα μπορεί και να γυρίσω στο νησί, δεν ξέρω, μπορεί και να γίνει, όλο παραπονιέται ότι δεν τη σκέφτομαι, ότι δεν την αγαπώ, ότι την πεθαίνω με αυτά που της λέω. Και ποιος θα κρατήσει το μαγαζί που τόσο κόπιασαν γι’ αυτό με τον πατέρα μου και ότι η θέση μου είναι εδώ, να φυλάω και να αυγαταίνω αυτά που αυτοί έφτιαξαν. Αλλά εμένα, δάσκαλε, δεν με νοιάζουν αυτά, είναι δικά τους, δεν είναι δικά μου. Είμαι κακός άνθρωπος, δάσκαλε; Έτσι έμεινε στο νησί και ο θείος μου, ο αδελφός της, τα ίδια του έλεγε και η δική τους μάνα, η γιαγιά μου, αλλά αυτός είναι δυστυχισμένος, δάσκαλε, ούτε παντρεύτηκε όπως ήθελε η μάνα του, ούτε εγγόνια της έκανε, μόνος του έμεινε, κι όλο θυμώνουν μεταξύ τους και μαλώνουν. Γιατί αγαπούν έτσι οι άνθρωποι, δάσκαλε;» Κι εκείνος τους αλάφρωνε από τις τύψεις που ένιωθαν γιατί ήθελαν άλλα πράγματα από τους γονείς τους και τους διηγιόταν και μια ταινία, όπου μια μάνα έφτασε στο σημείο να χαστουκίσει τον γιο της και να του δείξει τον δρόμο μπροστά, ώστε ο νέος να φύγει από κοντά της χωρίς τύψεις και ενοχές που την άφηνε και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. «Μάνα, δεν μπορώ να σ’ αφήσω», της είπε, κι εκείνη του έκλεισε την πόρτα. «Έπειτα, καλά μου παιδιά, υπάρχουν και αυτοί που εγώ τους ονομάζω σκοτεινούς αγγέλους. Είναι άγγελοι με ειδική αποστολή -αυτοί που αυτοτραυματίζονται, που πληγώνουν, από υπερβολική αγάπη ή από μίσος, οι θυμωμένοι. Ξέρετε, ο θυμός είναι ένα μέσο για να δένονται οι άνθρωποι μεταξύ τους σ’ έναν καυγά χωρίς τέλος, κι αν τους ρωτήσεις πότε ξεκίνησε και γιατί, δεν θυμούνται, και αλίμονο αν διαλευκάνουν τις αιτίες -μπορεί και να πάψει κάθε δεσμός μεταξύ τους. Και τότε, τι θα κάνουν χωρίς δεσμούς;»
Δεν τον καταλάβαιναν πάντα, όμως τους ηρεμούσε η βεβαιότητα που έβγαινε από τη φωνή του –κάτι παραπάνω θα ήξερε από αυτούς. Και τι διαφορετικά που τα έλεγε...

Stanley Spencer, Christ’s Entry into Jerusalem, 1921. Lent to the Stanley Spencer Gallery by Leeds Art Fund (Leeds Art Gallery) © The Estate of Stanley Spencer, All Rights Reserved, 2015 / Bridgeman Art Library

