“Κάθε
φωτογραφία του Kertész περιέχει μιαν έκπληξη”, H. C. Bresson
Ο
André Kertész γεννιέται ως Andor Kertész στην Βουδαπέστη από εβραίους γονείς
στις 2 Ιουλίου 1894, μεσαίο από τα τρία αγόρια της οικογένειας. Ο πατέρας του
ήταν βιβλιοπώλης, αλλά όταν πέθανε η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικά
προβλήματα. Η βοήθεια ήρθε από τον αδερφό της μητέρας, που τους πήρε μαζί του
στο Szigetbecse, μια μικρή πόλη της Ουγγαρίας. Η επαρχιακή ζωή και οι εικόνες
της επηρεάζουν τον Kertész στη φωτογραφική του πορεία.
Σε
ηλικία έξι μόλις ετών, το 1900, πρωτοβλέπει περιοδικά με φωτογραφίες.
Κυριολεκτικά μαγεμένος, αποφασίζει ότι θα γίνει φωτογράφος, όταν μεγαλώσει.
Αργότερα θα πει ότι από πολύ νωρίς έβλεπε τον κόσμο φωτογραφικά, “συνθέτοντας
με το μάτι” πολύ πριν αξιωθεί με τις πρώτες του οικονομίες να αγοράσει (το
1912, 18 ετών) την πρώτη του μηχανή που ήταν μια ICA με πλάκες 4,5x6. Θα πάρει
την μηχανή μαζί του πηγαίνοντας το 1914 στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
πράγμα που, όπως έλεγε, τον βοήθησε να επιβιώσει. Μετά τον πόλεμο επιστρέφει με
μισή καρδιά στο Χρηματιστήριο. Για λίγο καιρό αλλάζει δουλειά και ασχολείται με
τη μελισσοκομία. Αλλά η βασική του ασχολία και η μόνη πηγή χαράς είναι γι αυτόν
η φωτογράφηση.
Το
1925 ο André Kertész φεύγει για το Παρίσι – όπου φτάνουν συνεχώς και πολλοί
άλλοι ξένοι καλλιτέχνες – με την οριστική απόφαση να αφοσιωθεί στη φωτογραφία.
Η πόλη τον γοητεύει και αρχίζει αμέσως να την περιδιαβάζει και να την
φωτογραφίζει. Το Παρίσι είναι την εποχή αυτή η καλλιτεχνική καρδιά του κόσμου,
παρόλο που αντίστοιχους πόλους έλξης αποτελούν και η Γερμανία και η Νέα Υόρκη.
Ο Kertész αρχίζει να συναναστρέφεται διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες, τόσο
Γάλλους όσο και ξένους, μεταξύ των οποίων και πολλούς Ούγγρους. Μέσα σε
λιγότερο από ένα χρόνο η δουλειά του γίνεται γνωστή και πολλά περιοδικά του ζητούν φωτογραφίες.
Το
1928 αγοράζει μία από τις πρώτες Leica. Οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονται, ενώ
ταυτόχρονα φωτογραφίζει αδιάκοπα και για τον ίδιο, χωρίς συγκεκριμένο
αντικείμενο, τη ζωή στους δρόμους, τους φίλους του κ.λ.π. Πολύ σύντομα θα κάνει
και τις πρώτες του εκθέσεις και θα πουλήσει και μερικές φωτογραφίες σε συλλογές
Μουσείων. Ακολουθούν τα βιβλία, όπου κυριαρχούν οι προσωπικές του φωτογραφίες
από το αγαπημένο του Παρίσι, την πόλη που τον δέχτηκε στους κόλπους της και τον
αναγνώρισε σαν ταλαντούχο φωτογράφο, την πόλη όπου βρήκε τον εαυτό του και
οριστικοποίησε τη φωτογραφική του ματιά. Το 1931 έρχεται να τον βρει η
μετέπειτα γυναίκα του και από πολλών χρόνων αγαπημένη του, η Elisabeth.
Το
1935 υπήρξε μια μοιραία χρονιά για τον Kertész. Αποφασίζει να φύγει με την
γυναίκα του για τη Νέα Υόρκη, μετά από μία πρόταση τού πρακτορείου Keystone.
Υπολογίζει να λείψει ένα χρόνο περίπου. Όμως, χάρη σε μια παράξενη συγκυρία, θα
ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη χώρα αυτή
δεν θα βρει, για πολλά χρόνια, ούτε αναγνώριση, ούτε την αγάπη, που τόσο αφειδώς
του είχε επιδαψιλεύσει το Παρίσι. Τα διάφορα ειδησεογραφικά περιοδικά, που
ανθούν την εποχή αυτή στην Αμερική, βρίσκουν τις φωτογραφίες του πολύ
προσωπικές, πολύ “ομιλητικές”, όπως του είπε ένα από αυτά, εννοώντας προφανώς
ότι δεν ήταν αρκετά αδιάφορες για να τις σχολιάσουν όπως θα ήθελαν οι εκδότες,
και από την άλλη καθόλου «εντυπωσιακές» και επομένως ελκυστικές, για τους
αναγνώστες.
Ο
Kertész πικραίνεται πολύ με όλα αυτά, αλλά δεν κάνει την παραμικρή υποχώρηση.
