Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Σταύρωση στην τέχνη. Crucifixion in art

Edvard Munch, Golgotha, Huile sur Toile, 80x120 cm, 1900, Oslo, Munch-Museet


Master of the Bigallo Crucifix Italian, active c. 1225-65. Crucifix, 1230/1240 

Robert Campin (Master of Flemalle), The Crucified Thief, 1410

Masaccio, Crucifixion, c.1426 

Antonello da Messina, The Sibiu Crucifixion, 1454-1455

Antonello da Messina, The Antwerp Crucifixion, 1454-1455

Michelangelo, Crucifix, 1492

Raphael, Mond Crucifixion, 1502–3

Jacopo Tintoretto, Crucifixion, 1565

Le Tintoret, La Crucifixion, Huile sur Toile, 341x371 cm, 1568

Veronese, Crucifixion, 1580

Andrea Mantegna, The crucifixion, 1457-59

Maître Anonyme, Crucifixion, retables du Bargello, volet droit, 0,50x0,31 cm, 1385-1395

Giotto, La Crucifixion, 1302-1305


Hieronymus Bosch, Crucifixion of St. Julia (Triptych), c. 1497


Hieronymus Bosch, Christ Carrying the Cross, 1510–1535


Hieronymus Bosch, Crucifixion with a Donor, 1480-1485

Annibal Carrache, La Crucifixion, Huile sur Toile, 305x210 cm, 1583, Bologne, Santa Maria della Carita


El Greco, Crucifixion (Prado), 1600

Simon Vouet, La Crucifixion, Huile sur Toile, 375x225 cm, 1622, Gêne, église du Gesù

Antony van Dyck, Crucifixion, 1622

Rembrandt, Jesus on the Cross, 1631

Diego Velazquez, Christ Crucified, 1632

 El Greco, Christ on the Cross Adored by Two Donors, c.1590


Francisco Goya, Christ en Croix, Huile sur Toile, 255x154 cm, 1780


Eugène Carrière, Crucifixion, Huile sur Toile, 227x130 cm, 1897, Paris, musée d'Orsay

Eugène Delacroix, Etude pour Le Christ en Croix, Huile sur Toile, 37x25 cm, 1845


Eugène Delacroix, Le Christ entre les deux larrons ou le Coup de lance, Pastel, 32x31,8 cm, 1830 – 1860

Marc Chagall, White Crucifixion, 1938

Francis Bacon, Crucifixion, 1933

Salvador Dali, Christ of Saint John of the Cross, 1951


Salvador Dali, Corpus Hypercubitus (Crufixion), Huile sur Toile, 194x124 cm, 1954, New-York The Metropolitan Museum of Art

Paul Delvaux, Crucifixion, Huile sur Toile, 270x200 cm, 1957 Anvers, Koninklij Museum voor Schone Kunsten

Pablo Picasso, Crucifixion, 1930

Bernard Buffet, Crucifixion


Robert Indiana, The Demuth American Dream, 1963


Francis Bacon, Three Studies for Figures at the Base of a Crucifixion, 1944. The work is based on the Eumenides—or Furies—of Aeschylus's The Oresteia, and depicts three writhing anthropomorphic creatures set against a flat burnt orange background.

Πρωτομαγιά και Ποίηση. May Day and Poetry

Pierre Bonnard, Coquelicots sur le Balcon, 1910

Του Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα,
που ωραιότερη φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίνες, νερά.

Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι,
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι.
Ασπροντύματα, γέλια, και κρότοι,
όλοι δρόμοι γιομάτοι χαρά.

Ναι χαρείτε του χρόνου την νιότη,
άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά.

Δ. Σολωμός

Young man and woman, coitus. Small terracotta. Delos.


Μάης, και «η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί που ‘χω στο στόμα»

(Α. Εμπειρίκος, Ο πλόκαμος της Αλταμίρας)

Lawrence Alma-Tadema, When Flowers Return

“Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες
φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ποίημα.”

(Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον)

“Κι ο Μάης με το Έρωτα τον ψυχοκυνηγάρη
είναι ηλιογέννητο ζευγάρι…”

(Κ. Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή)

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Βακουφτσής


“… Κι ο Μάης λάγνος βασιλιάς με το Φεγγάρι πλέκει

παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες

απ’ τ’ ασώπαστα πουλιά κι από τα περιγιάλια

τα θρακικά, τα μουσικά και ακοίμητα, που ο γήλιος

ο ανατολίτικος αδρύς να ζει και να πυρώνει.

Παθητικές κι αχόρταγες αγάπες μεθυσμένες,

απ’ τα παναρμονικά κομμάτια που του παίζουν

του γαυρασμένου βασιλιά του Μάη για ν’ απολάψη

το πάθος του με τ’ όμορφο παιδόπουλο Φεγγάρι,

τα μαστιχόδεντρα, οι μυρτιές, οι κουμαριές, τα βάτα,

και τα πρινάρια κ’ οι αγριλιές και τα κρουστά τα πεύκα,

που χάιδεμα ειν’ η σκέπη τους και μπάλσαμο η πνοή τους

κι ό, τι χλωρό σιγολαλά, φουντώνει, ισκιώνει, σειέται.

Κι ανάμεσα στα πράσινα τα γλυκοφιλημένα

της αύρας που του λιοπυριού μερεύει την αψάδα,

να η Πρώτη! Να ο ξερόβραχος, και σάμπως ποτισμένος

από το αίμα μιας πληγής που που στάει, δεν κλει από χρόνια…”

Φωτογραφία: Γιάννης Κουνέλλης

 (Κ. Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά Β’)

By Alexej von Jawlensky

“… Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ’ εφαίνετο να είναι είκοσιν ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος-ερος.”

(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Θέρος – έρος”)

Eugène Delacroix, Fleurs dans un vase bleu, Détail

“Στη στήλη που το ’χει έθιμο να βάζει κάθε Πρωτομαγιά ένα Στεφάνι του Σπύρου Βασιλείου στέλνω ένα ακόμη που μοιάζει κατάλληλο, λόγω εποχής και καταστάσεων, γιατί έχει κάτι το θλιμμένο. Κι όμως και αυτό αποπνέει αισιοδοξία, η πόρτα κάποιον περιμένει, το φουγάρο καπνίζει. Πάνω από την καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου είναι η ομορφιά της Φύσης που έχει πάντα την τελευταία λέξη. Ό,τι κι αν κάνουμε τα λουλούδια πάντα ανθίζουν. Αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν κοιτώντας τους Μάηδες του πατέρα και πόσο αισιόδοξος ήταν πάντα. Πάνω από όλα η ομορφιά κι ακόμα και στα δύσκολα μια πόρτα ανοιχτή σε κάτι καινούργιο. Κάθε Πρωτομαγιά όσο ζούσαν οι γονείς αλλά και μετά, μαζευόμασταν όλοι και πλέκαμε μαγιάτικα στεφάνια στην Αθήνα ή στην Ερέτρια ή στην Κηφισιά και το ίδιο θα κάνουμε κι αυτό το Σάββατο. Με πολλή αγάπη και πολλές ευχές για μια αισιόδοξη Πρωτομαγιά.”

Πρωτομαγιάτικο γράμμα  της κόρης του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, Δροσούλας, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (2-5-2010).

Ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου

Η μάνα του δολοφονημένου καπνεργάτη Τάσου Τούση, θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 10/5/1936.

Μάης 1936. Οι καπνεργάτες προλετάριοι της Θεσσαλονίκης απεργούν και διαδηλώνουν διεκδικώντας καλύτερη ζωή. Μέρα με τη μέρα εργάτες και από άλλους κλάδους ξεχύνονται σαν ποτάμια στους δρόμους. Η τότε νεοδιορισμένη κυβέρνηση Μεταξά διέταξε τη χωροφυλακή να πατάξει με κάθε μέσο τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα τον θάνατο 12 εργατών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Μάη. Ο πρώτος νεκρός τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη ήταν ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι που συμμετείχε στην παλλαϊκή απεργία των Θεσσαλονικιών εργατών. Αυτή την εικόνα είδε ο Γιάννης Ρίτσος και μας έδωσε αμέσως μετά το περιστατικό, την ποιητική του συλλογή «Επιτάφιος». Η φωτογραφία έκανε τον γύρο της υφηλίου κάνοντας τους ξένους να παραλληλίζουν τον λαϊκό αγώνα στη Θεσσαλονίκη με τα γεγονότα στην Ισπανία του Φράνκο. Το βιβλίο του Ρίτσου λίγο έλειψε να γίνει μπεστ σέλερ, πράγμα σπάνιο για ποιητικές συλλογές γι’ αυτό η κυβέρνηση Μεταξά το καίει για παραδειγματισμό το 1938 μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