Τίποτε απ’ όσα δίδαξε δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί στη μεγάλη του πόλη, τίποτε δεν ίσχυε και τίποτε δεν μπορούσε να εκμαιεύσει από σώματα που ήταν σε όλους τους ανθρώπους ίδια -οι ώμοι κρεμασμένοι, ο ρυθμός του βαδίσματος ίδιος, κανένας δεν άλλαζε την πορεία του, κι αν ένας βρισκόταν στην πορεία του άλλου που ερχόταν απέναντί του και τα σώματα σκουντιόντουσαν ούτε ένα βλέμμα δεν έριχναν ο ένας στον άλλον –«με συγχωρείτε, σας χτύπησα»-, τίποτε. Τι στην ευχή... Αναρωτήθηκε πώς ήταν τα σώματα αυτά όταν έκαναν έρωτα. Κινήσεις στον ίδιο πάντα ρυθμό; Απαθές βλέμμα; Δεν έβλεπε και στον δρόμο ζευγαράκια να ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά... Παλιά, στην εποχή του, τέτοιου είδους ερωτικές εκδηλώσεις προκαλούσαν το αποδοκιμαστικό βλέμμα των μεγαλυτέρων –«εμείς στα χρόνια τους...»­· του ερχόταν τότε να ξεράσει από την υποκρισία τους για την ηθική τους· γιατί εκείνοι τα έκαμναν όλα, και αυτά για τα οποία κατηγορούσαν άλλους, αλλά τα έκαμναν κρυφά, με ευπρέπεια, βρε παιδί μου, να μην φαίνονται. Ε ρε υποκρισία...
Το βράδυ στην τηλεόραση του ξενοδοχείου κατάλαβε. Γραβατωμένοι τηλεοπαρουσιαστές και παραμορφωμένες τηλεπαρουσιάστριες εκθείαζαν το πρόγραμμα της κυβέρνησης, την κοινωνική διάσταση των αποφάσεων που είχαν λάβει οι κυβερνώντες -μα είναι πολύ συμπονετικοί αυτοί οι άνθρωποι, πολύ ουσιαστικά χριστιανοί, χριστιανοί πολιτικοί...


Henry Tonks (1862-1937), Saline Infusion: An incident in the British Red Cross Hospital, Arc-en-Barrois, 1915 (1915), pastel, 67.9 x 52 cm, The Imperial War Museum, London. Wikimedia Commons.

Ομαδικός εμβολιασμός. Μάλιστα. Αυτό είχε γίνει. Ομαδικός εμβολιασμός. Κατά του άγχους, κατά της κατάθλιψης, και της μανιοκατάθλιψης, να μην πέφτουν οι άνθρωποι στις ρόδες των αυτοκινήτων, να κρατιούνται ήρεμοι και να μην υποφέρουν, να μην οδηγούνται στην αυτοκτονία όταν δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, όταν έχαναν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, όταν αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους στους σταθμούς των τραίνων στον δρόμο για άλλες χώρες, όταν έψαχναν για καινούρια δουλειά και δεν έβρισκαν -σαραντάρηδες, πενηντάρηδες, λίγο πριν τη σύνταξη. Η κυβέρνηση είχε αγκαλιάσει με τρυφερότητα όλα της τα πλάσματα –ε, ήταν και πιο οικονομικό το πρόγραμμα του μαζικού αντικαταθλιπτικού εμβολιασμού από τη μεμονωμένη και εξατομικευμένη αντιμετώπιση του καθενός πολίτη αυτής της χώρας. Να 'ναι καλά οι άνθρωποι!
Ξαναγύρισε στο νησί. Εμβολιασμένη η μάνα του τον αποχαιρέτησε με απάθεια. Ενώ παλιά, και ταξιδάκι αναψυχής να έφευγε, νά τα δάκρυα, να οι ευχές, νά και οι έμμεσες κατάρες –«και πού μ’ αφήνεις μόνη μου, κι αν πάθω κάτω θα το ‘χεις το κρίμα στον λαιμό σου, και τούτο, και τ’ άλλο...» Τώρα, τίποτε.

Lovis Corinth (1858–1925), Ecce Homo (1925), oil on canvas, 190 x 150 cm, Kunstmuseum Basel, Basel, Switzerland. Wikimedia Commons.

