Στις
25 Ιανουαρίου 1983 το CERN ανακοίνωσε την ανακάλυψη του μποζονίου W. Από
αριστερά προς τα δεξιά: Carlo Rubbia, Simon van der Meer, Herwig Schopper,
Erwin Gabathuler, Pierre Darriulat. On 25 January 1983 CERN announced the
discovery of the W boson. Left to right: Carlo Rubbia, Simon van der Meer,
Herwig Schopper, Erwin Gabathuler, Pierre Darriulat (Image: CERN)
Το
μποζόνιο W± είναι ένα από τα πέντε σωματίδια που είναι υπεύθυνα για την διάδοση
των δυνάμεων της φύσης.
Πρόκειται
για ένα ηλεκτρικά φορτισμένο στοιχειώδες σωματίδιο (εμφανίζεται με θετικό ή
αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο) που μαζί με το ηλεκτρικά ουδέτερο Z μποζόνιο είναι
υπεύθυνα για τη τη δύναμη που είναι γνωστή ως ασθενής πυρηνική.
Το
μποζόνιο W είναι υπεύθυνο για δύο από τις πιο εκπληκτικές ανακαλύψεις του 20ου
αιώνα -ότι η φύση έχει προτίμηση προσανατολισμού δεξιά-αριστερά
(“χειραλικότητα”) και ότι η φυσική της αντι-ύλης είναι ανεπαίσθητα διαφορετική
από τη φυσική του κόσμου που βλέπουμε γύρω μας και που αποτελείται από ύλη.
Το
σωματίδιο W είναι πολύ βαρύ, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιδράσεις του έχουν
πολύ μικρό βεληνεκές και ότι είναι πολύ ασθενείς στη κλίμακα ενεργειών της
καθημερινής ζωής.
Συνεπώς,
η επίδραση αυτών των σωματιδίων είναι δυσδιάκριτη αλλά σημαντική! Για
παράδειγμα, το σωματίδιο W μπορεί να αλλάξει τη φύση ενός αλληλεπιδρώντος
σωματιδίου, μετατρέποντας ένα ηλεκτρόνιο σε νετρίνο ή ένα «κάτω» κουάρκ σε ένα
«άνω» κουάρκ .
Αυτό
είναι σημαντικό για την πυρηνική σύντηξη, που δίνει ενέργεια στον ήλιο, αφού
αυτή εμπεριέχει την μετατροπή πρωτονίων σε νετρόνια. Τέλος, το σωματίδιο W
παρέχει το μόνο κατοχυρωμένο μηχανισμό που επιτρέπει τη διαφορετική εξέλιξη της
ύλης και της αντιύλης.
Όταν
W μποζόνια παράγονται σε επιταχυντές σωματιδίων, ζουν μόνο για περίπου 10-25
δευτερόλεπτα, αλλά μας παρέχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για τον έλεγχο του
Καθιερωμένου Προτύπου της σωματιδιακής φυσικής.
Η
ανακάλυψη έγινε μετά από τρία χρόνια έρευνας στο CERN με το Super Proton Synchrotron
(SPS) – μια μηχανή που αρχικά σχεδιάστηκε για να επιταχύνει δέσμες πρωτονίων –
και λειτούργησε ως ο πρώτος στον κόσμο επιταχυντής πρωτονίων-αντιπρωτονίων.
Το
1976 οι φυσικοί Carlo Rubbia, Peter McIntyre και David Cline πρότειναν την
τροποποίηση του SPS, από έναν επιταχυντή με μια δέσμη, σε επιταχυντή με δύο
δέσμες – μια δέσμη πρωτονίων με μια δέσμη αντιπρωτονίων – αυξάνοντας έτσι κατά
πολύ ενέργεια σύγκρουσης δυγκριτκά με έναν επιταχυντή μιας δέσμης που
προσπίπτει σε σταθερό στόχο.
O Simon van der
Meer (δεξιά) με τον Carlo
Rubbia στο CERN.
Παρότι
ο Simon van de Meer στο CERN, ήδη είχε
εφεύρει έναν τρόπο παραγωγής και αποθήκευσης ισχυρών δεσμών πρωτονίων ή
αντιπρωτονίων, η μετατροπή του SPS ήταν μια πρωτότυπη και τολμηρή κίνηση.
Δύο
μετακινούμενοι ανιχνευτές, UA1 και UA2, χρησιμοποιήθηκαν για την ανίχνευση των
«υπογραφών» των σωματιδίων W, ανάμεσα στα προϊόντα της σύγκρουσης
πρωτονίων-αντιπρωτονίων. Η λήψη δεδομένων άρχισε το 1981.
Το
πρώτο γεγονός που αντιστοιχούσε σε μποζόνιο W βρέθηκε τον Νοέμβριο του 1982 και
ανακοινώθηκε σε συνέδριο σχετικά με συγκρούσεις πρωτονίων-αντιπρωτονίων, στη
Ρώμη τον Ιανουάριο του 1983.
In a seminar on 20
January 1983, CERN physicist Carlo Rubbia announces six candidate W events for
the UA1 experiment (Video: CERN/BBC )
Σε ένα σεμινάριο στις 20 Ιανουαρίου 1983, ο Carlo Rubbia ανακοίνωσε έξι γεγονότα που αντιστοιχούσαν στο μποζόνιο W που ανιχνεύθηκαν στον UA1.
Ο
Luigi Di Lella ανακοίνωσε άλλα 4 γεγονότα που ανίχνευσε ο UA2 σε ένα κατάμεστο
αμφιθέατρο του CERN το επόμενο απόγευμα. Στις 25 Ιανουαρίου, το CERN ανακοίνωσε
την ανακάλυψη στο κοινό.
Η
ανακάλυψη ήταν τόσο σημαντικό γεγονός που ένα χρόνο αργότερα ο Carlo Rubbia, ο
εμπνευστής της μετατροπής του επιταχυντή και υπεύθυνος του πειράματος UA1,
μοιράστηκε το βραβείο με τον Simon van der Meer, του οποίου η τεχνολογία ήταν
ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του επιταχυντή.