Hieronymus Bosch, Crucifixion of St. Julia (Triptych), c. 1497
Το ιστολόγιο "Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία" είναι ένας διαδικτυακός τόπος που αφιερώνεται στην προώθηση και ανάδειξη της τέχνης, της επιστήμης και της φιλολογίας. Ο συντάκτης του ιστολογίου, Κωνσταντίνος Βακουφτσής, μοιράζεται με τους αναγνώστες του τις σκέψεις του, τις αναλύσεις του και την αγάπη του για τον πολιτισμό, το σύμπαν και τη λογοτεχνία.
Ετικέτες
Πέμπτη 2 Μαΐου 2013
Σταύρωση στην τέχνη. Crucifixion in art
Hieronymus Bosch, Crucifixion of St. Julia (Triptych), c. 1497
Πρωτομαγιά και Ποίηση. May Day and Poetry
(Κ. Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή)
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Θέρος – έρος”)
Πρωτομαγιάτικο γράμμα της κόρης του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, Δροσούλας, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (2-5-2010).
Ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου
Aksel Waldemar Johannessen
(1880–1922), Workers (c 1915), oil on
canvas, 30 × 48 cm, Private collection. Wikimedia
Commons.
Πρώτη
Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε
οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες
σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο
Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν
Μέσα
στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω
στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού
ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πες
μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο
το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη
Μαΐου, όπως και τώρα
κι
εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά
Μέσα
στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω
στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού
ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πρώτη
Μαΐου μαύρα τα ξένα
κλείσε
το τζάμι μην κρυώσει το παιδί.
Πάμπλο Νερούντα, «Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω»
Hans Andersen Brendekilde (1857–1942),
Worn Out (1889), oil on canvas, 207 x
270 cm, Fyns Kunstmuseum, Odense, Denmark. Wikimedia Commons.
«Εγώ
θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…)
για των ψαράδων τον ωκεανό,
για
το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και
για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη
θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους
σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για
όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για
τη λυτρωτική τη θέληση
των
πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε
πλάι μου,
κι
εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου»
Τάσος
Λειβαδίτης, «Μοιρολόι για ένα νεκρό»
Thomas Pollock Anshutz (1851–1912), The Ironworkers’ Noontime (1880), oil on
canvas, 43.2 × 60.6 cm, Fine Arts Museums of San Francisco, San Francisco, CA.
Wikimedia Commons.
Φεγγάρι,
ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα,
πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’
ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε
το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν
το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά,
δος του το αίμα σου
δος
του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα
Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ,
το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το
μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
το
βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’
ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα
Μάη/ σταυρώσανε το Μάη
ύστερα
πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
ύστερα
κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
αστροφεγγιά/
χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
α,
σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,
σ’
ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
Μεγάλη
Παρασκευή των φτωχών
κι
ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
με
τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
τα
δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
οι
άντρες πέρα μες στα καπηλιά
μ’
ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα
χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
αχ,
το πρωί ήταν άνοιξη
το
βράδυ μαύρη συννεφιά
το
βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
το
βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
το
βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
σύγνεφο,
πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά
κι
από την κοντινή την εκκλησιά
γιατί
δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
α,
κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
σ’
ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
μήνα
Μάη/ σταυρώσανε το νιο.
Νίκος
Γκάτσος, «Παράξενη πρωτομαγιά»
Peder Severin Krøyer (1851–1909), French Forestry Workers on a Track (1879), oil on canvas, 80 × 100 cm, Ribe Kunstmuseum, Ribe, Denmark. Wikimedia Commons.
Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ήρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.
Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του ‘χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.