Μέχρι που τον συνέλαβαν. Μάλιστα, τον συνέλαβαν. Ήταν, λέει, ο αρχηγός μιας τρομοκρατικής οργάνωσης –Χριστός κι Απόστολος- με μέλη όλους τους μαθητές του που εναντιώνονταν στα σχέδια και τους προγραμματισμούς της κυβέρνησης για τη δημιουργία του νέου ανθρώπου. Συνέλαβαν και τους μαθητές του στην πόλη -ήμαρτον, τι άλλο θα ακούσουμε... Ακούστηκαν κι άλλα. Ότι τάχα είχε διαλέξει ένα μικρό και άσημο νησί για τόπο διαμονής του, όπου υποτίθεται ότι έκαμνε μια ήσυχη ζωή, ώστε να μην τον υποψιαστούν οι Αρχές. Εκεί ήταν το στρατηγείο του και από εκεί έδινε εντολές και κατευθύνσεις στους νεαρούς και τις νεαρές του, κυρίως τι να διαβάζουν και πώς να διαβάζουν, τι ταινίες να βλέπουν και πώς να τις βλέπουν, τέτοια πράγματα, και να προετοιμάζονται έτσι για τη μεγάλη επανάσταση. Τον κατηγόρησαν ότι διέφθειρε τους μαθητές του, όπως παλιά η κυρία Νίτσα τους μαθητές της στο Δημοτικό. Α, τελικά και η κυρία Νίτσα ένας διαφθορέας είχε υπάρξει, σπόρο είχε ρίξει. Μήπως ήταν κι άλλοι μαθητές της έτσι; Οι Αρχές ανέλαβαν να το διερευνήσουν.
Τον δίκασαν, του επέβαλαν μικρή ποινή. Εξάλλου, η κατηγορία ότι υπεράσπιζε τον παλιό άνθρωπο και ότι προσπαθούσε να διατηρήσει πυρήνες παλαιότητας δεν ήταν δα και σοβαρή. Έπειτα, η πολιτεία δεν ήθελε να τραβήξει τα μάτια των πολιτών στη δίκη –όχι ότι υπήρχε φόβος αντίδρασης από τους κοιμισμένους αλλά –λέμε τώρα...- μήπως και βρισκόταν κάποιος που το αντικαταθλιπτικό εμβόλιο δεν τον κρατούσε επαρκώς σε καταστολή και έβγαζε καμιά φωνή διαμαρτυρίας που θα τάραζε την ησυχία της πόλεως. Όσο για την ποινή... Τιμητική σύνταξη, κι ας μην είχε συμπληρώσει τα απαραίτητα έτη –άλλοι έκαμναν κρα για μια σύνταξη, αλλά πού.... Και με απαγορευτικές διατάξεις: «Ο κατηγορούμενος με κανέναν τρόπο και μέσο δεν θα κάμνει μάθημα, σε κανέναν και πουθενά». Το ζήτημα για την κυβέρνηση ήταν να τον βγάλει εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας, να πάψει να “διαφθείρει” τους νέους με παλιές ιδέες. Του επέβαλαν, μάλιστα, και αλλαγή τόπου. Το απαίτησαν και οι ντόπιοι που μάλλον βρήκαν την ευκαιρία να τον εκδικηθούν για τις μεθόδους που δίδαξε στα παιδιά τους να διαβάζουν την ψυχή τους και να ανακαλύπτουν τις κρυμμένες τους αλήθειες, αυτό υπαινίσσονταν, αυτό άφησαν να εννοηθεί, αυτό κατάλαβε εκείνος. Έκπληκτος μάζεψε τα μπογαλάκια του και γύρισε σπίτι του, στην πρωτεύουσα. Στο μεταξύ η μάνα του είχε πεθάνει.