Διακόπτει τη συνεργασία του με το Keystone. Επιβιώνει χάρη σε μια μικρή
επιχείρηση της Elisabeth. Από την άλλη μεριά, η δουλειά του δεν αναγνωρίζεται
(παρά μόνον σποραδικά) ούτε από τούς «καλλιτεχνικούς» φωτογραφικούς κύκλους,
δηλ. από τα μουσεία, τις γκαλερί και τους εκδοτικούς οίκους. Θα κάνει την πρώτη
του ατομική έκθεση μετά 10 χρόνια, το 1945 στο Σικάγο, ενώ στην Νέα Υόρκη θα
εκθέσει μόνος του για πρώτη φορά το 1964 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Το
1945 με πρωτοβουλία του Alexei Brodovitch, βγαίνει ένα βιβλίο του με τίτλο “Day
of Paris”, το οποίο περιλαμβάνει μόνο γαλλικές φωτογραφίες. Παρόλη την πικρία
του, δεν είναι εύκολο για τούς Kertész να γυρίσουν στο Παρίσι, λόγω του Πολέμου, και το ΄44 αποκτούν και οι δυο τους την Αμερικανική υπηκοότητα. Κατά
τα χρόνια που ακολουθούν ο Kertész θα έχει μια περιορισμένη συνεργασία με
μερικά περιοδικά, έως ότου, το 1949, υπογράψει ένα αποκλειστικό συμβόλαιο με το
περιοδικό “House and Garden”, όπου θα δουλέψει έως το 1962. Παράλληλα,
φωτογραφίζει και με τη Leica στον ελεύθερο χρόνο του (που όμως είναι λίγος),
παραμένοντας όμως πάντοτε στο περιθώριο των αμερικανικών καλλιτεχνικών κύκλων.
Από
το 1962 και μετά, και κυρίως από τότε που ο Szarkowski τού κάνει έκθεση στο
MOMA (1964) αρχίζει (σιγά-σιγά πρώτα και ραγδαία στη συνέχεια) μια διεθνής
πλέον και σε όλα τα επίπεδα αναγνώριση τού Kertész. Εκθέτει σ’ όλο τον κόσμο,
εκδίδει βιβλία, δέχεται διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την
πικρία του απέναντι στις Η.Π.Α.
Το
1977 η Elisabeth πεθαίνει από καρκίνο και ο ίδιος είναι πια 83 ετών.
Εξακολουθεί να ζει στο διαμέρισμα όπου έζησαν σχεδόν από την αρχή, πάνω στη
Washington Square, και φωτογραφίζει ακόμα, παρόλο που τα χέρια του χάνουν
σιγά-σιγά τη σταθερότητά τους.
Προς
το τέλος της ζωής του, φωτογραφίζει με ένταση, αποκλειστικά μέσα στο σπίτι του,
διάφορες συνθέσεις αντικειμένων, στη μνήμη της Elisabeth, καθώς και εικόνες από
το παράθυρό του, που θα γίνουν βιβλίο το 1981 με τίτλο “From my window”. Η
διεθνής αναγνώριση συνεχίζεται και το 1982 παίρνει το μεγάλο εθνικό βραβείο
φωτογραφίας στο Παρίσι. Πέθανε στο διαμέρισμά του στις 28 Σεπτεμβρίου τού 1985
σε ηλικία 91 ετών.
Ο
Kertész υπήρξε κατ’ εξοχήν ο άνθρωπος της πρακτικής, που δεν θεωρητικοποίησε
ποτέ τη δουλειά του και τις απόψεις του.
Οποτεδήποτε εκφράστηκε για το πώς έβλεπε την φωτογραφία, το ύφος του
είχε μάλλον μια κατασταλαγμένη βεβαιότητα, παρά οποιαδήποτε αναλυτική διάθεση.
“Είμαι
ερασιτέχνης”, είχε πει κάποτε, “και σκοπεύω να παραμείνω ερασιτέχνης σ’ όλη μου
τη ζωή. Για μένα, η φωτογραφία πρέπει να συλλαμβάνει τη βαθύτερη φύση των
πραγμάτων… Τόσο οι φωτογράφοι που κάνουν ρεπορτάζ, όσο και οι ερασιτέχνες,
προσπαθούν να φτιάξουν μιαν ανάμνηση ή ένα ντοκουμέντο: αυτό είναι η καθαρή, η
γνήσια φωτογραφία”. Ήξερε, ωστόσο, καλά ότι ακόμα και η πιο καθαρή φωτογραφία
εμπεριέχει τον φωτογράφο. Όταν του είχαν πει ότι οι φωτογραφίες του “μιλούσαν
πολύ”, είχε αντιτάξει ότι “δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την μηχανή του, χωρίς
να εκφραστεί”.
Σ’
ολόκληρη τη ζωή του δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να ορίζει και να ξαναορίζει
τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που υπάρχει και στον τρόπο με τον οποίο εκείνος το
βλέπει, ή, καλύτερα, από το να ψάχνει να βρει το φωτογραφικό “ισοδύναμο” του πραγματικού. Οι φωτογραφίες του André Kertész μας δείχνουν τον κόσμο, αλλά μας
μιλάνε για τη φωτογραφία.