Νάνος
Βαλαωρίτης, "Ένα παράξενο παρασκήνιο"
Ο
τόπος συρρικνώνεται σιγά-σιγά
κι
επιστρέφει τρομοκρατημένος
στον
προηγούμενο εαυτό του πλην
απ’
την υπεριώδη κι ανεμική πλευρά του
πίσω
απ’ τα κυπαρίσσια να κρυφτεί
και
με είδε μια μοναχή καλογριά
εκεί
που έβγαζε νερό μ’ ένα κουβά
μου
’ριξε μια παράξενη ματιά
κι
έστριψε γρήγορα την πλάτη της
αλλού
να φύγει τρομαγμένη
και
να που πήγαμε μαζί στη στάση
μαζί
στον πόλεμο και την ειρήνη
και
στου κουφού την πόρτα βρόντα
μαζί
στην άνοδο απ’ το πηγάδι
και
στην κάθοδο στον Άδη
όταν
τραγουδούσαν τα πουλιά
έναν
παραπλανητικό σκοπό
αποκοιμίζοντας
στην πύλη
το
τρικέφαλο θεριό
και
ξημεροβραδιαζόμαστε αγκαλιά
στα
δώματα του Κάτω Κόσμου
πότε
τροχάδην πότε βάδην
το
αλαφιασμένο μας μυαλό
δεν
λέει να το βάλει κάτω
απ’
την καναβουριά που θάλλει
στο
μνήμα του Ινδού κοντά
στο
ερειπωμένο ανάκτορο
του
Ανίσκιου Βασιλιά
«ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ» (Ποιήματα
2002-2006 Ύψιλον / βιβλία).
ΤΟ
ΠΡΑΓΜΑ
Κάτω
από τούτες εδώ τις γραμμές
υπάρχει
ένα πλάσμα συνηθισμένο να πολεμάει
τον
πόνο, τον θάνατο.
Ίσως
γι’ αυτό ν’ αγαπούσε το μελόδραμα,
κάτι
ιστορίες των συγκαιρινών του αξιοθρήνητες,
και
μάλιστα, καθώς λέγεται, με απόγνωση.
Σαν
μεθυσμένος περπάταγε αργά-αργά στους δρόμους,
τρεκλίζοντας
κάτω από της ζωής το βάρος·
μόνο
απ’ την όψη του μάθαινες πια πώς θα κατέληγε.
Από
εκείνη την όψη που τα κύματα τη φυλούσαν της νύχτας.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
JUAN
GELMAN
Μανώλης
Αναγνωστάκης, "Νέοι της Σιδώνος,
1970"
Κανονικά
δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή
κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια
δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα
πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά,
με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο,
μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για
τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για
ήρωες που σκοτώθηκαν σ' άλλα χρόνια,
Για
επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για
τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως
σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην
προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε
ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω
δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο
δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και
να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Μας
γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
ΣΧΕΔΙΟ
ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ
Το
σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο
στα τέσσερα
μ’
άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω
να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω
παιδιά να θρέψω
θέλει
πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει
καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν
τα ποντίκια μου τυρί
την
Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και
βρέχει.
1985
Από
την ποιητική συλλογή: «Κιβώτιο ταχυτήτων».
Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα
1943-1987», Εκδόσεις Άγρα, 2010, σελ. 482.
Αλέξανδρος
Ίσαρης, «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟ 200
π.Χ.»
Γεννήθηκα
στὴν Αἴγυπτο τὸ
200 π.Χ.
Μὲ ἥλιο στὸν Αἰγόκερω
Καὶ μὲ σελήνη Κρόνου στὸν Κριό.
Ὁ πατέρας Μακεδόνας
Κι
ἡ μάνα μου ἀπὸ τὴ Μαύρη Θάλασσα.
Ἔγινα χτίστης κι ἀπόκτησα πολλὰ παιδιά.
Ἀργότερα θεόρβη ἔπαιζα δίπλα στὸν Λόκ.
Ἀντιγραφέας ἔγινα
τὸ 1701 στὴ
Μαδρίτη
Καὶ ἐραστὴς μιᾶς δούκισσας
Ποὺ κάηκε σὲ πυρκαγιά.
Μὲ σκότωσαν σὲ ὄργιο κάπου στὸ
Περοὺ
Μὰ ἐγὼ ἐμφανίστηκα ξανὰ
Στὴ Σαρλεβὶλ τῶν Ἀρδεννῶν μὲ τ’ ὄνομα Ρεμπώ.
Πέθανα
τριάντα ἑπτὰ ἐτῶν κι ὅταν ξαναγεννήθηκα
Ἤμουν γυναίκα ζωηρὴ
Ποὺ ἔγινε διάσημη
Σὲ ρόλους κωμικοὺς
Μέχρι
ποὺ γνώρισα στὴ
Ρώμη κάποιον Σάντρο Λίππι.
Πόρνη
κατέληξα ποὺ πῆγε ἀπὸ χολέρα
Μὰ τώρα φτιάχνω πιάνα στὴ Λειψία.
Ἄλλαξα σχήματα, καρδιές, μυαλὸ
Μίλησα
τόσες γλῶσσες.
Τυφλὸς ἐκ γενετῆς ἔχω τρία παιδιὰ
Γυναίκα
ἀπὸ τὴ Σάμο.
Τὴν τέχνη ἔμαθα στὸ
σπίτι τῶν γονιῶν μου
Καὶ μὲς στὴ μουσικὴ ζῶ τὴ ζωή μου.
Λέγομαι
Γιούλιους, εἶμαι ἑβδομήντα δύο χρονῶν
Καὶ θέλω νὰ πεθάνω στὴν Ἑλλάδα.
Αλέξανρος
Ίσαρης, «Θὰ ἐπιστρέψω φωτεινός, Ποιήματα 1993-1999», εκδ. Άγρα, 2000.
Γιώργος
Χρονάς, «In memoriam»
Τελικά
μπορεί και να μην είχε κατέβει ποτέ από κανένα τραίνο
και
να 'ταν πριν από μένα εκεί να περιμένει κάποιον
κανέναν
ή τίποτα. Μπορεί και να 'ταν ένα βαλσαμωμένο πουλί
στην
οδό Πειραιώς ή ένα απολιθωμένο ελάφι πάνω στους βράχους
-
τούτοι οι θάνατοι είναι ζωγραφισμένοι μέσα μας δίχως φτερά,
δίχως
μουσική, δίχως εισόδους και εξόδους, έτσι μένουν θάνατοι
σε
όλους τους καιρούς κάτω στο χώμα, στη γη.
Τελικά
μπορεί και να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας άλλος
που
είχε φτάσει πριν από μέρες στο σταθμό κάτω από
το
σταματημένο ρολόι περιμένοντας μέσα στο απόγευμα
της
Κυριακής μια συνάντηση. Μπορεί και να 'μουν η προδομένη
διαδήλωση,
ο λιποτάκτης, η είσοδος του νικημένου μέσα από το
πορτρέτο
της υστεροφημίας του, η πρέζα.
Εκείνο
το απόγευμα βρήκαμε το πρόσωπό μας. Δεν ήμασταν πια
εμείς.
Ήμαστε ωραίοι τότε. Κάτι το σπάνιο.
Γιώργος
Χρονάς, «Τα ποιήματα 1973-2008», εκδ.
Οδός Πανός, 2008.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής
Ποίηση:
Νάνος Βαλαωρίτης, Juan Gelman, Μανώλης Αναγνωστάκης, Έκτωρ Κακναβάτος, Αλέξανδρος
Ίσαρης, Γιώργος Χρονάς.