Paul Cadmus, Self Portrait, The Man in the Mirror, Mallorca, 1932

Έδειξε καλή διαγωγή και δεν τον εμβολίασαν. Με τις τεχνικές που ήξερε έκρυψε τη θλίψη του, την πίκρα του που οι ντόπιοι βρέθηκαν όχι ακριβώς απέναντί του αλλά όχι μαζί του –«μα τους ευεργέτησα». Και δεν καταλάβαινε την εμμονή τους να φύγει από το νησί -, «τους αγάπησα». Με αυτή την πίκρα και το παράπονο για την αχαριστία συμβίωνε. Μόνος. Στο μεταξύ, κάθε φορά που ήταν να βγει έξω στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και εφάρμοζε τις τεχνικές που είχε διδάξει στους μαθητές του. Χαλάρωνε όλους τους μυς του προσώπου, κρεμούσε τους ώμους, έδιωχνε το βλέμμα στο άπειρο, μη βλέποντας τίποτε από όσα ήταν κοντά του και δίπλα του, εφάρμοζε ένα ελαφρό σημειωτόν στον ρυθμό μιας πολύ μακάριας μουσικής –την είχε εντυπώσει- και έβγαινε στον δρόμο περπατώντας στον ρυθμό της –ούτε μικροτσίπ να είχε χώσει εκεί μέσα-, χαλαρά, ήρεμα, χωρίς κανένα σημάδι άγχους, επιθυμίας, προσδοκίας για συνάντηση, τίποτε, όλο το σώμα ελεγμένο ώστε να δείχνει απάθεια. Αυτό γινόταν δύσκολο, όταν συναντούσε στον δρόμο μαθητές του, όταν σκουντουφλούσαν επάνω του και απαθώς συνέχιζαν τον δρόμο του. Άραγε, όταν θα πέθαινε, θα το κήδευαν με τιμές και θα τον έκλαιγαν, ειλικρινά; Αλλά τι τον ένοιαζε το κλάμα μετά θάνατο; Και τι στην ευχή... Άλλα στη ζωή, άλλα στον θάνατο; Τέτοια υποκρισία... Τέτοια δειλία. Παρασύρθηκε σε σκέψεις και εσωτερικούς διαλόγους και παραλίγο να χάσει τον βηματισμό του. Αμάν. Σκανάρισε τον εαυτό του από πάνω μέχρι κάτω, τον πέρασε σαν σε ακτινογραφία, του έδωσε οδηγίες: «χαλάρωσε τα δάχτυλα, διώξε τη ρυτίδα από το μέτωπο, στείλε το βλέμμα μακριά, ξαναβρές τον ρυθμό -άκου τη μουσική-, ήρεμα, χαλαρά, αγόρι μου, έτσι, μπράβο, προχώρα, γλυτώσαμε». Αυτό πάθαινε κάθε φορά που συναντούσε κάποιον δικό του. Και πώς του φάνηκε κάποια φορά ότι ένας μαθητής του, αντί να σκουντουφλήσει πάνω του, καμπύλωσε λίγο το σώμα του, ώστε να μην τον χτυπήσει στον ώμο, να μην τον πονέσει; Η ιδέα του ήταν; Να έριχνε μια ματιά πίσω του να δει την πλάτη του νεαρού; «Μη, Ντίνο, θα προδοθείς. Προχώρα». Του δημιουργήθηκε μια ελπίδα ότι και οι μαθητές του δεν ήταν εμβολιασμένοι και πως έκαμναν ό,τι και αυτός: εφάρμοζαν τεχνικές για να δείχνονται απαθείς, να μην ξεχωρίζουν, να φαίνονται μέρη του συστήματος που εμβολίαζε ως και τα αδέσποτα σπουργίτια. Πώς να ελέγξει την ελπίδα του; Και πού να ’ξερε ο καημένος ότι αυτό που ενδιέφερε τους ντόπιους, όταν ξέσπασε το δικό του «σκάνδαλο», ήταν να τον απομακρύνουν από το νησί τους, όχι γιατί πίστευαν τις κατηγορίες εναντίον του και για να «εξυγιάνουν» το νησί τους από μολυσματικές σκέψεις παρείσακτων αλλά για να φύγουν από εκεί οι ειδικές δυνάμεις που είχαν μαζευτεί, ώστε να συλλάβουν τον μέγα τρομοκράτη. Γιατί κι εκείνος με τη σειρά του δεν ήξερε ότι κάποιοι ντόπιοι, οι άνθρωποι του νησιού του, του δικού του νησιού, κρυφά, πολύ κρυφά, μυστικά, σαν σε αρχαίο μυστήριο, διατηρούσαν φυσικούς σπόρους μέσα σε ειδικά κιούπια, θαμμένα στα υπόγεια των σπιτιών τους, σε σπηλιές, σε φιδότοπους, σε τόπους μυστικούς, και αυτούς καλλιεργούσαν, όχι αυτούς που τους έδιναν –δωρεάν παρακαλώ- οι αγροτοκτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί του κράτους, μεταλλαγμένοι και αυτοί και οι σπόροι τους. Γιατί οι φυσικοί σπόροι ήταν απαγορευμένοι.