 Ξυλογραφία του Α. Τάσσου

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Βάσω Κατράκη, Μάνα, θρήνος (ξυλογραφία)

Απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου 1936

Κώστας Βάρναλης, «Πρωτομαγιά 1944» 

Χαρακτικό – αφιέρωμα του Γ. Φαρσακίδη στο Μπλόκο της Κοκκινιάς

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη
όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι.
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,
τον αδερφό σου αντίκρα σου, με μάνα εσύ κι εκείνος.
Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου, το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αυτήν επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος.
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές, οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, δυο, ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μον' ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνω απ’όλους,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος. ( …)

Βάσω Κατράκη, χάραξη σε πέτρα

Την Πρωτομαγιά του ’44, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.

Μάνος Λοΐζος, «Πρώτη Μαΐου»

Aksel Waldemar Johannessen (1880–1922), Workers (c 1915), oil on canvas, 30 × 48 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

 

Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη

ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών

χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες

Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν

 

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος

τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος

πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ

Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι

κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά

Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα

κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος

τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος

πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ

Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα

κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί.


Πάμπλο Νερούντα, «Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω»

Hans Andersen Brendekilde (1857–1942), Worn Out (1889), oil on canvas, 207 x 270 cm, Fyns Kunstmuseum, Odense, Denmark. Wikimedia Commons.

 

«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω

(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,

για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,

και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,

τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,

τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,

για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,

για τη λυτρωτική τη θέληση

των πορφυρών λαβάρων της αυγής.

Πάλεψε πλάι μου,

κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου»


Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι για ένα νεκρό»

Thomas Pollock Anshutz (1851–1912), The Ironworkers’ Noontime (1880), oil on canvas, 43.2 × 60.6 cm, Fine Arts Museums of San Francisco, San Francisco, CA. Wikimedia Commons.

 

Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών

αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη

σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –

ροδιά, δος του το αίμα σου

δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,

μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό

αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά

το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα

το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε

μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη

ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,

ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό

αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών

α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών

κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια

με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,

τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,

οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά

μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν

τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,

αχ, το πρωί ήταν άνοιξη

το βράδυ μαύρη συννεφιά

το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά

το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά

το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά

σύγνεφο, πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά

κι από την κοντινή την εκκλησιά

γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,

α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,

σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη

μήνα Μάη/ σταυρώσανε το νιο.


Νίκος Γκάτσος, «Παράξενη πρωτομαγιά»

Peder Severin Krøyer (1851–1909), French Forestry Workers on a Track (1879), oil on canvas, 80 × 100 cm, Ribe Kunstmuseum, Ribe, Denmark. Wikimedia Commons.


Παράξενη πρωτομαγιά

μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια

ήρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»

τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά

σκοτάδι πέφτει και συννεφιά

ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές

σε κουρασμένες νεκρές ψυχές

Παράξενη πρωτομαγιά

ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση

μα της καρδιάς την πυρκαγιά

πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

Πρωτομαγιά

με το σουγιά

χαράξαν το φεγγίτη

και μια βραδιά

σαν τα θεριά

σε πήραν απ’ το σπίτι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά

είδα το μπόγια να περνά και το φονιά

γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω

μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.

Νυν και αεί

μες στη ζωή

σε είχα αραξοβόλι

μα μιαν αυγή

στη μαύρη γη

σε σώριασε το βόλι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά

είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά

του ‘χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά

και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.

Maximilien Luce (1858–1941), A Street in Paris in May 1871 (The Commune) (1903-6), oil on canvas, 151 mm x 225 cm, Musée d’Orsay, Paris. Wikimedia Commons.