Ο
Κλεμέντ Ματιέ (Ζεράρ Γινιό), ένας άνεργος δάσκαλος μουσικής, βρίσκει δουλειά ως
επιτηρητής σε ένα σωφρονιστικό οικοτροφείο ανηλίκων. Εκεί, μένει έκπληκτος από
τη σκληρή πραγματικότητα της σχολικής ρουτίνας και κυρίως, από τις ακραίες και
αναποτελεσματικές μεθόδους που μέχρι τώρα εφάρμοζε ο διευθυντής Ρασίν (Φρανσουά
Μπερλάν). Ο Ματιέ αποφασίζει να αρχίσει έναν αγώνα για να προσφέρει μια πνοή
αλλαγής στο αυστηρό ίδρυμα, διδάσκοντας στους μαθητές του τη μαγεία και τη
δύναμη της μουσικής, αλλάζοντας έτσι τις ζωές τους για πάντa...
Les Choristes - Gérard Jugnot, Christophe Barratier, Kad Merad.
Το
σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κριστόφ Μπαρατιέ είναι μία διαχρονική ιστορία για την
παιδική ηλικία: η απόγνωση και η σκληρή προσπάθεια, τα τρυφερά μυστικά και οι
φάρσες, όπως τα ζει μια ατίθαση ομάδα παιδιών που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε
έναν αμείλικτο κόσμο γεμάτο κανονισμούς, περιορισμούς και τιμωρία. Στην ταινία
παρελαύνουν ταλαντούχα παιδιά, με την ενίσχυση – πίσω από τις κάμερες – μιας παιδικής χορωδίας υπό τις οδηγίες του Μπρουνό
Κουλέ ("Πορφυρά Ποτάμια", "Ιμαλάια",
"Μικρόκοσμος") 1948.
Ο
σκηνοθέτης για την ταινία
Ο
Κριστόφ Μπαρατιέ (κέντρο) στα γυρίσματα της ταινίας.
"Μετά
το "Les Tombales", τη μικρού μήκους ταινία μου, έψαχνα
μια καλή ιστορία για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που ήθελα να γυρίσω.
Συνειδητοποίησα ότι οι σημειώσεις που έπαιρνα σχετίζονταν κατά κάποιο τρόπο με
την παιδική μου ηλικία, με τα συναισθήματα που ένιωθα σε ηλικία τεσσάρων με
οχτώ χρόνων. Επίσης, δεδομένων των μουσικών μου σπουδών, πραγματικά ήθελα να
κάνω μία ταινία σχετική με τη μουσική. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, ο συνδυασμός
μουσικής και παιδικής ηλικίας, με οδήγησε στο "Κλουβί Με Τ' Αηδόνια".
"Είδα
αυτήν την ταινία όταν ήμουν επτά ή οκτώ ετών, το 1970 ή το '71, σε έναν από
τους δύο μόνο τηλεοπτικούς σταθμούς που υπήρχαν τότε. Σαν παιδί, με είχε
συγκινήσει βαθιά. Η ταινία είναι τώρα ξεχασμένη αλλά η γοητεία της συντηρείται.