Alfred Philippe Roll (1846–1919), Louise Cattel, Wet-nurse (1894), media and dimensions not known, Palais des beaux-arts, Lille, France. Wikimedia Commons.

Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει παγκοσμίως μια εξόρμηση καταστροφής τους και μια προπαγάνδα εναντίον τους, για το κακό που κάνουν στην υγεία των ανθρώπων, όπως ακριβώς είχαν κάνει παλαιότερα με το μητρικό γάλα. Το μητρικό γάλα δεν ήταν ενδεδειγμένο για τα μωράκια, έτσι είχαν πει! Και είχαν πείσει πρώτα τις Μοντέρνες των πολιτισμένων ηπείρων της γης και μετά τις Αμόρφωτες των απολίτιστων ηπείρων που νερό δεν είχαν για να αποστειρώνουν τα μπιμπερό και πέθαιναν τα νεογέννητα σωρηδόν. Ακόμη και για τα οικόσιτα ζώα που γεννούσαν υπήρχαν ενέσεις που τους έκοβαν το γάλα και οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να αγοράζουν το μεταλλαγμένο γάλα, το ειδικό, για τα νεογέννητα σκυλάκια και γατάκια. Όλα μεταλλαγμένα, τίποτε το φυσικό. Όμως στο νησί του κυρίου Ντίνου οι ντόπιοι καλλιεργούσαν φυσικούς σπόρους και είχαν βρει τεχνικές για να μην τους εντοπίζουν επίγεια και δορυφορικά ανιχνευτικά μέσα. Και τους έκρυβαν με έναν σεβασμό που θύμιζε αρχαία τελετουργικά. Η μία γενιά παρέδιδε τον σπόρο και το μυστικό του στην επόμενη. Να μην χαθεί. Νέοι άνθρωποι, ανάμεσά τους και μαθητές του  εξορμούσαν σε άλλους τόπους μεταφέροντας κρυφά σπόρους και διδάσκοντας τη μυστική καλλιέργειά τους. Μια μυστική στοά δημιουργήθηκε νέων καλλιεργητών που σαν απόστολοι διέσπειραν την παλιά εμπειρία. Την αρχαία. Τη φυσική.
Και ο κύριος Ντίνος; Πού έμπαινε σε όλα αυτά; Πουθενά. Δεν χωρούσε στα σχέδιά τους. Λυπόντουσαν γι' αυτό αλλά δεν ήταν δυνατό να τον συμπεριλάβουν -ήταν και μερικοί, όχι πολλοί που του κρατούσαν κακία για τις αλήθειες που ήξερε να διαβάζει και γιατί είχε δώσει στα παιδιά τους τα εργαλεία να καταλαβαίνουν τα κρυμμένα μυστικά τους... Το κυριότερο ήταν ότι δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι γι' αυτόν. Αυτό το είχε καταφέρει η νέα κυβέρνηση της μεταδημοκρατικής κοινωνίας, οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να εμπιστευτούν και ο καθένας έμενε στον προσωπικό του αγώνα. Μόνος, με λίγους μαζί, ομάδες που δρούσαν χώρια η μία από την άλλη. Χώρια. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι οι άνθρωποι να μάθουν να εμπιστεύονται ξανά ο ένας τον άλλον. Και να ερωτεύονται. Γιατί και τον έρωτα είχαν χτυπήσει με το εμβόλιό τους οι κυβερνώντες, ένα εμβόλιο κατά του έρωτα –για έναν ερωτικό σύντροφο και για τη ζωή. Και αυτό για καλό είπαν ότι το είχαν κάνει, για την προστασία της οικογένειας, για να μην διαλύεται όταν κάποιος από τους γονείς τύχαινε να ερωτευτεί άλλον σύντροφο· όταν κάποιο μέλος της οικογένειας, το μικρό παιδί, άπλωνε το χέρι του ερωτικά προς τον άστεγο και τον πεινασμένο, για να του δώσει λίγη από την κόρα του ψωμιού του, τρυφερά προς το καναρίνι που κελαηδούσε μέσα από το κλουβί του. Γιατί να πληγώνονται οι άνθρωποι; Γιατί να έχουν συναισθήματα; Θα έμεναν όλοι ήσυχοι γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, θα διεκπεραίωναν τις υποχρεώσεις τους ήρεμα, χωρίς άγχη και αγωνίες, και όταν το καναρίνι θα έδινε σημάδια θανάτου, το παιδί θα το έδινε, ζωντανό ακόμη, στη γάτα να το φάει. Προς τι οι λύπες και οι αναστεναγμοί;

Paul Cézanne (1839–1906), Preparation for the Funeral (Autopsy) (1869), oil on canvas, 49 × 80 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Καμιά ανατροπή, καμιά διάλυση, καμιά αμφισβήτηση, όλα στη θέση τους, σε τάξη, καθαρά, γαλήνια, ήρεμα, όλοι ευτυχισμένοι στον απογευματινό περίπατο με τα σπόρια, τσίκι τσίκι, στα χέρια, ο ένας δίπλα στον άλλον, χώρια ο ένας από τον άλλον. Απάθεια. Ο φιλοσοφικός στόχος της αταραξίας είχε επιτευχθεί, η μέθοδος ήταν αλάνθαστη και οι εμβολιασμοί κατά των παθών μαζικοί, ειδικά όταν έκλεινε μια επιχείρηση και οι εργαζόμενοι έχαναν τη δουλειά τους χωρίς ελπίδα να βρουν μιαν άλλη. Το εμβόλιο βοηθούσε να φτάσουν οι πεινασμένοι άστεγοι στον μέγα τρόμο του θανάτου με απάθεια. Ανεξήγητο παρέμενε το γεγονός ότι στα εργαστήρια επιστήμονες εργάζονταν συνεχώς για τη βελτίωση των εμβολίων –η χρηματοδότηση ήταν ακατάπαυστη και γενναιόδωρη- και γιατί αυξάνονταν τα στρατόπεδα εκπαίδευσης ειδικών δυνάμεων καταστολής. Μα τι φοβόντουσαν τέλος πάντων;

****

«Την επόμενη φορά που θα συναντήσω παλιό μαθητή μου στον δρόμο, θα τον κοιτάξω, έστω και στιγμιαία. Θα τον δω. Κι ό,τι θέλει ας γίνει. Βαρέθηκα πια.»

****

«Δάσκαλε...»

John Collier (1850–1934), The Sentence of Death (1908), colour photogravure after oil on canvas original, original 132 x 162.5 cm, original in Wolverhampton Art Gallery, Wolverhampton, England. By courtesy of Wellcome Images, The Wellcome Library.


Δήμητρα Μήττα
Διάφοροι τόποι. Και χρόνοι.
Τελική γραφή Αύγουστος 2014

Δήμητρα Μήττα, «Στο Δόξα Πατρί», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016