Και δεν έχει χαρακτηριστεί σαν "αριστούργημα" του γαλλικού σινεμά,
κάτι που έκανε ευκολότερη τη διασκευή της. Οι δύο αναμνήσεις που έμειναν
περισσότερο ζωντανές στο μυαλό μου ήταν το συναίσθημα που μου δημιούργησαν οι
φωνές των παιδιών και ο χαρακτήρας του αποτυχημένου μουσικού ο οποίος
προσπαθούσε, παρ' όλα τα εμπόδια, να μεταμορφώσει τον κόσμο γύρω του. Αυτό μου
αρέσει στις ταινίες. Όλες οι ταινίες που με επηρέασαν περισσότερο έχουν αυτό το
κοινό σημείο – το πώς μπορεί ένας μόνο άνθρωπος να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο
μέρος. Ξέρω ότι μία ταινία δε μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, όμως μπορεί να σε
κάνει να θέλεις να προσπαθήσεις. Μου αρέσει να βγαίνω από τον κινηματογράφο με
το αίσθημα ότι θέλω να ταυτιστώ με τον κεντρικό χαρακτήρα. Η διδασκαλία του
Κλεμέν Ματιέ δεν περιορίζεται στη μουσική, δίνει επίσης μαθήματα ζωής. Η ταινία
έχει τρεις θεματικές – την πρώιμη παιδική ηλικία, τη μουσική και την πνευματική
φώτιση. "
Ο
Ζακ Περίν για την ταινία
Ένα
σημείωμα… "Οι εικόνες που
σχετίζονται με την παιδική μας ηλικία, με τα αρχέγονα συναισθήματά μας, μας είναι οικείες. Αργότερα στο χρόνο, μέσω των αναμνήσεων από τις εμπειρίες μας
όταν μαθαίναμε τη ζωή, η καθολική σημασία των εικόνων αυτών αποκτά νόημα –
τίποτα δεν ήταν τόσο αθώο τελικά. Εφήμερες χαρές και απαρηγόρητα δάκρυα – τα
πάντα περνάνε, όμως τίποτα δε σβήνεται. Και αν μία μουσική νότα, ένα τραγούδι,
μία μελωδία τυχαίνει να συνδέεται με αυτές τις μακρινές εικόνες, η σφραγίδα
τους είναι σίγουρα πιο έντονη. Αυτό είναι που βρήκα τόσο συγκινητικό στο
σενάριο του Κριστόφ Μπαρατιέ. "Les Choristes". Ένα αυστηρό οικοτροφείο, απείθαρχα
παιδιά, μία χορωδία που τα φέρνει κοντά το ένα στο άλλο – όλα συνεισφέρουν σε
κάτι που είναι μία έξοχη αναπαράσταση της παιδικής ηλικίας σαν σύμβολο."
Ζακ
Περίν, παραγωγός και πρωταγωνιστής.
Set in 1949, Les Choristes is about a French
supervising teacher, Clement Mathieu, who has a secret passion for writing
music. The film begins with him starting a job at a school named Fond de
l’Etang, and although the literal translation of this name is ‘bottom of the
pond’, it is intended to signify the state of hopelessness the boys in attendance
are considered to be in, i.e. ‘rock bottom’. Fond de l’Etang is run more like a
penitentiary than a school; the strict headmaster calls for silence at all
times and considers beatings and locking the boys up as the best methods of
punishment for their behaviour. The boys who live at the school are either
orphans or have come from poor or neglectful backgrounds, and so they spend a
lot of time acting out, pulling pranks, and stealing, but only because they
don’t really know any better. That is until Mathieu comes along and teaches
them how to sing as a choir, as well as giving them guidance and the strong
parental figure they all need.
It’s an inspiring
film and shows how powerful music can be. Despite how they are first portrayed,
the young boys at the school are actually very bright and decent kids, their
petty behaviour misjudged and unfairly punished because nobody has taken the time
to get to know them or to give them a chance. Through music, Mathieu gives them
an opportunity they’ve never had; he makes them part of something to be proud
of and in turn they become high-spirited and the atmosphere at the school
changes considerably.
ΧΩΡΑ:
Γαλλία Ελβετία, Γερμανία 2004 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95΄έγχρωμο
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Φρανσουά Γκιογκάν ΜΟΝΤΑΖ: Ιβ Ντεσάμπ (Yves Deschamps)
ΜΟΥΣΙΚΗ:
Μπρουνό Κουλέ (Bruno
Coulais) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Κάρλο Βαρίνι (Carlo
Varini), Ντομινίκ
Ζεντίλ (Dominique Gentil), Ζαν Ζακ Μπουόν (Jean-Jacques Bouhon)
ΣΕΝΑΡΙΟ:
Κριστόφ Μπαρατιέ, Philippe Lopes-Curval ΣΚΗΝΙΚΑ: Φρανσουά Σοβό
ΠΑΙΖΟΥΝ:
Ζεράρ Γινιό (Gérard Jugnot), Φρανσουά Μπερλεάν (François Berléand),
Ζακ Περίν (Jacques Perrin),
Καντ Μεράντ (Kad
Merad), Ζαν-Μπατίστ
Μονιέ (Jean-Baptiste Maunier), Μαρί Μπιουνέλ (Marie Bunel), κ.α.Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Γαλλικού Κινηματογράφου της Αθήνας. Υποψήφια για ΟΣΚΑΡ (Καλύτερης ξένης ταινίας 2005, Τραγουδιού).